Φιλολογικό Γυμνάσιο Σμύρνης

1. Το ιδεολογικό πλαίσιο

Τις δύο πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα και ενώ ο Διαφωτισμός βρισκόταν στην ακμή του, η υιοθέτηση του αντιδιαφωτισμού από την επίσημη Εκκλησία οδήγησε σε ένα κλίμα αντικληρικαλισμού. Η αντιπαράθεση αυτή εκφράστηκε κατά κύριο λόγο σε θέματα που αφορούσαν το περιεχόμενο της εκπαίδευσης. Σε αυτό το πλαίσιο οι συγκρούσεις που εκδηλώθηκαν με επίκεντρο τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις εξελίχθηκαν στην περίπτωση της Σμύρνης1 σε πεδίο έκρηξης μιας γενικότερης κοινωνικής διαμάχης.

Στα τέλη του 18ου αιώνα ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός με κύριους εκφραστές το Ρήγα και τον Αδαμάντιο Κοραή έχει πια εισέλθει στην ώριμη φάση του που χαρακτηρίζεται από την αποκρυστάλλωση των ιδεολογικών του θέσεων. Η στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου την περίοδο αυτή υπαγορεύεται αφενός από τη σχέση του με την ομόδοξη Ρωσία και αφετέρου από την ανάγκη υπακοής του στην οθωμανική εξουσία, δύο στάσεις που συχνά έρχονταν σε σύγκρουση. Έτσι, στον τομέα της παιδείας υιοθετεί τις αρχές του θρησκευτικού ουμανισμού (ενθάρρυνση της παιδείας, σεβασμός στις ιδέες αρκεί να μη θίγουν το δόγμα, αποφυγή κάθε πολιτικής δραστηριότητας), λαμβάνοντας πάντα υπόψη τις επιταγές της Πύλης. Στο πλαίσιο αυτό ιδρύονται σχολεία, χορηγούνται υποτροφίες, υπάρχει εκδοτική δραστηριότητα, πάντα υπό τον άμεσο εκκλησιαστικό έλεγχο. Το 1791 μπορεί να θεωρηθεί χρονολογία-σταθμός, καθώς η στάση της Αικατερίνης της Ρωσίας μεταβάλλεται ριζικά: ο πόλεμος με την Οθωμανική Αυτοκρατορία παύει, ενώ ταυτόχρονα η τσαρίνα στρέφεται εναντίον των φιλοσόφων που υποστήριζε ως τότε. Η αλλαγή αυτή επιτρέπει στο Πατριαρχείο να διατηρεί τις καλές σχέσεις του με τη Ρωσική Αυτοκρατορία και ταυτόχρονα να αντιτίθεται σε κάθε νεωτερική ιδέα που θεωρεί υπερβολική. Στο εξής υιοθετείται ο αντιδιαφωτισμός, ένα πολυδιάστατο κίνημα που αντιμάχεται το νεωτεριστικό πνεύμα, και ιδίως τις ανατρεπτικές αρχές της Γαλλικής Επανάστασης, με ποικίλους τρόπους: κυκλοφορία πληθώρας έργων, έκδοση σχετικών εγκυκλίων από το Πατριαρχείο, στροφή προοδευτικών μέχρι πρότινος λογίων στο συντηρητισμό.2

Η επίθεση της Εκκλησίας απέναντι στο Διαφωτισμό γίνεται συντονισμένη και απροκάλυπτη κατά την τρίτη πατριαρχία του Γρηγορίου του Ε΄ (1818-1821). Ο Γρηγόριος όμως είχε στραφεί κατά του νεωτερικού πνεύματος ήδη κατά την πρώτη πατριαρχία του (1797-1798), όταν είχε αναθεματίσει τη Γαλλική Επανάσταση και είχε αφορίσει το Ρήγα Βελεστινλή. Ένα από τα πρώτα κείμενα που υπογράφει ως Πατριάρχης το 1819 είναι η εγκύκλιος του Μαρτίου που απευθύνεται στην ιεραρχία, τον κλήρο και το ποίμνιο για θέματα της παιδείας. Βάζει στο στόχαστρο τη διδασκαλία των επιστημών, τα μαθηματικά, τις νέες γλωσσικές θεωρίες και τη συνήθεια να βαπτίζονται τα παιδιά με αρχαιοελληνικά ονόματα, ουσιαστικά όμως στρέφεται εναντίον του Κοραή και των οπαδών του, που εκπροσωπούν τις πιο ριζοσπαστικές τάσεις του Διαφωτισμού. Το κείμενο αυτό αποτέλεσε το θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο βασίστηκαν οι μελλοντικές ενέργειες του Πατριαρχείου που είχαν στόχο να πλήξουν τις διαφωτιστικές ιδέες και τους φορείς τους λίγο πριν από το ξέσπασμα της Επανάστασης.

Στις αρχές του 19ου αιώνα βρίσκεται σε εξέλιξη μια οξεία ιδεολογική αντιπαράθεση ανάμεσα στους οπαδούς των ιδεών του Διαφωτισμού και τους πολέμιούς τους, με κύριο εκπρόσωπο την Εκκλησία. Γεωγραφικά, η διαμάχη αυτή εκδηλώνεται στα παλαιότερα πνευματικά κέντρα του ελληνικού κόσμου (Ιωάννινα, παραδουνάβιες ηγεμονίες) αλλά και στο τρίπτυχο Χίου - Σμύρνης - Αϊβαλιού (Κυδωνιών), που είχε προστεθεί στα τέλη του 18ου αιώνα στα προηγούμενα. Στην περιοχή αυτή, με την έντονη εμπορική δραστηριότητα και την αλματώδη οικονομική ανάπτυξη, διαμορφώνεται μια νέα κοινωνική πραγματικότητα, όπως φαίνεται από τη δράση προοδευτικών λογίων και την ίδρυση σχολείων με κοσμικό χαρακτήρα και επιστημονικό προσανατολισμό, αποδεσμευμένων από την εκκλησιαστική παράδοση. Και στις τρεις περιπτώσεις, η Ακαδημία Κυδωνιών με κεντρικό πρόσωπο το Βενιαμίν Λέσβιο, το Γυμνάσιο της Χίου με το Νεόφυτο Βάμβα και το Φιλολογικό Γυμνάσιο Σμύρνης με τον Κωνσταντίνο Κούμα δέχτηκαν τα πυρά των συντηρητικών, με αποτέλεσμα να οδηγηθούν στο κλείσιμο.

2. Ίδρυση του Φιλολογικού Γυμνασίου

Στις αρχές του 19ου αιώνα στην πνευματική ζωή της Σμύρνης κυριαρχεί η Ευαγγελική Σχολή, της οποίας όμως η συντηρητική κατεύθυνση προκαλεί αντιδράσεις από τους προοδευτικούς κύκλους της πόλης. Έτσι το 1803, υπό την επιρροή της ίδρυσης της Ακαδημίας Κυδωνιών, μια ομάδα Σμυρναίων λογίων, με επικεφαλής το Γεώργιο Όμηρο (Τζόγια), το Δημήτριο Τουφεξή και το Φίλιππο Κάππαρη από τη Χίο, και υπό την προστασία του Αδαμάντιου Κοραή, ο οποίος τους προέτρεπε από το Παρίσι να ανακαινίσουν την εκπαίδευση της πόλης, ιδρύει τη Νέα Δημόσια Σχολή. Το σχολείο θα ήταν «του κοινού», δηλαδή δημόσιο εκπαιδευτήριο, προστατευόμενο από τους δημογέροντες και συντηρούμενο με χρήματα της ορθόδοξης κοινότητας της Σμύρνης. Στεγαζόταν στη συνοικία του Αγίου Δημητρίου, σε κτήριο που είχε παραχωρηθεί από το ναό της Αγίας Φωτεινής, το οποίο μάλιστα απείχε ελάχιστα από την Ευαγγελική Σχολή. Στη νέα σχολή αναφέρονται ως διδάσκαλοι ο Τάππας, ο Κόπανος και ο Ιερόθεος.

Το 1808, με πρότυπο τις Κυδωνίες, οι δημογέροντες της Σμύρνης αναγκάζουν το Δημήτριο Βαχατόρη, μοναδικό επίτροπο της Ευαγγελικής Σχολής, να παραδώσει τη Σχολή σε άλλους επιτρόπους που θα την εκσυγχρόνιζαν καλώντας νέους διδασκάλους. Λόγω της άρνησης του τελευταίου συστήνεται επιτροπή από τους Παντελή Ροδοκανάκη, Φίλιππο Κάππαρη και Δημήτριο Τουφεξόγλου, οι οποίοι αποφασίζουν την ίδρυση νέου σχολείου που θα συνέχιζε την παράδοση της Νέας Δημόσιας Σχολής. Το νέο σχολείο ονομάστηκε αρχικά Φιλολογικόν Σχολείον και στη συνέχεια Φιλολογικόν Γυμνάσιον. Οι τρεις τους αποτέλεσαν και τους πρώτους επιτρόπους του σχολείου. Η ίδρυση του Φιλολογικού Γυμνασίου την εποχή αυτή στη Σμύρνη είναι αποτέλεσμα ενός σκληρού αγώνα εναντίον της τοπικής εκκλησίας, με την υποστήριξη των εμπόρων της πόλης.

Ο Αδαμάντιος Κοραής, ο οποίος είχε ήδη κληθεί από την παραπάνω επιτροπή να έρθει στη Σμύρνη και να αναλάβει τη διεύθυνση της σχολής, προτείνει τον Κωνσταντίνο Κούμα. Ο τελευταίος αναλαμβάνει πράγματι τη διοίκηση του νέου σχολείου μαζί με τον Κωνσταντίνο Οικονόμο τον εξ Οικονόμων. Ο Κούμας έφτασε στη Σμύρνη στις 23 Ιουλίου 1809 και, όπως σημειώνει σε επιστολή του προς τον Κοραή, συνάντησε όλη την ομήγυρη των «καλών αρχόντων» και μεταξύ αυτών το Δημήτριο Λώτο, επιστήθιο φίλο του Κοραή,3 ένδειξη για τον ιδεολογικό προσανατολισμό του νέου σχολείου. Το 1814 αναλαμβάνει καθήκοντα σχολάρχη του Φιλολογικού Γυμνασίου ο Κωνσταντίνος Οικονόμος.

Το Φιλολογικό Γυμνάσιο ξεκίνησε τη λειτουργία του την 1η Σεπτεμβρίου του 1809. Σε επιστολή του Κούμα προς τον Κοραή τον Ιανουάριο του 1810 αναφέρεται ότι οι μαθητές αρχικά ήταν πάνω από 150, ενώ πολλοί πολίτες έσπευδαν καθημερινά να παρακολουθήσουν τα μαθήματα. Άφηναν τα εμπορικά τους εργαστήρια και έρχονταν στις παραδόσεις. «Εγώ δε όταν μάλιστα αθροίζονται πολλοί παρεκτρέπομαι εις τον περί παιδείας λόγον εις τρόπον ώστε οι Σμυρναίοι μ’ ονομάζουσιν ευεργέτην της πατρίδος των».4 Το Φιλολογικό Γυμνάσιο είχε ως σφραγίδα τον Όμηρο και κυκλική επιγραφή «Όμηρος. Σφραγίς του Φιλολογικού Γυμνασίου της Σμύρνης». Σύντομα, το Φιλολογικό Γυμνάσιο κατέστη προπύργιο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.

3. Η διαμάχη του Φιλολογικού Γυμνασίου με την Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης

Το Φιλολογικό Γυμνάσιο από την αρχή σχεδόν της λειτουργίας του ξεπέρασε τόσο σε επίπεδο γνωσιολογικό όσο και μεθοδολογικό την Ευαγγελική Σχολή που παρέμενε προσηλωμένη σε ένα συντηρητικό μοντέλο εκπαίδευσης, εστία του αντινεωτερικού πνεύματος. Αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία μιας έντονης διαμάχης ανάμεσα στα δύο εκπαιδευτήρια που οδήγησε στη διάλυση του Γυμνασίου.

Στη διαμάχη αυτή η τοπική εκκλησία τάσσεται στο πλευρό της Ευαγγελικής Σχολής, με κύριο σημείο αναφοράς το πατριαρχικό συνοδικό σιγίλιο που είχε εκδοθεί το Φεβρουάριο του 1808 από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ και το οποίο επικύρωνε το ανεξάρτητο και αυτόνομο της Ευαγγελικής Σχολής (που από το 1747 απολάμβανε την προστασία του αγγλικού προξενείου), κατέκρινε τους «κινούντας οποιωδήποτε λόγω και τρόπω κατ’ αυτής» και τους απειλούσε με «φοβεράς επιτιμήσεις και αράς». Ο μητροπολίτης Σμύρνης Άνθιμος, ο επίσκοπος Ερυθρών Καλλίνικος και οι επίτροποι της Ευαγγελικής Σχολής καταφέρονται εναντίον της προοδευτικής σχολής, με βασικές κατηγορίες ότι διδάσκονται η αθεΐα, η φαρμασονία (ελευθεροτεκτονισμός) και η «μαγική», δηλαδή η φυσική και η αστρονομία, καθώς και ότι ο διευθυντής της, Κωνσταντίνος Οικονόμος, αναμειγνύεται στην πολιτική, φθείρει την πίστη και το γένος, και είναι σπάταλος.

Το 1809 ο Γρηγόριος, με συνοδικό γράμμα προς το μητροπολίτη Σμύρνης, τους κληρικούς, τους δημογέροντες και τους προκρίτους της πόλης αναγνωρίζει και πάλι τα προνόμια της Ευαγγελικής Σχολής και απορρίπτει το αίτημα μιας ομάδας Σμυρναίων για συγχώνευση του Φιλολογικού Γυμνασίου με την Ευαγγελική Σχολή, θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε αντίθεση με τις διατάξεις των κτητόρων της δεύτερης. Το 1810, μας πληροφορεί ο Στέφανος Οικονόμος, στη διοίκηση της κοινότητας ανήλθαν άνθρωποι ευνοούμενοι της μητρόπολης, οι οποίοι διέκοψαν τη χορήγηση των χρημάτων που ήταν απαραίτητα για τη συντήρηση του Γυμνασίου και ως εκ τούτου κατήργησαν τον κοινοτικό χαρακτήρα του.

Ο Κούμας, αντιδρώντας σε αυτή την πολεμική και με την υποστήριξη του μεγάλου Διερμηνέα της Υψηλής Πύλης Δημητρίου Μουρούζη, πείθει τους 5 δημογέροντες, τους 12 προεστώτες (δωδεκάνους) και τους πρωτομαΐστορες των συντεχνιών της Σμύρνης και νοικιάζουν τον Ιανουάριο του 1810 με κοινή συνεισφορά οίκημα στην κεντρική συνοικία Γερανιό για τη στέγαση του Γυμνασίου. Το γεγονός χαροποιεί ιδιαιτέρως τον Αδαμάντιο Κοραή, ενώ προκαλεί την αντίδραση του Αθανάσιου Πάριου και των υπολοίπων συντηρητικών. Την Ευαγγελική Σχολή εξακολουθούσε να διευθύνει ο Χρύσανθος Καραβίας, λόγω όμως της προχωρημένης του ηλικίας τον αναπλήρωνε ο ιεροδιάκονος Γαβριήλ από τα Βουρλά. Τον Αύγουστο του 1811 το Φιλολογικό Γυμνάσιο τίθεται και πάλι υπό την προστασία της κοινότητας, συντηρούμενο εν μέρει από την κοινότητα και εν μέρει από εράνους, δάνεια και επιχορηγήσεις ναών και ιδιωτών.

Την ίδια εποχή στο διδακτικό προσωπικό του Γυμνασίου προστίθενται ο αδελφός του Κωνσταντίνου Οικονόμου, Στέφανος, και υποδιδάσκαλοι οι Απόστολος Σμυρναίος, Ιωάννης Πελοποννήσιος, Αναστάσιος Ιθακήσιος και Δημήτριος Θετταλός. Στο Φιλολογικό Γυμνάσιο συρρέουν πλήθη μαθητών κάθε ηλικίας από τη Σμύρνη, τα περίχωρά της αλλά και από τα γύρω νησιά, προκειμένου να παρακολουθήσουν τα μαθήματα που παραδίδουν οι δάσκαλοι του Γυμνασίου, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε αυτό και την Ευαγγελική Σχολή. Είναι ενδεικτικό ότι το 1812 στο άρθρο του ελληνιστή Francois Thurot, στο παρισινό Magasin Encyclopédique, αναφέρεται ότι ο μητροπολίτης Σμύρνης όπως και ανώτεροι κληρικοί παρακολουθούν μαθήματα στο Φιλολογικό Γυμνάσιο.5

Το 1810 φτάνει στη Σμύρνη η είδηση ότι ο Θεόφιλος Καΐρης επέστρεψε στις Κυδωνίες, προκειμένου να αναλάβει τη διεύθυνση της Ακαδημίας, γεγονός το οποίο ωθεί τους επιτρόπους της Ευαγγελικής Σχολής, Δημήτριο Βαχατόρη, Στέφανο Κούρτοβικ και Ιωάννη Περάκη Σκούφο, να αποδυθούν σε μια συντονισμένη προσπάθεια, συνεπικουρούμενοι από το μητροπολίτη Σμύρνης, για την πρόσληψη του Καΐρη ως διευθυντή της Σχολής, με σκοπό τον εκσυγχρονισμό της. Ο Καΐρης δέχεται τη θέση του διευθυντή της Ευαγγελικής Σχολής και στις 11 Φεβρουαρίου του 1811 φτάνει στη Σμύρνη, όπου γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό. Ωστόσο, η Ευαγγελική Σχολή αθετεί την οικονομική συμφωνία με τον Καΐρη, ο οποίος στα τέλη Νοεμβρίου του 1811 αποχωρεί από τη Σμύρνη για τις Κυδωνίες. Το 1818 γίνεται και πάλι προσπάθεια να επανέλθει ο Καΐρης στην Ευαγγελική Σχολή, χωρίς όμως αποτέλεσμα.

Η διαμάχη ανάμεσα στα δύο εκπαιδευτήρια συνεχίζεται σε πιο οξεία μορφή, ώσπου το Νοέμβριο του 1813 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος ΣΤ΄ καλεί τους Κούμα και Οικονόμο να αναλάβουν τη διδασκαλία στην Ελληνική Φιλοσοφική Σχολή του Καταστένου στην Κωνσταντινούπολη, γεγονός το οποίο προκαλεί σφοδρή αντίδραση από τη σμυρναίικη κοινωνία. Τελικά ο Οικονόμος παραμένει στο Γυμνάσιο, ενώ ο Κούμας αποχωρεί για την Κωνσταντινούπολη ως το 1816, οπότε επιστρέφει στα διδακτικά του καθήκοντα στη Σμύρνη. Τον Απρίλιο του 1817 φεύγει για τη Βιέννη, με σκοπό να εκδώσει συγγράμματα χρήσιμα για τους μαθητές του Γυμνασίου. Το σχολείο ενισχύεται οικονομικά από πολλούς ομογενείς, όπως ο Αλέξανδρος Μαύρος στην Κωνσταντινούπολη, που το 1815 πρόσφερε στο Φιλολογικό Γυμνάσιο 10 χιλιάδες γρόσια, και ο Σμυρναίος έμπορος στην Οδησσό Παναγιώτης Νικολαΐδης, ο οποίος πρόσφερε το ίδιο ποσό δύο χρόνια μετά. Ο πιο γνωστός όμως ευεργέτης του Φιλολογικού Γυμνασίου είναι ο ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας Σκαρλάτος Αλέξανδρος Καλλιμάχης.

4. Η διάλυση του Φιλολογικού Γυμνασίου

Στο μεταξύ η διαμάχη προσλαμβάνει και πολιτικό χαρακτήρα. Στις 16 Ιουλίου 1819 το Φιλολογικό Γυμνάσιο διαλύεται έπειτα από βίαια γεγονότα που συντάραξαν την πόλη. Για το γεγονός αυτό δεν υπάρχει μια πλήρης μελέτη παρά μόνο διάσπαρτες πληροφορίες και κυρίως προσωπικές κρίσεις. Ο Στέφανος Οικονόμος, δάσκαλος και ο ίδιος στο Φιλολογικό Γυμνάσιο, ο οποίος έχει συγγράψει ένα χρονικό των γεγονότων, κατονομάζει τους υπεύθυνους για το κλείσιμο του σχολείου: «Πρώτιστος πάντων είναι ο άγιος Σμύρνης κύριος Άνθιμος. Δεύτερος ο επίσκοπος άγιος Ερυθρών κυρ Καλλίνικος. Τρίτος ο μυστικός σύμβουλος της ιεράς μητροπόλεως κυρ Περάκης Σκούφος. Τέταρτος ο εν ενεργεία σύμβουλος και υπουργός και ωτακουστής της ιεράς μητροπόλεως, Σάββας Μουσουδάκης. Πέμπτος ο Μανουήλ Περόγλου. Έκτος ο αδελφός αυτού Περάκης Περόγλου. Έβδομος ο πινιρτσής (τυροπώλης) Κωνσταντίνος Μερίκας. Όγδοος κάποιος Χατζη Αντώνιος Μιχαήλ».6 Ο Οικονόμος βέβαια παρουσιάζει στο κείμενό του τα συμβάντα του 1819 αποκλειστικά σαν μια σειρά από μηχανορραφίες της μητρόπολης Σμύρνης, γεγονός το οποίο δεν ισχύει, καθώς, όπως έχει αποδείξει ο Φίλιππος Ηλιού,7 δεν αποτέλεσαν απλώς το απότοκο της ιδεολογικής σύγκρουσης ανάμεσα στους οπαδούς και στους πολέμιους του Διαφωτισμού αλλά εγγράφονται στην οξύτατη κοινωνική κρίση που είχε ξεσπάσει την περίοδο αυτή στην κοινοτική οργάνωση της Σμύρνης.

Μετά την πολιτική ανατροπή που σημειώθηκε στην πόλη με την κατάληψη της κοινοτικής εξουσίας από ένα τμήμα των συντεχνιών, ακολούθησε το βίαιο κλείσιμο του Φιλολογικού Γυμνασίου από τις συντεχνίες της πόλης. Μαζί τους συμπαρατάσσονται τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα που ως επί το πλείστον διακατέχονται από συντηρητικές, αντινεωτερικές αντιλήψεις. Συμμαχώντας με τη μητρόπολη Σμύρνης, στρέφονται εναντίον των αρχόντων, φορέων των ιδεών του Διαφωτισμού, κατακτούν την εξουσία στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία και κατορθώνουν να εξουδετερώσουν τον κατεξοχήν χώρο όπου οι νεωτερικές ιδέες καλλιεργούνται, δηλ. το Φιλολογικό Γυμνάσιο.

Ωστόσο, το μόνο κοινό σημείο των συμμάχων είναι η αντίθεσή τους στους εμπόρους, όπως φαίνεται εξάλλου από τις κατηγορίες που εκτοξεύουν εναντίον του Γυμνασίου. Η μητρόπολη ενδιαφέρεται για τον ιδεολογικό προσανατολισμό του σχολείου που της δημιουργεί προβλήματα, ενώ οι συντεχνίες εστιάζουν τον έλεγχό τους στις δαπάνες και την πολιτική δράση του διευθυντή του, ο οποίος κατηγορείται για την τοποθέτησή του στο πλευρό των αρχόντων εναντίον των «πτωχών».8 Ταυτόχρονα ερωτηματικά προκαλεί και η αντιφατική συμπεριφορά του Γρηγορίου Ε΄. Τη στιγμή που το Πατριαρχείο σχεδιάζει την εξουδετέρωση των εστιών του Διαφωτισμού, ο τελευταίος προσπαθεί να προστατεύσει το Φιλολογικό Γυμνάσιο και τον Κωνσταντίνο Οικονόμο από τους διώκτες τους. Βέβαια, οι πιέσεις που δέχεται είναι πολλές και προέρχονται από πολλές κατευθύνσεις. Ο Οικονόμου προστατεύεται από τον ηγεμόνα της Μολδαβίας, η φαναριώτικη οικογένεια των Καλλιμάχηδων από την άλλη τον αντιμάχεται. Ο μητροπολίτης Σμύρνης Άνθιμος αποκτά περισσότερη ισχύ και πρέπει να αποδυναμωθεί, επομένως ο καλύτερος τρόπος είναι να ενισχυθούν οι αντίπαλοί του, οι υποστηρικτές του Φιλολογικού Γυμνασίου. Παράλληλα όμως ο Πατριάρχης επιθυμεί να εφαρμόσει με πλάγιες αλλά εξίσου αποτελεσματικές μεθόδους τις αρχές της εγκυκλίου του 1819. Ήδη ο Κωνσταντίνος Οικονόμου, ο οποίος είχε αρχίσει να στρέφεται προς συντηρητικότερες θέσεις, αποδέχεται το περιεχόμενο της εγκυκλίου.

Φαίνεται ότι η λύση σε όλα αυτά τα ζητήματα για τον Πατριάρχη δόθηκε τις ημέρες της κρίσης στη Σμύρνη, όταν προσπάθησε να μετατρέψει το Γυμνάσιο σε σταυροπηγιακό ίδρυμα, υπαγόμενο κατευθείαν στο Πατριαρχείο, έπειτα από αίτημα των υποστηρικτών του, προκειμένου να αποφευχθεί η υποταγή του στην τοπική εκκλησία. Με τον τρόπο αυτό, ο Γρηγόριος θα αποδυνάμωνε τον επικίνδυνο Άνθιμο και συγχρόνως το Γυμνάσιο θα βρισκόταν υπό τον πλήρη έλεγχο του Πατριαρχείου. Η αντίδραση των συντεχνιών όμως είναι αμείλικτη. Αρνούνται να δεχτούν την απώλεια της κυριαρχίας που έχει η κοινότητα στη διαχείριση των ιδρυμάτων της Σμύρνης και έτσι προσφεύγουν στις οθωμανικές αρχές προκειμένου να ακυρωθεί η απόφαση του Πατριάρχη. Στην κίνηση αυτή συντρέχει και η τοπική εκκλησία για τους δικούς της λόγους, με αποτέλεσμα το Φιλολογικό Γυμνάσιο να διαλυθεί και οι πατριαρχικές αποφάσεις να μην εφαρμοστούν ποτέ.

Μετά τη διάλυση του Γυμνασίου οι δημογέροντες Παύλος Όμηρος, Σάββας Μουστακίδης, Χατζή Αντώνιος Μιχαήλ και Κωνσταντίνος Μερίκας φθάνουν σε συμφωνία με τους επιτρόπους της Ευαγγελικής Σχολής Δημήτριο Βαχατόρη, Ι. Μπόσκοβικ, Χριστόδουλο Ησαΐα και Μανουήλ Περόγλου, βάσει της οποίας η κοινότητα αναλαμβάνει την υποχρέωση να ενισχύσει οικονομικά την Ευαγγελική Σχολή, ενώ ταυτόχρονα βελτιώνεται το πρόγραμμα σπουδών και διορίζονται νέοι δάσκαλοι.

Ο Κωνσταντίνος Κούμας μετά τη διάλυση του Φιλολογικού Γυμνασίου καταφεύγει στην Κωνσταντινούπολη, όπου διορίζεται Μέγας Οικονόμος των Πατριαρχείων και καθολικός ιεροκήρυξ της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Στα 1820 επιστρέφει στη Σμύρνη όπου προσπαθεί να ανοίξει ιδιωτικό σχολείο, χωρίς όμως επιτυχία. Ο Στέφανος Οικονόμος παραμένει στη Σμύρνη ως την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης.

5. Ο Διαφωτισμός στο Φιλολογικό Γυμνάσιο Σμύρνης: Το πρόγραμμα σπουδών

Στο Φιλολογικό Γυμνάσιο εφαρμόζεται ένα πρόγραμμα σπουδών εμπνευσμένο από τις αρχές του Διαφωτισμού, με δασκάλους ορισμένους από τους σημαντικότερους λογίους-φορείς των νεωτερικών ιδεών της εποχής, προερχόμενους από τον κύκλο του Αδαμάντιου Κοραή, του οποίου η παρουσία ήταν έντονη από την πρώτη στιγμή της ίδρυσης του νέου εκπαιδευτηρίου. Αποτέλεσμα ήταν το Φιλολογικό Γυμνάσιο Σμύρνης να καταστεί πολύ σύντομα προπύργιο του Διαφωτισμού, ένα από τα πιο προοδευτικά εκπαιδευτικά κέντρα του οθωμανοκρατούμενου ελληνισμού.

Από νωρίς το σχολείο εξοπλίστηκε με όργανα φυσικής και χημείας, γεωγραφικούς πίνακες, συλλογή ορυκτών, ενώ διέθετε μια πλούσια βιβλιοθήκη. Στο πλαίσιο της λειτουργίας του Φιλολογικού Γυμνασίου καταβάλλονται προσπάθειες να εφαρμοστούν οι παιδαγωγικές αρχές των Condillac, Kant, Rousseau και Campe, ενώ κυριαρχούν οι ιδέες του Κοραή. Δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στις φιλοσοφικές και επιστημονικές σπουδές. Αναλύονται φιλοσοφικά κείμενα του γερμανικού ιδεαλισμού, διδάσκονται νεότερα μαθηματικά και φυσικές επιστήμες. Είναι ενδεικτικός ο χαρακτηρισμός του ως «επιστημονικού» και «φιλοσοφικού» Γυμνασίου στη Λίβελλο κατά των Αρχιερέων.9

Ο Κωνσταντίνος Κούμας διδάσκει, εκτός από τα στοιχειώδη μαθήματα, φιλοσοφία, αστρονομία, γεωγραφία και φυσική ιστορία. Εισάγει την πειραματική μέθοδο στη διδασκαλία της φυσικής και της χημείας και τις «γερμανικές θεωρίες» στο μάθημα της φιλοσοφίας. Για τους πρωτόπειρους μάλιστα μαθητές του είχε επιμεληθεί την ειδική έκδοση Σύνοψις Επιστημών διά τους πρωτοπείρους, περιέχουσα Αριθμητικήν, Γεωμετρίαν, νέαν Γεωγραφίαν, Αστρονομίαν, Λογικήν και Ηθικήν. Συλλεχθείσα μεν εις χρήσιν του Φιλολογικού της Σμύρνης Γυμνασίου υπό Κ.Μ. Κούμα, Εν Βιέννη τη Αυστριακή, 1819. Ο Κωνσταντίνος Οικονόμος παραδίδει μαθήματα θρησκευτικών, γραμματικής, ρητορικής, ποιητικής, Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς και λατινικά. Και ο Οικονόμου είχε συγγράψει έργα βοηθητικά της διδασκαλίας στο Φιλολογικό Γυμνάσιο, όπως η «Ρητορική» (Τέχνης Ρητορικής Βιβλία Γ΄, Βιέννη 1813) και τα «Γραμματικά» (Γραμματικών ή Εγκυκλίων παιδευμάτων βιβλία Δ΄, τ. Α΄, Βιέννη 1817). O Στέφανος Οικονόμος διδάσκει φυσική ιστορία, χημεία και λατινικά, ενώ και αυτός μεταφράζει για τους μαθητές του τη «Γραμματική» του Βούτμαν.

Εκτός από τους Κωνσταντίνο και Στέφανο Οικονόμου και Κωνσταντίνο Κούμα, στο Φιλολογικό Γυμνάσιο δίδαξαν και άλλοι δάσκαλοι, φορείς των νέων ιδεών, όπως ο Σοφοκλής Οικονόμος και ο Διονύσιος Πύρρος ο Θεσσαλός. Όλοι αυτοί βοηθούνταν στο έργο τους από υποδιδασκάλους. Αναφέρονται οι Μιχαήλ Αποστολίδης από την Κρήτη, Γεώργιος Ιωαννίδης από τη Σμύρνη, Μαργαρίτης Τυρναβίτης, Παναγιώτης Ρόδιος ή Βενετοκλής, ποιητής και συγγραφέας, οι αδελφοί Χριστόδουλος και Παναγιώτης από την κοινότητα Τρικκέων, Ευστάθιος Ιωαννίδης, ιατροφιλόσοφος από τη Σμύρνη, Αθανάσιος Ιθακήσιος, Νικόλαος Σμυρναίος, Χριστόδουλος Θεσσαλός, Κωνσταντίνος Ιθακήσιος και Δημήτριος Κύπριος.10




1. Κιτρομηλίδης, Π., Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (Αθήνα 1999), σελ. 373.

2. Δημαράς, Κ.Θ., Νεοελληνικός Διαφωτισμός (Αθήνα 1977), σελ. 245, 262.

3. Βέης, Ν., «Συμβολή εις τα σχολικά πράγματα της Σμύρνης», Μικρασιατικά Χρονικά, Α΄ (1938), σελ. 196.

4. Βέης, Ν., «Συμβολή εις τα σχολικά πράγματα της Σμύρνης», Μικρασιατικά Χρονικά, Α΄ (1938), σελ. 197.

5. Αργυροπούλου, Ρ.Δ., «Η ελληνική κοινότητα της Σμύρνης την εποχή του Διαφωτισμού», στο Σμύρνη. Η Μητρόπολη του Μικρασιατικού Ελληνισμού (Αθήνα 2001), σελ. 36.

6. Οικονόμος, Στέφανος, «Περί των κατά το εν Σμύρνη Φιλολογικόν Σχολείον συμβάντων», στο Οικονόμος, Σοφοκλής (επιμ.), Κωνσταντίνου Οικονόμου, Τα σωζόμενα φιλολογικά συγγράμματα Α΄ (Αθηναι 1871), σελ. 473.

7. Ηλιού, Φ., Κοινωνικοί αγώνες και Διαφωτισμός. Η περίπτωση της Σμύρνης (1819), Ε.Μ.Ν.Ε.-Μνήμων (Αθήνα 1986).

8. Οικονόμος, Στέφανος, «Περί των κατά το εν Σμύρνη Φιλολογικόν Σχολείον συμβάντων», στο Οικονόμος, Σοφοκλής (επιμ.), Κωνσταντίνου Οικονόμου, Τα σωζόμενα φιλολογικά συγγράμματα Α΄ (Αθηναι 1871), σελ. 471.

9. Κιτρομηλίδης, Π., «Ιδεολογικές συνέπειες της κοινωνικής διαμάχης στη Σμύρνη (1809-1810)», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, 3 (1982), σελ. 9-39.

10. Καραράς, Ν., Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων και η Σμύρνη (Αθήναι 1971), σελ. 18.