Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Κερμαστή

Συγγραφή : Σταματόπουλος Δημήτριος (8/10/2001)

Για παραπομπή: Σταματόπουλος Δημήτριος , «Κερμαστή», 2001,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=12127>

Κερμαστή (6/9/2010 v.1) Kırmasti - προς ανάθεση 
 

1. Ανθρωπογεωγραφία

Οικισμός στην κοιλάδα του Ρυνδάκου ποταμού (Kocaçay), ο οποίος τον χώριζε στα δύο. Τις δύο όχθες του Ρυνδάκου τις ένωνε στην Κερμαστή μία γέφυρα «155 βημάτων».1 Η Κερμαστή βρίσκεται πάνω στο δημόσιο δρόμο Πανόρμου-Μπαλούκεσερ-Σμύρνης, 62 χλμ. βορειοανατολικά του Μπαλούκεσερ, 58 χλμ. νοτιοδυτικά της Προύσας, 20 χλμ. νότια-νοτιοανατολικά του Μιχαλητσίου και 120 χλμ. νοτιοδυτικά της Νίκαιας. Η ελληνική ονομασία του οικισμού ήταν Κερμαστή και έτσι ήταν καταχωρημένη στα επίσημα εκκλησιαστικά έγγραφα. Αντίθετα, οι μουσουλμάνοι την αποκαλούσαν Κασαμπά (Kasaba = κωμόπολη, πόλη), στα επίσημα όμως οθωμανικά κρατικά έγγραφα αναφερόταν ως Kırmastı Kasabası. Στα 1925 ο οικισμός μετονομάστηκε σε Mustafekemalpaşa, το όνομα Kırmastı όμως επιζεί ακόμη. Βορειοδυτικά της Κερμαστής βρισκόταν η αρχαία Μιλητόπολις.

Ο συνολικός πληθυσμός της Κερμαστής στις αρχές του 20ού αιώνα δεν είναι εύκολο να υπολογιστεί. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, πρέπει να έφθανε ή και να ξεπερνούσε τους 5.000 κατοίκους. Ο υπολογισμός του Κοντογιάννη, σύμφωνα με τον οποίο οι 2.000 κάτοικοι ήταν ελληνορθόδοξοι (περί τις 150-180 οικογένειες), οι 2.500 μουσουλμάνοι και από τους υπόλοιπους αρκετοί ήταν Αρμένιοι και λίγοι Εβραίοι, μάλλον υποβαθμίζει τον αριθμό των μουσουλμάνων, όπως φαίνεται και από τις εκτιμήσεις των ελληνορθόδοξων προσφύγων από τον οικισμό.2 Κατά άλλες πηγές, ο πληθυσμός ήταν μεγαλύτερος και το ποσοστό των ελληνορθοδόξων μικρότερο.3 Πολλοί από τους ελληνορθοδόξους του πληθυσμού θεωρούνταν ντόπιοι, υπήρχαν όμως και έποικοι από την Πάνορμο, την Αρτάκη, την Απολλωνιάδα και τα Πιστικοχώρια, ενώ ανάμεσά τους περιλαμβάνονταν αρκετοί Ηπειρώτες. Στην πλειονότητά τους ήταν τουρκόφωνοι, εκτός από λίγες οικογένειες ελληνοφώνων, οι οποίες άρχισαν να έρχονται στην Κερμαστή μετά το 1876. Στο σχολείο οι μαθητές διδάσκονταν τα ελληνικά, ενώ και τα τραγούδια των κατοίκων ήταν ως επί το πλείστον ελληνικά.

2. Διοίκηση

Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε για τις αρχές του 20ού αιώνα, η Κερμαστή ήταν έδρα καϊμακαμλικιού, που ανήκε στο μουτεσαριφλίκι του Μπαλούκεσερ του βιλαετιού της Προύσας. Παρότι τυπικά υπαγόταν στο μουτεσαριφλίκι του Μπαλούκεσερ, οι κάτοικοί της απευθύνονταν για δικαστικές, διοικητικές και άλλες υποθέσεις στις αντίστοιχες αρχές της Προύσας. Στην Κερμαστή υπήρχαν πρωτοβάθμια δικαστήρια με πάρεδρο ένα χριστιανό. Αυτό ίσχυε τόσο στα ποινικά, όσο και στα αστικά δικαστήρια μετά το Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1878. Ο χριστιανός πάρεδρος (ο οποίος μπορούσε να είναι είτε ελληνορθόδοξος είτε Αρμένιος) λεγόταν αζάς (âza), δηλαδή σύμβουλος, θέση την οποία καταλάμβανε συνήθως κάποιος από τους πλουσιότερους προκρίτους της πόλης. Επίσης η ελληνορθόδοξη κοινότητα εξέλεγε από την τάξη των ευκατάστατων ελληνορθόδοξων προκρίτων και τον ελληνορθόδοξο μουχτάρη, ο οποίος μεταξύ άλλων ήταν εντεταλμένος για τη συλλογή φόρων από τους χριστιανούς και την απόδοσή τους στο οθωμανικό κράτος σε συνεργασία με τον αρμόδιο υπάλληλο (ταχσιλδάρη, tahsildar). Οι Αρμένιοι είχαν το δικό τους μουχτάρη, ενώ οι μουσουλμάνοι διέθεταν δύο. Αντίθετα, οι Εβραίοι υπάγονταν στους μουσουλμάνους μουχτάρηδες.

Στην Κερμαστή υπήρχε δήμος (belediye), το κτήριο του οποίου βρισκόταν στην ελληνορθόδοξη συνοικία. Ο δήμαρχος (belediye reisi) προερχόταν πάντα από το μουσουλμανικό στοιχείο και εκλεγόταν από το σύνολο των κατοίκων της κωμόπολης. Η δημαρχία φρόντιζε για την καθαριότητα και το φωτισμό των δρόμων και γενικότερα για τις συνθήκες υγιεινής. Επίσης ήταν επιφορτισμένη με το καθήκον του ελέγχου του βάρους των ψωμιών που έφτιαχναν οι αρτοποιοί. Η ελληνορθόδοξη κοινότητα αντιπροσωπευόταν στο δημοτικό συμβούλιο από το μουχτάρη.

Το διοικητήριο (η έδρα του καϊμακάμη) βρισκόταν στη συνοικία Καρσί Γιακά, απέναντι από την ελληνική συνοικία, από την άλλη πλευρά του Ρυνδάκου ποταμού. Στο ίδιο κτήριο στεγαζόταν το δικαστήριο και το αστυνομικό τμήμα (καρακόλι).

3. Εκκλησιαστική εξάρτηση – Θρησκεία – Εκπαίδευση

Η Κερμαστή υπαγόταν εκκλησιαστικά στη μητρόπολη Νικαίας. Η ελληνορθόδοξη κοινότητα είχε μία εκκλησία αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου. Είχε χωρητικότητα 200 ατόμων, ενώ το εσωτερικό της κοσμούσαν μόνο φορητές εικόνες και όχι αγιογραφίες. Στο χωριό υπήρχε επίσης αγίασμα της αγίας Παρασκευής.

Το μοναδικό σχολείο του χωριού κάηκε στις αρχές του 20ού αιώνα και ξαναχτίστηκε το 1912, με δωρεά της οικογένειας Ιωαννίδη. Ήταν μεικτό εξατάξιο και στεγαζόταν σε ένα διώροφο κτήριο. Η εκκλησιαστική επιτροπή, αρμόδια και για τη συντήρηση του σχολείου, επειδή δεν υπήρχε τρόπος να συντηρηθεί μόνο από τα δίδακτρα των μαθητών και από τα έσοδα της εκκλησίας, κατέφευγε στην αναζήτηση δωρεών, στις οποίες συμμετείχαν και οι κάτοικοι που δεν είχαν παιδιά στο σχολείο.

Οι μουσουλμάνοι από την πλευρά τους είχαν τρία τζαμιά, όπως και ένα μεγάλο σχολείο μέσης εκπαίδευσης. Οι Αρμένιοι επίσης διέθεταν τη δική τους εκκλησία.

4. Στοιχεία οικιστικής δομής

Η ελληνορθόδοξη συνοικία ήταν χτισμένη στην πλευρά του δρόμου Κερμαστής-Μιχαλητσίου. Η αρμενική, όπως και η μουσουλμανική συνοικία, βρισκόταν από την άλλη πλευρά του ποταμού Ρυνδάκου. Το κέντρο της κωμόπολης ήταν από την πλευρά της ελληνικής συνοικίας, ενώ τα περισσότερα καταστήματα βρίσκονταν γύρω από τη γέφυρα (καπηλειά, χασάπικα κ.ά.). Η ελληνορθόδοξη συνοικία, μαζί με την αρμενική, ήταν οι πλέον πυκνοκατοικημένες.

Όλοι οι δρόμοι της πόλης ήταν πλακόστρωτοι. Το μεγάλο παζάρι της πόλης γινόταν κάθε Πέμπτη, στην πλατεία Ταχίλ. Σε αυτό πωλούνταν δημητριακά, γαλακτοκομικά και άλλα προϊόντα.

Η ύδρευση των σπιτιών γινόταν από πηγάδια με τουλούμπες (= αντλίες). Κάθε σπίτι είχε και το πηγάδι του, υπήρχαν όμως και πολλές δημόσιες βρύσες. Τα σπίτια του οικισμού ήταν ξύλινα και συνήθως διώροφα, οι μουσουλμάνοι όμως είχαν συνήθως μονώροφα και ως επί το πλείστον πλίνθινα. Οι ελληνορθόδοξοι, όπως και οι Αρμένιοι, χρειάζονταν πολύ χώρο , επειδή ασχολούνταν με τη σηροτροφία. Μάλιστα πολλοί κάτοικοι, κατά την περίοδο εκτροφής των μεταξοσκωλήκων, άδειαζαν τα σπίτια τους και τα νοίκιαζαν για τον σκοπό αυτό.

Απέναντι από την εκκλησία υπήρχε ένα μεγάλο καφενείο που το αποκαλούσαν Αδελφάτο, στο εσωτερικό του οποίου υπήρχε σιντριβάνι με ωραίο κήπο. Το καφενείο ανήκε στην ελληνορθόδοξη κοινότητα και το επισκέπτονταν μόνο χριστιανοί.

5. Στοιχεία οικονομίας

Η πλειονότητα των ελληνορθοδόξων ασχολούνταν με το εμπόριο ή ήταν τεχνίτες και μικροεπαγγελματίες (ράφτες, τσαγκάρηδες κ.ά.). Μερικοί διέθεταν κτήματα σε διπλανά χωριά, το Γκιαούρκιοϊ (ή Αζαζλί, στο οποίο είχαν και τσιφλίκια οι μουσουλμάνοι) και το Κούμκιοϊ. Το παζάρι της Κερμαστής, στο οποίο υπήρχαν καταστήματα με ιδιοκτήτες μέλη όλων των εθνοθρησκευτικών ομάδων της πόλης, προμήθευε στους κατοίκους των γύρω χωριών όλων των ειδών τα προϊόντα. Οι έμποροι μετέφεραν υφάσματα, δέρματα και βιομηχανικά είδη από την Πάνορμο και την Κωνσταντινούπολη.

Όπως προαναφέραμε, οι ελληνορθόδοξοι και οι Αρμένιοι της πόλης ασχολούνταν κυρίως με τη σηροτροφία. Τα κουκούλια είτε πωλούνταν στην Κερμαστή είτε μεταφέρονταν προς πώληση στην Προύσα, προκειμένου να πετύχουν καλύτερες τιμές. Η πλειονότητα των μουσουλμάνων ήταν γεωργοί, ενώ λίγοι ασχολούνταν με το εμπόριο.

6. Εγκατάσταση στην Ελλάδα

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή οικογένειες από την Κερμαστή εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα.

1. Bλ. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας. Φυσική σύστασις της χώρας, πολιτική γεωγραφία, φυσικός πλούτος (Αθήνα 1921), σελ. 256.

2. Bλ. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας. Φυσική σύστασις της χώρας, πολιτική γεωγραφία, φυσικός πλούτος (Αθήνα 1921), σελ. 256. Ο Κοντογιάννης πάντως μάλλον υποβαθμίζει τον αριθμό των Τούρκων-μουσουλμάνων, αφού, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ελληνορθόδοξων κατοίκων της Κερμαστής, αυτοί πρέπει να ήταν ακόμα και πενταπλάσιοι (υπερβολική επίσης εκτίμηση) από τους ελληνορθοδόξους και τους Αρμένιους μαζί, βλ. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Β 40.  Οι Κλεώνυμος, Μ. – Παπαδόπουλος, Χ., Βιθυνικά, ή Επίτομος μονογραφία της Βιθυνίας και των πόλεων αυτής (Κωνσταντινούπολη 1867), σελ. 148, αναφέρουν ότι η Κρεμαστή αποτελούνταν στα μέσα του 19ου αιώνα από 100 οικίες ελληνορθοδόξων, 250 Οθωμανών και 60 Αρμενίων. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1905 αναφέρει απλώς ότι στη δημοτική σχολή της κωμόπολης φοιτούσαν 60 μαθητές, βλ. Ημερολόγιον των Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων του έτους 1906 (Κωνσταντινούπολη 1905), σελ. 145. Ο Καβαλιέρος-Μαρκουίζος, Θ., Από Κωνσταντινουπόλεως εις Νίκαιαν. Ταξειδιωτικαί εντυπώσεις εκ Βιθυνίας, μετ’ εικόνων (Κωνσταντινούπολη 1909), σελ. 163, δίνει τον αριθμό των 130 ελληνορθόδοξων οικογενειών. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1922 αναφέρει τον αριθμό των 1.200 ελληνορθόδοξων κατοίκων, βλ. Patriarcat Oecumenique, Les atrocités Kémalistes dans les régions du Pont et dans le reste de l'Anatolie (Constantinople 1922), σελ. 263.

3. Η Σία Αναγνωστοπούλου δίνει τους αριθμούς των 12.331 μουσουλμάνων, 716 ελληνορθόδοξων και 838 αρμενίων κατοίκων. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες: από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1997), πίνακες.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>