Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Τσομπανησιά

Συγγραφή : Πίγκου Ευαγγελία (18/9/2001)

Για παραπομπή: Πίγκου Ευαγγελία, «Τσομπανησιά», 2001,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=12024>

Τσομπανησιά (19/12/2008 v.1) Aşağıçobanisa (Tsobanisia) - προς ανάθεση 
 

1. Στοιχεία Ταυτότητας – Ιστορία

Το χωριό Τσομπανησιά (σημ. Aşağıçobanisa) βρισκόταν στην κοιλάδα του ποταμού Κρύου (ή Κριού, τούρκ. Nıf Çayı), αριστερού παραποτάμου του Έρμου (Gediz). Βρισκόταν σε ομαλή θέση στις ανατολικές υπώρειες του Σιπύλου, σε απόσταση 14 χλμ. νοτιοανατολικά της Μαγνησίας και 40 χλμ. βορειοανατολικά της Σμύρνης. Σε αυτό λειτουργούσε σιδηροδρομικός σταθμός της γραμμής Σμύρνης-Κασαμπά.

Το χωριό ονομάστηκε έτσι από το γειτονικό προϋπάρχον μουσουλμανικό χωριό. Οι τουρκόφωνοι μουσουλμάνοι την αποκαλούσαν Γκιαβούρ Τσομπανησιά,1 αλλά κυρίως Κάτω ή Ρουμ Τσομπανησιά σε αντιδιαστολή με τη γειτονική Άνω ή Ισλάμ Τσομπανησιά.2 Κατά τη διάρκεια της ελληνικής κατοχής το ορθόδοξο χωριό μετονομάστηκε σε Μοστήνη, από την ομώνυμη αρχαία πόλη που βρισκόταν κοντά στο χωριό.

Ιδρυτής του χωριού αυτού φέρεται ο Μεχμέτ μπέης της ισχυρής οικογένειας Καραοσμάνογλου, ο οποίος έχοντας εκτεταμένη πεδιάδα στην κατοχή του προσέλκυσε για την καλλιέργειά της ορθόδοξους από διάφορες περιοχές της Παλαιάς Ελλάδας –κυρίως της Πελοποννήσου– και έδωσε έτσι ώθηση για τη δημιουργία του χωριού. Ο εποικισμός του τοποθετείται στο πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα (λίγο πριν ή και μετά την Επανάσταση του 1821).3 Στις αρχές του 20ού αιώνα το τσιφλίκι είχε πλέον περιέλθει στην ιδιοκτησία των κατοίκων.

Οι κάτοικοι του χωριού, όλοι ορθόδοξοι,4 υπολογίζονταν στις αρχές του 20ού αιώνα σε 1.800,5 από τους οποίους 60 Έλληνες υπήκοοι.6 Οι μαρτυρίες των προσφύγων πληροφορητών υπολογίζουν τον πληθυσμό σε αριθμούς που κυμαίνονται ανάμεσα στους 1.500 και 2.500-3.000 κατοίκους. Το χωριό ήταν ελληνόφωνο, αλλά κυρίως οι άνδρες γνώριζαν και την τουρκική γλώσσα.

2. Διοικητική υπαγωγή

Η Τσομπανησιά είχε δικό της μουχτάρη. Οι εκλογές για την ανάδειξή του λάμβαναν χώρα κάθε δύο χρόνια στο δημοτικό σχολείο με περιορισμένο δικαίωμα συμμετοχής για τους κατοίκους, και συγκεκριμένα από ένα εκλογικό σώμα 30 περίπου ανδρών. Στις αρχές του 20ού αιώνα το χωριό υπαγόταν στο καϊμακαμλίκι Κασαμπά,7 στο μουτεσαριφλίκι Μαγνησίας και στο βιλαέτι του Αϊδινίου. Υπήρχε καρακόλι (αστυνομικό τμήμα) που εξυπηρετούσε και τα γειτονικά χωριά. Εκκλησιαστικά το χωριό ανήκε στη δικαιοδοσία της μητρόπολης Εφέσου. Η μητρόπολη αντιπροσωπευόταν στο χωριό από έναν επίτροπο, υπό την προεδρία του οποίου εξετάζονταν οι υποθέσεις της κοινότητας σε συνεδριάσεις μαζί με τριμελή σχολική εφορεία και τη δημογεροντία. Η τελευταία ήταν το ανώτατο διοικητικό όργανο της κοινότητας αποτελούμενη από τέσσερα μέλη μαζί με τον πρόεδρο.

3. Κοινωνία – Οικονομία

Οι κάτοικοι ασχολούνταν με τη γεωργία, ενώ πολύ λιγότεροι ήταν έμποροι και επαγγελματίες. Η κύρια αγροτική παραγωγή τους ήταν η σουλτανίνα σταφίδα και το ελαιόλαδο. Καλλιεργούσαν επιπλέον σουσάμι, βαμβάκι, οπωροκηπευτικά, καπνά και δημητριακά. Για τις γεωργικές εργασίες έρχονταν στο χωριό εποχικοί εργάτες από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Υπήρχαν δύο ελαιοτριβεία και ισάριθμα αγγειοπλαστεία.

Η κοινότητα διατηρούσε πεντατάξια αστική σχολή αρρένων (με 60 μαθητές σε 150 εγγεγραμμένους),8 τριτάξιο παρθεναγωγείο (με 35 μαθήτριες) και νηπιαγωγείο με 100 περίπου παιδιά.9 Το αρρεναγωγείο με το νηπιαγωγείο βρίσκονταν στον περίβολο της εκκλησίας, ενώ το παρθεναγωγείο σε ενοικιαζόμενη κατοικία. Για το προσωπικό των σχολείων η κοινότητα ξόδευε στις αρχές του 20ού αιώνα περισσότερες από 130 λίρες,10 ενώ, σύμφωνα με άλλη μαρτυρία, ο προϋπολογισμός σχολείου αρρένων και θηλέων ανερχόταν σε 50 και 30 τουρκικές λίρες αντίστοιχα.11 Για τη λειτουργία των σχολείων οι Τσομπανισαλήδες κατέβαλλαν το 0,02% των εσόδων από τα γεωργικά προϊόντα τους στο ταμείο της κοινότητας.

Τα σπίτια του χωριού σχημάτιζαν τρεις συνοικίες. Ήταν πλίνθινα, κτισμένα αραιά μεταξύ τους, με μεγάλες αυλές, κεραμοσκεπή και δάπεδο από πατημένη γη. Η αρχικά μικρή εκκλησία χτισμένη στην άκρη του χωριού, αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο, αντικαταστάθηκε από καινούρια μεγαλύτερη, που άρχισε να οικοδομείται στα τέλη του 19ου αιώνα, αλλά παρέμεινε ημιτελής, αφού δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί πριν από το 1922.

Οι κάτοικοι της Τσομπανησιάς μετά το 1922 εγκαταστάθηκαν σε διάφορες περιοχές του ελλαδικού χώρου, αρκετοί από τους οποίους στο χωριό Άγιος Αθανάσιος του νομού Θεσσαλονίκης, στη Νέα Ιωνία Βόλου, στην Αθήνα, στον Πειραιά και στην Κρήτη.

1. Gavur = άπιστος, λέξη με την οποία χαρακτήριζαν οι μουσουλμάνοι τους μη μουσουλμάνους.

2. Η Άνω Τσομπανησιά απαντά από το 16ο αιώνα ως Çobanşa Köy. Ήταν χωριό Γιουρούκων και ονομάστηκε έτσι από τη συγκεκριμένη ομάδα Γιουρούκων Çobansa που διέμενε εκεί. Βλ. Emecen, F., XVI. Asırda Manisa Kazası (Ankara 1989), σελ. 116.

3. Παρίσης, Ν.Α., «Η Τσομπανησία», Ξενοφάνης 5 (1908), σελ. 323· Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας. Φυσική σύστασις της χώρας, πολιτική γεωγραφία, φυσικός πλούτος (Αθήνα 1921), σελ. 326.

4. Οι πρόσφυγες παραδίδουν πως στο χωριό υπήρχε μόνο ένας Τούρκος που λεγόταν Νουρί Μπέης Καραοσμάνογλου, προφανώς απόγονος της οικογένειας των Καραοσμάνογλου. Άλλοι πάλι παραδίδουν πως στο πάνω μέρος του χωριού έμεναν τρεις οικογένειες Τούρκων.

5. «Στατιστικός Πίναξ της Επαρχίας Εφέσου (έδρα Μαγνησίας)», Ξενοφάνης 2 (1905), σελ. 426-427 και Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας. Φυσική σύστασις της χώρας, πολιτική γεωγραφία, φυσικός πλούτος (Αθήνα 1921), σελ. 326. Ο ίδιος συγγραφέας σε άλλο έργο του [Κοντογιάννης, Π., Η ελληνικότης των νομών Προύσης και Σμύρνης (Αθήνα 1919), σελ. 128] ανεβάζει τον πληθυσμό σε 3.000 κατοίκους.

6. Κοντογιάννης, Π., Η ελληνικότης των νομών Προύσης και Σμύρνης (Αθήνα 1919), σελ. 128.

7. Μαραβελάκης, Μ. – Βακαλόπουλος, Α., Αι προσφυγικαί εγκαταστάσεις εν τη περιοχή Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκη 1955), σελ. 247. Σύμφωνα με την Αναγνωστοπούλου, το χωριό ανήκε στο καϊμακαμλίκι Μαγνησίας (Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες. Από το μιλλέτ των Ρωμιών στο ελληνικό έθνος (Αθήνα 1997), πίνακες.

8. Ο Ν.Α. Παρίσης στο χρονογράφημά του «Η Τσομπανησία», Ξενοφάνης 4 (1906), σελ. 359 αναφέρει πως ενώ στα μητρώα του σχολείου οι εγγεγραμμένοι ήταν πολλοί, ωστόσο αυτοί που φοιτούσαν συστηματικά ήταν πολύ λιγότεροι, κάτι που έχει να κάνει με το γεγονός πως τα περισσότερα παιδιά τα κρατούσαν οι γονείς να τους βοηθούν στις αγροτικές εργασίες. Μάλιστα από Μάιο έως Οκτώβριο οι τάξεις σχεδόν άδειαζαν.

9. Τα στοιχεία αφορούν τις αρχές του 20ού αιώνα. Παρίσης, Ν.Α., «Η Τσομπανησία», Ξενοφάνης 4 (1906), σελ. 357, και Κοντογιάννης, Π., Η ελληνικότης των νομών Προύσης και Σμύρνης (Αθήνα 1919), σελ. 129.

10. Παρίσης, Ν.Α., «Η Τσομπανησία», Ξενοφάνης 4 (Αθήνα 1906), σελ. 359.

11. «Στατιστικός Πίναξ της Επαρχίας Εφέσου (έδρα Μαγνησίας)», Ξενοφάνης 2 (1905), σελ. 426-427.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>