Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Τερμησσός η Μείζων, Γυμνάσιο

Συγγραφή : Καζακίδη Ναταλία (16/10/2002)

Για παραπομπή: Καζακίδη Ναταλία, «Τερμησσός η Μείζων, Γυμνάσιο», 2002,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=6442>

Τερμησσός η Μείζων, Γυμνάσιο (3/9/2008 v.1) Termessus, Gymnasium  (19/7/2011 v.1) 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

αγωνοθέτης, ο
Αξιωματούχος επιφορτισμένος με τη διοργάνωση και την τέλεση του αγώνα στο πλαίσιο μιας γιορτής.

αργολιθοδομή, η (opus incertum)
Τοιχοποιία από ακατέργαστους (αργούς) λίθους, ακανόνιστα τοποθετημένους με κονίαμα και μικρότερες πέτρες ή βήσαλα στους αρμούς.

γείσο, το
1. (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) Αρχιτεκτονικό προεξέχον μέρος του επιστυλίου και γενικά του θριγκού στην ανωδομή ενός κτηρίου ή ναού. Ως οριζόντιο μέρος απαντάται ενίοτε και σε τοίχους. Το γείσο συχνά αποτελεί προεξέχον μέρος της στέγης με την έννοια ότι προστατεύει το κτήριο από τη βροχή. 2. (Βυζ. αρχιτ.) Διακοσμητικό αρχιτεκτονικό μέρος ταυτόσημο με τον «κοσμήτη». Χωρίζει οργανικά τις επιφάνειες των εκκλησιών τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό και τονίζει τη μετάβαση από τους κάθετους τοίχους προς τις θολωτές κατασκευές. Κατά κανόνα φέρει γραπτό ή γλυπτό διάκοσμο με φυτικά ή γεωμετρικά θέματα.

γυμνασίαρχος, ο
O υπεύθυνος για την επίβλεψη των νέων και των εφήβων που εκπαιδεύονταν στα γυμνάσια και στις παλαίστρες. Το αξίωμα αυτό, διαδεδομένο ευρύτατα σε όλες τις πόλεις του αρχαίου ελληνικού κόσμου, αποτελούσε δημόσιο λειτούργημα που απονεμόταν συνήθως στους πιο επιφανείς και πλούσιους πολίτες, καθώς απαιτούσε μεγάλες δαπάνες.

γυμνάσιο, το
Δημόσιο οικοδόμημα το οποίο αποτελούνταν από μεγάλη εσωτερική υπαίθρια αυλή, όπου γίνονταν γυμναστικές και αθλητικές ασκήσεις. Θεωρούνταν, όπως και οι παλαίστρες, ιερός χώρος, όπου λατρεύονταν ο Ηρακλής και ο Ερμής. Σε μεταγενέστερη περίοδο συνδυαζόταν με τα δημόσια λουτρά.

ερμαϊκή στήλη, η
Πεσσός που επιστέφεται με προτομή του Ερμή. Κατ’ επέκταση κάθε ανάλογης μορφής παράσταση θεού ή ήρωα.

εφήβαρχος, ο
Ο δημόσιος άρχοντας που αναλάμβανε την εποπτεία των εφήβων. Ο θεσμός της εφηβείας έλαβε νομική υπόσταση στην αθηναϊκή πολιτεία με τον «Περί των εφήβων» νόμο το 334/333 π.Χ. Το αξίωμα του εφηβάρχου συναντάται και παλαιότερα, ωστόσο φαίνεται πως ευρύτερη διάδοση στις πόλεις της κυρίως Ελλάδας αλλά και της Μικράς Ασίας είχε κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους.

Θέρμες, οι
Μεγάλου μεγέθους ρωμαϊκά λουτρά που είχαν πολλαπλή λειτουργία - ως χώροι αθλητικών, κοινωνικών και εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων. Τα μικρότερα λουτρά ή βαλανεία ήταν συνήθως ιδιωτικές εγκαταστάσεις, ενώ, αντίθετα, οι θέρμες ανήκαν στην πόλη ή το κράτος και ήταν σε κοινή χρηση. Ο όρος στη συνέχεια αφορούσε σε λουτρά γενικώς ή και σε αμιγώς θερμά (ιαματικά) λουτρά εγκατεστημένα σε φυσικές πηγές αλλά και τις ίδιες τις φυσικές θερμές πηγές.

θερμός οίκος, ο (λατ. caldarium, το)
Απόδοση στα ελληνικά του λατινικού όρου caldarium, που προέρχεται από το ρήμα caleo (= ζεσταίνω). Στα ελληνικά είναι δόκιμος και ο όρος «ένδον οίκος». Πρόκειται για το κύριο δωμάτιο των λουτρών των ρωμαϊκών θερμών για ένα ζεστό μπάνιο και για μπάνιο με ατμό λόγω της υψηλής υγρασίας.

θόλος, ο
Ημισφαιρική οροφή.

κόγχη, η
Ημικυκλικής κάτοψης εσοχή στην επιφάνεια του τοίχου. Κόγχη ονομάζεται επίσης η αψιδωτή απόληξη μιας πλευράς ορθογώνιου χώρου.

κονίαμα, το
Πολτώδες παρασκεύασμα που αποτελείται από χώμα, νερό, κόκκους άμμου, θηραϊκής άμμου ή μαρμάρου. Χρησιμοποιείται είτε ως συνδετικό υλικό μεταξύ λίθων ή πλίνθων, εξασφαλίζοντας στερεότητα, είτε για την επίχριση τοιχοποιίας, εξασφαλίζοντας την προστασία της.

ορθογώνια λιθοδομή, η
Σύστημα τοιχοποιίας που αποτελείται από ορθογωνισμένους παραλληλεπίπεδους λίθους, τοποθετημένους επιμελημένα σε οριζόντιες στρώσεις ίδιου ή διαφορετικού ύψους.

παιδονόμος, ο
Αξίωμα που συναντάται στη Σπάρτη, αλλά αργότερα και σε άλλες ελληνικές πόλεις, κυρίως της Μικράς Ασίας. Ο παιδονόμος αναλάμβανε τη θεωρητική και ψυχική αγωγή των παίδων.

παλαίστρα, η
Τμήμα του ελληνικού γυμνασίου ή ανεξάρτητο αρχιτεκτόνημα. Ήταν ο χώρος όπου ασκούνταν οι αθλητές στην πάλη. Αποτελούνταν από μία ορθογώνια αυλή η οποία περιβαλλόταν από αίθουσες ποικίλων χρήσεων για τους αθλητές, όπως αποδυτήρια, αίθουσες άθλησης, λουτρά και εξέδρες για τις ομιλίες.

πεσσός, ο
Στύλος τετράγωνης ή ορθογώνιας διατομής που λειτουργεί ως στήριγμα. Ο πεσσός είναι ελεύθερο αρχιτεκτονικό στοιχείο (μη εφαπτόμενο σε τοίχο) και συνήθως χτιστό.

υπόκαυστο, το
Το κύριο σύστημα θέρμανσης των ρωμαϊκών λουτρών. Ετυμολογικά σημαίνει «κάμινος που ζεσταίνει από κάτω». Στα πλήρως αναπτυγμένα υπόκαυστα η στρώση του δαπέδου του δωματίου (suspensura) στηριζόταν σε στυλίσκους (pilae). Ο κενός χώρος του δαπέδου θερμαινόταν από την κυκλοφορία των καυτών αερίων που παρήγε μια εστία (praefurnium), η οποία τροφοδοτούνταν εξωτερικά. Ο ζεστός αέρας περνώντας μέσα από πλίνθινους σωλήνες (tubuli ή tubi) θέρμαινε και τους τοίχους.

ψευδοϊσόδομη τοιχοποιία, η
Σύστημα τοιχοποιίας του οποίου οι στρώσεις δεν είναι ισοϋψείς, αλλά μεταξύ μιας ή περισσότερων παρεμβάλλονται χαμηλότερες. Διακρίνεται, όπως και το ισόδομο σύστημα, σε ορθογώνιο και τραπεζιόσχημο, ανάλογα με το είδος των αρμών.

ψυχρός οίκος, ο (λατ. frigidarium, το)
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα frigeo, που σημαίνει κρυώνω. Πρόκειται για την κύρια ψυχρή αίθουσα των ρωμαϊκών θερμών. Συχνά διέθετε μία ή περισσότερες μεγάλες ψυχρές πισίνες. Κανονικά χρησιμοποιούνταν μετά την επίσκεψη στα θερμά δωμάτια ή έπειτα από την προπόνηση στην παλαίστρα. Επειδή ήταν ο μεγαλύτερος χώρος των θερμών, συχνά λειτουργούσε και ως αίθουσα για κοινωνικές εκδηλώσεις ή επικοινωνία.

ωδείο, το
Δημόσιο οικοδόμημα παρεμφερές προς το θέατρο, αλλά στεγασμένο και μικρότερων διαστάσεων, που χρησίμευε για μουσικoύς αγώνες.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>