Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Καλόλιμνος

Συγγραφή : Σταματόπουλος Δημήτριος (8/10/2001)

Για παραπομπή: Σταματόπουλος Δημήτριος , «Καλόλιμνος», 2001,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=12113>

Καλόλιμνος (5/8/2009 v.1) Kalolimnos (Imralı) - προς ανάθεση 
 

1. Ανθρωπογεωγραφία

Το χωριό Καλόλιμνος ήταν ο σημαντικότερος οικισμός του ομώνυμου νησιού, το οποίο βρισκόταν σε απόσταση 12 χλμ. από την ακτή της Προποντίδας, απέναντι ακριβώς από τις εκβολές του Ρυνδάκου ποταμού.

Το ελληνικό όνομα του οικισμού, όπως αναφερόταν και στα εκκλησιαστικά έγγραφα, ήταν Καλόλιμνος. Η ετυμολογία του ονόματος προέρχεται από τη γεωμορφολογία του οικισμού, του οποίου το λιμάνι ήταν τοποθετημένο σε απάνεμη θέση και μπορούσε να φιλοξενήσει σε περίπτωση κακοκαιρίας μέχρι και 30-40 καΐκια, αφού το «έπιανε» μόνο ο σιρόκος (νοτιοανατολικός άνεμος). Οι κάτοικοι του οικισμού ονομάζονταν και κρεμμυδάδες, επειδή παρήγαν πολλά κρεμμύδια. Το τουρκικό όνομα του οικισμού - και του νησιού- ήταν 'Ιμραλι και έτσι αναφερόταν στα οθωμανικά έγγραφα. Η ονομασία αυτή προερχόταν από το Emir Ali adası, δηλαδή το νησί του εμίρη Αλή.1 Αυτή είναι και η σημερινή του ονομασία (İmralı). Σήμερα βρίσκεται εκεί φυλακή υψίστης ασφαλείας του τουρκικού κράτους.

Το χωριό ήταν χτισμένο στη βόρεια παραλία του νησιού. Παλαιότερα όμως ο οικισμός βρισκόταν σε απόσταση μίας ώρας από την παραλία, τοποθεσία που οι κάτοικοι αποκαλούσαν Παναγία. Ο οικισμός ήταν χτισμένος στη θέση της αρχαίας Βεσβίκου. Σύμφωνα με τη μυθολογία (αναφέρουν σχετικά ο Πλίνιος ο Απολλόδωρος και ο Παχυμέρης), κατά τη Γιγαντομαχία οι Γίγαντες στη μάχη τους εναντίον των θεών έπαιρναν βράχους από την ακτή και τους έριχναν στη θάλασσα για να φράξουν το στόμιο του Ρυνδάκου, η Περσεφόνη όμως μετέτρεψε τους βράχους αυτούς σε νησί, το οποίο ονομάστηκε έτσι από τον Πελασγό Βέσβικο, έναν από τους πρώτους οικιστές του. Η Βέσβικος επί Βυζαντίου χρησίμευε ως τόπος αναψυχής και είχαν χτιστεί εκεί πολλά εξοχικά αρχόντων και επαύλεις. Πολλές φορές λεηλατήθηκε από διάφορους επιδρομείς και το 1308 κατακτήθηκε από τον Εμίρ Αλή, ο οποίος της έδωσε και το όνομά του.

Ο πληθυσμός της Καλολίμνου στις αρχές του 20ού αιώνα έφθανε τις 200-300 οικογένειες, περισσότερους δηλαδή από 1.000 κατοίκους, όλους ελληνορθόδοξους.2 Το χωριό κατοικήθηκε από εποίκους από την Κρήτη, τη Σάμο, τη Χίο, τη Σαντορίνη, τη Μάνη, την Ήπειρο, από άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας (Τρίγλια Απολλωνιάδας), ακόμα και από την περιοχή της Βάρνας. Την καταγωγή των κατοίκων τη μαρτυρούσαν τα επίθετα διάφορων κατοίκων, όπως Σαμιωτάκης, Σαντορινιός, Βαρνιώτης κ.ά. Το νησί αποικήθηκε από όλους αυτούς έπειτα από ένα διάστημα ερήμωσης. Στο διάστημα αυτό λειτουργούσαν εκεί μόνο μοναστήρια, με σημαντικότερο από όλα της Μεταμορφώσεως, το οποίο διέθετε παλαιό βυζαντινό ναό. Γλώσσα των κατοίκων ήταν η ελληνική.

Από την Καλόλιμνο κατάγεται ο ελληνοαμερικανός νεοελληνιστής Κίμων Φράιερ (Kimon Friar, 1911-1933), ποιητής και μεταφραστής Ελλήνων ποιητών στα αγγλικά.

2. Άλλα χωριά

Στα νότια του νησιού υπήρχαν περίπου 25 τσιφλίκια (αγροικίες) και ένα μικρό χωριουδάκι, σε απόσταση περίπου μίας ώρας από την Καλόλιμνο, με το όνομα Λένα. Το χωριό αυτό κατοικούνταν από 20 περίπου οικογένειες. Υπήρχε ακόμη ένα μικρό χωριό με το όνομα Ζιμπουρέλι, σε απόσταση 10 λεπτών από τη Λένα. Υπήρχαν επίσης και άλλα μεμονωμένα τσιφλίκια στην ύπαιθρο. Οι κάτοικοι αυτών των μικρών χωριών ή των μεμονωμένων τσιφλικιών δεν έμεναν διαρκώς εκεί, αλλά ένα μέρος του χρόνου το περνούσαν στην Καλόλιμνο (κυρίως κατά την περίοδο των μεγάλων εορτών, Πάσχα και Χριστουγέννων, αφού στα δύο μικρά χωριά δεν υπήρχαν ιερείς – και αυτό μολονότι στη Λένα τουλάχιστον υπήρχε παλαιά εκκλησία του αγίου Αθανασίου).

3. Διοικητική και εκκλησιαστική εξάρτηση – Θρησκεία – Εκπαίδευση

Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε για τις αρχές του 20ού αιώνα, η Καλόλιμνος αποτελούσε έδρα μουδουρλικίου, το οποίο με τη σειρά του ανήκε στο καϊμακαμλίκι των Μουδανιών, που υπαγόταν στο μουτεσαριφλίκι της Προύσας του ομώνυμου βιλαετίου. Η Καλόλιμνος ήταν και έδρα λιμεναρχείου. Ο μουδούρης βοηθούνταν στο έργο του από τέσσερις χωροφύλακες, ενώ στο χωριό επίσης έδρευε ένας τελώνης και ένας υπάλληλος υπεύθυνος για τη συλλογή των φόρων από την αγορά και πώληση ψαριών. H κοινότητα διοικούνταν από ένα μουχτάρη σε συνεργασία με 2-3 συμβούλους, τους αζάδες. Υπήρχε επίσης ενιαία επιτροπή που φρόντιζε για τη λειτουργία του σχολείου και της εκκλησίας.

Το χωριό ανήκε εκκλησιαστικά στη δικαιοδοσία της μητρόπολης Νικομηδείας. Στο χωριό υπήρχαν δύο εκκλησίες: η μία του αγίου Αθανασίου και η άλλη του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου. Η πρώτη λειτουργούσε τακτικά. Η εκκλησία θεμελιώθηκε από το 1900 αλλά χτίστηκε κατά την περίοδο 1913-1914, ενώ μέχρι το 1920 οι κάτοικοι συνέχισαν να τη βελτιώνουν. Ήταν πέτρινη με δίριχτη στέγη και χωρητικότητα περί τα 500 άτομα. Δεν είχε καμπαναριό: η καμπάνα ήταν κρεμασμένη σε δέντρο. Ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος ήταν η παλιά εκκλησία του χωριού, μικρότερη από τον άγιο Αθανάσιο, η οποία έπαψε να λειτουργεί τακτικά.

Στο νησί υπήρχαν πολλά μοναστήρια: το σημαντικότερο ήταν της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, ένα μοναστήρι βυζαντινό το οποίο βρισκόταν μέσα σε δάσος με πλατάνια, πεύκα και καραγάτσια. Είχε περί τα 10 δωμάτια, όπως και κτηματική περιουσία, την οποία στις αρχές του 20ού αιώνα την εκμεταλλευόταν (ενοικίαση) η κοινότητα της Καλολίμνου και με τα έσοδα πλήρωνε τους δασκάλους. Υπήρχαν επίσης δύο παρεκκλήσια: του αγίου Παντελεήμονα (μικρό μοναστήρι ουσιαστικά, το οποίο επίσης διέθετε κτηματική περιουσία) και της Παναγίας Κορυφινής. Η τελευταία ήταν χτισμένη σε κορυφή λόφου και γιόρταζε στις 8 Σεπτεμβρίου τη Γέννηση της Θεοτόκου.

Η μισή σχεδόν έκταση του νησιού ανήκε στα μοναστήρια και τα πολλά παρεκκλήσια του νησιού, από τις δωρεές και τα αφιερώματα των κατοίκων. Είχαν όμως περάσει προοδευτικά στον έλεγχο της κοινότητας που ενοικίαζε τα κτήματα για να στηρίζει την εκπαιδευτική δραστηριότητα. Τα έσοδα από την ετήσια ενοικίαση των κτημάτων της μονής της Μεταμορφώσεως έφθαναν τις 45 οθωμανικές λίρες.

Στο χωριό υπήρχε αρρεναγωγείο και νηπιοπαρθεναγωγείο, τα οποία συστεγάζονταν στο ίδιο διώροφο κτήριο, δίπλα στην εκκλησία του αγίου Αθανασίου.

4. Στοιχεία οικονομίας

Μολονότι παράλιο το χωριό, οι κάτοικοί του δεν ασχολούνταν συστηματικά με την αλιεία (εκτός από 5-10 οικογένειες), αφού δεν υπήρχε οργανωμένο δίκτυο μεταφοράς των ψαριών στις μεγάλες ψαραγορές της Πόλης κ.λπ. Οι ψαράδες πάντως της περιοχής χρησιμοποιούσαν δίχτυα και παραγάδια. Το κύριο εισόδημα των κατοίκων προερχόταν από την καλλιέργεια κρεμμυδιών. Επίσης παρήγαν λίγα σταφύλια, δημητριακά και ελιές: προϊόντα όμως που, όπως και τα αλιεύματα (αστακοί, στρείδια, χτένια, μπαρμπούνια, φαγκριά, συναγρίδες κ.ά.), χρησιμοποιούνταν σε μεγάλο βαθμό για να καλύψουν ίδιες ανάγκες των κατοίκων. Αντίθετα στο εμπόριο, εκτός από τα κρεμμύδια, προωθούσαν τα κουκούλια, αφού ασχολούνταν συστηματικά με τη σηροτροφία. Τα κρεμμύδια τα πουλούσαν στην αγορά της Κωνσταντινούπολης, ενώ τα κουκούλια στην Προύσα. Κύριο εμπορικό κέντρο, με το οποίο συναλλάσσονταν οι κάτοικοι, ήταν τα Μουδανιά και κατά δεύτερο λόγο η Κωνσταντινούπολη.

5. Εθνοτικές Εκκαθαρίσεις και εγκατάσταση στην Ελλάδα

Το χωριό εκκενώθηκε το 1915 λόγω των γεγονότων του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου. Οι κάτοικοι επέστρεψαν το 1918, για να το εγκαταλείψουν οριστικά το 1922. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή οικογένειες από το χωριό εγκαταστάθηκαν στα Νέα Μουδανιά, στην Ποτίδαια και στη Μικρή Βόλβη Χαλκιδικής, καθώς και στην Καβάλα, στη Φλώρινα, στον Πειραιά και στη Θεσσαλονίκη.

1. Patriarcat Oecumenique, Les atrocités Kémalistes dans les régions du Pont et dans le reste de l’Anatolie (Constaninople 1922), σελ. 263.

2. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Β 158. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1905 αναφέρεται σε 174 ελληνορθόδοξες οικογένειες, βλ. Ημερολόγιον των Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων του έτους 1906 (Κωνσταντινούπολη 1905), σελ. 138. Ο Καβαλιέρος-Μαρκουίζος δίνει τον αριθμό των 265 ελληνορθόδοξων οικογενειών, βλ. Καβαλιέρος-Μαρκουίζος, Θ., Από Κωνσταντινουπόλεως εις Νίκαιαν. Ταξειδιωτικαί εντυπώσεις εκ Βιθυνίας, μετ’ εικόνων (Κωνσταντινούπολη 1909), σελ. 153. Σύμφωνα με απογραφή, στα τέλη του 1920 το χωριό διέθετε 3.000 ελληνορθοδόξους, βλ.  Αδαμαντιάδης, Β.Φ., «Τα τελευταία έτη της ελληνικής κοινότητας Προύσης», Μικρασιατικά Χρονικά 4 (1948), σελ. 114. Τον ίδιο αριθμό αναφέρει και ο  Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας. Φυσική σύστασις της χώρας, πολιτική γεωγραφία, φυσικός πλούτος (Αθήνα 1921), σελ. 204-205. Ο αριθμός αυτός μάλλον πρέπει να θεωρηθεί υπερβολικός, αφού η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1922 παραδίδει 1.105 ελληνορθόδοξους κατοίκους, βλ. Patriarcat Oecumenique, Les atrocités Kémalistes dans les régions du Pont et dans le reste de l’Anatolie (Constaninople 1922), σελ. 263. Οι υπολογισμοί της Αναγνωστοπούλου δίνουν 800 κατοίκους, βλ. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι. - 1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες: από το μιλλέτ των Ρωμιών στο ελληνικό έθνος (Αθήνα 1997), πίνακες.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>