Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Κλαζομενιακή Μελανόμορφη Κεραμική

Συγγραφή : Παλαιοθόδωρος Δημήτρης (1/3/2006)

Για παραπομπή: Παλαιοθόδωρος Δημήτρης, «Κλαζομενιακή Μελανόμορφη Κεραμική», 2006,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=4851>

Κλαζομενιακή Μελανόμορφη Κεραμική (23/1/2006 v.1) Clazomenian Black Figure Style (15/2/2006 v.1) 
 

1. Γενικά χαρακτηριστικά

Ο κλαζομενιακός ρυθμός αποτελεί τη σημαντικότερη σχολή μελανόμορφου ρυθμού στην Ανατολική Ελλάδα κατά το β΄ μισό του 6ου αι. π.Χ. Οι απαρχές του ρυθμού θα πρέπει να αναζητηθούν σε μια ομάδα αγγειογράφων του βορειο-ιωνικού Ύστερου Ρυθμού των Αιγάγρων, οι οποίοι, γύρω στο 560 π.Χ., εγκατέλειψαν την παλαιότερη τεχνική και χρησιμοποίησαν τη μελανόμορφη τεχνική και επίθετο λευκό χρώμα για τις μορφές των ζώων, τα οποία σε μεγάλο βαθμό αντικαταστάθηκαν από ανθρώπινες μορφές.1 Αυτή η τεχνική εξελίχθηκε στις Κλαζομενές σε ένα καλλιτεχνικό ιδίωμα.

Ο πηλός είναι καστανωπός, αρκετά ανοικτόχρωμος και ποικίλλει σε καθαρότητα. Δεν υπάρχει επίχρισμα, με εξαίρεση τα πρωιμότερα αγγεία. Η βαφή είναι μελανή, παίρνοντας κατά τόπους μια ερυθρωπή χροιά λόγω κακού ψησίματος. Οι ζωγράφοι χρησιμοποιούν την εγχάραξη με ποικίλα αισθητικά αποτελέσματα: τις περισσότερες φορές οι μορφές είναι βιαστικά και απρόσεκτα αποδομένες, αν και ορισμένα έργα του ρυθμού αξιολογούνται πολύ πάνω από το μέσο όρο. Χαρακτηριστική είναι η τάση προς την πολυχρωμία, με τη χρήση επίθετου χρώματος, του ιώδους και κυρίως του λευκού για το δέρμα των ανθρώπινων μορφών (όχι μόνο των γυναικείων αλλά και των ανδρικών), το τρίχωμα των ζώων, τις ενδυματολογικές λεπτομέρειες και τα φυτικά κοσμήματα. Συχνά το λευκό χρώμα προσαρμόζεται απευθείας στον πηλό και όχι στη μελανή βαφή, όπως γίνεται στα μελανόμορφα αγγεία ρυθμών της κυρίως Ελλάδας. Ανατομικές λεπτομέρειες αποδίδονται με εγχάραξη στις μελανές και με μελανή βαφή στις λευκές επιφάνειες.

2. Τεχνοτροπική και ιστορική εξέλιξη

Αναγνωρίζονται τρεις κυρίως μεγάλες ομάδες κλαζομενιακής κεραμικής, που αντιστοιχούν πιθανότατα σε διαφορετικά εργαστήρια ή ομάδες ζωγράφων, οι οποίες προσφέρουν μια διαδοχή με σημαντικές επικαλύψεις: η Oμάδα του Tübingen, η Ομάδα του Petrie και η Ομάδα της Urla. Γενική είναι η εντύπωση μεταξύ των μελετητών ότι η ποιότητα ακολουθεί φθίνουσα πορεία, παράλληλα με την αυξανόμενη, αν και πάντα ισορροπημένη με τα ιωνικά στοιχεία, αττική επιρροή.

Πρωιμότερη χρονολογικά είναι η Ομάδα του Tübingen, στην οποία ανήκουν αγγεία μεγάλων κυρίως διαστάσεων με παραστάσεις γυναικών (πυξίδες με πώμα, αμφορείς με λαβές στον ώμο και πλαστικές απολήξεις με μορφή γυναικείων κεφαλών, υδρίες). Το χρονολογικό εύρος της ομάδας μοιάζει να περιορίζεται στην πρώτη δεκαετία του β΄ μισού του 6ου αι. π.Χ. ή και λίγο αργότερα.

Η Ομάδα του Petrie απαρτίζεται κυρίως από αμφορείς με λαιμό, με ψηλό σχετικά σώμα και υπερβολικά ραδινές αναλογίες, ύψους από 35 έως 55 εκ. (συνήθως γύρω στα 45 εκ.), οι περισσότεροι από τους οποίους αποτελούν μάλλον έργο ενός μόνο ζωγράφου, του συμβατικά επονομαζόμενου Ζωγράφου του Petrie, από το γνωστό Βρετανό αιγυπτιολόγο. Όλα σχεδόν τα αγγεία της ομάδας προέρχονται από την Αίγυπτο. Η Ομάδα του Petrie χαρακτηρίζεται από την τολμηρότερη χρήση των αττικών θεμάτων και χρονολογείται, με βάση τις σχέσεις με την αττική μελανόμορφη κεραμική της περιόδου, μεταξύ του 540 (ή λίγο νωρίτερα) και του 530 π.Χ.

Η Ομάδα της Urla είναι η τελευταία χρονολογικά και οφείλει μέρος της έμπνευσής της τόσο στο έργο του Ζωγράφου του Petrie όσο και στην προγενέστερη Ομάδα του Tübingen, αν και παρουσιάζει εμφανή σημεία εξάντλησης της ευρηματικότητας των ζωγράφων. Τα αγγεία που της αποδίδονται είναι κατά βάση αμφορείς με λαιμό μεσαίου μεγέθους και βαριού ωοειδούς σώματος, καθώς και υδρίες με ανάλογο περίγραμμα. Ο λαιμός στους αμφορείς διακοσμείται συνήθως με ανθέμιο. Στην εικονογραφία χαρακτηριστικό στοιχείο είναι η έμφαση σε θέματα που κινούνται μεταξύ του μυθολογικού και του ανεκδοτολογικού (π.χ. γενειοφόρος άνδρας με Σφίγγα: ίσως ο Οιδίπους).2 Η χρονολόγησή της είναι απόρροια των σχέσεων με τις προγενέστερες ομάδες: η παραγωγή ξεκινά περίπου το 540 π.Χ., ώστε να είναι εφικτή η τεχνοτροπική επιρροή από την Ομάδα του Tübingen, και καταλήγει γύρω στο 525 ή το 520 π.Χ. χωρίς εμφανή διάδοχο. Διάφορα άλλα αγγεία που ανήκουν στο ρυθμό και δε σχετίζονται με τις τρεις προαναφερθείσες ομάδες είναι μάλλον πρώιμα, έτσι ώστε να μπορούμε με σιγουριά να τοποθετήσουμε το τέλος του ρυθμού ταυτόχρονα με τη διακοπή της παραγωγής της Ομάδας της Urla.

Σε γενικές γραμμές λίγα σχήματα είναι δημοφιλή: ο αμφορέας με λαιμό με τις υπερβολικά ραδινές αναλογίες, ο αμφορέας με λαβές στον ώμο, η υδρία με επίπεδο ώμο, η πολύ πλατιά χαμηλή πυξίδα, ο κρατήρας, ο ασκός και ο δίνος.3 Ορισμένα από αυτά έλκουν την καταγωγή τους από πρωιμότερους ρυθμούς κεραμικής της Ανατολικής Ελλάδας (π.χ. ο αμφορέας με λαβές στον ώμο που θυμίζει αιολική κεραμική τηςΠιτάνης, αν και οι πλαστικές απολήξεις είναι χιακό χαρακτηριστικό, και η πυξίδα που κατάγεται από την αιολική τεφρή κεραμική), ενώ άλλα αποτελούν νεωτερισμό στο επίπεδο της γραπτής κεραμικής (π.χ. ο βαθύς ασκός). Στους ωοειδείς αμφορείς της Ομάδας Urla είναι ευκρινής η αττική επίδραση.

3. Διακόσμηση – Εικονογραφικά θέματα

Οι διακοσμητικές ζώνες ακολουθούν σε γενικές γραμμές την αττική μελανόμορφη κεραμική. Στην κύρια ζωφόρο ή μετόπη απαντούν ανθρώπινες μορφές, ενώ φιγούρες ζώων και πτηνών κατέχουν δευτερεύουσα θέση. Τα φυτικά κοσμήματα είναι ελάχιστα δημοφιλή και αποδίδονται με άτεχνο σχετικά τρόπο.

Χαρακτηριστικός τύπος φυτικής διακόσμησης είναι το ανθέμιο με κλειστά πέταλα στο λαιμό αμφορέων της ομάδας Urla. Φολίδες και μισοφέγγαρα, δανεισμένα ίσως από το ρεπερτόριο του Ρυθμού της Φικελλούρας, είναι σχετικά δημοφιλή σε πρώιμους αμφορείς. Πηγή έμπνευσης για την εικονογραφία και τα σχήματα αποτελεί κυρίως η χιακή κεραμική, ενώ δε λείπουν και οι επιρροές της σύγχρονης αττικής μελανόμορφης κεραμικής που την περίοδο εκείνη κατακλύζει τις διεθνείς αγορές.

Εικόνες ζώων είναι σχετικά σπάνιες, ενώ αντίθετα ο κόσμος των πτηνών και των πτηνόμορφων τεράτων είναι ιδιαίτερα αγαπητός με προεξάρχοντα τον κόκορα, την πάπια, τα υδρόβια πτηνά με μακρύ λαιμό και τη σφίγγα.4 Από τα θέματα με ανθρώπινους πρωταγωνιστές ξεχωρίζουν σκηνές μάχης, κυνηγιού, κωμαστών, επαναληπτικές και άνευρες ομάδες γυναικών που χορεύουν πιασμένες από τον καρπό και πομπές γυναικών τυλιγμένων στα ιμάτιά τους.5

Μυθολογικά θέματα απαντούν με σχετική συχνότητα σε κλαζομενιακά αγγεία κυρίως μεγάλων σχημάτων, όπως υδρίες, αμφορείς και κρατήρες. Σε πρόσφατη έρευνα αποδείχτηκε ότι οι ζωγράφοι του ρυθμού οφείλουν μικρότερο μέρος της έμπνευσής τους στην αττική κεραμική απ’ ό,τι πιστευόταν παλιότερα.6 Τα μυθολογικά θέματα που επιλέγονται μαρτυρούν τεχνίτες με βαθιά γνώση της ομηρικής ποίησης. Δημοφιλέστερη είναι η σκηνή της ενέδρας και της καταδίωξης του Τρωίλου από τον Αχιλλέα, ενώ επιλέγονται ακόμη θέματα όπως οι γάμοι του Έκτορα και της Ανδρομάχης, η σκύλευση του σώματος του Έκτορα από τον Αχιλλέα, ο Οδυσσέας και η Κίρκη, ο Οδυσσέας και οι Σειρήνες, η επιστροφή του Ηφαίστου στον Όλυμπο. Παραδοσιακά θέματα του μυθολογικού ρεπερτορίου της αρχαϊκής τέχνης είναι λιγότερο διαδεδομένα (η Αθηνά, ο Προμηθέας Δεσμώτης, ο Πήγασος και ο Ηρακλής με το λιοντάρι της Νεμέας ή να πολεμά Κενταύρους). Μυθολογικά τέρατα όπως Κένταυροι και Τρίτωνες είναι λιγότερο αγαπητά από τους ακολούθους του Διονύσου, τους Σατύρους (οι οποίοι σύμφωνα με το ανατολικό ιδίωμα εικονίζονται με οπλές) και τις νύμφες ή Μαινάδες.7

4. Χρονολόγηση

Παλιότερες απόψεις για τα ευρήματα από τη Δάφνη τοποθετούσαν την εγκατάλειψη της θέσης περίπου το 565 π.Χ., οδηγώντας αναπόφευκτα σε μία υπερβολικά πρώιμη χρονολόγηση της κλαζομενιακής κεραμικής, αλλά και αποδίδοντας στην πόλη των Κλαζομενών, με την αγγειογραφία της και τις ζωγραφισμένες σαρκοφάγους, τη θέση του πρωτοπόρου ζωγραφικού κέντρου του ελληνικού κόσμου. Η σύγχρονη έρευνα συνδυασμένη και με νεότερες ανασκαφές στη θέση των Κλαζομενών, καθώς και ορθότερη κατανόηση της τεχνοτροπικής εξέλιξης του ρυθμού, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κλαζομενιακή κεραμική ξεκινά περίπου το 550 π.Χ. και διαρκεί για μία περίπου γενιά, έως το 520 π.Χ., ενώ οι διάφορες παραφυάδες της φθάνουν μέχρι και τα τέλη περίπου του 6ου αι. π.Χ.8

5. Ευρήματα και διάδοση

Ένα μεγάλο τμήμα των αγγείων που αποδίδονται στα εργαστήρια του κλαζομενιακού ρυθμού προέρχεται από θέσεις στην Αίγυπτο, κυρίως από το οχυρό της Δάφνης (Tell Defenneh) στο Δέλτα του Νείλου, το οποίο θα πρέπει να φυλασσόταν από Ίωνες μισθοφόρους των Αιγυπτίων, καθώς και από τη Ναύκρατι.9 Ευρήματα από τις Κλαζομενές και τη γύρω περιοχή είναι ήδη γνωστά από τα τέλη του 19ου αιώνα, χάρη στην απόκτηση από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας της Συλλογής Μισθού από τη Σμύρνη.10 Οι αποικίες της Μιλήτου στη Μαύρη θάλασσα έχουν και αυτές το μερίδιό τους στην εξαγωγή των κλαζομενιακών αγγείων, κυρίως το Παντικάπαιο και η Όλβια με το Berezan.11 Η γειτονική στις Κλαζομενές Σμύρνη είναι επίσης σημαντική θέση ευρημάτων κλαζομενιακής κεραμικής.12 Ευρήματα από άλλες θέσεις, όπως η Ρόδος και η Μυτιλήνη είναι εξαιρετικά σπάνια.13 Είναι κοινός τόπος για τους μελετητές ότι το μεγαλύτερο τμήμα της κλαζομενιακής κεραμικής το παρήγαγαν κεραμείς και αγγειογράφοι από τις Κλαζομενές, ενώ η ιδιαίτερη χρήση αιγυπτιακών συμβόλων και θεμάτων σε κάποια αγγεία του ρυθμού μαρτυρά ίσως την παρουσία εργαστηρίων στην περιοχή του Δέλτα του Νείλου.14 Οι εργαστηριακές έρευνες πάντως επιβεβαιώνουν την κλαζομενιακή προέλευση, την οποία είχε ήδη προαγάγει η σύγκριση των ευρημάτων της Δάφνης με όστρακα από τις Κλαζομενές.15

6. Παρεμφερή αγγεία της βόρειας Ιωνίας

Αμφίβολη είναι η ένταξη στο ρυθμό ορισμένων αγγείων με τόπο εύρεσης την Αιολίδα, τις αποικίες της Μιλήτου στη Μαύρη θάλασσα, τη Ρόδο, τη Δήλο αλλά και την Ετρουρία.16 Πρόκειται για τις λεγόμενες Κατηγορίες Enmann και Knipovitch. Στα αγγεία της πρώτης συναντά κανείς μεγάλες μορφές ζώων και ανθρώπινων μορφών σε αμφορείς, ασκούς, οινοχόες και υδρίες. Η δεύτερη κατηγορία χρησιμοποιεί περισσότερο το βαρύ ωοειδή αμφορέα για παραστάσεις μεγαλόσωμων ζώων και τεράτων σε μετόπες, ενώ μία ομάδα ασκών από την Όλβια, και δευτερευόντως από άλλες θέσεις στη Μαύρη θάλασσα, έχει συσχετιστεί με αγγεία που παράγονται στην Ετρουρία, τα λεγόμενα αγγεία Northampton. Ενώ για την Ομάδα Enmann η καταγωγή από τις Κλαζομενές είναι πιθανή, για την Ομάδα Knipovitch πιθανότερος τόπος παραγωγής θεωρείται σήμερα η Φώκαια ή η αποικία της στην Τρωάδα, η Λάμψακος. Όσον αφορά την ομάδα των ασκών και κάποια συγγενή αγγεία που απαρτίζουν την Ομάδα Chanenko θεωρούνται ότι αποτελούν έργο κάποιων αγγειογράφων οι οποίοι μετανάστευσαν από το μικρασιατικό τους κέντρο προς το Βορρά, προτού καταλήξουν στην Ετρουρία.17

Αρκετά μεμονωμένα μελανόμορφα αγγεία της βόρειας Ιωνίας συνδέονται τεχνοτροπικά με τον κλαζομενιακό ρυθμό. Αξίζει να ξεχωρίσει κανείς έναν πρώιμο κρατήρα από τη Σμύρνη, όπου απαντά η πρωιμότερη παράσταση καμήλας στην ελληνική τέχνη, η οποία και δίνει το όνομά της στην Ομάδα της Καμήλας, με πιθανότερο τόπο παραγωγής τη Σμύρνη, χωρίς όμως και να αποκλείονται οι Κλαζομενές.18

1. Cook, R.M. – Dupont, P., East Greek Pottery (London 1998), σελ. 96, εικ. 12.1α και β.

2. Λονδίνο British Museum 88.2-8.110· Cook, R.M. – Dupont, P., East Greek Pottery (London 1998), σελ. 102, εικ. 12.4b.

3. Για τη συχνότητα με την οποία απαντούν τα διάφορα σχήματα, βλ. Ricco, G., “Elenco per tipi di Vasi di Stile 'Clazomenio' noti da publicazione o da sola menzione in ordine delle raccolte e numerico (progressivo) d’ inventario delle raccolte stesse”, Antichità 2 (1950), σελ. 2-20.

4. Boardman, J., Early Greek Vase Painting (London 1998), εικ. 342 (πάπιες και σφίγγες), 344 και 345 (κόκορες και σφίγγες)· Cook, R.M. – Dupont, P., East Greek Pottery (London 1998), σελ. 97, εικ. 12.2 (κόκορες και σφίγγες).

5. Boardman, J., Early Greek Vase Painting (London 1998), εικ. 340 (χορός γυναικών), 341 (πομπή γυναικών) και 343 (κωμαστές)· Cook, R.M. – Dupont, P., East Greek Pottery (London 1998), σελ. 97, εικ. 12.2 (χορός γυναικών).

6. Tempesta, A., Le Raffigurazzioni mitologiche sulla ceramica greco-orientale arcaica (RdA Supplemento 19, Roma 1998), σελ. 131-136.

7. Tempesta, A., Le Raffigurazzioni mitologiche sulla ceramica greco-orientale arcaica (RdA Supplemento 19, Roma 1998), σελ. 165-168.

8. Zahn, R., “Vasenscherben aus Klazomenai”, AM 23 (1898), σελ. 38-79. Διόρθωση της υψηλής χρονολόγησης: Rumpf, A., “Zu den klazomenischer Denkmälern”, JDI 48 (1933), σελ. 55-83· Cook, R.M., “A List of Clazomenian Pottery”, BSA 47 (1952), σελ. 123-152.

9. Οχυρό Δάφνης: Petrie, F., Tanis II (London 1888), σελ. 47-96. Ναύκρατις: Prinz, H., Funde aus Naucratis (Klio Beiheft VII, Berlin 1907), σελ. 42-57. Βλ. γενικά Cook, R.M., “A List of Clazomenian Pottery”, BSA 47 (1952), σελ. 148-149· Μöller, A., Naukratis. Trade in Ancient Greece (Oxford 2000), σελ. 140.

10. Zahn, R., “Vasenscherben aus Klazomenai”, AM 23 (1898), σελ. 38-79.

11. Μαύρη θάλασσα: Alexandrescu, P., “La céramique de Grèce de l’Est dans les Cités pontiques”, στο Les céramiques de la Grèce de l’Est et leur Diffusion à l’Occident. Colloque international. Centre Jean Bérard, Institut Français de Naples, 6-9 juillet 1976 (Paris-Naples 1978), σελ. 52-61· Bouzek, J., Studies of Greek Pottery in the Black Sea Area (Prague 1990), σελ. 35· Kopejkina, L.V., Soobscenija Gos. Ermitaza (Leningrad 1979), σελ. 7-25.

12. Cook, J.M., “Old-Smyrna. Ionic Black Figure and Other 6th c. Figured Wares”, BSA 60 (1965), 119-122 και 128-132, πίν. 34-36.

13. Ρόδος: αμφορέας Ρόδου, αρ. ευρ. 13339. Jacopi, G., “Esplorazione archeologica di Camiro I. Scavi nelle necropoli Camiresi 1929-1930’, Clara Rhodos 4 (1931), σελ. 143 κ.ε., εικ. 138-139 και πίν. ΙΙ. Μυτιλήνη: Cook, R.M. (επιμ.), CVA London, British Museum 8 (London 1954), πίν. 590.12· Schauss, G.P., “Archaic Imported Fine Wares from the Acropolis, Mytilene”, Hesperia 61 (1992), σελ. 365, πίν. 81, αρ. 33-34.

14. Boardman, J., “A Greek Vase from Egypt”, JHS 78 (1958), σελ. 4-12, πίν. 1-2· Hoffmann, F. – Steinhart, M., “Arpies und die ostgriechische Vasenmalerei”, JÖAI 67 (1997), σελ. 49-61.

15. Dupont, P., “Classification et détermination de provenance de céramiques grecques orientales archaïques d’Istros. Rapport préliminaire”, Dacia 27 (1983), σελ. 36 κ.ε. Απόδοση με βάση τη σύγκριση οστράκων Δάφνης και Κλαζομενών: Zahn, R., “ Vasenscherben aus Klazomenai”, AM 23 (1898), σελ. 38-79.

16. Για τις Ομάδες Enmann και Knipovitch και τη διάδοσή τους βλ. Cook, R.M., “A List of Clazomenian Pottery”, BSA 47 (1952), σελ. 134-138· Martelli, M., “Un askos del Museo di Tarquinia e il problema delle presenze nord-ioniche in Etruria”, Prospettiva 27 (1981), σελ. 2-14· Kopejkina, L.V., Soobscenija Gos. Ermitaza (Leningrad 1979), σελ. 7-25.

17. Waldhauer, O., “Ein askos aus der Sammlung Chanenko in Kiev und die altsamische Kunst”, AA 1929, στήλη 235-266· Martelli, M., “Un askos del Museo di Tarquinia e il problema delle presenze nord-ioniche in Etruria”, Prospettiva 27 (1981), σελ. 2-14.

18. Μουσείο Izmir OS 45: Boardman, J., Early Greek Vase Painting (London 1998), εικ. 350.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>