Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Σαγαλασσός (Αρχαιότητα)

Συγγραφή : Πατσιάδου Λίλα (3/6/2005)

Για παραπομπή: Πατσιάδου Λίλα , «Σαγαλασσός (Αρχαιότητα)», 2005,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=12562>

Sagalassos (Antiquity) (23/1/2006 v.1) Σαγαλασσός (Αρχαιότητα) (24/11/2008 v.2) 
 

1. Θέση

Η Σαγαλασσός βρίσκεται στη νοτιοδυτική Τουρκία, 7 χλμ. βόρεια από τη σύγχρονη πόλη Aĝlasun στην επαρχία Burdur, σε απόσταση 110 περίπου χλμ. από το λιμάνι της Αττάλειας. Η αρχαία πόλη ανήκε διοικητικά στην Πισιδία, την ορεινή γεωγραφική οντότητα που καταλάμβανε το δυτικό τμήμα της οροσειράς του Ταύρου.1 Εκτός από τους επιβλητικούς ορεινούς όγκους, καθοριστικά στοιχεία στη γεωμορφολογία της περιοχής αποτελούν οι λίμνες Burdur, Eğridir και Beyşehir,2 καθώς και οι ποταμοί Κέστρος, Μέλας και Ευρυμέδων.

2. Στρατηγική σημασία και φυσικοί πόροι

Η Σαγαλασσός ήταν μία από τις σημαντικότερες πόλεις της αρχαίας Πισιδίας. Η τεράστια ανάπτυξη που γνώρισε στην Αρχαιότητα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ορεινή της θέση, που ήταν φύσει οχυρή, και στους άφθονους φυσικούς της πόρους. Η πόλη ήταν χτισμένη σε μία σειρά από φυσικά άνδηρα με νότιο προσανατολισμό, σε υψόμετρο μεταξύ 1.490 και 1.600 μέτρων, στις νότιες πλαγιές του όρους Aĝlasun. Στα βόρεια δέσποζε ο επιβλητικός ασβεστολιθικός όγκος μιας οροσειράς που εκτεινόταν μέχρι τις απρόσιτες κορυφές του όρους Akdağ (με υψόμετρο 2.271 μ.). Στα νότια απλώνονταν οι καταπράσινες εύφορες κοιλάδες, που περιβάλλουν και σήμερα τα περίχωρα του Aĝlasun. Η πρόσβαση από βορρά ήταν σχεδόν αδύνατη, ενώ δύσβατος ήταν και ο δρόμος που οδηγούσε στην πόλη από τα νότια. Οι οχυρώσεις που κατασκευάστηκαν στους Ελληνιστικούς χρόνους ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο την άμυνα, καθιστώντας τη Σαγαλασσό σχεδόν απόρθητη. Η υδροδότηση γινόταν από τις άφθονες πηγές της περιοχής,3 οι οποίες όχι μόνο επαρκούσαν για να καλύψουν τις ανάγκες του μεγάλου πληθυσμού της Σαγαλασσού και της χώρας της, αλλά δημιουργούσαν και απόθεμα.4 Ο σπάνιος συνδυασμός της ορεινής θέσης με την επάρκεια σε νερό έδινε στην πόλη σαφή υπεροχή έναντι των υπόλοιπων πισιδικών πόλεων. Η χώρα της Σαγαλασσού ήταν ιδιαίτερα εκτεταμένη και διέθετε πλούσια ασβεστολιθικά πετρώματα, τα οποία εξορύσσονταν σε εντατικούς ρυθμούς. Ο ασβεστόλιθος ήταν η πρώτη ύλη για τις περίφημες σαρκοφάγους που κατασκευάζονταν στα τοπικά εργαστήρια κατά τους Αυτοκρατορικούς χρόνους.5

Στην Αρχαιότητα η πόλη περιβαλλόταν από δάση με κέδρους, πεύκα και βελανιδιές.6 Επιπλέον, η Σαγαλασσός διέθετε γόνιμα εδάφη, τα οποία καλλιεργούνταν εντατικά. Ένα από τα κύρια αγροτικά προϊόντα ήταν το καλαμπόκι· οι σοδειές μάλιστα ήταν τόσο πλούσιες, ώστε στα τέλη του 2ου αιώνα έδιναν απόθεμα, το οποίο διοχετευόταν στο συριακό σύνορο για τη σίτιση των λεγεώνων που στάθμευαν εκεί.7 Η χώρα της Σαγαλασσού περιλάμβανε και εκτεταμένα βοσκοτόπια, κοντά στις νότιες όχθες της λίμνης Burdur, στα οποία οφείλεται η μεγάλη ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Τέλος, σημαντικότατος πόρος για την οικονομία ήταν η περίφημη τοπική κεραμική με το χαρακτηριστικό ερυθρό επίχρισμα, η οποία αποτελούσε εξαγώγιμο προϊόν με μεγάλη ζήτηση στις αγορές του Βορρά και της Δύσης.8

3. Iστορική επισκόπηση

Ένα από τα παράδοξα των αρχαιολογικών ερευνών στη Σαγαλασσό είναι η απουσία ευρημάτων από τη Μέση και την Ύστερη εποχή του Χαλκού.9 Παρ’ όλ’ αυτά, η ύπαρξη ανθρώπινης παρουσίας στην Πισιδία στα χρόνια αυτά θεωρείται βέβαιη, καθώς πιστοποιείται και σε χεττιτικές πηγές.10 Στους Κλασικούς χρόνους η περιοχή κατοικούνταν από διαφορετικές φυλές που περιλάμβαναν τους Μιλυαδείς, τους Πισιδείς και τους Σολύμους, με κυρίαρχους τους δεύτερους, οι οποίοι ήταν διαβόητοι για τον πολεμοχαρή τους χαρακτήρα.

Η Σαγαλασσός βγήκε ιστορικά από την αφάνεια μόλις το έτος 334 π.Χ.,11 όταν καταλήφθηκε από τον Αλέξανδρο.12 Οι κάτοικοι πρόβαλαν ισχυρή αντίσταση υποστηριζόμενοι και από ένα μικρό σώμα Τερμησσέων, αλλά δεν κατόρθωσαν να αποκρούσουν τα μακεδονικά στρατεύματα.13 Ο Αρριανός, που διασώζει αναλυτικά τα γεγονότα, περιγράφει τη Σαγαλασσό ως πόλη αρκετά ισχυρή, ενώ σημειώνει πως οι κάτοικοί της ήταν οι πλέον πολεμοχαρείς σε σύγκριση με τους γείτονές τους.14 Η αντίσταση επικεντρώθηκε στον κωνικό λόφο που δεσπόζει στη νότια είσοδο της πόλης, ο οποίος στη συνέχεια απέκτησε την εύγλωττη ονομασία «λόφος του Αλεξάνδρου».15 Αξίζει να σημειωθεί ότι σε πολύ μεταγενέστερη εποχή η κοινή γνώμη προσέδωσε θετική χροιά στη νίκη του Αλεξάνδρου, θεωρώντας τη αφετηρία μιας νέας εποχής.16

Μετά το θάνατο του Μακεδόνα βασιλιά (323 π.Χ.), στο πλαίσιο του πολέμου των Διαδόχων που ακολούθησε, η πόλη βρέθηκε για λίγο υπό τον Αλκέτα, το νεότερο αδελφό του στρατηγού του Αλεξάνδρου Περδίκκα. Την κηδεμονία της απέκτησαν στη συνέχεια οι Αντίγονος Α΄ Μονόφθαλμος (320-301 π.Χ.) και Λυσίμαχος (301-281 π.Χ.). Τον 3ο αι. π.Χ. η Πισιδία έγινε σταδιακά το μήλον της Έριδος για τις υπόλοιπες δυνάμεις που δρούσαν στην περιοχή. Έτσι, πέρασε πιθανόν για λίγο στον έλεγχο του Αττάλου Α΄ της Περγάμου (περ. 228-223 π.Χ.), ενώ στα χρόνια 218-216 π.Χ. βρέθηκε στα χέρια του σφετεριστή του σελευκιδικού θρόνου Αχαιού. Μετά την ήττα και την εκτέλεση του τελευταίου, είναι πιθανό ότι ο Αντίοχος Γ΄ κατόρθωσε να επαναφέρει την Πισιδία στο σελευκιδικό έλεγχο από το 216 μέχρι το 193 π.Χ.

Η επόμενη αναφορά της Σαγαλασσού στις ιστορικές πηγές σχετίζεται με τις πρώτες στρατιωτικές επιχειρήσεις των Ρωμαίων σε πισιδικό έδαφος. Μετά την ήττα του Αντιόχου Γ΄ από τους Ρωμαίους στη μάχη της Μαγνησίας (190 π.Χ.), η ειρήνη της Απάμειας (188 π.Χ.) παραχώρησε την Πισιδία στην Πέργαμο. Την επόμενη χρονιά, οι κάτοικοι της Σαγαλασσού βίωσαν για πρώτη φορά και με τρόπο οδυνηρό τις συνέπειες της δράσης των ρωμαϊκών στρατευμάτων, στο πλαίσιο της μεγάλης στρατιωτικής επιχείρησης του Ρωμαίου υπάτου Μανλίου Βούλσου στη Μικρά Ασία, που είχε στόχο την παγίωση του ρωμαϊκού ελέγχου στη Γαλατία. Καθώς οι στρατιώτες είχαν λάβει το ελεύθερο να λεηλατούν τα εδάφη από τα οποία διέρχονταν, το τίμημα για τους κατοίκους ήταν ιδιαίτερα βαρύ. Η πλούσια χώρα της Σαγαλασσού υπέστη τέτοιες καταστροφές, ώστε οι αρχές της πόλης εξαναγκάστηκαν να εξαγοράσουν ακριβά τους Ρωμαίους, προκειμένου να απαλλαγούν από τη δράση τους.17

Οι ληστρικές επιχειρήσεις του Βούλσου στη Σαγαλασσό αποτελούν απτή απόδειξη της οικονομικής ευμάρειας της πόλης στους Ελληνιστικούς χρόνους, που οφειλόταν κυρίως στις πλούσιες σοδειές. Την ίδια εικόνα απηχεί και μια εκτεταμένη οικοδομική δραστηριότητα στα τέλη του 2ου αι. π.Χ., κατά την οποία ανεγέρθηκαν τα πρώτα επιβλητικά δημόσια οικοδομήματα.18 Η Σαγαλασσός ήταν πλέον μία από τις ισχυρότερες πόλεις της Πισιδίας, εξελληνισμένη ως προς τους θεσμούς, την πολιτειακή οργάνωση και τον τρόπο ζωής.19 Παρά τις συνεχείς εναλλαγές των δυνάμεων που δρούσαν στην περιοχή, κατόρθωσε να διατηρήσει μεγάλο βαθμό αυτονομίας στη διαχείριση των εσωτερικών της ζητημάτων μέχρι και την Ύστερη Αυτοκρατορική περίοδο, γεγονός που πιστοποιεί ότι οι κάτοικοι εκτός από υψηλό φρόνημα διέθεταν και τα μέσα να επιβάλουν τις αξιώσεις τους στους εκάστοτε κρατούντες. Ενώ λοιπόν η ατταλιδική κυριαρχία άφησε σχεδόν αλώβητη την πόλη ως προς την εσωτερική της ζωή, την επηρέασε βαθύτατα πολιτισμικά, αφήνοντας έντονα τα ίχνη της σε πλείστες εκφάνσεις της καλλιτεχνικής της δημιουργίας. Το κέντρο απ’ όπου εκπορεύονταν οι πολιτιστικές αυτές κατευθύνσεις γινόταν πλέον η γειτονική Αττάλεια, που ιδρύθηκε από τον Άτταλο Β΄ και είναι πιθανό πως αποτέλεσε πυρήνα διάδοσης του περγαμηνού πολιτισμού σε ολόκληρη την Πισιδία.20

Η εικόνα για τα χρόνια που ακολούθησαν την κληροδότηση του βασιλείου της Περγάμου στη Ρώμη το 133 π.Χ. είναι ασαφής, αφού η νεοσύστατη επαρχία της Ασίας δε συμπεριέλαβε την Πισιδία. Κατά μια εκδοχή, η περιοχή πέρασε στη δικαιοδοσία του Αριαράθη Ε΄ της Καππαδοκίας, ενώ θεωρείται το ίδιο πιθανό να ανέκτησε την ανεξαρτησία της. Μικρό μέρος της Πισιδίας πιθανό να βρέθηκε για λίγο στην επαρχία της Κιλικίας.21 Το 39 π.Χ. ο Μάρκος Αντώνιος παραχώρησε στον Πολέμωνα Α΄ τμήμα της εν λόγω επαρχίας, καθώς και την Πισιδία. Λίγο αργότερα, η αναδιοργάνωση της Ασίας από τον Αύγουστο είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της Γαλατίας με σημαντικά εδαφικά οφέλη. Έτσι, ο βασιλιάς Αμύντας απέκτησε για μικρό χρονικό διάστημα τον έλεγχο της Πισιδίας, ενώ μετά το θάνατό του, το 25 π.Χ., τα εδάφη του βασιλείου του εντάχθηκαν στη ρωμαϊκή επαρχία της Γαλατίας. Ήταν η αρχή της ρωμαϊκής κυριαρχίας για τη Σαγαλασσό. Είναι αξιοσημείωτο ότι παρά την εμπλοκή της σε αυτά τα ταραγμένα πολιτικά γεγονότα, η πόλη συνέχιζε να ακμάζει σε όλη τη διάρκεια του 1ουαι. π.Χ. και μάλιστα εξωραΐστηκε με λαμπρά δημόσια κτήρια. Η τελευταία ιστορική μνεία της πόλης πριν από τη Ρωμαϊκή περίοδο είναι ο κατάλογος των πόλεων της Πισιδίας του γεωγράφου Αρτεμιδώρου που χρονολογείται γύρω στο 100 π.Χ., τον οποίο διασώζει στο έργο του ο Στράβων, που συγγράφει στα χρόνια του Αυγούστου.22 Στα χρόνια που ακολούθησαν, η επαρχία της Γαλατίας γνώρισε αυξομειώσεις στα εδάφη της.23 Τελικά, η Σαγαλασσός εντάχθηκε στη διπλή επαρχία της Λυκίας-Παμφυλίας και διατήρησε το καθεστώς αυτό μέχρι τα τέλη του 3ου μεταχριστιανικού αιώνα.

Η Αυτοκρατορική περίοδος ήταν η εποχή της μέγιστης ακμής της πόλης. Η Σαγαλασσός ήταν πια η ισχυρότερη πόλη της περιοχής –η «Πρώτη της Πισιδίας» όπως αναφέρεται εύγλωττα στις επιγραφές–24 και γνώρισε τεράστια άνθηση σε όλους τους τομείς. Οι ειρηνικές συνθήκες και η πολιτική σταθερότητα δημιούργησαν το ιδανικό υπόβαθρο για μια τεράστια οικονομική ανάπτυξη. Επιπλέον, η γειτνίαση της πόλης με έναν από τους σημαντικότερους εμπορικούς δρόμους της εποχής που οδηγούσε από την Παμφυλία στην Απάμεια της Φρυγίας λειτούργησε αποφασιστικά σε βάρος της παλιάς της αντιπάλου Σέλγης, η οποία, ενώ μέχρι τότε τη συναγωνιζόταν με αξιώσεις, τα χρόνια εκείνα έμεινε μακράν δεύτερη σε όλα τα επίπεδα. Μια μικρή ύφεση στην οικοδομική δραστηριότητα στα τέλη του 1ου αιώνα ήταν παροδική και οφειλόταν πιθανόν σε σεισμούς ή άλλες φυσικές καταστροφές. Το 2ο αιώνα η πόλη εξωραΐστηκε εκ νέου με επιβλητικά οικοδομήματα, ενώ οι πλούσιες κοπές της επιβεβαιώνουν τη διατήρηση της οικονομικής της ευρωστίας. Η Σαγαλασσός δεν φαίνεται να επηρεάστηκε άμεσα από τις γοτθικές επιδρομές των ετών 255-277 και τον πόλεμο των Ρωμαίων με τη Ζηνοβία το 270. Αντίθετα, στα ύστερα αυτά χρόνια, επωφελήθηκε οικονομικά και από το εμπόριο καλαμποκιού με τη Συρία. Η παρακμή ξεκίνησε στις αρχές του 5ου αιώνα, εξαιτίας της ισαυρικής απειλής, που αποτέλεσε μείζονα παράγοντα αποσταθεροποίησης για τα επόμενα χρόνια, καθώς η περίφημη ρωμαϊκή ειρήνη ήταν πια παρελθόν. Στις αρχές του επόμενου αιώνα ένας ισχυρός σεισμός προκάλεσε τεράστιες καταστροφές, αλλά οι κάτοικοι κατόρθωσαν να ανοικοδομήσουν την πόλη μέχρι κάποιο βαθμό. Οι αραβικές επιδρομές στα μέσα του 7ου αιώνα, καθώς και ένας νέος σεισμός, κατάφεραν το τελειωτικό χτύπημα στη Σαγαλασσό, η οποία δεν κατόρθωσε στο εξής να ανακάμψει.25 Στους Νεότερους χρόνους η πόλη πέρασε στη λήθη, μέχρις ότου «ανακαλύφθηκε» εκ νέου το 17ο αιώνα από το Γάλλο περιηγητή Paul Lucas, ο οποίος έφτασε τυχαία στην περιοχή.26 Πολλοί περιηγητές έκαναν στη συνέχεια περιγραφές και σχέδια των εντυπωσιακών ερειπίων της Σαγαλασσού.27 Η πλέον εμπεριστατωμένη μελέτη έγινε στα χρόνια 1884-1885 από τον Πολωνό κόμη Karol Lanckoronski, στο πλαίσιο του μνημειώδους έργου του για τις αρχαίες πόλεις της Πισιδίας και τα μνημεία τους.28 Ακολούθησαν αποσπασματικές και μικρής κλίμακας αρχαιολογικές έρευνες, οι οποίες εντατικοποιήθηκαν από το 1986 με τη συνεργασία Άγγλων και Βέλγων αρχαιολόγων. Το 1990 ξεκίνησε ένα φιλόδοξο διεπιστημονικό πρόγραμμα υπό την αιγίδα του Πανεπιστημίου της Leuven, το οποίο έχει φέρει έως σήμερα στο φως πολύπλευρες πτυχές από το άγνωστο παρελθόν της πόλης.29

4. Πολεοδομικός σχεδιασμός και αρχιτεκτονική

Tα οικιστικά κατάλοιπα της Σαγαλασσού είναι ιδιαίτερα εκτεταμένα και εντυπωσιακά, αφού πολλά από τα δημόσια οικοδομήματα διατηρούνται σε καλή κατάσταση.30 Ο οικοδομικός σχεδιασμός της πόλης είναι τυπικός του ελληνιστικού μοντέλου δόμησης που εφαρμόστηκε στις πόλεις της Πισιδίας κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους, με οχυρωματικό τείχος, αγορά, βουλευτήριο, ναούς και ζώνες εμπορικής χρήσης.31 Η είσοδος γινόταν από τα βόρεια, τα νότια και τα ανατολικά. Η βορινή είσοδος, πάνω από μια απότομη χαράδρα, ήταν εξαιρετικά δυσπρόσιτη. Η ανατολική πύλη ήταν πολύ σημαντική για τη ζωή στην πόλη, αφού από εδώ περνούσε ο δρόμος που οδηγούσε στα υδραγωγεία στα ανατολικά.32 Στις παρυφές της πόλης, στα βορειοδυτικά, τα νότια και τα δυτικά, βρίσκονταν τα νεκροταφεία, με ταφικά μνημεία που ανήκουν σε ποικίλους μορφολογικούς τύπους. Ξεχωρίζουν οι οστεοθήκες, κατασκευές τυπικές για την Ελληνιστική περίοδο, οι ρωμαϊκές σαρκοφάγοι που κατασκευάζονταν στα τοπικά εργαστήρια, καθώς και τα αρκοσόλια της Ύστερης Αρχαιότητας.

Το τείχος της Σαγαλασσού χτίστηκε στους Ελληνιστικούς χρόνους, για να ενισχύσει ακόμη περισσότερο τη φυσική οχύρωση της πόλης. Είναι ενδεικτικό ότι οι ειρηνικές συνθήκες που επικράτησαν στους Αυτοκρατορικούς χρόνους κατέστησαν περιττή την ύπαρξή του, με αποτέλεσμα την κατεδάφισή του. Όταν κατά την Ύστερη Αρχαιότητα προέκυψε η ανάγκη επανοχύρωσης της πόλης, ένας νέος αμυντικός περίβολος χτίστηκε κοντά στην ανατολική είσοδο, με οικοδομικό υλικό σε δεύτερη χρήση.

Ο οικιστικός πυρήνας της ελληνιστικής πόλης βρισκόταν στο ψηλότερο άνδηρο, τη λεγόμενη «άνω πόλη». Επίκεντρο της δημόσιας ζωής ήταν η αγορά του 2ου αι. π.Χ. Η μορφή της –σε σχήμα τραπεζίου– παραπέμπει στην αγορά της γειτονικής Κρήμνας, ενώ απηχεί επιρροές και από την περγαμηνή αρχιτεκτονική παράδοση.33 Επί Αυγούστου (31 π.Χ.-14 μ.Χ.) η αγορά εξωραΐστηκε με κίονες ύψους 10 μ., που έφεραν αγάλματα τοπικών ευεργετών. Αργότερα, περιβλήθηκε εν μέρει από στοές και κοσμήθηκε με δύο επιβλητικές αψίδες.34 Η μία από αυτές χτίστηκε αρχικά προς τιμήν του Καλιγούλα (37-41), ενώ μετά τη δολοφονία του (41) αφιερώθηκε εκ νέου στο διάδοχό του Κλαύδιο (41-54 μ.Χ.).35 Στη νοτιοανατολική γωνία της άνω αγοράς βρισκόταν ένα μάκελλο, που οικοδομήθηκε στα χρόνια του αυτοκράτορα Κόμμοδου (180-192).36

Ένα από τα επιβλητικότερα μνημεία της άνω πόλης ήταν ο δίστυλος εν παραστάσι δωρικός ναός στα βορειοδυτικά της αγοράς. Βρισκόταν μέσα σε τέμενος και η πρόσβαση σε αυτόν γινόταν από μια μνημειώδη κλίμακα στα νότια. Υπάρχει διάσταση απόψεων σχετικά με τη χρονολόγησή του, καθώς άλλοι τον εντάσσουν στην περγαμηνή αρχιτεκτονική παράδοση, ενώ άλλοι τον χρονολογούν στους Πρώιμους Αυτοκρατορικούς χρόνους. Ο ναός ήταν πιθανότατα αφιερωμένος στον ανατολικό θεό Κάκασβο, ο οποίος ταυτιζόταν στην πόλη ίσως με το Δία ή τον Ηρακλή και η εξέχουσα θέση του καταδεικνύει το σημαίνοντα ρόλο του στη θρησκευτική ζωή. Μεταξύ του δωρικού ναού και της αγοράς βρίσκονται τα κατάλοιπα του βουλευτηρίου, που χτίστηκε στα τέλη του 2ου αι. π.Χ. Το διώροφο οικοδόμημα –σήμερα σχεδόν εντελώς κατεστραμμένο– ήταν χτισμένο σε άνδηρο, με τη δυτική του πλευρά εν μέρει λαξευμένη σε βράχο, ενώ στα βόρεια υπήρχε μία μικρή αυλή.37 Το βουλευτήριο της Σαγαλασσού παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με το Εκκλησιαστήριο της Πριήνης, με σχεδόν τετράγωνη κάτοψη και παράλληλες σειρές λίθινων καθισμάτων στις 3 πλευρές. Στον ανατολικό τοίχο, που ήταν προσανατολισμένος προς την αγορά, υπήρχαν καλής ποιότητας ανάγλυφα σχεδόν φυσικού μεγέθους, που αναπαριστούσαν την Αθηνά πλάι σε ηττημένο πολεμιστή και τον Άρη με μια αιχμάλωτη γυναίκα.38

Βορειοδυτικά της αγοράς βρισκόταν το λεγόμενο ηρώο, το πρώτο μεγάλης κλίμακας δημόσιο οικοδόμημα που χτίστηκε στην πόλη. Χρονολογείται στο γ΄ τέταρτο του 2ου αι. π.Χ. και ήταν δίστυλος κορινθιακός ναΐσκος εν παραστάσι σε πόδιο, συνολικού ύψους 15,3 μ.39 Η αρχιτεκτονική του μορφή παραπέμπει στο περίφημο λυκιακό μνημείο των Νηρηίδων που βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο. Την ανατολική, νότια και δυτική πρόσοψη περιέτρεχε στο κάτω μέρος ανάγλυφη ζωφόρος με χορεύτριες (ή Μούσες) σε μέγεθος στα ¾ του φυσικού.40 Το ηρώο στέγαζε κάποιο άγαλμα, το ύψος του οποίου πρέπει να έφτανε τα 4 μέτρα. Η χρήση του μνημείου δεν είναι γνωστή, καθώς στις ανασκαφές δε βρέθηκε κάποια επιγραφή που να σχετίζεται με αυτό. Πιθανώς επρόκειτο για κενοτάφιο ή ήταν τιμητικό μνημείο για κάποιον ξένο ηγεμόνα ή επιφανή πολίτη. Γύρω στο 400 μ.Χ. το ηρώο ενσωματώθηκε στο νέο αμυντικό τείχος της πόλης.41

Στα ανατολικά της αγοράς βρισκόταν το ρωμαϊκό θέατρο, το επιβλητικότερο και καλύτερα διατηρημένο μνημείο της Σαγαλασσού. Χτισμένο σε υψόμετρο 1.574 μ., σε επικλινές σημείο, θεμελιώθηκε στα νοτιοδυτικά με ένα πολύπλοκο σύστημα διαδρόμων με θολωτή στέγαση. Ο αρχιτέκτονας του θεάτρου σχεδίασε τη σκηνή με ένα μόνο όροφο, με στόχο να προσφέρει στους θεατές εξαιρετική θέα προς το τοπίο, όπου δέσποζε ο λόφος του Αλεξάνδρου.42 Ανάμεσα στην αγορά και το θέατρο, βρίσκονται τα ερείπια της δωρικής κρήνης, εν μέρει λαξευμένης σε πλαγιά, η οποία χτίστηκε τον 1ο αι. π.Χ. Το μνημείο ήταν προσανατολισμένο προς τα νοτιοανατολικά και αποτελούνταν από 3 δωρικές στοές που περιέβαλλαν μια αυλή.43 Στους Αυτοκρατορικούς χρόνους χτίστηκε στα βόρεια της κρήνης η βιβλιοθήκη του Νέωνος (λίγο μετά το 120 μ.Χ.), η οποία παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με την περίφημη βιβλιοθήκη του Κέλσου στην Έφεσο.44 Στα ανατολικά εκτεινόταν η συνοικία των κεραμέων, η οποία διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο στη ζωή της πόλης σε όλη τη διάρκεια της Αρχαιότητας.45 Στο βορειοδυτικό άκρο της πόλης χτίστηκε μεταξύ του 115 και 125 ένας μικρός ναός, που πιθανόν ήταν αφιερωμένος στο θεό Διόνυσο, ενώ η αρχιτεκτονική του μορφή παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά με το ναό του Αδριανού στην Έφεσο.

Στους Αυτοκρατορικούς χρόνους η πόλη επεκτάθηκε στα χαμηλότερα άνδηρα, όπου χτίστηκαν νέα λαμπρά δημόσια οικοδομήματα. Στα χρόνια του Αυγούστου ή λίγο αργότερα, επί Τιβερίου (14-37), η αγορά της κάτω πόλης –η οποία πιθανόν είχε ήδη διαμορφωθεί στους Ύστερους Ελληνιστικούς χρόνους– διακοσμήθηκε με μια επιβλητική πύλη στα νοτιοδυτικά, η οποία σώζεται σήμερα σε πολύ κακή κατάσταση. Ήταν διμερής, είχε πλάτος 13 μ. και κοσμούνταν με κορινθιακούς κίονες και ζωφόρο με ανάγλυφη διακόσμηση. Την ίδια περίπου εποχή διαμορφώθηκε ο λόφος στα δυτικά με αναλημματικούς τοίχους, για να χτιστεί ένας ιωνικός περίπτερος ναός (με 6x11 κίονες) αφιερωμένος στον Κλάριο Απόλλωνα. Ο ναός βρισκόταν μέσα σε τέμενος με μεικτά δωρικά και ιωνικά αρχιτεκτονικά στοιχεία. Στα χρόνια του Αδριανού ανοικοδομήθηκε από μάρμαρο, καθώς είχε υποστεί μεγάλες καταστροφές από σεισμό και αφιερώθηκε εκ νέου στον Κλάριο Απόλλωνα και τους αυτοκράτορες.46

Είναι πιθανό ότι η ανάθεση αυτή συνδέεται με τον τιμητικότατο τίτλο της νεωκόρου, που έλαβε η πόλη για πρώτη φορά στα χρόνια αυτά. Στους Πρώιμους Βυζαντινούς χρόνους ο ναός μετατράπηκε σε χριστιανική βασιλική. Βόρεια της αγοράς στην κάτω πόλη, βρισκόταν το ωδείο του ύστερου 1ου αιώνα ή των αρχών του 2ου αιώνα, το οποίο είχε τη μορφή ημικυκλικού στεγασμένου θεάτρου. Το κτήριο είχε χωρητικότητα πιθανόν έως και 3.000 θεατών, ενώ σήμερα διατηρείται σε κακή κατάσταση. Υπέστη πολλές επισκευές στα χρόνια που ακολούθησαν, ενώ στα χρόνια του Αδριανού (117-138) χτίστηκε δίπλα του ένα νυμφαίο.47 Η πρόσοψη ήταν διώροφη και κοσμούνταν με περίτεχνα ανάγλυφα που αναπαριστούσαν ποτάμιους θεούς και νύμφες.48 Ανατολικά της αγοράς βρισκόταν το επιβλητικό συγκρότημα λουτρών του 2ου αιώνα, ένα από τα μεγαλύτερα στη νότια Μικρά Ασία.49 Το κτήριο ήταν τριώροφο σε κάποια σημεία, ενώ η νοτιοδυτική πλευρά του ακολουθεί τη φυσική διαμόρφωση του εδάφους με στόχο την όσο το δυνατό μεγαλύτερη έκθεση στον ήλιο, που ήταν πηγή φωτός αλλά και θέρμανσης. Σε μεταγενέστερη εποχή η ανατολική πλευρά αναδιαμορφώθηκε σε χώρο άθλησης με θολωτή στέγαση.

Ένα από τα επιβλητικότερα δημόσια κτήρια, που δέσποζε στο κέντρο της κάτω πόλης, ήταν ο κορινθιακός περίπτερος ναός που χτίστηκε σε άνδηρο και περιβαλλόταν από ένα εντυπωσιακών διαστάσεων τέμενος με στοές.50 Ο ναός είχε βαθύ πρόναο με πλούσια διακοσμημένη θύρα και μικρό σηκό. Η εξαιρετικής ποιότητας ανάγλυφη διακόσμηση των αρχιτεκτονικών του στοιχείων απηχεί τη δεξιοτεχνία των ντόπιων λιθοξόων και τοποθετεί με ασφάλεια την αρχή της κατασκευής του στα χρόνια του Αδριανού. Ο ναός ολοκληρώθηκε επί Αντωνίνου Πίου (138-161), στον οποίο και αφιερώθηκε, αποτελώντας στο εξής τον κύριο χώρο τέλεσης της αυτοκρατορικής λατρείας στην πόλη.

1. Πλήθος πόλεων άκμασαν στην Πισιδία από την Ελληνιστική μέχρι και την Ύστερη Αυτοκρατορική περίοδο, οι τύχες των οποίων ήταν συχνά αλληλένδετες.

2. Για το λόγο αυτό αποκαλείται σήμερα περιοχή των λιμνών.

3. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν δύο πηγές στον αρχαιολογικό χώρο, μία στη συνοικία των κεραμέων και μία δεύτερη στο νυμφαίο των Αυτοκρατορικών χρόνων.

4. Το νερό έφτανε στην πόλη μέσω υδραγωγείων στα ανατολικά και τα δυτικά. Σχετικά με το πολύπλοκο σύστημα υδροδότησης της Σαγαλασσού βλ. Steegen, A. κ.ά., “The Water Supply to Sagalassos”, στο Waelkens, Μ. – Loots, L. (επιμ.), Sagalassos V. Report on the Survey and Excavation Campaigns of 1996 and 1997 (Acta Archaeologica Lovaniensia Monographie 11A and B, Leuven 2000), σελ. 635-649.

5. Το λατομείο απ’ όπου εξόρυσσαν το πέτρωμα βρισκόταν στα ανατολικά της πόλης, σε απόσταση 2 χλμ.

6. Η πυκνή κατοίκηση της πόλης και η εντατική λειτουργία των κεραμεικών εργαστηρίων είχαν ως συνέπεια τη σταδιακή αποψίλωση των γύρω δασών, ήδη από την Αρχαιότητα.

7. Ο καρπός απαντά συχνά ως εικονογραφικός τύπος στη νομισματοκοπία, κυρίως στις κοπές του Βαλεριανού Α΄ (253-260) και του Κλαυδίου Β΄ Γοτθικού (268-270). Για τη θεωρία που συνδέει τον εικονογραφικό αυτό τύπο με την τροφοδοσία των ρωμαϊκών λεγεώνων βλ. Weiss, P., “Pisidien: eine historische Landschaft im Lichte ihrer Münzprägung”, στο Schwertheim, E. (επιμ.), Forschungen in Pisidien (Αsia Minor Studien 6, Münster 1992), σελ. 160-163.

8. Πολύ κοντά στην πόλη υπήρχαν αποθέματα πηλού εξαιρετικής ποιότητας. Σχετικά με τους τοπικούς ρυθμούς της ερυθροβαφούς κεραμεικής βλ. Poblome, J., Sagalassos Red Slip Ware. Typology and Chronology (Studies in Eastern Mediterranean Archaeology 2, Turnhout 1999) και Degeest, R., The Common Wares of Sagalassos. Typology and Chronology (Studies in Eastern Mediterranean Archaeology 3, Turnhout 2000).

9. Η κατάληξη του τοπωνυμίου «-σσός» έκανε κάποιους μελετητές να το θεωρήσουν αποδεικτικό στοιχείο ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή όπου υπήρχε η πόλη των ιστορικών χρόνων, ήδη από την 3η χιλιετία ή και νωρίτερα. Παρ’ όλ’ αυτά, η κατάληξη είναι κοινή στις ονομασίες και άλλων πισιδικών πόλεων, οι οποίες εμφανίζονται στο ιστορικό προσκήνιο μόλις στην Ελληνιστική εποχή, όπως η Αριασσός και η Πεδνηλισσός. Βλ. σχετικά Waelkens, M., “Sagalassos. History and Archaeology”, στο Waelkens, M. (επιμ.), Sagalassos I. First General Report on the Survey (1986-1989) and Excavations (1990-1991) (Acta Archaeologica Lovaniensia Monographiae 5, Leuven 1993), σελ. 41, σημ. 42.

10. Η Σαγαλασσός των ιστορικών χρόνων ταυτίζεται πιθανώς με την ορεινή πόλη «Salawassa», για την οποία κάνουν λόγο οι χεττιτικές πηγές. Για τα πλέον πρόσφατα πορίσματα των αρχαιολογικών ερευνών σχετικά με τα πρώτα ίχνη κατοίκησης της πόλης βλ. Waelkens, M., “Sagalassos and Pisidia during the late Bronze Age”, στο Waelkens, M. – Loots, L. (επιμ.), Sagalassos V. Report on the Survey and Excavation Campaigns of 1996 and 1997(Acta Archaeologica Lovaniensia Monographiae 11A and B, Leuven 2000), σελ. 473-485.

11. Οι πηγές κάνουν λόγο και για μια επανάσταση των πισιδικών πόλεων εναντίον των Περσών, χωρίς όμως ξεχωριστή μνεία για την πόλη, βλ. Ξενοφ., Ανάβ. 1.1.11.

12. Μετά τη μάχη του Γρανικού και την απελευθέρωση των ελληνικών πόλεων στα παράλια της Μικράς Ασίας το καλοκαίρι του ίδιου έτους, ο Αλέξανδρος κινήθηκε προς τα νότια. Κατέκτησε την Πέργη, την Άσπενδο και τη Σίδη και πολιόρκησε το Σίλλυον. Η εξέγερση όμως της Ασπένδου τον ανάγκασε να σταματήσει την πολιορκία. Αφού την κατέπνιξε, στράφηκε, χωρίς ωστόσο αποτέλεσμα, εναντίον της Τερμησσού. Στη συνέχεια πολιόρκησε τη Σαγαλασσό, καθώς η γειτονική Σέλγη –σημαντική αντίπαλος της Τερμησσού και της Σαγαλασσού στα χρόνια αυτά– είχε προνοήσει να έρθει σε συμφωνία μαζί του, εξασφαλίζοντας την αυτονομία της.

13. Η συμμετοχή των Τερμησσέων στην άμυνα της Σαγαλασσού απηχεί εύγλωττα τις στενές σχέσεις μεταξύ των δύο πόλεων.

14. Αρρ. Ανάβ. Ι.28.

15. Η κατάληψη της πόλης ήταν χωρίς μεγάλες απώλειες για τις δύο πλευρές, αφού μόλις 500 Πισιδείς και 20 Μακεδόνες έχασαν τη ζωή τους. Μεταξύ των θυμάτων αναφέρεται ο φίλος του Αλεξάνδρου Κλέανδρος.

16. Επί Κλαυδίου Β΄ Γοτθικού (268-270) η μάχη απεικονίζεται στα νομίσματα, ενώ το θέατρο της πόλης ήταν προσανατολισμένο προς το λόφο του Αλεξάνδρου. Βλ. σχετικά Waelkens, M., “Sagalassos. History and Archaeology”, στο Waelkens, M. (επιμ.), Sagalassos I. First General Report on the Survey (1986-1989) and Excavations (1990-1991) (Acta Archaeologica Lovaniensia Monographiae 5, Leuven 1993), σελ. 42.

17. Λίβ. 38.15. Το τίμημα ανερχόταν σε 50 τάλαντα και 20.000 μεδίμνους κριθαριού και σιταριού.

18. Ανάλογα μεγάλης έκτασης οικοδομικά προγράμματα σε άλλες πισιδικές πόλεις την ίδια εποχή υποδηλώνουν τις γενικότερες συνθήκες ευημερίας και ειρήνης που επικρατούσαν σε όλη την περιοχή στα μέσα του 2ου αι. π.Χ.

19. Ήδη από τα τέλη του 4ου αι. π.Χ. είχε ξεκινήσει στην Πισιδία μια γενικευμένη διαδικασία εξελληνισμού που ολοκληρώθηκε στους Ελληνιστικούς χρόνους και επηρέασε κυρίως την πολιτειακή οργάνωση και τους θεσμούς, καθώς και την αρχιτεκτονική. Ο τρόπος ζωής στις πόλεις αυτές ήταν άμεσα επηρεασμένος από τον ελληνικό. Στους ναούς λατρεύονταν ελληνικές θεότητες, οι οποίες παραγκώνισαν σταδιακά τις τοπικές λατρείες. Επιπλέον, οι πόλεις διέθεταν βουλευτήρια, γεγονός που υποδηλώνει δημοκρατική διακυβέρνηση με τη συμμετοχή των πολιτών.

20. Η μεγάλη άνθηση των τοπικών εργαστηρίων πλαστικής που παρήγαν τις χαρακτηριστικές για τους Ελληνιστικούς χρόνους οστεοθήκες με ανάγλυφη διακόσμηση μπορεί να θεωρηθεί αποτέλεσμα περγαμηνών πολιτισμικών επιδράσεων. Η τεχνοτροπία των έργων αυτών παραπέμπει τόσο άμεσα σε περγαμηνά πρότυπα, ώστε απηχεί πιθανόν μία κατευθυνόμενη πολιτική στον πολιτισμικό τομέα, που εκπορευόταν από την κεντρική εξουσία στην ίδια την Πέργαμο.

21. Τα γεωγραφικά όρια της επαρχίας της Κιλικίας ήταν ασαφή.

22. Στράβ. 12.570. Ο κατάλογος περιλαμβάνει τις πόλεις Σέλγη, Σαγαλασσό, Πετνηλισσό, Άδαδα, Τυμβριάδα, Κρήμνα, Πιτυασσό, Άμβλαδα, Ανάβουρα, Σίνδα, Ααρασσό, Ταρβασσό και Τερμησσό.

23. Η Γαλατία οργανώθηκε αρχικά σαν αυτοκρατορική επαρχία. Το 6/5 π.Χ. ενισχύθηκε με το βασίλειο της Παφλαγονίας, το 3/2 π.Χ. με το βασίλειο του Γαλατικού Πόντου, το 34/35 μ.Χ. με τα Κόμανα του Πόντου, το 64/65 με τον Πολεμωνιακό Πόντο και στα χρόνια του Βεσπασιανού με τα εδάφη της Καππαδοκίας και της Μικρής Αρμενίας. Το 43 δημιουργήθηκε από τον Κλαύδιο η διπλή επαρχία της Λυκίας-Παμφυλίας.

24. Lanckoronski, Κ., Städte Pamhyliens und Pisidiens. II. Pisidien (Wien – Prague – Leipsig 1892), σελ. 224-225, 227, αρ. 188, 189, 191, 203.

25. Στα μέσα του 7ου αι. μ.Χ. οι κάτοικοι εγκατέλειψαν τη Σαγαλασσό και εγκαταστάθηκαν στο γειτονικό χωριό Aĝlasun.

26. Ο Lucas ταξίδευε από την Αττάλεια στη Σπάρτη της Πισιδίας, όταν αντίκρισε τα εντυπωσιακά ερείπια της αρχαίας Σαγαλασσού, τα οποία ερμήνευσε ως κάστρα που ανήκαν σε διάφορες πόλεις.

27. Ο άνθρωπος που ταύτισε τα ερείπια με τη Σαγαλασσό βάσει μιας επιγραφής ήταν ο Βρετανός F.V.J. Arundell. Σχετικά με τους περιηγητές που επισκέφτηκαν τη Σαγαλασσό και τα έργα τους βλ. Waelkens, M., «Sagalassos. History and Archaeology», στο Waelkens, Μ. (επιμ.), Sagalassos I. First General Report on the Survey (1986-1989) and Excavations (1990-1001) (Acta Archaeologica Lovaniensia Monographiae 5, Leuven 1993), σελ. 40.

28. Lanckoronski, Κ., Städte Pamhyliens und Pisidiens. II. Pisidien (Wien – Prague – Leipsig 1892). Για έναν και πλέον αιώνα η δημοσίευση αυτή αποτέλεσε πολύτιμο οδηγό όσον αφορά τις αρχαίες πισιδικές πόλεις. Iδιαίτερα κατατοπιστικά είναι τα εξαιρετικής ποιότητας αρχιτεκτονικά σχέδια των δημόσιων οικοδομημάτων.

29. Πρόκειται για το ερευνητικό πρόγραμμα που είναι ευρέως γνωστό ως «Sagalassos Project», στο οποίο μετέχουν επιστήμονες διαφορετικών εθνικοτήτων με ποικίλα ερευνητικά πεδία. Τα πορίσματα των ερευνών δημοσιεύονται στις σειρές Acta Archaeologica Lovaniensia και Studies in Eastern Mediterranean Archaeology, ενώ εξαιρετικά κατατοπιστική είναι η ιστοσελίδα του προγράμματος http://www.sagalassos.be (10/05/2005), η οποία ενημερώνεται διαρκώς για την πορεία των ερευνητικών εργασιών.

30. Τα ερείπια της αρχαίας πόλης καλύπτουν έκταση 2,5 χλμ. στον ανατολικό-δυτικό άξονα και 1,5 χλμ. από τα βόρεια προς τα νότια. Η καλή διατήρηση των κτηρίων οφείλεται στο γεγονός ότι είχαν καταχωθεί σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας της διάβρωσης. Επιπλέον, η δύσκολη πρόσβαση σε τόσο μεγάλο υψόμετρο απέτρεψε τη χρήση των σωζόμενων αρχιτεκτονικών μελών ως οικοδομικού υλικού.

31. Στη Σαγαλασσό είναι εμφανής και η επιρροή της περγαμηνής αρχιτεκτονικής παράδοσης, τόσο στο συνολικό σχεδιασμό της πόλης όσο και στη μορφή και στο διάκοσμο μεμονωμένων κτηρίων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν και οι ακανόνιστοι δρόμοι, οι οποίοι ακολουθούν τη φυσική διαμόρφωση του εδάφους.

32. Ενδεικτική για τη σημασία της πύλης αυτής είναι η ενίσχυσή της στα Ελληνιστικά χρόνια με έναν ογκώδη αμυντικό και εποπτικό πύργο πολυγωνικής τοιχοποιίας.

33. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν είναι βέβαιο αν αποπερατώθηκε την περίοδο της περγαμηνής κηδεμονίας της Σαγαλασσού, δεδομένου ότι είναι άγνωστη η ακριβής χρονολογία κατασκευής της.

34. Ήταν διακοσμημένες με ζωφόρους με ανάγλυφη διακόσμηση, στις οποίες αναπαριστώνται ασπίδες μακεδονικού τύπου. Το θέμα είναι κοινό σε πολλά ανάγλυφα που βρέθηκαν στη Σαγαλασσό και χρονολογούνται στους Ελληνιστικούς και στους Ρωμαϊκούς χρόνους. Σχετίζεται με την παρουσία Μακεδόνων στην ίδια τη Σαγαλασσό ή τη χώρα της, στα χρόνια μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, οι οποίοι είχαν άμεση σχέση με τον εξελληνισμό της πόλης αλλά και με τη μετέπειτα ανάπτυξή της. Βλ. σχετικά Kosmetatou, E. – Waelkens, M., “The «Macedonian» Shields of Sagalassos”, στο Waelkens, M. – Poblome, J. (επιμ.), Sagalassos IV. Report on the Survey and Excavation Campaigns of 1994 and 1995 (Acta Archaeologica Lovaniensia Monographiae 9, Leuven 1997), σελ. 277-291.

35. Το όνομα του Καλιγούλα απολαξεύτηκε από το μνημείο και αντικαταστάθηκε με εκείνο του Κλαυδίου, βλ. Lanckoronski, Κ., Städte Pamhyliens und Pisidiens. II. Pisidien (Wien – Prague – Leipsig 1892), σελ. 230, αρ. 221.

36. Με τον όρο Μάκελλον ορίζεται είτε το σφαγείο είτε τύπος εμπορικής αγοράς που αποτελείται από αίθριο, το οποίο περιβαλλόταν από στοές, καταστήματα και είχε ένα κυκλικό κτίσμα στο κέντρο του, με λειτουργία που διέφερε ανά περίπτωση. Για το Μάκελλο της Σαγαλασσού βλ. De Ruyt, C., Macellum, Marché Alimentaire des Romains (Louvain 1983), σελ.188-190.

37. Δεν ήταν προσβάσιμο από την αγορά, αλλά βρισκόταν σε παράλληλη διάταξη με αυτή, ενώ η είσοδος γινόταν από 3 θύρες στο βορινό τοίχο.

38. Mitchell, S., “The hellenization of Pisidia”, MeditArc 4 (1991), πίν. 8,3.

39. Οι 4 γωνίες του ναΐσκου είχαν τη μορφή πεσσών που επιστέφονταν από εξαιρετικής τέχνης κορινθιακά κιονόκρανα, τα οποία απηχούν περισσότερο σελευκιδικές επιρροές, όπως αυτές εκφράστηκαν και στα κιονόκρανα του Ολυμπιείου στην Αθήνα (175-164 π.Χ.), παρά τις σύγχρονες μικρασιατικές τάσεις στην αρχιτεκτονική.

40. Η τεχνοτροπική τους απόδοση απηχεί επιρροές από την περίφημη γιγαντομαχία του βωμού του Δία στην Πέργαμο, καθώς και την ανάγλυφη περγαμηνή κεραμική. Βλ. Waelkens, M., “Sagalassos. History and Archaeology”, στο Waelkens, M. (επιμ.), Sagalassos I. First General Report on the Survey (1986-1989) and Excavations (1990-1991) (Acta Archaeologica Lovaniensia Monographiae 5, Leuven 1993), σελ. 43, σημ. 63, όπου και η σχετική βιβλιογραφία. Τα εξαιρετικής ποιότητας αυτά ανάγλυφα, όπως και οι ζωφόροι του δωρικού ναού και του βουλευτηρίου με τα θέματα του οπλισμού, αποδίδονται σε τοπικά εργαστήρια πλαστικής που συνέχισαν την παραγωγή μέχρι και τον ύστερο 1ο αι. π.Χ.

41. Μετά την ολοκλήρωση των ανασκαφικών ερευνών το 1998, ξεκίνησε το πρόγραμμα της αναστήλωσης του μνημείου.

42. Η σκηνή κατασκευάστηκε στα χρόνια 180-200 μ.Χ.

43. Το 2ο αι. μ.Χ. έγιναν επισκευές στο δυτικό τοίχο που είχε υποστεί ζημιές από σεισμούς και προστέθηκε τοίχος στην ανοιχτή νότια πλευρά του κτηρίου, περιορίζοντας τη δυνατότητα εισόδου. Στα τέλη του αιώνα πλακοστρώθηκε η περιοχή μεταξύ της κρήνης και της βιβλιοθήκης του Νέωνος, που βρισκόταν στα βόρεια. Toν 6ο αιώνα η κρήνη απώλεσε τον υπαίθριο χαρακτήρα της και χρησιμοποιήθηκε για την περισυλλογή υδάτων. Η αναστύλωση του κτηρίου ολοκληρώθηκε το 1997 με μεγάλη επιτυχία, αφού κατέστη δυνατή ακόμα και η επαναλειτουργία του.

44. Στα μέσα του 4ου αι. μ.Χ. έγιναν επισκευές στο κτήριο, το οποίο διακοσμήθηκε με μωσαϊκό δάπεδο.

45. Η συνοικία των κεραμέων κάλυπτε μια τεράστια έκταση μεταξύ του θεάτρου, της ανατολικής πύλης, των ορεινών όγκων στα βόρεια και του νεκροταφείου στα ανατολικά. Τα εργαστήρια που έχουν εντοπιστεί χρονολογούνται από τους Ύστερους Ελληνιστικούς χρόνους μέχρι τις αρχές του 6ου αι. μ.Χ. Εκτός από τα εργαστήρια, έχουν βρεθεί καλούπια, απορρίμματα από τις καμίνους, πολυάριθμα αγγεία που δεν είχαν ψηθεί σωστά, καθώς και αποθέτες.

46. Η ανοικοδόμηση του ναού έγινε από την οικογένεια του Φλαβίου Κολλήγα. Για μια σχεδιαστική αποκατάσταση της πρόσοψης κατά τη δεύτερη φάση του ναού βλ. Waelkens, M. κ.ά. “Sagalassos 1989”, AnatSt 40 (1990) σελ. 187, εικ. 2.

47. Για μια σχεδιαστική αναπαράσταση της κάτοψης των δύο οικοδομημάτων βλ. Mitchell, S. κ.ά., “Ariassos and Sagalassos 1988”, AnatSt 39 (1989), σελ. 69, εικ. 3.

48. Πρόκειται για τον αρχιτεκτονικό τύπου νυμφαίου με θεατρική πρόσοψη, τα οποία διακοσμούνται όπως η πρόσοψη της σκηνής (scaenae frons) του ρωμαϊκού θεάτρου. Διαρθρώνεται σε περισσότερους του ενός ορόφους, και ο τοίχος της πρόσοψης κοσμείται με κίονες που σχηματίζουν κόγχες και ναΐσκους (aediculae) μέσα στα οποία ήταν τοποθετημένα αγάλματα. Τα πρώτα δείγματα νυμφαίων με θεατρική πρόσοψη απαντούν στην Μίλητο και την Έφεσο γύρω στο 80 μ.Χ. Βλ. Mitchell, S. κ.ά., “Ariassos and Sagalassos 1988”, AnatSt 39 (1989) σελ. 73, σημ. 32.

49. Ο ιδιόμορφος αρχιτεκτονικός τύπος των λουτρών της Σαγαλασσού είναι μοναδικός. Είναι δυνατό να ανιχνευτούν μικρές ομοιότητες με κάποια ορθογώνια λουτρά στην ανατολική Παμφυλία και την Κιλικία. Βλ. σχετικά Farrington, S., “Imperial Bath Buildings in South-West Asia Minor”, στο Macready, S. – Thompson, F.H. (επιμ.), Roman Architecture in the Greek World (The Society of Antiquaries in London Occasional Papers – New Series 10, London 1987), σελ. 54 κ.ε.

50. Οι συνολικές διαστάσεις του τεμένους ήταν 82,40x60,40 μ. Για μια σχεδιαστική αποκατάσταση της πρόσοψης βλ. Waelkens, M. κ.ά., “Sagalassos 1989”, AnatSt 40 (1990), σελ. 192, εικ. 5.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>