Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Τσάμτζα

Συγγραφή : Σταματόπουλος Δημήτριος (4/9/2001)

Για παραπομπή: Σταματόπουλος Δημήτριος , «Τσάμτζα», 2001,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=12179>

Τσάμτζα (20/9/2010 v.1) Çamuca - προς ανάθεση 
 

1. Ονομασία – Ανθρωπογεωγραφία

Χωριό στις παρυφές λόφου στην κοιλάδα του Νılüfer çayı, δεξιού παραποτάμου του Ρυνδάκου, 19 χλμ. ΒΑ του Μιχαλιτσίου, 48 χλμ. ΒΔ της Προύσας, 92 χλμ. ΒΑ του Μπαλούκεσερ και 127 χλμ. ΝΔ της Νικομήδειας. Τσάμ’τζα αποκαλούσαν το χωριό οι κάτοικοί του. Η ονομασία προέρχεται πιθανότατα είτε από τα πολλά πεύκα (τσάμια, από την τουρκική λέξη çam, η οποία σημαίνει πεύκο) που υπήρχαν στην περιοχή είτε, σύμφωνα με τοπική προφορική παράδοση, από ένα μεγάλο πεύκο το οποίο βρήκαν οι πρώτοι έποικοι, όταν εγκαταστάθηκαν εκεί. Οι Τούρκοι αποκαλούσαν το χωριό Τσάμουτζα, πιθανόν παραφθορά της προηγούμενης ονομασίας. Το όνομα του χωριού στα εκκλησιαστικά και στα οθωμανικά έγγραφα ήταν Τσάμλιτζα. Το Τσάμ’τζα λοιπόν προέρχεται μάλλον από συγκοπή της επίσημης ονομασίας. Η σημερινή του ονομασία παραμένει Τσάμλιτζα (Çamlica).

Στο χωριό πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή υπήρχαν περί τις 150 οικογένειες, δηλαδή περίπου 600 άτομα.1 Όλοι οι κάτοικοι ήταν ελληνορθόδοξοι. Το χωριό ιδρύθηκε από εποίκους που ήρθαν από την περιοχή των Αγράφων της Ευρυτανίας μάλλον στα τέλη του 18ου αιώνα. Οι πιθανοί λόγοι που οδήγησαν τους εποίκους στη μετανάστευση είναι είτε η συμμετοχή τους στα Ορλωφικά του 1770 είτε οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζαν είτε, τέλος, η πολιτική του Αλή πασά. Η προφορική παράδοση των κατοίκων αναφερόταν σε 12 οικογένειες που εγκαταστάθηκαν πρώτες στο χωριό (πιθανόν ο αριθμός έχει συμβολικό χαρακτήρα). Αργότερα εγκαταστάθηκαν και έποικοι από άλλα μέρη όπως η Ρούμελη, η Θεσσαλία (κυρίως χτίστες) αλλά και κάτοικοι από τα γύρω χωριά. Έποικοι επίσης από τα Άγραφα ίδρυσαν και τα γειτονικά χωριά Τσεσνεΐρι και Τσαμπάζι. Οι πρώτοι κάτοικοι μιλούσαν αποκλειστικά την ελληνική γλώσσα, αλλά οι μεταγενέστερες γενιές άρχισαν να εξοικειώνονται με τα τουρκικά.

Το χωριό είχε πολλούς μαχαλάδες, οι οποίοι έφεραν μάλλον τα ονόματα κάποιων από τις πρώτες οικογένειες που εγκαταστάθηκαν εκεί (π.χ. Τσαουσέικα, Γιαννακέικα, Χατζηγιαννέικα κ.ά.). Οι καταλήξεις των επιθέτων συνήθως έληγαν σε -άκης.

2. Διοικητική και εκκλησιαστική εξάρτηση – Θρησκεία – Εκπαίδευση

Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε για τις αρχές του 20ού αιώνα η Τσάμτζα ανήκε στο καϊμακαμλίκι Μιχαλιτσίου, που με τη σειρά του υπαγόταν στο μουτεσαριφλίκι του Μπαλούκεσερ του βιλαετίου της Προύσας. Το χωριό εκκλησιαστικά υπαγόταν στη μητρόπολη Νικομηδείας, στο τμήμα Απολλωνιάδος (υπήρχε έξαρχος της μητρόπολης, ο οποίος έδρευε στην Απολλωνιάδα).

Υπήρχε μία εκκλησία στο χωριό αφιερωμένη στον άγιο Γεώργιο, η οποία χτίστηκε περί το 1855. Επίσης κοντά στο χωριό υπήρχαν δύο αγιάσματα: το ένα του Αγίου Γεωργίου και το άλλο του Αγίου Ελισσαίου. Όποιον τον δάγκωνε λυσσασμένο σκυλί πήγαινε στο αγίασμα του Αγίου Ελισσαίου και έπαιρνε νερό, το οποίο χρησιμοποιούσε στο ζύμωμα του αλεύρου. Επίσης το χωριό διέθετε αρρεναγωγείο και παρθεναγωγείο, τα οποία στεγάζονταν στο ίδιο κτήριο. Μάλλον χτίστηκε κατά τη δεκαετία του 1860 (σύμφωνα με μια μαρτυρία, η οικοδόμηση ολοκληρώθηκε το 1870). Στη μέση του χωριού υπήρχε ένα παλαιό τζαμί διαστάσεων περίπου 100 τ.μ., το οποίο χρονολογούνταν πριν από την εγκατάσταση εκεί των εποίκων από τα Άγραφα.

3. Οικονομία – Εγκατάσταση

Οι βασικές εμπορικές συναλλαγές του οικισμού διεξάγονταν με το Μιχαλίτσι και την Κωνσταντινούπολη. Η σημαντικότερη παραγωγή του χωριού ήταν τα κρεμμύδια (εξ ου και το παρατσούκλι «κρεμμυδάδες», που είχε αποδοθεί από τους κατοίκους των γειτονικών χωριών). Σημαντική ήταν η σηροτροφία, η παραγωγή δημητριακών και κοκκαριού (αρπατζίκι).

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή οικογένειες από τον οικισμό εγκαταστάθηκαν στο Όξιλαρ και στο Πευκοχώρι Ξάνθης και κυρίως στα χωριά της περιφέρειας Νιγρίτας Σερρών (Τερπνή, Παλιότρος, Δημητρίτσι, Πατρίκι, Νικόκλεια κ.ά.).

1. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Β 86. Στις αρχές του 20ού αιώνα (1905), σύμφωνα με την επίσημη στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στο χωριό κατοικούσαν 102 ελληνορθόδοξες οικογένειες, βλ. Ημερολόγιον των Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων του έτους 1906 (Κωνσταντινούπολις 1905), σελ. 139. Παρόμοια στοιχεία (110 οικογένειες) δίνει και ο Καβαλιέρος-Μαρκουίζος, Θ., Από Κωνσταντινουπόλεως εις Νίκαιαν. Ταξειδιωτικαί εντυπώσεις εκ Βιθυνίας, μετ’ εικόνων (Κωνσταντινούπολις 1909), σελ. 154. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1922 δίνει τον αριθμό των 673 ελληνορθόδοξων κατοίκων, βλ. Patriarcat Oecumenique, Les atrocités kémalistes dans les régions du Pont et dans le reste de l’Anatolie (Constantinople 1922), σελ. 263.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>