Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Μουραντιέ

Συγγραφή : Πίγκου Ευαγγελία (24/9/2001)

Για παραπομπή: Πίγκου Ευαγγελία, «Μουραντιέ», 2001,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=12037>

Μουραντιέ (1/9/2009 v.1) Muradiye - δεν έχει ακόμη εκδοθεί 
 

1. Στοιχεία Ταυτότητας – Ιστορία

Το χωριό Μουραντιέ ή Χαμιντιέ (σημ. Muradiye) βρισκόταν στην κοιλάδα του Έρμου ποταμού (Gediz) και πάνω στη σιδηροδρομική και οδική σύνδεση Σμύρνης-Μαγνησίας. Απείχε 31 χλμ. ΒΑ της Σμύρνης και 10 χλμ. ΒΔ της Μαγνησίας.

Και οι δύο προαναφερόμενες ονομασίες του οικισμού προέρχονται από ονόματα σουλτάνων. Οι μουσουλμάνοι αποκαλούσαν αρχικά το χωριό Γκιαούρκιοϊ, επειδή είχε μόνο χριστιανούς κατοίκους.1 Λέγεται επίσης πως ο μητροπολίτης Εφέσου Αγαθάγγελος ζήτησε από το σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίντ να αλλάξει την προσβλητική ονομασία Γκιαούρκιοϊ. Ο σουλτάνος επέτρεψε να ονομασθεί τιμητικά από το όνομά του Χαμιντιέ ανταμείβοντας έτσι το μητροπολίτη για την οργάνωση εθελοντικών σωμάτων Χριστιανών στο ρωσο-οθωμανικό πόλεμο του 1877-1878.2 Μετά την εκθρόνιση του Αμπντούλ Χαμίντ μετονομάστηκε σε Μουραντιέ.

Το χωριό απαντά από το 16ο αι. ως Kafirboz Köy, μεικτό με χριστιανικό και μουσουλμανικό πληθυσμό. Σε κατάστιχο του 1575 εμφανίζεται να έχει 14 μουσουλμανικά νοικοκυριά με 10 άγαμους και 27 χριστιανικά νοικοκυριά με 3 άγαμους.3 Ήταν βακούφι του τεμένους Muradiye της Μαγνησίας (χτίστηκε ανάμεσα στα έτη 1613-1616 από το σουλτάνο Μουράτ Γ΄). Προηγουμένως ήταν τιμάριο. Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αι. ωστόσο ήταν κατεξοχήν ορθόδοξο ως προς τον πληθυσμό χωριό, με τουρκόφωνους κατοίκους. Πιθανόν είναι εξάλλου να εγκαταστάθηκε στο χωριό ορθόδοξος πληθυσμός στα πλαίσια των μεταναστεύσεων Πελοποννησίων προς τη Δ. Μικρά Ασία στα τέλη του 18ου αι. και στις αρχές του 19ουαιώνα, χάρη στις πρωτοβουλίες της οικογένειας Καραοσμάνογλου.4 Σε μια τέτοια περίπτωση θα μπορούσε να δεχθεί κανείς ότι οι ελληνόφωνοι έποικοι αφομοιώθηκαν γλωσσικά από το γηγενή πληθυσμό. Πάντως σύμφωνα με τις μαρτυρίες των προσφύγων, οι περισσότεροι ορθόδοξοι κάτοικοι κατάγονταν από τη Μαγνησία.5 Γύρω στα 1875 είχε κατά μία πληροφορία «πλέον των τριακοσίων οικογενειών»,6 ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα είχε κατά μία άποψη 7.000-8.000 κατοίκους7 και σύμφωνα με άλλη, πιο μετριοπαθή εκτίμηση, 5.000 8. Η στατιστική του 1905 αναφέρει 4.000 κατοίκους.9

Διοικητικά υπαγόταν στο καϊμακαμλίκι της Μαγνησίας,10 στο μουτεσαριφλίκι της Μαγνησίας και στο βιλαέτι του Αϊδινίου. Πληροφορίες για την ύπαρξη μουδουρλικίου δεν υπάρχουν. Στο χωριό υπήρχε αστυνομικό τμήμα. Εκκλησιαστικά ανήκε στη δικαιοδοσία της μητρόπολης Εφέσου.

Μετά το 1922 τετρακόσιες περίπου οικογένειες εγκαταστάθηκαν στη Νέα Μαγνησία Θεσσαλονίκης, ενώ οι υπόλοιποι σκόρπισαν σε διάφορα σημεία της Ελλάδας, στη Νέα Ιωνία Βόλου, στον Πόρο, σε συνοικισμούς της Αθήνας και του Πειραιά και στην Κρήτη.

2. Κοινωνία – Οικονομία

Το χωριό απλωνόταν σε δασώδη χαμηλή κοιλάδα και χωριζόταν στα δύο από παραπόταμο του Έρμου. Για το 16ο αι. γνωρίζουμε ότι οι Χριστιανοί κάτοικοί του πλήρωναν αυτή τη χρονική περίοδο κεφαλικό φόρο που ανερχόταν σε 20 με 25 άσπρα.11 Ήταν γεωργοί και παρήγαν σιτάρι, κριθάρι, σουσάμι και κηπευτικά. Ήταν επίσης ιδιοκτήτες αμπελιών καθώς και τριών μύλων. Αλευρόμυλος υπήρχε μέσα στο χωριό, ενώ έξω από το χωριό υπήρχαν τρεις ακόμη μύλοι, ιδιοκτησία μουσουλμάνων μυλωνάδων. Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αι. οι κάτοικοι – αμιγώς ορθόδοξοι πλέον – ήταν ιδιοκτήτες γης και ασχολούνταν με την καλλιέργειά της παράγοντας βαμβάκι, καπνά, όπιο, σουσάμι, σιτηρά και σταφίδα και λιγότερο με την κτηνοτροφία (βοοειδή και αιγοπρόβατα). Επιπλέον οι κάτοικοι συνέλεγαν τη γλυκόρριζα που φύτρωνε στα κτήματα γύρω από τον Έρμο. Τους θερινούς μήνες δούλευαν στα κτήματα του χωριού αρκετοί ξένοι εργάτες. Τμήμα της αγροτικής τους παραγωγής το απορροφούσε η αγορά της Σμύρνης, ενώ τις περισσότερες οικονομικές συναλλαγές είχε το χωριό με την πόλη της Μαγνησίας.

Μέσα στο χωριό υπήρχε η εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Ήταν μονόχωρη με τρούλο και ξυλόγλυπτο τέμπλο. Εγκαινιάστηκε το 1856 και λεγόταν πως είχε χτιστεί πάνω στα ερείπια αρχαίας εκκλησίας.12 Έξω από το χωριό κοντά στις όχθες του Έρμου βρισκόταν ο Άγιος Γεώργιος. Σύμφωνα με μία πληροφορία η εκκλησία αυτή είχε χτιστεί στα ερείπια παλιού μοναστηριού ιδρυμένου από το βυζαντινό αυτοκράτορα Ιωάννη Δούκα Βατάτζη.13 Είχε περιτειχισμένη αυλή, που περιέκλειε το σχολείο και τα κελιά για τα γραφεία της εκκλησίας, τις κατοικίες των δασκάλων και των ιερέων και χώρους, όπου φιλοξενούνταν οι ξένοι εργάτες που δούλευαν στο χωριό. Δίπλα στην είσοδο του ναού υπήρχε αγίασμα, στον τύπο του παρεκκλησίου.

Το χωριό είχε σχολείο αρρένων, θηλέων και νηπιαγωγείο. Στα 1905 το σχολείο αρρένων ήταν πεντατάξιο με τρεις δασκάλους και εκατό μαθητές και το παρθεναγωγείο τριτάξιο με μία δασκάλα και 35 μαθήτριες. Ο προϋπολογισμός τους ήταν αντίστοιχα 160 και 25 τούρκικες λίρες.14 Οι κάτοικοι του χωριού με τους εράνους της εκκλησίας – ο σημαντικότερος λάμβανε χώρα το μεσημέρι της Κυριακής του Πάσχα, στη Δεύτερη Ανάσταση – συντηρούσαν την εκκλησία και τα σχολεία.

3. Λαϊκή Θρησκευτικότητα

Στη γιορτή της αγίας Βαρβάρας (4 Δεκεμβρίου) μαζεύονταν στις γειτονιές οι γυναίκες από το πρωί και έβραζαν σε καζάνια σιτάρι, διάφορα όσπρια, σταφίδα, ρόδι, λίγη κανέλα με ζάχαρη και κατόπιν το παρασκεύασμα το μοίραζαν στο υπόλοιπο χωριό. Το ονόμαζαν "χασίλασι" (οι ελληνόφωνοι "βάρβαρα"). Πίστευαν πως έτσι η αγία Βαρβάρα φύλαγε τα παιδιά από την ευλογιά.

1. Στην τούρκ. γλώσσα gavur=άπιστος, köy=χωριό. Και στο χάρτη του Κίπερτ (Kiepert, R., Karte von Kleinasien, Berlin 1908) εμφανίζεται το χωριό ως Γκιαούρκιοϊ και ταυτίζεται μάλιστα με το αρχαίο τοπωνύμιο "HORMOETA".

2. Λουκά, Σ., Μαγνησία. Χορόσκιοϊ-Μουραντιέ. Ιστορικά Χρονικά (Νέα Σμύρνη 1960), σελ. 44.

3. Emecen, F., XVI. Asırda Manisa Kazası (Ankara 1989), σελ. 180.

4. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι. –1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες. Από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1997), σελ. 198, 243.

5. Υπάρχει και η μαρτυρία πως οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού ήταν "Μάγνητες" – οι λεγόμενοι Καλελήδες – που εκδιώχτηκαν από τους Τούρκους, όταν αυτοί κατέλαβαν το βυζαντινό κάστρο του Σιπύλου. Βλ. Λουκά, Σ., Μαγνησία. Χορόσκιοϊ-Μουραντιέ. Ιστορικά Χρονικά (Νέα Σμύρνη 1960), σελ. 44-45.

6. Δασκαλάκης, Χ., «Τα χωρία της Μαγνησίας», Όμηρος 3 (1875), σελ. 50-52.

7. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Α 25.

8. Λουκά, Σ., Μαγνησία. Χορόσκιοϊ-Μουραντιέ. Ιστορικά Χρονικά. (Νέα Σμύρνη 1960), σελ. 45.

9. "Στατιστικός Πίναξ της Επαρχίας Εφέσου (έδρα Μαγνησίας)", Ξενοφάνης 2 (Αθήνα 1905), σελ. 426-427· Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Α 25.

10. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι. –1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες. Από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1997), πίνακες. Κατά τους πληροφορητές πρόσφυγες όμως το χωριό δεν υπαγόταν σε καϊμακαμλίκι.

11. Emecen, F., XVI. Asırda Manisa Kazası (Ankara 1989), σελ. 180.

12. Λουκά, Σ., Μαγνησία. Χορόσκιοϊ-Μουραντιέ. Ιστορικά Χρονικά (Νέα Σμύρνη 1960), σελ. 44.

13. Γι' αυτό και λέγεται πως κατά την ελληνική κατοχή οι κάτοικοι ήθελαν να ονομάσουν το χωριό τους "Βατάτσι". Βλ. Λουκά, Σ., Μαγνησία. Χορόσκιοϊ-Μουραντιέ. Ιστορικά Χρονικά (Νέα Σμύρνη 1960), σελ. 44.

14. "Στατιστικός Πίναξ της Επαρχίας Εφέσου (έδρα Μαγνησίας)", Ξενοφάνης 2 (Αθήνα 1905), σελ. 426-427.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>