Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Κιρκαγάτς

Συγγραφή : Πίγκου Ευαγγελία (2/10/2001)

Για παραπομπή: Πίγκου Ευαγγελία, «Κιρκαγάτς», 2001,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=4842>

Κιρκαγάτς (27/7/2009 v.1) Kırkağaç - δεν έχει ακόμη εκδοθεί 
 

1. Στοιχεία Ταυτότητας – Ιστορία

Το Κιρκαγάτς1 ήταν κωμόπολη με μεικτό πληθυσμό που βρισκόταν στο δημόσιο δρόμο Σόμα-Ακσάρ-Μαγνησίας και στη σιδηροδρομική γραμμή που ένωνε τη Μαγνησία με το Μπαλούκεσερ και την Πάνορμο. Είναι χτισμένη στους πρόποδες του Τήμνου (Çamlıca Dağ) και στην κοιλάδα παραπόταμου του Κάικου ποταμού (Bakır Çay). Βρίσκεται 58 χλμ. ΒΑ της Μαγνησίας και 88 χλμ. ΒΑ της Σμύρνης.

Δε διαθέτουμε έγκυρες πληροφορίες για την ίδρυση του Κιρκαγάτς. Κάποια παράδοση τοποθετεί την ίδρυσή του γύρω στο 16ο αιώνα από μια ομάδα χοτζάδων (μουσουλμάνων λογίων) που έκτισαν εκεί μεντρεσέ (ιεροδιδασκαλείο).2 Ο Chateaubriand3 κατά το ταξίδι του από το Παρίσι προς τα Ιεροσόλυμα στις 6 Οκτωβρίου 1806 πέρασε και από το Κιρκαγάτς. Έμεινε στην πόλη λιγότερο από μία μέρα. Εκφράστηκε ωστόσο με κολακευτικά λόγια για τους ανθρώπους της, τον πολιτισμό της και τα εξαίρετα προϊόντα της. Τη χαρακτηρίζει πλούσια και μεγάλη πόλη, πολυάνθρωπη, γνωστή σε όλη την Ανατολή για την καλή ποιότητα του βαμβακιού της. Ήταν, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, «από τις πόλεις που οι Τούρκοι ονομάζουν ιερές, προσαρτημένη στο μεγάλο τζαμί της Κωνσταντινούπολης. Οι πασάδες δεν είχαν το δικαίωμα να μπουν στην πόλη».4

Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Georges Radet, αρχαιολόγος και μέλος της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής, επισκέφθηκε την κωμόπολη στα πλαίσια περιοδείας του στη Μικρά Ασία. Αντέγραψε ελληνικές και λατινικές επιγραφές που βρίσκονταν εντοιχισμένες σε οικίες επιφανών ορθοδόξων και μουσουλμάνων και σε δημόσια κτήρια (εκκλησίες, κρήνες) του Κιρκαγάτς. Για μία μάλιστα ο Radet εικάζει πως προέρχεται από τα γειτονικά αρχαία Θυάτειρα (σημερινή πόλη Άκχισάρ, 25 χλμ. ΝΑ του Κιρκαγάτς).5

Οι ορθόδοξοι κάτοικοι του Κιρκαγάτς δεν εκδιώχθηκαν στο διωγμό του 1914 χάρη στις καλές σχέσεις που είχαν με τους μουσουλμάνους συμπολίτες τους, οι οποίοι και τους προφύλαξαν από τις εχθρικές διαθέσεις φανατικών μουσουλμάνων των γειτονικών οικισμών. Συγκεκριμένα, πρόσφυγες πληροφορητές παραδίδουν πως ο μουφτής τούς έσωσε στο διωγμό του 1914 καθώς «έδιωξε τους ξένους».6

Το Κιρκαγάτς είχε μεικτό πληθυσμό από ελληνόφωνους ορθοδόξους, τουρκόφωνους μουσουλμάνους, Αρμένιους και λίγους Εβραίους κατοίκους. Η καταγωγή των ορθόδοξων κατοίκων δεν είναι απολύτως εξακριβωμένη: σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, οι περισσότεροι βρίσκονταν εκεί από πολλές γενιές και μόνο ένα τμήμα των κατοίκων ήταν επήλυδες Μυτιληνιοί, που ήρθαν να εργαστούν στο Κιρκαγάτς μετά την πυρκαγιά που έπληξε τον οικισμό στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.7 Σύμφωνα βέβαια με άλλη άποψη, στην πλειοψηφία τους οι ορθόδοξοι ήταν από τη Λέσβο και δημιούργησαν τρόπον τινά στο Κιρκαγάτς μια «αποικία Λεσβίων».8 Ένας υπολογισμός του 1905, ωστόσο, μας δίνει τα ακόλουθα στοιχεία για τον πληθυσμό του Κιρκαγάτς:9 3.550 ορθόδοξοι, 10.600 μουσουλμάνοι και 850 άτομα που ανήκαν σε άλλα δόγματα. Οι ορθόδοξοι στις αρχές του 20ού αιώνα υπολογίζονται άλλοτε γύρω στους 3.500 ή και 2.50010 και άλλοτε περίπου 4.00011 ή 5.000.12 Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι, από την άλλη πλευρά, υπολογίζονται σε 16.00013 ή 15.000.14 Οι αριθμοί αυτοί πάλι ποικίλλουν ανάλογα με την πηγή.15

2. Κοινωνία – Οικονομία

Το Κιρκαγάτς ήταν έδρα ομώνυμου καϊμακαμλικιού. Υπαγόταν περαιτέρω στο μουτεσαριφλίκι Μαγνησίας και στο βιλαέτι του Αϊδινίου. Εκκλησιαστικά υπαγόταν στη μητρόπολη Εφέσου. Η ελληνική κοινότητα διοικούνταν από ορθόδοξο μουχτάρη, ο οποίος εκλεγόταν κάθε τέσσερα χρόνια με εκλογές που γίνονταν στα γραφεία της κοινότητας. Δικαίωμα ψήφου είχαν όσοι είχαν βεβαίωση από τον οικονομικό έφορο ότι πλήρωναν φόρο για έγγειο ή λοιπή περιουσία πάνω από 100 γρόσια. Στις εκλογές εκλέγονταν 4 δημογέροντες, 4 σχολικοί έφοροι, 4 εκκλησιαστικοί έφοροι και 4 έφοροι για το νοσοκομείο. Η δημογεροντία και η εκκλησιαστική επιτροπή διόριζαν τον μουχτάρη και η εκλογή του επικυρωνόταν από το δικαστήριο. Η εκκλησιαστική επιτροπή διαχειριζόταν και την περιουσία της εκκλησίας. Η κάθε πολιτική παράταξη είχε ενιαίο ψηφοδέλτιο για τους δημογέροντες, την εκκλησιαστική επιτροπή και τους εφόρους των σχολείων και του νοσοκομείου.

Το Κιρκαγάτς ήταν η εμπορικότερη κωμόπολη του μουτεσαριφλικιού της Μαγνησίας (Σαρουχάν). Το ορθόδοξο στοιχείο ήταν ιδιαίτερα δραστήριο οικονομικά. Οι ορθόδοξοι κάτοικοι ασχολούνταν με τη γεωργία, ενώ αρκετοί ήταν τεχνίτες και επαγγελματίες. Η κωμόπολη συντηρούσε αρκετά εργαστήρια και βιομηχανίες, όπως αλευρόμυλους, εκκοκιστήρια βαμβακιού και ελαιοτριβεία. Στις αρχές του 20ού αιώνα ασκούνταν επιπλέον η υφαντουργία, η επεξεργασία μεταξιού, υπήρχαν εργαστήρια ζαχαροπλαστικής, εργοστάσια κεραμοποιίας και πλινθοποιίας, επιπλοποιείο. Στο Κιρκαγάτς υπήρχε εργοστάσιο της ταπητουργικής βιομηχανικής εταιρείας “The Oriental Carpet Co”16 και μάλιστα υπήρχε και ιδιαίτερος τύπος ταπήτων γνωστός με την ονομασία «τάπητες Κιρκαγάτς».17

Μπροστά στην πόλη απλωνόταν εύφορη πεδιάδα, την οποία οι Κιρκαγατσλήδες εκμεταλλεύονταν εντατικά, κατά κύριο λόγο με την καλλιέργεια βαμβακιού, που ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα ήταν σημαντικό εξαγώγιμο προϊόν. Εκτός από το βαμβάκι υπήρχαν καλλιέργειες αμπελιών (για παραγωγή σταφίδας σουλτανίνας), ελαιόδεντρων, σιτηρών και οπωροκηπευτικών.18 Συναλλαγές εμπορικές διατηρούσε το Κιρκαγάτς με την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη. Στη Σμύρνη διοχέτευε τα γεωργικά προϊόντα (π.χ. πεπόνια),19 αλλά και από εκεί ψώνιζαν οι κάτοικοι κάθε εβδομάδα, αφού έπρεπε να τροφοδοτήσουν τα κοντινά χωριά που ψώνιζαν από το Κιρκαγάτς (π.χ. Μπακίρ, 3 χλμ. ΝΑ, Κέλεμπος, 16 χλμ. ΒΑ). Το κεντρικό παζάρι, με κάθε είδους εμπορεύματα –σιτηρά, ζώα, οπωροκηπευτικά– λάμβανε χώρα κάθε Πέμπτη με τη συμμετοχή πλήθους κόσμου από τα γειτονικά χωριά.

Τα περισσότερα σπίτια ήταν πέτρινα επιχρισμένα με σοβά, διώροφα ή, σπανιότερα, τριώροφα, με αυλές. Κοντά στους πρόποδες του βουνού βρισκόταν ο μουσουλμανικός μαχαλάς, στη συνέχεια ήταν η αγορά, μετά τα σπίτια των ορθόδοξων κατοίκων στην πεδιάδα και προς τα νοτιοανατολικά η αρμένικη συνοικία. Σε απόσταση 10 λεπτών προς τα ανατολικά έξω από την πόλη βρισκόταν ο σιδηροδρομικός σταθμός των γαλλικής ιδιοκτησίας σιδηροδρόμων που ένωναν τη Μαγνησία με το Μπαλούκεσερ και την Πάνορμο.

Η ενοριακή εκκλησία του Κιρκαγάτς ήταν αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Επρόκειτο για μεγάλη και καινούργια εκκλησία, αφού μετά την πυρκαγιά που έπληξε την πόλη ξανακτίστηκε και ολοκληρώθηκε περίπου στο 1910. Στο ενδιάμεσο διάστημα η λειτουργία τελούνταν στο ναό των Αγίων Αναργύρων, που βρισκόταν στον ίδιο αυλόγυρο με την ενοριακή εκκλησία. Επίσης, μέσα στο νοσοκομείο της κωμόπολης υπήρχε ένα ναΐδριο αφιερωμένο στον Άγιο Παντελεήμονα,20 από το οποίο πήρε το όνομά του και το νοσοκομείο.

Δίπλα στο νοσοκομείο, στον ίδιο αυλόγυρο με τις εκκλησίες, στεγάζονταν σε χωριστά κτήρια με μαρμάρινη επένδυση πλήρες δημοτικό εξατάξιο αρρεναγωγείο και παρθεναγωγείο, τα οποία συντηρούσε η ορθόδοξη κοινότητα. Κάθε μαθητής πλήρωνε μια εισφορά ανάλογα με την τάξη που πήγαινε και με τα οικονομικά της οικογένειάς του. Τα σχολικά βιβλία τα προμηθευόταν η εκκλησιαστική επιτροπή από τη Σμύρνη και οι μαθητές τα αγόραζαν, ενώ στους άπορους διανέμονταν δωρεάν. Στα 1905 υπήρχε εξατάξιο αρρεναγωγείο με 4 δασκάλους και 90 μαθητές, πεντατάξιο παρθεναγωγείο με 3 δασκάλες και 70 μαθήτριες και νηπιαγωγείο με 150 νήπια. Ο σχολικός προϋπολογισμός ανερχόταν στις 130 τουρκικές λίρες για το αρρεναγωγείο και 70 τουρκικές λίρες για το παρθεναγωγείο. Υπήρχαν επίσης και 8 παιδιά που φοιτούσαν σε ξένα σχολεία. Όσοι επιθυμούσαν ανώτερες σπουδές φοιτούσαν στη συνέχεια στα σχολεία της Σμύρνης.21 Το Κιρκαγάτς από τις 24 Ιουνίου 1920 ως τις 6 Αυγούστου 1922 ήταν υπό ελληνική κατοχή. Στη συνέχεια, μετά την αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων, οι ορθόδοξοι κάτοικοι εγκατέλειψαν την κωμόπολη. Οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στη Μυτιλήνη, στη Θεσσαλονίκη, στη Νέα Ιωνία Βόλου και σε άλλα μέρη του ελληνικού κράτους.

1. Στην τουρκική γλώσσα kırk σημαίνει σαράντα και ağaç δέντρο. Κιρκαγάτς ήταν -και παραμένει και σήμερα- το μοναδικό όνομα του οικισμού και χρησιμοποιούνταν τόσο από τους μουσουλμάνους όσο και από τους ορθόδοξους κατοίκους.

2. Μεϊμαρίδης, Π., Κιρκαγάτς (Θεσσαλονίκη 1973), σελ. 69-70.

3. Γάλλος ρομαντικός συγγραφέας και διπλωμάτης, από τους σημαντικότερους διανοούμενους της Γαλλίας του πρώτου μισού του 19ου αιώνα (1768-1848).

4. Chateaubriand, F.R. de, Itinéraire de Paris à Jérusalem 2 (Paris 1811), σελ. 39-46. Οι πληροφορίες του Chateaubriand υποδηλώνουν ότι ο οικισμός ήταν βακούφι του "μεγάλου τζαμιού" της Κωνσταντινούπολης (ίσως η Αγία Σοφία;), υπό την έννοια ότι τα φορολογικά εισοδήματα από το Κιρκαγάτς προορίζονταν για τη χρηματοδότηση των λειτουργιών και υπηρεσιών που παρείχε το τέμενος. Το καθεστώς αυτό συνοδεύοταν από μια "προνομιακή" μεταχείριση των κατοίκων των αφιερωμένων οικισμών σε ζητήματα φορολόγησης και διοίκησης, πράγμα που αντικατοπτρίζεται στην πληροφορία του συγγραφέα για την "απαγόρευση εισόδου" στους πασάδες.

5. Για τις επιγραφές που εντοπίστηκαν στο Κιρκαγάτς βλ. Radet, G., “Inscriptions de Lydie”, BCH 11 (1887), σελ. 478-482.

6. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, Φάκ. Λδ 14, Κίρκαγατς. Μάλλον υπονοούνται μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τα Βαλκάνια, οι οποίοι λόγω των διάξεων που υπέστησαν είχαν εχθρικές διαθέσεις έναντι των ελληνορθοδόξων.

7. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, Φάκ. Λδ 14, Κίρκαγατς. Η φωτιά προξένησε καταστροφές σημαντικής έκτασης. Εκδηλώθηκε αρχικά στο μουσουλμανικό μαχαλά και από εκεί απλώθηκε στην αγορά και μετά στο χριστιανικό μαχαλά.

8. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες. Από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1997), πίνακες.

9. «Στατιστικός Πίναξ της Επαρχίας Εφέσου (έδρα Μαγνησίας)», Ξενοφάνης 2 (Αθήνα 1905), σελ. 428-429.

10. Μεϊμαρίδης, Π., Κιρκαγάτς (Θεσσαλονίκη 1973), σελ. 69.

11. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 327.

12. «Κιρκαγάτς», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Πυρσός» 14 (Αθήνα 1930), σελ. 453.

13. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 327.

14. «Κιρκαγάτς», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Πυρσός» 14 (Αθήνα 1930), σελ. 453.

15. Στην Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες. Από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1997), πίνακες, ο οικισμός εμφανίζεται να έχει 18.000 μουσουλμάνους και 2.000 ορθόδοξους. Η κίνηση των ορθοδόξων στο Κιρκαγάτς εικονίζεται ως εξής : 25 ρωμέικες οικογένειες στα τέλη του 18ου αιώνα, 100 οικογένειες μεταξύ 1830-1840 και 300 οικογένειες στα 1870. Από τα τέλη του 19ου αιώνα ο πληθυσμός ήταν σταθερός με σταδιακή μείωση. Προφορική πάλι μαρτυρία μιλά για 16.000 ή 14.000 κατοίκους συνολικά. Από αυτούς 3.500 ήταν ορθόδοξοι, 500 ή 600 άτομα ήταν Αρμένιοι και οι υπόλοιποι μουσουλμάνοι. Υπήρχε επίσης μικρός αριθμός Εβραίων. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, Φάκ. Λδ 14, Κίρκαγατς.

16. Η εταιρεία “The Oriental Carpet Co” είχε έδρα στη Σμύρνη και εργοστάσια σε αρκετές πόλεις της δυτικής Μικράς Ασίας. Στο εργοστάσιο του Κιρκαγάτς εργάζονταν περισσότερες από διακόσιες γυναίκες. Πολύ λιγότεροι άνδρες δούλευαν στο βαφείο και διόρθωναν τις «κρεβατές» (= αργαλειοί).

17. Σολδάτος, Χρ., Ο οικονομικός βίος των Ελλήνων της Δυτικής Μικράς Ασίας (Ιωνίας, Αιολίδας, Μυσίας, Βιθυνίας, Λυδίας και Καρίας) 1880-1922 (Αθήνα 1994), σελ. 177.

18. Βλ. παράθεμα "Τα πεπόνια του Κιρκαγάτς".

19. Αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών ήταν επίσης το «άσπρο μέλι», που έβγαινε από τα άνθη του βαμβακιού, και το ριζάρι (φυτό που καλλιεργούνταν στην κοιλάδα του Κάικου ποταμού και από τη ρίζα του παραγόταν είδος βαφής).

20. Βλ. παράθεμα "Άγιος Παντελεήμονας".

21. «Στατιστικός Πίναξ της Επαρχίας Εφέσου (έδρα Μαγνησίας)», Ξενοφάνης 2 (Αθήνα  1905), σελ. 428-429.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>