Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Αλιεία στον Πόντο

Συγγραφή : Σαλβάνου Αιμιλία (26/11/2002)

Για παραπομπή: Σαλβάνου Αιμιλία, «Αλιεία στον Πόντο», 2002,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=3518>

Αλιεία στον Πόντο (14/11/2007 v.1) Fishing in the Pontus - δεν έχει ακόμη εκδοθεί 
 

1. Γενικά στοιχεία για την αλιεία στον Πόντο

Αν και μικρότερης οικονομικής σημασίας από την κτηνοτροφία και τη γεωργία, η αλιεία αποτελούσε και αυτή παραγωγική δραστηριότητα των κατοίκων των παραλίων του Πόντου, αλλά και του ορεινού Πόντου, όπου υπήρχαν ποτάμια, κατά τον 19ο και 20ό αιώνα, στο βαθμό τουλάχιστον που επιτρεπόταν από τα περιορισμένα μέσα διατήρησης του αλιεύματος και τα περιορισμένα –εξαιτίας των μη εξελιγμένων συγκοινωνιακών μέσων– εμπορικά μέσα της εποχής. Τα κυριότερα αλιεύματα του Πόντου ήταν το χαψί, ο οξύρρυγχος, η πέστροφα, ο κυπρίνος και τα δελφίνια. Ο οξύρυγχος αλιευόταν σε σημαντικές ποσότητες στις όχθες των ποταμών Kızıl Irmak, Yesil Irmak, Çarşamba. Από αυτόν παραγόταν το μαύρο χαβιάρι, που μόνο για την Πάφρα αναφέρεται ότι έφτανε τα 3.000-5.000 κιλά το χρόνο. Η πέστροφα και ο κυπρίνος αλιεύονταν κυρίως στα ποτάμια του ορεινού Πόντου, ενώ το δελφίνι αλιευόταν με πυροβολισμούς για το λάδι του, που χρησίμευε ως μαγειρικό και φωτιστικό. Το σημαντικότερο είδος αλιεύματος, όμως, και αυτό το οποίο συνειρμικά εννοείται όταν γίνεται λόγος για αλιεία στον Πόντο, ήταν το χαψί, το οποίο ακόμα και σήμερα αποτελεί σημαντική οικονομική πηγή της περιοχής.

Πρόκειται για ένα είδος μικρού ψαριού που μοιάζει με γαύρο, το οποίο αλιεύεται στον Εύξεινο Πόντο και τη Μαύρη Θάλασσα. Επειδή η ποσότητα του χαψιού ξεπερνούσε πολλές φορές τις ανάγκες της κατανάλωσης, γινόταν παστό για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του χειμώνα, ενώ τα περισσεύματα χρησιμοποιούνταν ως λιπάσματα για τα χωράφια εξαιτίας της ευτελούς τους τιμής. Η μεγάλη σημασία του χαψιού στην οικονομική ζωή των ελληνορθόδοξων του Πόντου καταφαίνεται και από την ένταξη της επεξεργασίας του στον κοινωνικό θεσμό της «αγαρτίας», της ανταποδοτικής δηλαδή προσφοράς εργασίας στα πλαίσια της κοινότητας.

2. Η ιδιαίτερη σημασία του χαψιού

Για τις λαϊκές τάξεις του παραθαλάσσιου Πόντου το χαψί αποτελούσε μαζί με το καλαμπόκι και τα φασόλια ένα από τα βασικότερα είδη διατροφής, γι’ αυτό και η εποχή της αλίευσής του μετατρεπόταν σε πανηγύρι για ολόκληρη την κοινότητα. Ενώ για τις ευπορότερες τάξεις η μεταφορά γινόταν με άλογα από την παραλία στο χωριό, για τις φτωχότερες τάξεις η μεταφορά γινόταν από τις γυναίκες. Οι παρέες των γυναικών περνούσαν από τους μαχαλάδες κάνοντας στάσεις για να ξεκουραστούν. Στα Σούρμενα υποχρεωτική στάση γινόταν στην πέτρινη γέφυρα στο Πεντέκ, όπου έτρωγαν και κάτι, και στη συνέχεια έφταναν στο χωριό γύρω στο σούρουπο, οπότε ετοιμάζονταν για το καθάρισμα των ψαριών, το κούλισμα. Σε κάθε κούλισμα μαζεύονταν αρκετές γειτόνισσες ύστερα από πρόσκληση της οικοδέσποινας.

Χαρακτηριστική περιγραφή του κουλίσματος δίνει ο Ντίνος Σουρμένης:1 «Άναβαν λοιπόν τη λάμπα, άναβαν και την παρακαμή, που εξαιρετικά κείνο το βράδυ ρίχνανε και χοντρά κουρία. Στήνανε στη μέση του σπιτιού ένα τραπέζι χαμηλό και στρογγυλό, και χύνανε πάνω τα χαψιά. Γύρω σ’ αυτό το τραπέζι εκάθοντο σταυροπόδι οι γυναίκες και τα κορίτσια έχοντας μπροστά τους ιδιαίτερα σκεύη για τα καθαρισμένα χαψιά, και για τα κεφάλια τους που κόβανε, για τα "κουλίδια". Και άρχιζε το "κούλισμα" με διάφορες κουβέντες για τα χαψιά, αν είναι μεγάλα, φρέσκα, παχειά, ποιος τους ειδοποίησε, πώς κατέβηκαν στο γιαλό, πώς αγοράσανε, από ποιον και πόσο, και τελευταία πώς ανεβήκανε και ποιους άλλους συναντήσανε. Κατόπιν αρχίζανε διάφορα εύθυμα ανέκδοτα και παραμύθια, που προκαλούσαν τα γέλοια όλων […] Σ’ όλο το διάστημα του "κουλίσματος" ένα από τα μικρότερα παιδιά του σπιτιού, που δεν έπαιρνε μέρος σ’ αυτή τη δουλειά, κουβαλούσε νερό σ’ όσες διψούσαν. […] Η πιο γεροντότερη του σπιτιού σηκωνότανε απ’ το "κούλισμα" νωρίτερα απ’ τις άλλες, διάλεγε τα πιο μεγάλα χαψιά, τάπλενε, ταλεύρωνε, ταλάτιζε και ταράδιαζε κυκλικά μέσα στο τηγάνι, κι αμέσως τάβαζε στη φωτιά της "παρακαμής" να τηγανιστούν. Σε λίγο τελείωνε το "κούλισμα" κι αφού πλενόντουσαν όλες, καθόντουσαν γύρω σ’ άλλο τραπέζι και τρώγανε. Αν το "κούλισμα" τελείωνε νωρίς, όλες πηγαίνανε στα σπίτια τους, αν όμως περνούσαν τα μεσάνυχτα, όπως συνέβαινε τις περισσότερες φορές, τότε στρώνανε και πάνω στο ταχταπός και κάτω στο ξεήρ και κοιμόντουσαν. Το πρωί τα χαψιά τα πλένανε και τ’ αλατίζανε, μερικά με λίγο αλάτι για την κοντινή χρήση και τα λέγανε "μελίπαστα", τα πιο πολλά δε με πολύ αλάτι για τη χρήση όλης της χρονιάς και τα λέγανε "βαρύπαστα". Αφού δε τ’ αλατίζανε, τα συσκευάζανε σε γκαζοτενεκέδες είτε σε βαρελάκια, τα σκεπάζανε καλά για να μη χαλάσουν και τα τοποθετούσανε στις αποθήκες τους».

3. Η «αγαρτία» και το χαψί: η κοινωνική εργασία και η ανταποδοτικότητα στις ελληνορθόδοξες κοινότητες του Πόντου

Χρησιμοποιώντας τη διαδικασία που ακολουθούσαν στον Πόντο για το καθάρισμα του χαψιού μπορούμε να επιχειρήσουμε την προσέγγιση του κοινωνικού θεσμού της «αγαρτίας», όπως αυτή διαμορφώθηκε στην περιοχή τουλάχιστον κατά το 19ο αιώνα. Για τον θεσμό υπάρχουν και άλλες μαρτυρίες, μπορεί μάλιστα να παραλληλιστεί με πρακτικές που ακολουθούνταν για πολλούς αιώνες νωρίτερα στην ευρύτερη περιοχή της Μ. Ασίας και των Βαλκανίων. «Αγαρτία, σαν θεσμός της αγροτικής ζωής, είναι η εργασία πολλών, που συγκροτούνται σε ομάδα και εργάζονται από κοινού χωρίς μισθό και για λογαριασμό κάθε μέλους της με τη σειρά με βάση την αρχή της "ανταποδοτικής εργασίας", όπου ο καθένας προσφέρει στους πολλούς τόσα ημεροκάμματα, όσα προσφέρουν σ’ αυτόν και εκείνοι. Η υποχρεωτική αυτή ανταπόδοση αποτελεί όρο αυτονόητο του εθίμου. Αν η συγκεκριμένη ανταπόδοση είναι, για διάφορους λόγους, δύσκολη ή αδύνατη, ο προς τούτο υπόχρεος προσφέρει άλλη υπηρεσία σ’ εκείνον από τον οποίο ωφελήθηκε, σε άλλον χρόνο και με άλλη ευκαιρία».2

Η αναλυτική απαρίθμηση των παραδειγμάτων στα οποία εφαρμοζόταν μια τέτοιου είδους πρακτική δεν πιστεύουμε πως έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού ούτε μη αναμενόμενη είναι η από κοινού αντιμετώπιση δυσκολιών πρακτικής φύσης σε εποχές που η ταχύτητα είχε σημασία για τη διάσωση της οικονομικής παραγωγής, ούτε ως χαρακτηριστική μιας μοναδικής κοινότητας μπορεί να αντιμετωπιστεί –άσχετα αν κάθε κοινότητα στην οποία εφαρμοζόταν το αντιμετώπιζε ως τέτοιο. Ωστόσο, η προσέγγιση της πρακτικής υπό το πρίσμα της ανθρωπολογικής θεωρίας για την ανταποδοτικότητα του δώρου θα παρουσίαζε ενδιαφέρον, αφού θα σκιαγραφούσε τις πρακτικές οικοδόμησης συνεκτικών δεσμών στα πλαίσια της κοινότητας. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, ο αποδέκτης ενός δώρου, προκειμένου να παραμείνει ενταγμένος στην κοινωνική του ομάδα, είναι υποχρεωμένος, από ηθικούς και συμβολικούς μηχανισμούς, να το ανταποδώσει είτε στον δωρητή είτε στην ευρύτερη ομάδα στην οποία αυτός εντάσσεται. Έτσι η ανταλλαγή «δώρου» παίρνει συμβολική μορφή και συντελεί στη στερέωση των σχέσεων στο εσωτερικό της ομάδας μέσω της διαμόρφωσης ενός πλέγματος κανονικών και συνεχών ανταλλαγών.3 Αν επεκτείνουμε την έννοια του «δώρου» από τα υλικά αντικείμενα σε πιο αφηρημένες έννοιες της ανταποδοτικότητας στην προσφορά εργασίας και εξυπηρετήσεων, είναι φανερό πώς ο θεσμός της αγαρτίας (στο χαψί, στα κοινοτικά έργα, στο φουντούκι και σε πλήθος άλλες δραστηριότητες) συνέβαλε στη διαμόρφωση συνεκτικών δεσμών στις κοινότητες του Πόντου.

1. Σουρμένης, Ντίνος, «Το κούλισμα», Ποντιακά Φύλλα 1 (1936), σελ. 22-23.

2. Ευσταθιάδης, Στ., «Η Αργατιά: ένας θεσμός στην αγροτική ζωή των Ποντίων», Αρχείον Πόντου 38 (1983), σελ. 182.

3. Βλ. το κλασικό έργο του Mauss, Marcel, Το δώρο. Μορφές και λειτουργίες της ανταλλαγής, μτφ. Άννα Σταματοπούλου-Παραδέλλη (Αθήνα 1999).

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>