Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Constantine Doranites

Συγγραφή : Vougiouklaki Penelope (24/10/2003)
Μετάφραση : Loumakis Spyridon (1/9/2008)

Για παραπομπή: Vougiouklaki Penelope, "Constantine Doranites", 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=9826>

Κωνσταντίνος Δωρανίτης (15/7/2009 v.1) Constantine Doranites (21/2/2006 v.1) 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

archon
Term that designates a governor in general. When it is not used in a technical sense, it denotes members of the aristocracy, high officers of the byzantine empire and it is even used for independent princes.

kephale, kephalatikevon
A term denoting the highest official of the Late Byzantine provincial administration. From the mid-13th century on, the office of the kephale gradually substituted that of the doukas. From the 14th century on, the kephale was political and military head of the kapetanikion, an administrative division smaller than a theme, or of the castle. In the Empire of Trebizond the officer was also called kephalatikevon.

megas doukas
The commander of the Byzantine fleet (from 1092 onwards). In the Late Byzantine period, the title of the megas doukas was assigned to the highest officials of the imperial administration/army.

megas stratopedarches
Superior officer responsible for the provision of equipment and supplies for the military forces of the byzantine empire of Nicaea.

pinkernes
[also pikernes or epikernes, possibly from the Latin pincerna, a word deriving from the greek verb epikerannymi, meaning to mix (wine)]). Cup-bearer of the palace. Official at the personal service of the emperor. In the Late Byzantine years, the pinkernes was a very honorary title, while in the 14th century it was awarded to very important figures, such as Alexios Philanthropenos.

protovestiarios
(and protovestiarites) Honorific title given to high-ranking officials and future emperors during this period. The protovestiarios was originally responsible for the imperial wardrobe, but in the 9th-11th centuries the holders of the title could command an army or conduct negotiations with foreign states.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>