Ιεροδιδασκαλείο του Συλλόγου "Ανατολή" στην Πάτμο

1. Η ίδρυση

Το Ιεροδιδασκαλείο1 ιδρύθηκε από το Σύλλογο Μικρασιατών «Η Ανατολή», ο οποίος θέλησε να συμβάλει, κατά το μέτρο των δυνατοτήτων του, στη βελτίωση της εκπαιδευτικής κατάστασης των μικρασιατικών κοινοτήτων, έχοντας την πεποίθηση ότι η εκπαιδευτική αναγέννηση θα συντελούσε στην κοινωνική και την οικονομική άνοδο και θα αποτελούσε τροχοπέδη στις ενέργειες των προσηλυτιστών που εμφανίζονταν αδιακρίτως σε όλες τις επαρχίες της Μικράς Ασίας, κυρίως όμως στις μη ελληνόφωνες και σε όσες παρουσίαζαν φανερά τα σημάδια της απουσίας του εκπαιδευτικού συστήματος. Εξάλλου, ο Σύλλογος είχε συνειδητοποιήσει ότι για την κάλυψη των εκπαιδευτικών κενών στη Μικρά Ασία δεν επαρκούσε η μέθοδος των υποτροφιών που από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής του είχε εφαρμόσει. Ίδρυσε λοιπόν στην Πάτμο, το 1900, Ιεροδιδασκαλείο γνωστό ως «Ιεροδιδασκαλείον της Αποκαλύψεως», το οποίο λειτούργησε στο χώρο αυτό ως το 1906. Σκοπός του Ιεροδιδασκαλείου ήταν να προετοιμάσει διδασκάλους έμπειρους στις νέες παιδαγωγικές μεθόδους και μελλοντικούς ιερείς.

2. Η μετάθεση

Το 1906 το Ιεροδιδασκαλείο μεταφέρθηκε2 από την Πάτμο στη Σάμο. Το αυτόνομο καθεστώς της Σάμου θεωρήθηκε το κατάλληλο πολιτικό πλαίσιο για τη λειτουργία μιας τέτοιας σχολής. Επιπλέον, η Σάμος ήταν πλησιέστερα στο μικρασιατικό χώρο. Η μετάθεση του Ιεροδιδασκαλείου στην πρωτεύουσα της Ηγεμονίας Σάμου, στο Βαθύ, έγινε με τη σύμβαση της 9ης Αυγούστου 1906, και το Ιεροδιδασκαλείο λειτούργησε εκεί ως το 1914. Από τον Σεπτέμβριο του 1915 συγχωνεύθηκε με το κρατικό διδασκαλείο αρρένων. Στο διάστημα των ετών 1906 έως 1914 αποφοίτησαν 132 δάσκαλοι και ιερείς που προορίζονταν για κοινότητες της Μικράς Ασίας. Η σύμβαση που υπογράφηκε μεταξύ του Δημοσίου της Σάμου, εκπροσωπουμένου από τον Θεμιστοκλή Σοφούλη, και του Συλλόγου «Η Ανατολή», εκπροσωπουμένου από τον Μαργαρίτη Ευαγγελίδη, περιλάμβανε 7 άρθρα. Με τα άρθρα αυτά καθοριζόταν η παραχώρηση της Μονής της Αγίας Ζώνης στο Σύλλογο για την εγκατάσταση του Ιεροδιδασκαλείου, η υποχρέωση του Δημοσίου της Σάμου να διασκευάσει την Ιερά Μονή με δαπάνη του Ταμείου των Μονών, επειδή όπως ήταν δεν μπορούσε να χρησιμεύσει ως Ιεροδιδασκαλείο, το ετήσιο χορήγημα που όφειλαν να καταβάλλουν το Δημόσιο και το Ταμείο των Μονών στο ταμείο του Συλλόγου για τη λειτουργία του Ιεροδιδασκαλείου, η υποχρέωση του Συλλόγου να εκπαιδεύει 5 μαθητές δωρεάν και αντί 10 λιρών οθωμανικών ανά έτος κάθε Σαμιώτη που επιθυμούσε να εκπαιδευθεί στο Ιεροδιδασκαλείο, η παραχώρηση στο Σύλλογο της Επαγγελματικής Σχολής στο Μαλαγάρι για την προσωρινή εγκατάσταση και λειτουργία του Ιεροδιδασκαλείου μέχρι την ολοκλήρωση των επισκευών στη Μονή της Αγίας Ζώνης, η υποχρέωση του Συλλόγου να μεταθέσει το Ιεροδιδασκαλείο από την Πάτμο στη Σάμο από την αρχή του σχολικού έτους 1906-1907, η χρονική διάρκεια της σύμβασης (20 έτη) και η χρηματική αποζημίωση που θα κατέβαλλε καθένα από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη αν παρέβαινε τους όρους της σύμβασης. Οι σχέσεις Ιεροδιδασκαλείου και τοπικών αρχών υπήρξαν άριστες.

3. Ο Κανονισμός λειτουργίας

Για την εύρυθμη λειτουργία του Ιεροδιδασκαλείου, ο Σύλλογος είχε καταρτίσει Κανονισμό3 που αφορούσε τόσο τις εξωτερικές όσο και τις εσωτερικές σχέσεις και λειτουργίες. Στα 28 άρθρα του Κανονισμού καθοριζόταν ο σκοπός του Ιεροδιδασκαλείου, τα προσόντα για την εισαγωγή των σπουδαστών, οι αιτίες αποβολής αυτών, τα επικυρωμένα έγγραφα που έπρεπε να φέρει μαζί του ο υποψήφιος σπουδαστής, η αποζημίωση που έπρεπε να καταβάλλει η κοινότητα ανά έτος σπουδών σε περίπτωση που κάποιος αποβαλλόταν, η διαμονή των σπουδαστών στο Ιεροδιδασκαλείο ως οικοτρόφων, το ποσό των τροφείων και της εγγραφής, η δυνατότητα ιδιωτών να εισάγουν μαθητές στο Ιεροδιδασκαλείο, η ιερατική αμφίεση των μαθητών, η δωρεάν παροχή ιατρικής περίθαλψης, το δικαίωμα του διδάσκοντα να παραινεί ιδιαιτέρως ή στην τάξη τον άτακτο μαθητή ή να τον καταγγέλλει στον διευθυντή, η δυνατότητα του διευθυντή να παραινεί, να επιπλήττει ή και να επιβάλλει την ποινή της αποβολής με απόφαση του καθηγητικού συλλόγου σε μαθητή που αποδείχτηκε ανεπίδεκτος μαθήσεως, η αρχή και η λήξη του σχολικού έτους, καθώς και οι αργίες, οι εισιτήριες και απολυτήριες εξετάσεις, η μη τέλεση μαθημάτων τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές, καθώς και η τέλεση λειτουργίας στις 30 Ιανουαρίου, εορτή των Τριών Ιεραρχών.

Εκτός από τον εξωτερικό Κανονισμό λειτουργίας υπήρχε και ένας εσωτερικός που αφορούσε κυρίως τους μαθητές. Με τον Κανονισμό αυτόν καθοριζόταν η περίοδος των διακοπών, οι συντελεστές των μαθημάτων, η επανεξέταση σε μάθημα σε περίπτωση αποτυχίας, η συμπεριφορά των μαθητών απέναντι στον διευθυντή, στους καθηγητές, στους συμμαθητές και στους υπαλλήλους του Ιεροδιδασκαλείου, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μαθητών, η απαγόρευση της εξόδου χωρίς την άδεια του διευθυντή, η υποχρέωση των μαθητών να παρευρίσκονται στη Θεία Λειτουργία, η απαγόρευση της κατοχής χρημάτων ή πολύτιμων αντικειμένων, και η απονομή διπλώματος σε μαθητή που σε όλες τις τάξεις διακρινόταν για την αρετή και την επιμέλειά του.

4. Οι σπουδαστές

Δεκτοί για φοίτηση στο Ιεροδιδασκαλείο, σύμφωνα με εγκύκλιο που απέστειλε ο Σύλλογος προς τις μικρασιατικές κοινότητες, γίνονταν μαθητές που γνώριζαν το τυπικό και το ετυμολογικό της ελληνικής γραμματικής, αρχές συντακτικού, πρακτική αριθμητική, ιερή και πολιτική ιστορία και γεωγραφία. Οι προς εισαγωγή στο Ιεροδιδασκαλείο νέοι έπρεπε να έχουν ενδεικτικό σπουδών, πιστοποιητικό γιατρού ότι είναι υγιείς και αρτιμελείς, και πιστοποιητικό γέννησης στο οποίο να αποδεικνύεται ότι είναι ηλικίας μεταξύ 15 και 20 ετών. Ως εξωτερικοί βέβαια γίνονταν δεκτοί και κάποιοι που είχαν υπερβεί το 20ό έτος της ηλικίας αν είχαν διατελέσει δάσκαλοι. Τα έγγραφα αυτά έπρεπε να είναι επικυρωμένα από την τοπική εκκλησιαστική αρχή και το ελληνικό προξενείο ή υποπροξενείο, όπου υπήρχε. Απαραίτητο ήταν επίσης να προσκομίσει ο υποψήφιος έγγραφο της κοινότητάς του στο οποίο δινόταν η εγγύηση ότι μετά την αποπεράτωση των σπουδών του η κοινότητα θα τον προσλάμβανε πρώτα ως δάσκαλο των εκπαιδευτηρίων με μισθό ικανοποιητικό για την αξιοπρεπή συντήρησή του και αργότερα ως έγγαμο ιερέα. Ο Σύλλογος προτιμούσε να προσλαμβάνει ως υποτρόφους του νέους που προέρχονταν από περιφέρειες της Μικράς Ασίας μη ελληνόφωνες και εκτεθειμένες στην απειλή του προσηλυτισμού.

5. Το πρόγραμμα εκπαίδευσης

Η φοίτηση στο Ιεροδιδασκαλείο διαρκούσε 4 χρόνια. Σπούδαζαν 80-100 φοιτητές κάθε έτος, οι περισσότεροι με έξοδα του Συλλόγου. Στην πρώτη τάξη διδάσκονταν Θρησκευτικά, Ελληνικά και Συντακτικό, Έκθεση Ιδεών, Μαθηματικά, Ζωολογία (το χειμερινό εξάμηνο) και Φυτολογία (το εαρινό), Ιστορία των Ανατολικών Εθνών και της Αρχαίας Ελλάδας, Γεωγραφία, Τεχνικά, Εκκλησιαστική Μουσική, Τουρκικά και Γεωπονική. Στη Β΄ τάξη, τη Ζωολογία την αντικαθιστούσε η Ανθρωπολογία, την Εκκλησιαστική Μουσική τα Παιδαγωγικά, και διδασκόταν επίσης Ρωμαϊκή Ιστορία μέχρι την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Στην Γ΄ τάξη, αντί της Ανθρωπολογίας διδάσκονταν Φυσική Πειραματική και Στοιχεία Γεωλογίας και Χημείας, τα Γεωπονικά αντικαθιστούσαν τα Τεχνολογικά, και διδασκόταν Ιστορία του Βυζαντίου. Στο τελευταίο έτος διδάσκονταν επιπλέον Ασκήσεις Ρητορικής, Παιδαγωγικά και Φιλοσοφικά, καθώς και Ιστορία των νεότερων χρόνων. Ο Σύλλογος και η διοίκηση του Ιεροδιδασκαλείου έδιναν ιδιαίτερη έμφαση στην επαφή των σπουδαστών με τα μαθήματα εκείνα που προέβαλαν την αδιάσπαστη συνέχεια του έθνους από την αρχαιότητα (Ιστορία, αρχαία κείμενα), στην κατάρτιση αυτών σε τεχνικά και πρακτικά μαθήματα, γνωρίζοντας ότι η ανάπτυξη μιας περιοχής συνδέεται με την οικονομική ανάπτυξη, στην εκμάθηση της τουρκικής γλώσσας, καθώς οι απόφοιτοι θα στέλνονταν και σε τουρκόφωνες περιοχές, και στη διδασκαλία και άσκηση της βυζαντινής μουσικής και του κηρύγματος. Στο τέλος κάθε έτους, το μήνα Ιούνιο, πραγματοποιούνταν οι απολυτήριες εξετάσεις. Στη διάρκειά τους ο διευθυντής του Ιεροδιδασκαλείου διάβαζε λογοδοσία των πεπραγμένων του προηγούμενου έτους ενώπιον των προσκεκλημένων, με αναφορά στον αριθμό των μαθητών που γράφτηκαν το έτος εκείνο ή που ανανέωσαν την εγγραφή τους στο Ιεροδιδασκαλείο, στον τόπο καταγωγής τους, στον αριθμό των μαθητών ανά τάξη, στη γλώσσα που μιλούσαν ως μητρική, στον αριθμό των μαθητών που ήταν υπότροφοι του Συλλόγου συνολικά και ανά τάξη, στη διαγωγή τους, στα μαθήματα που διδάχθηκαν και σε άλλες δραστηριότητες που συνέβαλαν στη σωστή κατάρτισή τους, όπως το κήρυγμα, οι υποδειγματικές διδασκαλίες, οι πρακτικές ασκήσεις εκκλησιαστικής μουσικής και οι πρακτικές ασκήσεις ωδικής.

6. Η θέση του Ιεροδιδασκαλείου σε σχέση με άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα

Αν και οι μικρασιατικές κοινότητες έδειχναν προτίμηση στο Ιεροδιδασκαλείο από τη στιγμή της ίδρυσής του αποστέλλοντας νέους, το ελληνικό κράτος με το νομοθετικό διάταγμα της 19ης Αυγούστου 1914 που κανόνιζε την τάξη των εκπαιδευτηρίων των νέων περιοχών του ελληνικού κράτους παραγκώνιζε, κατά την άποψη του Συλλόγου, το έργο του Ιεροδιδασκαλείου και υποτιμούσε τους μαθητές του. Έτσι, το 1914 ο Σύλλογος συνέταξε και απέστειλε υπόμνημα προς το Υπουργείο της Παιδείας σχετικά με το Ιεροδιδασκαλείο της Σάμου,4 με το οποίο ζητούσε την επανόρθωση της αδικίας που είχε συντελεστεί σε βάρος του ιδρύματος και των αποφοίτων του, οι οποίοι είχαν ήδη προσφέρει σημαντικό έργο στις μικρασιατικές κοινότητες. Στο υπόμνημα γινόταν σύντομη αναφορά στην ιστορική διαδρομή του Ιεροδιδασκαλείου, στην ίδρυση και λειτουργία του στην Πάτμο, στη μεταφορά του στη Σάμο, και δίνονταν πληροφορίες για τους μαθητές, την τετραετή φοίτηση, τον τρόπο επιλογής των μαθητών και την κατάταξή τους με αυστηρές εξετάσεις. Ο Σύλλογος ισχυριζόταν ότι το Ιεροδιδασκαλείο ισοδυναμούσε με τα τριτάξια διδασκαλεία του ελληνικού κράτους ως προς το χρονικό κύκλο της εκπαίδευσης και την ποιότητα και ποσότητα της διδασκαλίας, και για να το αποδείξει παρέθετε το πρόγραμμα διδασκαλίας του Ιεροδιδασκαλείου σε σύγκριση με αυτό της πρώτης τάξης του γυμνασίου και των τριών τάξεων του διδασκαλείου. Εκτός από τα επιχειρήματα για την ποσότητα της διδασκαλίας, ο Σύλλογος, θέλοντας να αποδείξει και την ποιότητα αυτής, ανέφερε τα ονόματα αυτών που δίδαξαν στο Ιεροδιδασκαλείο κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στην εκπαίδευσή τους. Τέλος τόνιζε ιδιαίτερα το γεγονός ότι οι απόφοιτοι του Ιεροδιδασκαλείου δεν επέλεγαν άλλη επαγγελματική οδό από αυτή του δασκάλου στις μικρασιατικές κοινότητες που τους είχαν ανάγκη.



1. Πληροφορίες για το Ιεροδιδασκαλείο μάς παρέχουν: «Το εν Πάτμω Ιεροδιδασκαλείον της Αποκαλύψεως», Ξενοφάνης 2 (1905), σελ. 336, «Το εν Πάτμω Ιεροδιδασκαλείον της Αποκαλύψεως», Ξενοφάνης 2 (1905), σελ. 521, Τριακονταπενταετής δράσις του Μικρασιατικού Συλλόγου «Ανατολής» (Αθήνα 1925) και Μηλιώρης, Ν., «Ο σύλλογος των Μικρασιατών η Ανατολή», Μικρασιατικά Χρονικά 12 (1965) σελ. 337-367.

2. «Η μετάθεσις του εν Πάτμω Ιεροδιδασκαλείου», Ξενοφάνης Δ΄ (1907), σελ. 1-9, «Το εν Σάμω Ιεροδιδασκαλείον η Ανατολή», Ξενοφάνης ΣΤ΄ (1909), σελ. 124-125, «Η Μαυρογένειος Επαγγελματική Σχολή, από δε του Σεπτεμβρίου 1906 Ιεροδιδασκαλείον η Ανατολή» Ξενοφάνης Ε΄ (1908), σελ. 121-126.

3. «Αποσπάσματα εκ του Κανονισμού του εν Σάμω Ιεροδιδασκαλείου Ανατολής», Ξενοφάνης 5 (1907), σελ. 565-568, και «Αποσπάσματα εκ του εσωτερικού Κανονισμού του εν Σάμω Ιεροδιδασκαλείου Ανατολής», Ξενοφάνης 5 (1907) σελ. 569-572.

4. Υπόμνημα του Συλλόγου των Μικρασιατών «Ανατολής» προς το σεβαστόν Υπουργείον της Παιδείας περί του Ιεροδιδασκαλείου Σάμου ( Αθήνα 1914).