Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Τσεσνεΐρι

Συγγραφή : Σταματόπουλος Δημήτριος (8/10/2001)

Για παραπομπή: Σταματόπουλος Δημήτριος , «Τσεσνεΐρι», 2001,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=12181>

Τσεσνεΐρι (2/9/2009 v.1) Çeşmıyır - προς ανάθεση 
 

1. Ονομασία – Ανθρωπογεωγραφία

Χωριό στις υπώρειες βουνού στην κοιλάδα του Νilüfer çayı, δεξιού παραποτάμου του Ρυνδάκου. Βρισκόταν 17 χλμ. βορειοανατολικά του Μιχαλητσίου, 92 χλμ. βορειοανατολικά του Μπαλούκεσερ, 49 χλμ. βορειοδυτικά της Προύσας και 129 χλμ. νοτιοδυτικά της Νικομήδειας. Η ονομασία του χωριού (για την ακρίβεια στους χάρτες αναφέρεται ως Çeşmiyır) ήταν κοινή τόσο για το μουσουλμανικό όσο και για το χριστιανικό στοιχείο. Η ετυμολογία του ονόματος παραμένει άγνωστη. Σήμερα ονομάζεται Çeşnigir.

Το χωριό πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή αριθμούσε περίπου 120 σπίτια.1 Όλοι οι κάτοικοι ήταν ελληνορθόδοξοι. Όπως και στην περίπτωση των χωριών της Τσάμλιτζας και του Τσαμπαζίου, το Τσεσνεΐρι ιδρύθηκε από εποίκους που ήρθαν από τη Στερεά Ελλάδα πιθανότατα στα τέλη του 18ου αιώνα. Το χωριό προτού εγκατασταθούν οι έποικοι ήταν τσιφλίκι, το οποίο το αγόρασαν από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη. Η προφορική παράδοση αναφέρει ότι οι πρώτες οικογένειες που το κατοίκησαν ήταν δεκατρείς τον αριθμό. Τα ονόματα κάποιων από αυτές πρέπει να διασώζονται στις ονομασίες των μαχαλάδων (Χλερέικα, στο ανατολικό τμήμα του χωριού, Παναγιωτέικα, στο δυτικό τμήμα, Στρατελέικα και Μπαλτέικα).

2. Διοικητική και εκκλησιαστική εξάρτηση – Θρησκεία – Εκπαίδευση

Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε για τις αρχές του 20ού αιώνα, το Τσεσνεΐρι ανήκε στο καϊμακαμλίκι του Μιχαλητσίου, το οποίο υπαγόταν με τη σειρά του στο μουτεσαριφλίκι του Μπαλούκεσερ του βιλαετιού της Προύσας. Το χωριό διοικούσε ένας μουχτάρης σε συνεργασία με δύο ή τρεις αζάδες, δηλαδή συμβούλους. Εκκλησιαστικά το Τσεσνεΐρι υπαγόταν στη μητρόπολη Νικομηδείας, στο τμήμα Απολλωνιάδας (υπήρχε έξαρχος της μητρόπολης, ο οποίος έδρευε στην Απολλωνιάδα).

Υπήρχε μία εκκλησία στο χωριό αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, η οποία πρέπει να χτίστηκε γύρω στο 1840. Επίσης υπήρχαν δύο αγιάσματα, το ένα αφιερωμένο στον άγιο Γεώργιο και το άλλο στην αγία Παρασκευή, τα οποία, μολονότι βρίσκονταν εγγύτερα στο χωριό Τσαμπαλί, ήταν χτισμένα σε κτήματα που ανήκαν στο Τσεσνεΐρι. Στο χωριό λειτουργούσε ένα σχολείο μεικτό. Κοντά σε αυτό οι κάτοικοι ανήγειραν το 1908 ένα κτήριο που το ονόμασαν Αδελφάτο και ήταν σε χρήση ως ξενώνας και καφενείο.

3. Οικονομία – Εγκατάσταση στην Ελλάδα

Η κύρια δραστηριότητα των κατοίκων ήταν η παραγωγή κρεμμυδιών. Το χωριό ήταν φημισμένο για τα κρεμμύδια του, όπως ακριβώς και η γειτονική Τσάμλιτζα. Επίσης οι κάτοικοι ασχολούνταν με τη σηροτροφία. Κατά τη διάρκεια των ετών 1915-1918 το Τσεσνεΐρι εκκενώθηκε, λόγω των γεγονότων του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Οι κάτοικοι εκτοπίστηκαν διά της βίας στο Μιχαλήτσι, από όπου επέστρεψαν το 1918, για να ξαναφύγουν οριστικά το 1922.

Μετά την Έξοδο οικογένειες από το χωριό εγκαταστάθηκαν στα χωριά της περιοχής Νιγρίτας Σερρών.

1. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Β 87. Στις αρχές του 20ού αιώνα (1905), σύμφωνα με την επίσημη στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στο Τσεσνεΐρι κατοικούσαν 86 ελληνορθόδοξες οικογένειες [βλ. Εθνικά Φιλανθρωπικά Καταστήματα Κωνσταντινουπόλεως, Ημερολόγιον του έτους 1906 (Κωνσταντινούπολη 1905), σελ. 139]. Παρόμοια στοιχεία (90 οικογένειες) δίνει και ο Καβαλιέρος-Μαρκουίζος, Θ., Από Κωνσταντινουπόλεως εις Νίκαιαν. Ταξειδιωτικαί εντυπώσεις εκ Βιθυνίας, μετ’ εικόνων (Κωνσταντινούπολη 1909), σελ. 154. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1922 δίνει τον αριθμό των 593 ελληνορθόδοξων κατοίκων, βλ. Patriarcat Oecumenique, Les atrocités kémalistes dans les régions du Pont et dans le reste de l’Anatolie (Constantinople 1922), σελ. 263.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>