Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Πέργαμον (Αρχαιότητα), Βωμός Διός, Γλυπτός Διάκοσμος

Συγγραφή : Παπαζαφειρίου Γιώργος (24/10/2002)

Για παραπομπή: Παπαζαφειρίου Γιώργος, «Πέργαμον (Αρχαιότητα), Βωμός Διός, Γλυπτός Διάκοσμος», 2002,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=5767>

Πέργαμον (Αρχαιότητα), Βωμός Διός, Γλυπτός Διάκοσμος (11/11/2008 v.1) Pergamon (Antiquity), Altar of Zeus, Sculpted Decoration (3/3/2011 v.1) 
 

1. Ιστορία της ανακάλυψης του βωμού

Ο γλυπτός διάκοσμος του βωμού του Περγάμου ήρθε στο φως κατά τη διάρκεια των ανασκαφών γερμανικής αποστολής (1878-1881 και 1883-1886) υπό την εποπτεία του Carl Humann, ο οποίος είχε εντοπίσει τη θέση του μνημείου ήδη από το 1871.1 Το σύνολο των ευρημάτων μεταφέρθηκε και φυλάσσεται στο Βερολίνο. Τα εγκαίνια της πρώτης έκθεσης των αναγλύφων έγιναν το Δεκέμβριο του 1901.2

2. Τοπογραφία και αρχιτεκτονική του βωμού

Το μνημείο είχε ανεγερθεί στην ακρόπολη του Περγάμου, νότια του ναού της Αθηνάς και του θεάτρου, και οι διαστάσεις του ήταν: 36,44 μ. στην ανατολική και στη δυτική πλευρά του και 34,20 μ. στη βόρεια και στη νότια.3 Η πρόσβαση στο πλάτωμα του μνημείου γινόταν μέσω ενός πρόπυλου στα ανατολικά. Ο βωμός πατούσε σε μία ψηλή βάση στα βόρεια, στα νότια και στα ανατολικά. Στα δυτικά υπήρχε μνημειακή κλίμακα για την άνοδο στο εσωτερικό του μνημείου, όπου υψωνόταν ο κυρίως βωμός. Πάνω από τη βάση του μνημείου βρισκόταν η ζωφόρος με την παράσταση της Γιγαντομαχίας και πάνω από αυτήν υπήρχε η μικρότερων διαστάσεων ζωφόρος του Τηλέφου, που διέτρεχε το εσωτερικό της ιωνικής κιονοστοιχίας. Στην περίσταση, πίσω από τα μετακιόνια διαστήματα της κιονοστοιχίας στην εξωτερική πλευρά του μνημείου, υπήρχαν πιθανότατα αγάλματα, καθώς σε ορισμένα σημεία διατηρούνται τα ίχνη τετράγωνων και κυκλικών βάσεων. Η ανωδομή του μνημείου διακοσμούνταν με άλογα, λιοντάρια, Τρίτωνες και Γρύπες.4 Αρκετά θραύσματα των ολόγλυφων έργων βρέθηκαν κατά τη διάρκεια των γερμανικών ανασκαφών στο πλάτωμα του βωμού, κυρίως στην περιοχή της βόρειας πλευράς του μνημείου.

Η μοναδική απεικόνιση του μνημείου υπάρχει σε νομίσματα της περιόδου του Ρωμαίου αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου (193-211 μ.Χ.), όπου εικονίζεται η δυτική όψη του με τη μνημειακή κλίμακα. Στην παράσταση διακρίνονται τέσσερα αγάλματα που κοσμούσαν την ανωδομή του κτηρίου, στα δύο από τα οποία, στα αριστερά, εικονίζονται ο Απόλλωνας και η Άρτεμη.5 Οι μοναδικές σύντομες αναφορές του βωμού γίνονται από τον Παυσανία και το Lucius Ampelius.6

3. Χρονολόγηση

Η κατασκευή του μνημείου χρονολογείται την περίοδο του Ευμένη Β΄ (197-159 π.Χ.), πιθανότατα μετά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του εναντίον της Βιθυνίας και του Πόντου, που τερματίστηκαν με επιτυχία το 179 π.Χ.7 Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, το μνημείο είναι νεότερο και χρονολογείται από το 166 π.Χ. και εξής, δηλαδή μετά τη νίκη του Ευμένη Β΄ επί των Γαλατών. Η άποψη αυτή στηρίζεται στη χρονολόγηση της κεραμικής που βρέθηκε στην υποθεμελίωση του μνημείου, αλλά δε γίνεται αποδεκτή από τους περισσότερους μελετητές. Το τέλος των εργασιών τοποθετείται από το 139 π.Χ., έτος θανάτου του Αττάλου Β΄, έως το 133 π.Χ., όταν πέθανε ο τελευταίος βασιλιάς της δυναστείας Άτταλος Γ΄ (138-133 π.Χ.).8

4. Η ζωφόρος της Γιγαντομαχίας

Στη μεγάλη ζωφόρο –ήταν η πρώτη που ολοκληρώθηκε– εικονίζεται η Γιγαντομαχία.9 Το ύψος της φτάνει τα 2,30 μέτρα και εκτείνεται σε μήκος που πλησιάζει τα 120 μέτρα. Το μάρμαρο των περίπου 120 πλακών της ζωφόρου –το πλάτος των οποίων ποικίλλει από 0,70 έως 1,10 μέτρα– είναι λεπτόκοκκο και μικρασιατικής προέλευσης.10

Το κάτω τμήμα των μορφών της ζωφόρου πρέπει να είχε ολοκληρωθεί πριν από την τοποθέτηση των πλακών στο μνημείο, καθώς στην αντίθετη περίπτωση θα ήταν αδύνατη η σμίλευσή τους χωρίς να προκληθεί ζημιά στο πάνω μέρος της βάσης όπου ήταν τοποθετημένη η ζωφόρος.

Οι μορφές που σώζονται, έστω και αποσπασματικά, είναι 84, αλλά ο αρχικός αριθμός τους πρέπει να έφτανε τις 100.11 Σε αυτές πρέπει να προσθέσουμε τις μορφές ζώων (σκύλοι, λιοντάρια, άλογα, φίδια, αετοί). Πολλές από τις μορφές ταυτίζονται με τη βοήθεια επιγραφών. Τα ονόματα των θεών ήταν χαραγμένα στο αιγυπτιάζον κυμάτιο που ήταν τοποθετημένο πάνω από τους γεισίποδες του θριγκού, το οποίο επέστεφε την παράσταση και τα ονόματα των Γιγάντων, γιων της Γης και του Ουρανού, στο κυμάτιο της βάσης, όπου αναπτυσσόταν η ζωφόρος. Στην πλίνθο της ζωφόρου, κάτω από τα ονόματα των Γιγάντων, από τα οποία σώζονται τα 17, διατηρούνται τα ονόματα 14 γλυπτών που εργάστηκαν για τη δημιουργία της.12

Για 14 από τις μορφές γνωρίζουμε το όνομα και τη θέση τους στην παράσταση, για 4 γνωρίζουμε τη θέση, αλλά το όνομά τους διατηρείται αποσπασματικά, και σε 4 το όνομα σώζεται, αλλά δε γνωρίζουμε την ακριβή τους θέση. Τέλος, τα ονόματα του Εύρου, της Ερύθειας και της Εσπερέθουσας διατηρούνται αποσπασματικά, αλλά δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για τη θέση των μορφών. Από τις υπόλοιπες 59 μορφές θεών και Γιγάντων, για τις οποίες δεν υπάρχουν επιγραφές, πιθανή είναι η ταύτιση για τις 39 από αυτές.

Το πρόβλημα της ανασύστασης του εικονογραφικού προγράμματος έχει απασχολήσει την έρευνα από τα τέλη του 19ου αιώνα.13 Ιδιαίτερα διαδεδομένη είναι η παλιότερη πρόταση των Puchstein και Robert, που διατυπώθηκε σε δύο διαφορετικά άρθρα την ίδια χρονιά (1888). Σύμφωνα με τους δύο μελετητές, στην ανατολική πλευρά εικονίζονται οι Ολύμπιοι θεοί (Δίας, Ήρα, Αθηνά, Άρης), σε βοήθεια των οποίων σπεύδουν ο Ηρακλής και η Νίκη. Το νότιο τμήμα της πλευράς αυτής καταλαμβάνουν η Λητώ και τα παιδιά της, η Άρτεμη και ο Απόλλωνας Στη βόρεια πλευρά υπάρχουν οι προσωποποιήσεις αστερισμών του νυχτερινού ουρανού, που συνοδεύονται από την Αφροδίτη, τη μητέρα της Διώνη, τις Μοίρες και τις Χάριτες, και στη νότια ο Ήλιος και άλλα ουράνια σώματα της ημέρας. Οι μορφές της βορειοδυτικής πτέρυγας ερμηνεύονται ως θαλάσσιες θεότητες (Τρίτων, Αμφιτρίτη) και αυτές της νοτιοδυτικής πτέρυγας ως μέλη του διονυσιακού θιάσου, που συνοδεύουν το Διόνυσο και πιθανότατα τη μητέρα του Σεμέλη.

Η πιο σημαντική αμφισβήτηση της θεωρίας των Puchstein και Robert έγινε από τη Simon, η οποία προχώρησε στην ερμηνεία των επεισοδίων της ζωφόρου σε άμεση σύνδεση με τη Θεογονία του Ησιόδου.14 Έπειτα από μια σύνθετη διαπραγμάτευση των ταυτισμένων μορφών, των σωζόμενων συμβόλων των αταύτιστων μορφών και του αρχαίου κειμένου, υποστήριξε ότι εναντίον των Γιγάντων στην ανατολική και στη νότια πλευρά μάχονται οι απόγονοι της Γης και του Ουρανού, στη βόρεια οι απόγονοι της Νύκτας και στη βορειοδυτική πτέρυγα οι απόγονοι του Πόντου.

5. Στιλιστικά και τυπολογικά χαρακτηριστικά της ζωφόρου της Γιγαντομαχίας

Οι έξεργες μορφές της Γιγαντομαχίας, που καταλαμβάνουν όλο το ύψος της ζωφόρου, χαρακτηρίζονται από πάθος και δραματικότητα.15 Οι θεοί και οι Γίγαντες διακρίνονται για τις έντονες, αντιθετικές και συχνά βίαιες κινήσεις τους και για το άνοιγμα των μορφών τους προς τα έξω. Στις συνθέσεις των συγκρουόμενων σωμάτων παρατηρούνται πολλαπλά διασταυρούμενοι και αλληλοτεμνόμενοι άξονες που δεν εντάσσονται σε κανόνες. Οι έντονα κινημένες μορφές έρχονται σε αντίθεση με ανάλογες παραστάσεις του παρελθόντος.

Η υπερβολή των κινήσεων βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία με τα συναισθήματα του πάθους, της αγωνίας και του πόνου που διακρίνονται στα πρόσωπα των Γιγάντων. Σε αντίθεση με αυτά των αντιπάλων τους, τα πρόσωπα των θεών με το ωοειδές σχήμα τους, το μικρό μέτωπο και τα εξογκωμένα μήλα των παρειών διαπνέονται σκόπιμα από ηρεμία και αυτοπεποίθηση, εκφράσεις μιας συγκεκριμένης πνευματικής στάσης των θεών που δεν εμπλέκονται σε πρωτόγονα πάθη.16 Η σύγκριση των προσώπων των αντιμαχόμενων πλευρών δείχνει τη διαφορετική κατάσταση στην οποία βρίσκονται ο πνευματικός και ο συναισθηματικός κόσμος των θεών και των Γιγάντων, το διαφορετικό τους «ήθος».17

Στην απόδοση της ανατομίας των σωμάτων δίνεται βαρύνουσα σημασία στην ανάλυση των πλούσιων, σφικτών και τεντωμένων όγκων με αποτελέσματα την έντονη πλαστικότητα και το παιχνίδισμα του φωτός με τη σκιά. Το τελευταίο χαρακτηριστικό παρατηρείται και στα ενδύματα των μορφών με τις πυκνές, πλούσιες πτυχές και τις βαθιές αύλακες. Τα ενδύματα άλλοτε αναδεικνύουν το σώμα, όπως στη μορφή της νότιας πλευράς, που αποδίδεται στον Ουρανό, και άλλοτε το αποκρύπτουν, καθώς οι πτυχές τους ακολουθούν διαφορετικές κατευθύνσεις σε σχέση με τη στάση του σώματος, όπως σε άλλη μία μορφή της νότιας πλευράς, που αποδίδεται στη Φοίβη.

Αρκετές από τις μορφές των Γιγάντων είναι ανθρώπινες, όπως οι αντίπαλοι του Τρίτωνα, του Ήλιου και της Άρτεμης, ο τελευταίος από τους οποίους φέρει κράνος, ασπίδα και δόρυ· συχνά όμως τα σκέλη τους είναι φιδόμορφα, συνήθως των πιο ηλικιωμένων. Μάλιστα, σε δύο περιπτώσεις οι κεφαλές τους δεν είναι ανθρώπινες, αλλά έχουν τη μορφή κεφαλής ταύρου και λιονταριού.

Σύμφωνα με πολλούς μελετητές, η τυπολογία ορισμένων μορφών είναι επηρεασμένη από παλιότερες παραστάσεις. Οι μορφές του Δία και της Αθηνάς απηχούν τυπολογικά αυτές των ίδιων θεών από το κατεστραμμένο σήμερα κεντρικό τμήμα του δυτικού αετώματος του Παρθενώνα.18 Ανάλογες ομοιότητες εντοπίζονται και στον αντίπαλο Γίγαντα της Αθηνάς, η στάση του οποίου ανακαλεί αυτήν του Λαοκόωντα από το γνωστό σύμπλεγμα, το χαμένο πρωτότυπο του οποίου χρονολογείται γύρω στο 200 π.Χ.

6. Η ζωφόρος του Τηλέφου

To ύψος της ζωφόρου αυτής φτάνει τα 1,58 μέτρα και το μήκος της πρέπει να ξεπερνούσε τα 80, αν και, σύμφωνα με νεότερους υπολογισμούς, το μήκος της δεν πρέπει να ήταν μεγαλύτερο από 60 μέτρα.19 Η λεγόμενη ζωφόρος του Τηλέφου είναι νεότερη από τη ζωφόρο της Γιγαντομαχίας και σε αντίθεση με αυτήν, οι περισσότερες από τις 90 μορφές που σώζονται καταλαμβάνουν μόλις τα 2/3 του ύψους των πλακών. Ορισμένες από τις ανάγλυφες πλάκες της, όπως και τμήματα της κιονοστοιχίας την οποία κοσμούσε, δεν έχουν υποστεί την τελική επεξεργασία, γεγονός που ίσως οφείλεται στην πολιτική αστάθεια που ακολούθησε μετά το θάνατο του Ευμένη Β΄, το 159 π.Χ.

Στην παράσταση, από την οποία διατηρείται μόλις το 1/3 του αρχικού της μήκους, αποτυπώνεται η ζωή του Τηλέφου, που ήταν γιος του Ηρακλή και της Αύγης, κόρης του βασιλιά της Αρκαδίας Αλεού. Σύμφωνα μάλιστα με το Stähler, το μνημείο δεν είναι βωμός, αλλά το ηρώο του μυθικού αυτού ήρωα.20 Η επιλογή για την απεικόνιση της ζωής του οφείλεται στην πολιτική προπαγάνδα των Ατταλιδών, καθώς ο ήρωας, που έγινε βασιλιάς της Μυσίας, θεωρήθηκε ο γενάρχης της δυναστείας τους.

Η αφήγηση είναι συνεχής, φαινόμενο που πρωτοεμφανίζεται στην Ελληνιστική περίοδο και χαρακτηρίζεται συνήθως ως «κυκλικό στιλ». Πρόκειται για τον κατακερματισμό επεισοδίων σε διαφορετικό χρόνο και τόπο, που δεν προτιμάται από τους καλλιτέχνες της Κλασικής περιόδου, οι οποίοι διατηρούσαν στην αφήγηση την τοπική και τη χρονική ενότητα, όπως παρατηρείται και στη ζωφόρο της Γιγαντομαχίας.

Η ακριβής αναπαράσταση του εικονογραφικού προγράμματος της ζωφόρου είναι δύσκολο να επιτευχθεί, καθώς αρκετές από τις πλάκες, η ερμηνεία των οποίων δεν είναι σίγουρη, τοποθετούνται σε διάφορες θέσεις. Η τελευταία από τις προτάσεις, την οποία ακολουθούμε εδώ, έγινε από το W.-D. Heilmeyer το 1997.21

Η αφήγηση ξεκινά από το δυτικό άκρο του βόρειου τοίχου και ολοκληρώνεται στην ανατολική άκρη του νότιου. Στο βόρειο τοίχο προηγείται μία σκηνή από την αυλή του Αλεού, στο δεξί τμήμα της οποίας εικονίζεται ο Ηρακλής, που κατευθύνει το βλέμμα του στο ιερό της Αθηνάς, ιέρεια της οποίας ήταν η Αύγη. Ακολουθούν η εγκατάλειψη του Τηλέφου και η κατασκευή της κυκλικής σχεδίας με την οποία θα εκδιωχθεί η Αύγη, η υποδοχή της από το βασιλιά της Μυσίας, τον Τεύθρα, και το λαό του και η ίδρυση από αυτήν της λατρείας της Αθηνάς.

Η αφήγηση συνεχίζεται στον ανατολικό τοίχο, που είχε μεγαλύτερο μήκος από το βόρειο και το νότιο, με την εύρεση του Τηλέφου από τον Ηρακλή και τις φροντίδες που του προσφέρουν οι Νύμφες. Ακολουθούν η άφιξη του ήρωα στη Μυσία, η αναγνώριση της μητέρας του την ημέρα του γάμου τους και σκηνές μάχης με τοπικούς αντιπάλους, αλλά και με τους Αχαιούς, στις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των οποίων πληγώνεται από τον Αχιλλέα. Τέλος, στο νότιο τοίχο απεικονίζονται το επεισόδιο της ανάρρωσής του στο Άργος, η ίδρυση βωμού για κάποια άγνωστη λατρεία, ίσως του Διονύσου, στη Μυσία και ο θάνατός του.

Η ζωφόρος του Τηλέφου θεωρείται από πολλούς μελετητές ένας από τους σημαντικότερους προδρόμους των τοπιογραφιών της Ρωμαϊκής περιόδου, λόγω της ύπαρξης στοιχείων που υποδηλώνουν τον τόπο στον οποίο εκτυλίσσονται τα επεισόδια (βράχοι, δέντρα, ιερά). Σε αρκετές από τις πλάκες διακρίνεται η προσπάθεια των καλλιτεχνών για την επίτευξη της προοπτικής σμίκρυνσης, όπως στον τρόπο απόδοσης της κυκλικής σχεδίας που κατασκευάζεται από τέσσερις ανδρικές μορφές για την εκδίωξη της Αύγης. Ανάλογες προσπάθειες γίνονται για τη δημιουργία της αίσθησης του βάθους μέσω της τοποθέτησης των μορφών όχι παρατακτικά, όπως στη ζωφόρο της Γιγαντομαχίας, αλλά σε δύο επίπεδα. Χαρακτηριστικές είναι οι τρεις γυναικείες μορφές του τμήματος αυτού της ζωφόρου που εικονίζονται, σε μικρότερη κλίμακα, να παρακολουθούν την κατασκευή της σχεδίας.

1. Για την προσωπικότητα του Carl Humann, βλ. Schulte, E., Der Pergamon-Altar. Entdeckt, beschrieben und gezeichnet von Carl Humann (Dortmund 1959)· Schulte, E., Carl Humann, der Entdecker des Weltwunders von Pergamon in Zeugnissen seiner Zeit, 1839-1896 (Dortmund 1971)· Schuchhardt, W.H., “Carl Humann, der Entdecker von Pergamon”, Gymnasium 82 (1975), σελ. 293-308· Dörner, F.K. – Dörner, E., Von Pergamon zum Nemrud Dağ. Die archäologischen Entdeckungen Carl Humanns (Mainz am Rhein 1989).

2. Τον 20ό αιώνα έγιναν άλλες τρεις επανεκθέσεις του γλυπτού διακόσμου του μνημείου. Βλ. Schraudolph, E., “Die Restaurierung der Friese vom Pergamonaltar”, JbBerlMus 38 (1996), σελ. 169-184· Kästner, U., “Ausgrabung und Zusammensetzung”, στο Heilmeyer, W.D. (επιμ.), Der Pergamonaltar. Die neue Präsentation nach Restaurierung des Telephosfrieses (Tübingen 1997), σελ. 9-16, εικ. 1-8.

3. Για τα μνημεία του Περγάμου βλ. Radt, W., Pergamon. Geschichte und Bauten, Funde und Erforschung einer antiken Metropole (Köln 1988)· Radt, W., Pergamon. Archäologischer Führer (Istanbul 1989). Για το βωμό του Περγάμου βλ. γενικά Belov, G.D., Altar’ Zevsa v Pergame (Leningrad 1959)· Rohde, E., Der Altar von Pergamon. Antiken-Sammlung (Berlin 1960)· Schmidt, E., Der grosse Altar zu Pergamon (Leipzig 1961)· Müller, W., Der Pergamon-Altar (Leipzig 1964)· Rohde, E., Pergamon. Burgberg und Altar (Berlin 1976). Schalles, H.J., Der Pergamonaltar. Zwischen Bewertung und Verwertbarkeit (Frankfurt 1986)· Hoepfner, W., “Zu den grossen Altaren von Magnesia und Pergamon”, AA 1989, σελ. 601-634· Kunze, M., “Nachvollzug von archäologischer Forschung. Zur Ausstellung 'Ein Jahrhundert Forschungen zum Pergamonaltar'", FuΒ 28 (1990), σελ. 97-103· Kunze, M., “Neue Beobachtungen zum Pergamonaltar”, στο Andreae, B. (επιμ.), Phyromachos-Probleme. Mit einem Anhang zur Datierung des grossen Altares von Pergamon (RM Ergänzungsheft 31, Mainz am Rhein 1990), σελ. 123-139, εικ. 1-3· Kunze, M., “Neue Forschungen zum Pergamonaltar. Kritisches Resume” στο Etienne, R. – Le Dinahet, M.-T. (επιμ.), L’espace sacrificiel dans les civilisations méditerranéennes de l’antiquité. Actes du colloque, Lyon 4-7 juin 1988 (Lyon 1991), σελ. 135-140· Smith, R.R.R., Hellenistic sculpture, a handbook (London 1991), σελ. 157-166, εικ. 193-199· Beutelschmidt, T. – Koppen, M., “Entstehung, Verwertung, Aneignung. Materialen zu einer Geschichte des Pergamon-Altars”, στο Faber, R. – Kytzler, B. (επιμ.), Antike heute (Würzburg 1992), σελ. 30-53· Schmidt, T.M., “Der Pergamonaltar. Weltwunder oder Investitionsruine?”, Gymnasium 101 (1994), σελ. 1-6· Schalles, H.T., “Rezeptionsgeschichtliche Nachlese zum Pergamonaltar”, στο Rössler, D. – Stürmer, V. (επιμ.), Modus in Rebus. Gedenkschrift für Wolfgang Schindler (Berlin 1995), σελ. 188-200· Hoepfner, E., “Der vollendete Pergamonaltar”, AA 1996, σελ. 115-134, εικ. 1-18. Για την αρχιτεκτονική του μνημείου βλ. Kunze, M., Kästner, V., Der Altar von Pergamon. Hellenistische und römische Architektur (Berlin 19902)· Kästner, V., Pergamonmuseum. Griechische und römische Architektur (Mainz am Rhein 1992).

4. Kästner, V., “Vorläufiger Bericht zu den Ergebnissen der Untersuchungen am Oberbau des Pergamonaltars”, στο Bericht über die 40. Tagung für Ausgrabungswissenschaft und Bauforschung, Wien 20.-23. Mai 1998 (Bonn 2000), σελ. 64-78.

5. Price, M.J. – Trell, B.L., Coins and their cities. Architecture on the ancient coins of Greece, Rome, and Palestine (London 1977), σελ. 122-123· Schmidt, T.-M., “Der späte Beginn und der vorzeitige Abbruch der Arbeiten am Pergamonaltar”, στο Andreae, B. (επιμ.), Phyromachos-Probleme. Mit einem Anhang zur Datierung des grossen Altares von Pergamon (RM Ergänzungsheft 31, Mainz am Rhein 1990), σελ. 162, πιν. 87,2· Kunze, M., “Parthenon und Pergamonaltar. Das Bildprogramm am Pergamonaltar als Ruckgriff auf den Parthenon”, Thetis 3 (1996), σελ. 73, σημ. 30· Kästner, V., “Die Architektur des Pergamonaltars und der Telephosfries”, στο Heilmeyer, W.D. (επιμ.), Der Pergamonaltar. Die neue Präsentation nach Restaurierung des Telephosfrieses (Tübingen 1997), σελ. 62, εικ. 8.

6. Παυσ. 5.13.8· Luc. Ampel., Liber memorialis 8.14.

7. Hoepfner, W., “Siegestempel und Siegesaltare. Der Pergamonaltar als Siegesmonument”, στο Hoepfner, W. – Zimmer, G. (επιμ.), Die griechische Polis. Architektur und Politik (Tübingen 1993), σελ. 111-125.

8. Για τα ζητήματα γύρω από τη χρονολόγηση του μνημείου βλ. Callaghan, P.J., “On the date of the Great Altar of Zeus at Pergamon”, BICS 28 (1981) σελ. 115-121· Borker, C., “Zur Datierung des Pergamon-Altares”, στο Akten des 13. internationalen Kongresses fur klassische Archaeologie, Berlin [24.-30. Juli 1988] (Mainz am Rhein 1990), σελ. 591-592· Schmidt, T.-M., “Der spate Beginn und der vorzeitige Abbruch der Arbeiten am Pergamonaltar”, στο Andreae, B. (επιμ.), Phyromachos-Probleme. Mit einem Anhang zur Datierung des grossen Altares von Pergamon (RM Ergänzungsheft 31, Mainz am Rhein 1990), σελ. 141-162.

9. Η ζωφόρος της Γιγαντομαχίας είναι μία από τις πιο γνωστές ανάγλυφες παραστάσεις της Ελληνιστικής περιόδου. Βλ. σχετικά Luschey, H., Funde zu dem grossen Fries von Pergamon (Berlin 1962)· Howard, S., “Another prototype for the gigantomachy of Pergamon”, AJA 68 (1964), σελ. 129-136· Davesne, A., “Remarques sur la grande frise de l’autel de Pergame”, REA 77 (1975), σελ. 74-79· Schmidt-Dounas, B., “Zur Westseite des Pergamonaltares”, MDAI (A) 107 (1992), σελ. 295-301.

10. Για τα υλικά κατασκευής του μνημείου βλ. Cramer, T., “Die Marmore des Telephosfrieses am Pergamonaltar”, BerlBeitrArchäom 15 (1998), σελ. 95-198.

11. Πολλά είναι τα θραύσματα μορφών που έχουν συνδεθεί με τη ζωφόρο της Γιγαντομαχίας. Βλ. σχετικά Rohde, E., “Funde zur sogenannten Beissergruppe am Pergamon-Nordfries”, AA (1964), σελ. 91-100· Kleiner, G., “Die Istanbuler Platte vom pergamenischen Gigantenfries”, MDAI (I) 17 (1967), σελ. 168-172· Rohde, E., “Das verlorene Haupt des Zeus. Stellungnahme zu einem Anpassungsversuch am Pergamon-Ostfries”, MDAI (I) 26 (1976), σελ. 101-110· Radt, W., “Der 'Alexanderkopf' in Istanbul. Ein Kopf aus dem grossen Fries des Pergamon-Altares”, AA (1981), σελ. 583-596· Vickers, M., “The thunderbolt of Zeus. Yet more fragments of the Pergamon Altar in the Arundel Collection”, AJA 89 (1985), σελ. 516-519.

12. Thimme, D., “The makers of the Pergamon Gigantomachy”, AJA 50 (1946), σελ. 345-357.

13. Pfanner, M., “Bemerkungen zur Komposition und Interpretation des grossen Frieses von Pergamon”, AA (1979), σελ. 46-57 (όπου η προγενέστερη βιβλιογραφία).

14. Simon, E., Pergamon und Hesiod (Mainz am Rhein 1975). Για το έργο του Ησιόδου, βλ. Βλάχος, Σ. – Βλάχος, Α., Ησίοδου Θεογονία (Αθήνα 2002).

15. Süssenbach, U., Der Frühhellenismus im griechischen Kampfrelief. Versuch einer Rekonstruktion der Stilentwicklung vom Mausoleum von Halikarnassos bis zum groβen Altarfries von Pergamon (Bonn 1971). Amberger-Lahrmann, M., Anatomie und Physiognomie in der hellenistischen Plastik, dargestellt am Pergamonaltar (Stuttgart 1996).

16. Luschey, H., “Der Kopf der Aphrodite aus dem Grossen Fries von Pergamon”, MDAI (I) 11 (1961), σελ. 1-4.

17. Neumer-Pfan, W., “Die kämpfenden Göttinnen vom grossen Fries des Pergamonaltars”, VisRel 2 (1983), σελ. 75-90· Fehr, B., “Society, consanguinity and the fertility of women. The community of deities on the great frieze of the Pergamum altar as a paradigm of cross-cultural ideas”, στο Hannestad, L. –  Engberg-Pedersen, T. – Bilde, P. (επιμ.), Conventional values of the hellenistic Greeks (Aarhus 1997), σελ. 48-66· La Rocca, E., “Die Zwölf Götter, Hera und die Verherrlichung der Attaliden am grossen Altar von Pergamon”, JbBerlMus 40 (1998), σελ. 7-30.

18. Zinserling, G., “Parthenon, Pergamonaltar, augusteische Repräsentationskunst. Zum Problem des Klassizismus als formalem und inhaltlichem Phänomen”, στο Concilium Eirene XVI. Proceedings of the 16th international Eirene Conference, Prague 31.8-4.9.1982 2 (Prague 1983), σελ. 100-105· Kunze, M., “Parthenon und Pergamonaltar. Das Bildprogramm am Pergamonaltar als Rückgriff auf den Parthenon?”, Thetis (1996), σελ. 71-80.

19. Αρκετές είναι οι μονογραφίες και τα άρθρα τα οποία ασχολούνται με επιμέρους ζητήματα της ζωφόρου του Τηλέφου. Βλ. σχετικά Stahler, K.P., Das Unklassische im Telephosfries. Die Friese des Pergamonaltares im Rahmen der hellenistischen Plastik (Münster 1966)· Dreyfus, R. – Schrandolph, E. (επιμ.), Pergamon. The Telephos frieze from the Great Altar, 1. Catalogue published with the exhibition at the Metropolitan Museum of Art, New York, 16. January-14. April 1996, Fine Arts Museums of San Francisco, 4. May - 8. September 1996 (San Francisco 1996)· Heilmeyer, W.D. (επιμ.), Der Pergamonaltar. Die neue Präsentation nach Restaurierung des Telephosfrieses (Tübingen 1997).

20. Για την άποψη αυτή βλ. Stähler, Κ., “Ueberlegungen zur architektonischen Gestalt des Pergamonaltares”, στο von Senser, S. – Schwertheim, E. – Wagner, J. (επιμ.), Studien zur Religion und Kultur Kleinasiens. Festschrift K. Dörner (Leiden 1978), σελ. 838-867.

21. Heilmeyer, W.-D., “Neue Anordnung und Deutung des kleinen Frieses vom Pergamonaltar”, στο Heilmeyer, W.D. (επιμ.), Der Pergamonaltar. Die neue Präsentation nach Restaurierung des Telephosfrieses (Tübingen 1997), σελ. 194-195.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>