Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Ρωμαϊκή Πλαστική στη Μ. Ασία

Συγγραφή : Παπαζαφειρίου Γιώργος (18/2/2002)

Για παραπομπή: Παπαζαφειρίου Γιώργος, «Ρωμαϊκή Πλαστική στη Μ. Ασία», 2002,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=6002>

Ρωμαϊκή Πλαστική στη Μ. Ασία (28/7/2008 v.1) Roman sculpture at Asia Minor (21/10/2008 v.1) 
 

1. Παράγοντες επίδρασης και στιλιστικά χαρακτηριστικά

Οι τοπικές ελληνιστικές παραδόσεις και οι τάσεις που κυριάρχησαν στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας Ρώμη αποτέλεσαν τους βασικούς παράγοντες που επέδρασαν στις δημιουργίες των καλλιτεχνών της Μικράς Ασίας. Ωστόσο, τα γηγενή ελληνιστικά και τα επείσακτα ιταλικά στοιχεία είναι συχνά εξαιρετικά δύσκολο να εντοπιστούν και να διαχωριστούν. Τα έργα της περιόδου της Δημοκρατίας και της αυτοκρατορικής περιόδου, αν και ρωμαϊκά ως προς τη λογική τους, παρέμειναν στο σύνολό τους ελληνικά ως προς το στιλ, την τυπολογία και την εκτέλεση. Διατήρησαν δηλαδή τα τοπικά τους χαρακτηριστικά, αδιαφορώντας συχνά για τις καλλιτεχνικές τάσεις που αναπτύσσονταν στη Ρώμη, οι οποίες ακολουθήθηκαν από τα εργαστήρια άλλων επαρχιών, των οποίων, όμως, η παράδοση στην πλαστική ήταν περιορισμένη ή σχεδόν ανύπαρκτη. Το συγκεκριμένο συμπέρασμα προκύπτει από τη μελέτη των έργων του συνόλου σχεδόν των δυτικών επαρχιών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η διαφοροποίηση των έργων τους, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση της Μικράς Ασίας, οφείλεται περισσότερο στην έλλειψη πείρας, ικανότητας και προτύπων και λιγότερο στην επίδραση κάποιων τοπικών τάσεων. Στη ρωμαϊκή επαρχία της Ασίας και στις επαρχίες της σημερινής κεντρικής και ανατολικής Τουρκίας η Ρώμη προσέφερε πολλά κυρίως στον τομέα της τυπολογίας. Ωστόσο, η ελληνιστική παράδοση υπήρξε καθοριστική όχι μόνο στην τυπολογία, αλλά και στο στιλ και στην αισθητική των έργων της πλαστικής.1 Τα δάνεια από την ελληνιστική τέχνη παραμένουν έντονα ακόμη και σε πολλά από τα έργα του 4ου αι. μ.Χ.

Η πλαστική της Ρωμαϊκής περιόδου στη Μικρά Ασία διατηρεί ορισμένα πολύ γενικά κοινά χαρακτηριστικά. Με βάση νεότερες έρευνες έχουν ήδη αρχίσει ο εντοπισμός, η καταγραφή και η κατάταξη των τοπικών παραδόσεων, χωρίς όμως να έχουν προσδιοριστεί μέχρι στιγμής όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των τοπικών εργαστηρίων. Η συγκεκριμένη επίπονη προσπάθεια επιτυγχάνεται μέσω της σύγκρισης των έργων από τις διάφορες πόλεις και τις υπόλοιπες θέσεις της Μικράς Ασίας. Πρέπει, ωστόσο, να τονιστεί ότι ο τόπος εύρεσης ενός έργου δε συνδέεται απαραίτητα με τον τόπο παραγωγής του.

2. Καλλιτεχνικά εργαστήρια

Η τέχνη της σχολής του Περγάμου αποτελεί το βασικό παράγοντα επίδρασης σε πολλά από τα σημαντικότερα κέντρα παραγωγής, όπως η Έφεσος, η Αφροδισιάδα και η Σίδη. Το Πέργαμον, κυρίως από το 2ο αι. μ.Χ. διατηρεί τις κατακτήσεις του, που είχαν φτάσει στο απόγειό τους ήδη από τη μέση και την Ύστερη Ελληνιστική περίοδο.

Η Σίδη είναι γνωστή κυρίως για τα εξαιρετικής ποιότητας αντίγραφα κλασικών και ελληνιστικών έργων. Βασικό τους χαρακτηριστικό είναι η πιστότητα με την οποία ακολουθείται το κλασικό πρότυπο, γεγονός που επιτυγχάνεται κυρίως μέσα από την προσκόλληση του γλύπτη στις επιμέρους λεπτομέρειες των προτύπων του.2

Αντίθετα, τα έργα της πλαστικής από τη γειτονική Πέργη χαρακτηρίζονται συνήθως από την τάση για γραμμικότητα, που έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της πλαστικότητας των μορφών. Προβλήματα προκύπτουν στην προσπάθεια καθορισμού των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των εργαστηρίων της Εφέσου. Στην εντυπωσιακά πλούσια παραγωγή έργων πλαστικής της πόλης, εμφανίζονται πολλές αποκλίσεις, που πρέπει να ερμηνευθούν ως αποτέλεσμα της επίδρασης μεγάλου αριθμού εργαστηρίων από διάφορες περιοχές της Μικράς Ασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί με ασφάλεια, κυρίως από τη μελέτη των αρχιτεκτονικών γλυπτών των δημόσιων κτηρίων της Εφέσου, είναι ότι στην εκτέλεση των έργων διακρίνεται μια προσκόλληση στα καλλιτεχνικά χαρακτηριστικά της σχολής του Περγάμου.

Ονομαστή για την καλλιτεχνική της παραγωγή ήταν και η Αφροδισιάδα, κυρίως από το α' μισό του 2ου αι. μ.Χ. Βασικό γνώρισμα των έργων της είναι η εναλλαγή φωτός και σκιάς, που επιτυγχάνεται μέσω της έντονης χρήσης του τρυπανιού. Η συγκεκριμένη σχολή επηρέασε έντονα τα εργαστήρια της Αντιόχειας στην Πισιδία.

Έργα πλαστικής Ρωμαϊκών χρόνων έχουν βρεθεί και σε πολλές άλλες πόλεις της Μικράς Ασίας, όπως η Μίλητος και τα Δίδυμα,3 οι Τράλλεις,4 η Σαγαλασσός,5 η Βουβώνα,6 η Αντιόχεια.7 Ωστόσο, η έρευνα δεν έχει καταλήξει ακόμη σε κάποια συμπεράσματα που θα επέτρεπαν τη διεξαγωγή εκτεταμένης συζήτησης.

Στα ρωμαϊκά αντίγραφα από τη Μικρά Ασία απαντούν πολύ συχνά κλασικοί αγαλματικοί τύποι του 5ου και του 4ου αι. π.Χ., αλλά και πολυάριθμοι της Ελληνιστικής περιόδου. Ο αρχαίος επισκέπτης μπορούσε να θαυμάσει αντίγραφα κλασικών έργων δίπλα σε ανδριάντες Ρωμαίων αυτοκρατόρων ή επωνύμων κατοίκων της πόλης, που εικονίζονταν σε έναν από τους δεκάδες γνωστούς ιδεαλιστικούς τύπους ή τις παραλλαγές τους.

3. Έργα μαζικής παραγωγής

Από τη μελέτη των έργων της Μικράς Ασίας προκύπτει η διαμόρφωση δύο διαφορετικών τάσεων, που συνδέονται με το επίπεδο καλλιέργειας των καλλιτεχνών και των παραγγελιοδοτών και κυρίως με το βαθμό της γνώσης και της κατανόησης των πρότυπων έργων της κλασικής παράδοσης από τους πρώτους. Ο συγκεκριμένος δυϊσμός ερμηνεύει τη διαφορά στην εκτέλεση και στην ποιότητα ανάμεσα στα περισσότερα από τα πολυάριθμα αναθηματικά και επιτύμβια ανάγλυφα του 2ου και του 3ου αι. μ.Χ., που χαρακτηρίζονται από ένα απλούστερο στιλ,8 και στα εντυπωσιακά δημόσια ανάγλυφα, όπως αυτά από το μνημείο των Πάρθων στην Έφεσο (169-180 μ.Χ.).

Στα έργα που προορίζονταν για το ευρύτερο αγοραστικό κοινό περιλαμβάνονται τα πολυάριθμα μαρμάρινα αγαλμάτια, από διάφορες θέσεις της Μικράς Ασίας.9 Στα περισσότερα από αυτά εικονίζονται αντρικές και γυναικείες θεότητες σε τύπους της Κλασικής και της Ελληνιστικής περιόδου. Πολλά από αυτά προέρχονται από τα εργαστήρια της Σίδης και του Δοκιμείου, που φαίνεται ότι είχαν ειδικευτεί στα λεγόμενα «έργα μαζικής παραγωγής». Ιδιαίτερα αγαπητά ήταν τα ειδώλια της Αφροδίτης (Venus) και της Τύχης (Fortuna), σε διάφορους τύπους και παραλλαγές, η λατρεία των οποίων φαίνεται πως βρήκε ευρύτατη απήχηση στα λαϊκά στρώματα. Από τις αντρικές θεότητες ξεχωρίζουν, ως προς τη συχνότητα εμφάνισης, ο Απόλλωνας και ο Ασκληπιός.

4. Ανδριάντες

Στην Ελληνιστική περίοδο οι δημόσιοι χώροι και τα κτήρια των μεγάλων πόλεων της Μικράς Ασίας, όπως της Εφέσου, του Περγάμου, της Μιλήτου και της Σμύρνης, διακοσμούνταν από τα αγάλματα των ηγεμόνων, των επώνυμων τοπικών παραγόντων, και από άλλα έργα και σύνολα πλαστικής. Στη Ρωμαϊκή περίοδο η συγκεκριμένη τάση όχι μόνο παρέμεινε, αλλά επεκτάθηκε και προσαρμόστηκε στο μνημειακό χαρακτήρα των ρωμαϊκών δημόσιων κτηρίων. Σε αυτά περιλαμβάνονται τα θριαμβικά τόξα και τα διάφορων τύπων κρηναία οικοδομήματα, τις ψηλές προσόψεις των οποίων διακοσμούσαν αγάλματα αυτοκρατόρων, ιδιωτών, θεοτήτων και ηρώων. Πολυώροφες προσόψεις προστέθηκαν σε πολλά από τα ήδη υπάρχοντα θέατρα ή στους ανοιχτούς χώρους των κεντρικότερων σημείων των πόλεων. Η συγκεκριμένη τάση γνώρισε τη μέγιστη ανάπτυξή της στον 2ο αι. μ.Χ.

Οι Ρωμαίοι προώθησαν τις τιμές προς τον αυτοκράτορα σε μια ευρύτερη κλίμακα, απ’ ό,τι οι Ατταλίδες και οι Σελευκίδες.10 Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας των αυτοκρατορικών ανδριάντων της Μικράς Ασίας, επηρεασμένος από την ελληνιστική παράδοση, έχει διαπιστωθεί από πολύ νωρίς.11 Οι μοναδικές ίσως εξαιρέσεις εντοπίζονται στον αγαλματικό τύπο των θωρακοφόρων, όπου η στάση της μορφής, η μορφή του θώρακα και κυρίως η διακόσμησή του δε διαφέρουν από τα αντίστοιχα έργα της Ρώμης και των δυτικών επαρχιών.12 Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι δύο απεικονίσεις του Νέρωνα (54-68 μ.Χ.) στον τύπο του θωρακοφόρου, σε ένα άγαλμα από τις Τράλλεις και σε ένα ανάγλυφο από την Αφροδισιάδα. Τυπολογικά είναι όμοια με τα πολυάριθμα παραδείγματα της Δύσης, τεχνοτροπικά όμως αποκλίνουν από αυτά, καθώς διατηρούν τη μαλακή φόρμα, την έλλειψη γραμμικότητας και την έντονη «αντικίνηση», δάνεια από την ελληνιστική τέχνη της περιοχής.

Η ίδια διαπίστωση ισχύει και για τους ιδεαλιστικούς τύπους στους οποίους εικονίζονται οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες.13 Ως προς την επιλογή των αγαλματικών τύπων τα εργαστήρια της επαρχίας της Ασίας δεν αποστασιοποιούνται από αυτά των υπόλοιπων ανατολικών και δυτικών ρωμαϊκών επαρχιών. Τα παραδείγματα από τη Μικρά Ασία ξεπερνούν τα 20 και περιλαμβάνουν τόσο αγάλματα όσο και μορφές από ανάγλυφα. Σε αριθμό τα ξεπερνά μόνο το αντίστοιχο σύνολο από την Ιταλία.

5. Ανάγλυφα δημόσιων κτηρίων

Σε αντίθεση με τους ανδριάντες, τα ανάγλυφα των δημόσιων κτηρίων διαφοροποιούνται σημαντικά από αυτά της Δύσης. Η αναντιστοιχία οφείλεται στα ελληνιστικά ανάγλυφα με μυθολογικές, αλληγορικές και σπανιότερα ιστορικές σκηνές, που είχαν το δικό τους ιδιαίτερο χαρακτήρα, ο οποίος διατηρήθηκε κατά την Αυτοκρατορική περίοδο. Αυτά αποτέλεσαν, για άλλη μια φορά, τα βασικά πρότυπα για τους ντόπιους γλύπτες μέχρι και τον 3ο αι. μ.Χ. Τα συμπλέγματα μορφών με τις έντονες κινήσεις και συστροφές των σωμάτων ήταν στοιχεία άγνωστα στην τέχνη της Ρώμης. Οι πολίτες της ήταν συνηθισμένοι στην παράθεση των μορφών με σαφήνεια, στην απομόνωση και στη μετωπική τους απόδοση, στοιχεία που δεν απαντούν στην Μικρά Ασία.

6. Επιτύμβιες στήλες και σαρκοφάγοι

Πολλοί από τους γλύπτες της Ρωμαϊκής περιόδου ειδικεύτηκαν στην παραγωγή σαρκοφάγων και επιτύμβιων στηλών. Οι μικρασιατικές σαρκοφάγοι διαφέρουν εικονογραφικά και τυπολογικά από τις αντίστοιχες της Ιταλίας και της Αττικής. Η βασικότερη τυπολογική διαφοροποίηση εντοπίζεται στη μορφή τους. Ενώ στις πρώτες κυριαρχούν τα αρχιτεκτονικά στοιχεία και η τάση για διακοσμητικότητα, οι υπόλοιπες αποτελούν ουσιαστικά ένα ανάγλυφο πεδίο για την αφήγηση σκηνών με μυθολογικά και λιγότερο συχνά ιστορικά θέματα. Ιδιαίτερα δημοφιλείς υπήρξαν οι σαρκοφάγοι των εργαστηρίων της Λυκίας, με την ελαφρά κοίλη επίστεψη, η παράδοση των οποίων φτάνει μέχρι και τον 6ο αι. μ.Χ.

Σαρκοφάγοι από τη Λυκία και την Παμφυλία διακοσμούνται ορισμένες φορές με παραστάσεις μυθικών μαχών, συχνά με την παρουσία των Αμαζόνων. Ωστόσο, η επιλογή σύνθετων σκηνών με συμπλέγματα μορφών φαίνεται πως δεν προτιμούνταν από τους καλλιτέχνες των τοπικών εργαστηρίων.

Οι σαρκοφάγοι της Παμφυλίας, όπως μας είναι γνωστές από τα ευρήματα της Σίδης και της Πέργης, διακοσμούνται συνήθως με φτερωτές Νίκες που κρατούν στεφάνια, εικονογραφικό στοιχείο που προέρχεται από τη Ρώμη και, πιο συγκεκριμένα, υιοθετείται από το εικονογραφικό πρόγραμμα των θριαμβικών τόξων, κτηρίων δημόσιου χαρακτήρα και ρωμαϊκής επινόησης, ο μνημειακός χαρακτήρας των οποίων παγιώνεται στην Πρώιμη Αυτοκρατορική περίοδο. Άλλο δάνειο από την Ιταλία, και πιο συγκεκριμένα από την Ετρουρία, είναι η σχεδόν ολόγλυφη απεικόνιση του νεκρού ή του ζεύγους στο κάλυμμα των σαρκοφάγων, τύπος που απαντά στη Ρώμη ήδη από την περίοδο των Αντωνίνων (138-193 μ.Χ.).

Στη Μικρά Ασία, από τον ύστερο 2ο αι. μ.Χ., το κλινόμορφο κάλυμμα αντικαθιστά συχνά το κάλυμμα με τη μορφή της αετωματικής στέγης. Το σημαντικότερο κέντρο παραγωγής αυτών των σαρκοφάγων βρισκόταν στο Δοκίμειο της Φρυγίας, από όπου τα περισσότερα έργα εξάγονταν στη Ρώμη και την Αττική.14 Συχνή είναι η απεικόνιση του νεκρού και των συγγενών του με τη μορφή προτομών. Σε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από τη Λαοδίκεια Κατακεκαυμένη της Λυκαονίας εικονίζονται οι προτομές του νεκρού και της συζύγου του ανάμεσα σε Έρωτες και Νίκες. Οι τύποι της κόμμωσης των δύο μορφών απηχούν τους εικονιστικούς τύπους του Αντωνίνου Πίου (138-161 μ.Χ.) και της συζύγου του, Φαυστίνας της Νεότερης, οδηγώντας σε μια χρονολόγηση στην περίοδο του συγκεκριμένου αυτοκράτορα ή λίγο αργότερα.

Ιδιαίτερη προτίμηση δίνεται στις σαρκοφάγους, στις οποίες οι μορφές είναι τοποθετημένες στα μετακιόνια διαστήματα, είτε ελεύθερες στο πεδίο είτε μέσα σε κόγχες, δημιουργώντας ουσιαστικά ναΐσκους για την ένθεσή τους. Πρόκειται για τις λεγόμενες κιονωτές σαρκοφάγους, η παραγωγή των οποίων γνωρίζει ιδιαίτερη άνθηση από το τελευταίο τρίτο του 2ου αι. μ.Χ. Η παραγωγή τους σταματά απότομα στη δεκαετία 260-270 μ.Χ. ύστερα από μια μεγάλη οικονομική κρίση.

1. Vermeule, C.C., Roman Imperial Art in Greece and Asia Minor (Cambridge 1968), σελ. 1-13, 39-66· Vermeule, C.C., Greek sculpture and Roman taste. The purpose and setting of Graeco-roman art in Italy and the Greek Imperial East (Ann Arbor 1977), σελ. 87-93.

2. İnan, J., Roman sculpture in Side (Ankara 1975), σελ. 1-11.

3. Schattner, Τ.G., “Das frühantoninische Privatbildnis aus Didyma”, MDAI (I) 46 (1996), σελ. 271-276, πίν. 49-50· Altenhofer, E. – Bol, R., “Der Eroten-Jagdfries des Theaters in Milet. Fundzusammenhang und baugeschichtliche Beurteilung. Archaologische Beurteilung und Rekonstruktion”, MDAI (I) 39 (1989), σελ. 17-47, εικ. 1-4, πίν. 2-5.

4. Laubscher, H.P., “Skulpturen aus Tralleis”, MDAI (I) 16 (1966), σελ. 115-129, πίν. 17-25· Ozgan, R., “Die griechischen und römischen Skulpturen aus Tralleis”, Asia Minor Studien 15 (Bonn 1995), σελ. 1-4, 8-11, 161-167.

5. Fleischer, R., “Forschungen in Sagalossos 1972 und 1974”, MDAI (I) 29 (1979), σελ. 273-307, παρενθ. πίν. 1, πίν. 71-91.

6. İnan, J., “Der Bronzentorso im Burdur-Museum aus Bubon und der Bronzekopf im J.-Paul-Getty-Museum”, MDAI (I) 27-28 (1977-1978), σελ. 267-296, εικ. 1-3, πίν. 74-98· Inan, J., “ Neue Forschungen zum Sebasteion von Bubon und seinen Statuen”, στο Akten des II. Internationalen Lykien-Symposions, Wien 6-12. Mai 1990 (Wien 1993), σελ. 213-239· İnan, J., Boubon sebasteionu ve heykelleri üzerine son Araştırmalar (Istanbul 1994).

7. Brinkerhoff, D.M., A Collection of Sculpture in Classical and Early Christian Antioch (New York 1970), σελ. 7-62.

8. Salzmann, D., "Neue Denkmäler des Mondgottes Men”, MDAI (I) 30 (1980), σελ. 261-290, πίν. 99-114· Delemen, Ι., Anatolian rider-gods. A study on stone finds from the regions of Lycia, Pisidia, Isauria, Lycaonia, Phrygia, Lydia and Caria in the Late Roman period (Asia Minor Studien 35, Bonn 1999), σελ. 1-90. 

9. Filges, Α., “Marmorstatuetten aus Kleinasien. Zu Ikonographie, Funktion und Produktion antoninischer, severischer und späterer Idealplastik“, MDAI (I) 49 (1999), σελ. 377-430, πίν. 33-39.

10. Price, S.R.F., Rituals and Power. The Roman Imperial Cult in Asia Minor (Cambridge 1984), σελ. 170-206, πίν. 1-4· Thur, H. (επιμ.), “…und verschönerte die Stadt… ΚΑΙ ΚΟΣΜΗΣΑΝΤΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΝ. Ein ephesischer Priester des Kaiserkultes in seinem Umfeld”,  OAI Sonderschriften Band 27 (Wien 1997). 

11. Zanker, P., Provinzielle Kaiserporträts. Zur Rezeption der Selbstdarstellung des Princeps (München 1983), σελ. 7-10, 21-25, πίν. 2, 3(2,4,6) 6(2,4), 7(1), 8(1), 10(4), 11, 13, 29(1-2), 30(1,3-4).

12. Stemmer, K., Untersuchungen zur Typologie, Chronologie und Ikonographie der Panzerstatuen (Berlin 1978), σελ. 131-167.

13. Maderna, C., Iuppiter, Diomedes und Merkur als Vorbilder für römische Bildnisstatuen (Heidelberg 1988).

14. Waelkens, M., Dokimeion. Die Werkstadt der repräsentativen kleinasiatischen Sarkophage. Chronologie und Typologie ihrer Produktion (Berlin 1982), σελ. 105-126.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>