| αψίδα, ηΓενικά, καμπύλη ή τοξοειδής απόληξη ή διαμόρφωση τοίχου. Επίσης, τοξοειδής κατασκευή μνημειακού ή μη χαρακτήρα. Στη βυζαντινή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, αψίδα ονομάζεται η κόγχη του Ιερού Βήματος, η κάτοψη της οποίας μπορεί να είναι ημικυκλική, πεταλόμορφη, ορθογώνια ή και πολυγωνική εξωτερικά. Η αψίδα συνήθως προεξέχει στο ανατολικό άκρο του ναού. Στο εσωτερικό χωρίζεται από τον κυρίως ναό με το τέμπλο. Αψίδες που εξέχουν ανατολικά του ναού μπορούσαν να έχουν και τα διαμερίσματα εκατέρωθεν του Ιερού (παραβήματα), συνήθως μικρότερες από την κεντρική αψίδα.
 
    
 | 
		| βότρυς, οΔιακοσμητικό μοτίβο στο σχήμα τσαμπιού σταφυλιού
 
    
 | 
		| εγγεγραμμένος σταυροειδής ναός, οΤύπος ναού στον οποίο το εσωτερικό διατάσσεται σε τέσσερις καμάρες που σχηματίζουν σταυρό· το κεντρικό σημείο όπου συγκλίνουν οι καμάρες (κεραίες του σταυρού) στεγάζεται με τρούλο. Ο σταυρός εγγράφεται στην τετράγωνη κάτοψη του οικοδομήματος με τη βοήθεια 4 γωνιακών διαμερισμάτων. Ανάλογα με τον αριθμό των στηριγμάτων του τρούλου (κιόνων και πεσσών) χαρακτηρίζεται δικιόνιος (ή δίστυλος), τετρακιόνιος (τετράστυλος) ή οκτάστυλος.
 
    
 | 
		| έξεργο ανάγλυφο, τοΌρος της γλυπτικής ο οποίος δηλώνει το ανάγλυφο που εξέχει έντονα από την επιφάνεια πάνω στην οποία έχει σμιλευτεί.
 
    
 | 
		| επίθημα, τοΑρχιτεκτονικό μέλος με τη μορφή ανεστραμμένης κόλουρης πυραμίδας. Τοποθετείται πάνω από τα κιονόκρανα των κιονοστοιχιών για στατικούς λόγους στις περιπτώσεις των θολωτών ή των τοξωτών κατασκευών.
 
    
 | 
		| ζωφόρος, η1. (αρχιτεκτονική) Tμήμα του θριγκού πάνω από το επιστύλιο, το οποίο αποτελείται στο μεν δωρικό ρυθμό από εναλλασσόμενα τρίγλυφα και μετόπες, στο δε ιωνικό από ενιαία επιφάνεια που φέρει συνήθως ανάγλυφη διακόσμηση. 2. (ζωγραφική) Διακοσμητική οριζόντια ταινία που περιτρέχει διάφορα μέρη ενός αγγείου ή το άνω μέρος των τοίχων ενός δωματίου.
 
    
 | 
		| κλειδί τόξου, τοΟ κεντρικός σφηνόλιθος τόξου, θόλου ή καμάρας.
 
    
 | 
		| κόγχη, ηΗμικυκλικής κάτοψης εσοχή στην επιφάνεια του τοίχου. Κόγχη ονομάζεται επίσης η αψιδωτή απόληξη μιας πλευράς ορθογώνιου χώρου.
 
    
 | 
		| λειτουργική επιγραφή, ηΕπιγραφή στην οποία αναγράφονται χωρία από λειτουργικά βιβλία, όπως το Πεντηκοστάριο, το Ευχολόγιο κτλ.
 
    
 | 
		| μετάλλιο, τοΣτη βυζαντινή ζωγραφική ο όρος αποδίδει τον κύκλο μέσα στον οποίο τοποθετούνται είτε συνεπτυγμένες παραστάσεις είτε τιμώμενα πρόσωπα σε προτομή είτε φυτικά ή γεωμετρικά μοτίβα, καθώς και επιγραφές.
 
    
 | 
		| προστώο, τοΥπόστεγος χώρος μπροστά από την είσοδο οικοδομήματος ή στοά.
 
    
 | 
		| σιμούρβ, τοΜυθικό ζώο με κεφάλι σκύλου, πόδια λιονταριού, με φτερά και μεγάλη ουρά που συμβολίζει στη σασσανιδική τέχνη μια ευεργετική για τη σπορά μορφή
 
    
 | 
		| τόξο, τοΗμικυκλική κατασκευή που καλύπτει ανοίγματα στην τοιχοποιία και είναι ικανή να φέρει το βάρος των υπερκείμενων όγκων και να μεταφέρει τις πιέσεις στα πλάγια. Συχνά έχει διακοσμητικό ρόλο.
 
    
 |