Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Τσανάκκαλε

Συγγραφή : Σταματόπουλος Δημήτριος (28/11/2002)

Για παραπομπή: Σταματόπουλος Δημήτριος , «Τσανάκκαλε», 2002,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=6557>

Τσανάκκαλε (28/7/2009 v.1) Çanakkale - δεν έχει ακόμη εκδοθεί 
 

1. Ανθρωπογεωγραφία

Πόλη στον Ελλήσποντο, στην ανατολική ακτή του και στο στενότερο σημείο του. Την πόλη διασχίζει ο Ρόδιος ποταμός. Βρίσκεται 81 χλμ. ΒΔ του Αδραμυττίου, 134 χλμ. Δ-ΝΔ της Πανόρμου, 137 χλμ. ΒΔ του Μπαλούκεσερ και 37 χλμ. ΝΔ της Καλλίπολης. Επίσης απέχει 12 ναυτικά μίλια από την έξοδο των Στενών προς το Αιγαίο.

Η ονομασία του οικισμού ήταν κοινή για το ορθόδοξο και το μουσουλμανικό στοιχείο. Στην τουρκική γλώσσα η ονομασία σημαίνει «φρούριο των αγγείων». Η ετυμολογία της ονομασίας είναι ευεξήγητη από τη στιγμή που υπήρχε στην πόλη ολόκληρη συνοικία με εργαστήρια αγγειοπλαστικής. Η αναφορά όμως του οικισμού στα επίσημα οθωμανικά έγγραφα γινόταν ως «Καλεϊ Σουλτανιγιέ» (σουλτανικό φρούριο) ή «Σουλτανιέ καλεσί» (Sultaniye Kalesi). Αντίθετα στα επίσημα εκκλησιαστικά έγγραφα αναφερόταν ως «Δαρδανέλια».

Η αρχαία πόλη Δάρδανος τοποθετείται σε απόσταση 8 χλμ. ΝΔ του Τσανάκκαλε, δίπλα στο Kεφέζ Μπουρνού. Κοντά στη νεότερη πόλη και σε απόσταση 10 λεπτών από τη θάλασσα υπήρχαν ερείπια του αρχαίου οικισμού. Οι ορθόδοξοι κάτοικοι των γύρω χωριών συνήθιζαν να αποκαλούν την πόλη «Τσανάκκαλε κάστρο».

2. Ιστορία

Η ακριβής εποχή ίδρυσης της νέας πόλης δεν είναι ακριβώς γνωστή. Υποτίθεται ότι η θέση της για πολύ καιρό ήταν απλώς φρούριο και δεν κατοικούνταν παρά μόνο από τις στρατιωτικές φρουρές που το υπεράσπιζαν. Είχε μάλιστα επιλεγεί ως κέντρο των οχυρωματικών έργων των Στενών, τα οποία είχαν αντικαταστήσει το 1659, επί σουλτάνου Μωάμεθ Δ΄ και μεγάλου βεζίρη Αχμέτ πασά Κιοπρουλή, τα πρώτα φρούρια που είχαν ανεγερθεί από την περίοδο του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή το 1453. Σύμφωνα με έγγραφα της αρμενικής κοινότητας της πόλης, αυτή ιδρύθηκε το 1529 από 83 οικογένειες γρηγοριανών Αρμενίων, οι οποίοι κατέφυγαν εκεί διωγμένοι από το καθεστώς του σάχη της Περσίας Ταχμάσπ. Ο τότε σουλτάνος Σουλεϊμάν Α΄ ο Νομοθέτης (ή Μεγαλοπρεπής) δέχθηκε την εγκατάστασή τους δίπλα στα στρατιωτικά φρούρια των Δαρδανελίων. Το 1669 οι Αρμένιοι της πόλης έχτισαν ναό, τον οποίο όμως κατέστρεψαν οι Οθωμανοί το 1691. Οι Αρμένιοι όμως τον ανοικοδόμησαν εκ νέου το 1718 επί σουλτάνου Αχμέτ Γ΄. Η εβραϊκή κοινότητα της πόλης είναι μεταγενέστερη αυτής των Αρμενίων, αλλά συγκροτήθηκε πολύ πριν από το 1660. Ωστόσο έφθινε πληθυσμιακά με το πέρασμα του χρόνου, με συνέπεια να περιοριστεί σημαντικά στις αρχές του 20ού αιώνα. Η ορθόδοξη κοινότητα της πόλης φαίνεται ότι άρχισε να συγκροτείται μετά το 1690. Το 1740 συγκεντρώθηκε σε συγκεκριμένη συνοικία, ενώ ο ναός της χτίστηκε το 1793. Η κοινότητα των καθολικών χρονολογείται από το 1848, ενώ η εκκλησία τους χτίστηκε το 1852. Υπήρχε ακόμα και κοινότητα ευαγγελικών Αρμενίων, η οποία είχε επίσης μια μικρή εκκλησία. Ο πληθυσμός της πόλης λίγο πριν από το 1914 έφθανε περίπου τις 15.000-20.000. Από αυτούς γύρω στις 7.000 ήταν οι ορθόδοξοι.1 Μετά το διωγμό του 1914 όμως έμειναν λιγοστοί. Στην πόλη επίσης κατοικούσαν μουσουλμάνοι, Αρμένιοι, Εβραίοι, Λεβαντίνοι αλλά και Γερμανοί, Άγγλοι, Γάλλοι κτλ. Οι περισσότεροι των ορθοδόξων ήταν έποικοι από τη Θράκη (Καλλίπολη, Ραιδεστός, Μάδυτος), άλλες πόλεις της Μικράς Ασίας (Αδραμύττι, Αϊβαλί), την Ελλάδα (Ήπειρος), νησιά του Αιγαίου (Σύρος, Τένεδος, Ίμβρος, Χίος). Γύρω στις 50 οικογένειες θεωρούνταν «ντόπιοι». Η πόλη συγκροτήθηκε με τα χρόνια γύρω από το φρούριο που φυλούσε τα Στενά του Ελλησπόντου με εγκατάσταση μουσουλμανικού στοιχείου. Κατόπιν άρχισαν να εγκαθίστανται εκεί Αρμένιοι, ενώ οι ορθόδοξοι φαίνεται ότι ακολουθούν. Οι ορθόδοξοι κάτοικοι μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, γνώριζαν όμως και τουρκικά.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ελληνορθόδοξες οικογένειες των Δαρδανελίων εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη, στα Γιαννιτσά, στην Έδεσσα, στη Σκύδρα Πέλλης, στον Πειραιά και στην Αθήνα.

3. Διοικητική και εκκλησιαστική εξάρτηση – θρησκεία

Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε για τον 20ό αιώνα, το Τσανάκκαλε ήταν έδρα μουτεσαριφλικιού. Το μουτεσαριφλίκι του Τσανάκκαλε (γνωστό ως μουτεσαριφλίκι ή σαντζάκι της Μπίγας) περιλάμβανε την περιοχή της αρχαίας Τρωάδος. Το Τσανάκκαλε μέχρι το 1876 δεν αποτελούσε μόνο έδρα του σαντζακιού αλλά και έδρα του βιλαετιού του Αιγαίου πελάγους. Το 1876 η έδρα του βιλαετιού μεταφέρθηκε στη Ρόδο και το σαντζάκι του Τσανάκκαλε έγινε ανεξάρτητο. Το 1881 προσαρτήθηκε στο βιλαέτι του Καρασί (ή Μπαλούκεσερ). Όταν όμως καταργήθηκε το βιλαέτι αυτό το 1888 και ως σαντζάκι πλέον προσαρτήθηκε στο βιλαέτι της Προύσας, το σαντζάκι του Τσανάκαλε αποσπάστηκε και πάλι, ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο και υπήχθηκε απευθείας στο Υπουργείο Εσωτερικών. Η ελληνορθόδοξη κοινότητα διοικούνταν από έναν μουχτάρη, ο οποίος συνεπικουρούνταν στο έργο του από αζάδες (συμβούλους). Ο μουχτάρης εκλεγόταν κάθε 4 χρόνια. Παράλληλα λειτουργούσε η δημογεροντία, η οποία επόπτευε τη σχολική εφορεία και την εκκλησιαστική επιτροπή. Το Τσανάκκαλε ήταν επίσης έδρα δημαρχίας και δικαστηρίων. H πόλη ήταν έδρα της μητρόπολης Δαρδανελίων και Λαμψάκου, τα εδάφη της οποίας είχαν αποσπαστεί το 1913 από την επικράτεια της μητρόπολης Κυζίκου που είχε έδρα την Αρτάκη. Ο μητροπολίτης ουσιαστικά ηγούνταν της ορθόδοξης κοινότητας και εκπροσωπούσε τα μέλη της τόσο έναντι της οθωμανικής διοίκησης όσο και έναντι των δικαστηρίων.

Στον οικισμό υπήρχε παλαιά εκκλησία με καμπαναριό (τρεις καμπάνες), αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Ήταν ο μητροπολιτικός ναός. Στο προαύλιο είχε κελιά και ξενώνα. Υπήρχε σχέδιο των κατοίκων να τη ρίξουν και να χτίσουν καινούργια εκκλησία στη θέση «Καμμένα», κοντά στο καινούργιο σχολείο, όμως τελικά δεν ευδοκίμησε. Στην άκρη του οικισμού υπήρχε ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής όπου υπήρχε και αγίασμα. Γιόρταζε στις 26 Ιουλίου. Το νερό του θεωρούνταν θαυματουργό, ιδιαίτερα όσον αφορούσε την ελονοσία.

4. Οικιστική δομή

Υπήρχαν διάφορες χριστιανικές συνοικίες (μαχαλάδες, τουρκ. mahalle): α) Τσινάρ μαχαλεσί (μαχαλάς του Πλάτανου), β) Κιλισέ μαχαλεσί (μαχαλάς της εκκλησίας), γ) Βενιζελέικα και δ) Βασιλικά – οι δύο τελευταίες χτίστηκαν στο δυτικό και ανατολικό άκρο του Τσανάκκαλε αντίστοιχα, την περίοδο μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, και φυσικά οι ονομασίες τους παρέπεμπαν στους δύο πρωταγωνιστές της ελληνικής πολιτικής σκηνής, τον Ελευθέριο Βενιζέλο και το βασιλιά Κωνσταντίνο.

Επίσης υπήρχαν και άλλες συνοικίες όπως: α) τα Κρητικά: συνοικία η οποία βρισκόταν στην άκρη μιας από τις γέφυρες του Ροδίου και αποτελούνταν από περίπου 80 οικίες. Ονομάστηκε έτσι επειδή ιδρύθηκε από Κρητικούς μουσουλμάνους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν εκεί μετά την προσάρτηση της Κρήτης στο ελληνικό κράτος (1908), β) τα Τατάρικα: συνοικία όπου είχαν εγκατασταθεί Τάταροι από την Κριμαία μετά το ρωσο-οθωμανικό πόλεμο (1875-1878), γ) η εβραϊκή συνοικία, η οποία βρισκόταν γύρω από μια συναγωγή, δ) η αρμένικη συνοικία, ενω υπήρχαν και άλλες μουσουλμανικές συνοικίες. Επί της παραλίας βρισκόταν η περίφημη «φραγκική» συνοικία της πόλης (εκεί κατοικούσαν κυρίως οι καθολικοί Λεβαντίνοι). Η συνοικία αυτή καταστράφηκε το 1860 από πυρκαγιά. Ανοικοδομήθηκε αλλά καταστράφηκε σχεδόν τελείως, όπως και οι άλλες συνοικίες της πόλης, κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις του 1915. Μεγάλος σεισμός επίσης έπληξε το σαντζάκι του Τσανάκκαλε στις 26 Οκτωβρίου 1889.

Οι δρόμοι της πόλης δεν ήταν ιδιαίτερα φαρδιοί αλλά τις νύχτες φωτίζονταν με λάμπες πετρελαίου, οι οποίες ήταν εγκατεστημένες κάθε 150-200 μ. Υπήρχε ειδικός υπάλληλος που τις άναβε, ο λεγόμενος «πασβάντης» (pasvan = φύλακας). Οι δρόμοι ήταν γενικά ευθείς αλλά όχι λιθόστρωτοι. Κάθε μαχαλάς είχε την πλατεία του. Η πιο σημαντική ήταν αυτή που υπήρχε μπροστά από το δημοτικό θέατρο, στο οποίο έπαιζαν συχνά ξένοι θίασοι. Στην προκυμαία υπήρχαν πολλά και ωραία καφενεία, ενώ στο λιμάνι της πόλης έδεναν συχνά πλοία από τη Ρουμανία, τη Ρωσία, τη Βουλγαρία, που μετέφεραν εμπορεύματα σε χώρες της Ευρώπης.

Τα περισσότερα σπίτια ήταν μονώροφα, εκτός από εκείνα των πλουσίων κατοίκων που ήταν συνήθως διώροφα. Πολλά από τα λιθόκτιστα σπίτια της πόλης καταστράφηκαν στο σεισμό που έπληξε την πόλη στις 27 Ιουλίου 1912. Όλες σχεδόν οι Μεγάλες Δυνάμεις, όπως και η Ελλάδα, διατηρούσαν στην πόλη υποπροξενεία και προξενικά πρακτορεία.

5. Οικονομία

Το Τσανάκκαλε ήταν μεγάλο εμπορικό κέντρο της γύρω περιοχής. Οι έμποροι συναλλάσσονταν με την Κωνσταντινούπολη. Οι οινοπαραγωγοί εξήγαν κρασί στη Γαλλία. Πολλές ανταλλακτικές σχέσεις είχαν αναπτυχθεί με την απέναντι θρακική ακτή και κυρίως τη Μάδυτο και τη Ραιδεστό. Οι περισσότεροι ορθόδοξοι κάτοικοι ασχολούνταν με τη ναυτιλία, λίγοι όμως ήταν ιδιοκτήτες ιστιοφόρων. Στο Τσανάκκαλε είχε την έδρα της η αγγλική ναυαγοσωστική εταιρεία “Wreck” (= Ναυάγιο), λόγω των πολλών ναυαγίων που γίνονταν στα Στενά. Διέθετε 10 ναυαγοσωστικά, τα οποία πήγαιναν αμέσως στο χώρο του ατυχήματος και ρυμουλκούσαν τα πλοία. Το 50% των πληρωμάτων των ναυαγοσωστικών ήταν ορθόδοξοι. Η ίδια εταιρεία επίσης είχε εκεί και εργοστάσιο επισκευής εξαρτημάτων των πλοίων.

Λίγοι ήταν οι γεωργοί και ασχολούνταν κυρίως με την αμπελουργία, την οινοπαραγωγή αλλά και την παραγωγή βελανιδιών. Επίσης υπήρχαν πολλά αλιευτικά που ψάρευαν με δίχτυα στα Στενά (τα οποία ήταν πλούσια σε ψάρια λόγω των κοπαδιών που κατέβαιναν από το Βόσπορο). Οι ορθόδοξοι ήταν συνήθως μικροεπαγγελματίες. Ιδιοκτήτες των εργαστηρίων αγγειοπλαστικής ήταν ως επί το πλείστον (γύρω στα 30 εργαστήρια) ορθόδοξοι. Κατασκεύαζαν στάμνες, ποτήρια, κύπελλα και είδη πολυτελείας. Τα αγγεία αυτά ήταν περίφημα χάρη στο λευκό τους χρώμα –οφειλόμενο στον εγχώριο άργιλο, λευκόχρωμο και λεπτό, που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή τους– που έδινε την εντύπωση ότι ήταν φτιαγμένα από γυαλί. Πολλές φορές είχαν παράδοξα σχήματα με χρώματα χτυπητά και επιχρυσωμένα σε διάφορα σημεία. Είχαν αρχίσει να κατασκευάζονται εκεί ήδη από το 1740. Σε καθημερινή βάση έρχονταν ιστιοφόρα από διάφορα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και του ελληνικού βασιλείου και φόρτωναν διάφορα είδη αγγειοπλαστικής, τα οποία εξήγαν μέχρι τη Μασσαλία και το Λονδίνο. Ήδη όμως από το 1867 τα εργαστήρια αυτά άρχισαν να παρακμάζουν.

6. Eκπαίδευση

Το παλαιό σχολείο ήταν μεικτό. Το νεότερο το έφτιαξαν οι ορθόδοξοι κάτοικοι στην περιοχή «Καμμένα», όπου συλλειτουργούσαν πλέον διακριτά αρρεναγωγείο, παρθεναγωγείο και νηπιαγωγείο. Το σχολείο χτίστηκε με πρωτοβουλία του μητροπολίτη Κυζίκου Κωνσταντίνου Αλεξανδρίδη (1900-1903), δηλαδή προτού τα Δαρδανέλια αποτελέσουν έδρα ανεξάρτητης μητρόπολης. Ο Κωνσταντίνος εγκαινίασε μεγαλοπρεπές παρθεναγωγείο, το οποίο όμως χτίστηκε με δαπάνες του σκευοφύλακα του Αγίου Τάφου Ευθυμίου Πατλάκου (ο οποίος καταγόταν από τα Δαρδανέλια), ενώ έπεισε τον εκεί πλούσιο ομογενή Πάρι Παρισόπουλο να πράξει κάτι ανάλογο, να χρηματοδοτήσει δηλαδή την ανέγερση αρρεναγωγείου. Εργάστηκε επίσης για την περιτείχιση του νεκροταφείου της πόλης, ενώ σύστησε την Αδελφότητα των Κυριών «Αγία Βαρβάρα», ο σκοπός της οποίας ήταν η πρόσληψη τακτικού μορφωμένου ιεροκήρυκα.

7. O ποταμός Ρόδιος

Ο ποταμός Ρόδιος (Σαρή Κοτζά τσάι) που διέσχιζε την πόλη πήγαζε από το βουνό Καρά Νταγ και χυνόταν στη θάλασσα των Στενών, κοντά στο φρούριο Τσιμινλίκ, λίγα χιλιόμετρα έξω από το Τσανάκκαλε. Μέσα στην πόλη υπήρχαν τρεις γέφυρες που ένωναν τα δύο μέρη της πόλης που χώριζε το ποτάμι. Η μεγαλύτερη και παλαιότερη ήταν η γνωστή ως «Γέφυρα του Κάστρου». Αυτή ήταν ξύλινη. Η μοναδική από τις τρεις που ήταν χτισμένη από πέτρα βρισκόταν στη συνοικία «Τατάρκια» (εκεί κατοικούσαν Τάταροι). Με τις πλημμύρες του ποταμού συχνά οι γέφυρες αυτές κατέρρεαν, οπότε οι κάτοικοι αναγκάζονταν να τις επιδιορθώνουν. Μια τέτοια υπερχείλιση των υδάτων του Ροδίου έγινε στις 22 Φεβρουαρίου 1889 (το ίδιο έγινε και με τον Σκάμανδρο). Οι πλημμύρες ωστόσο του Ροδίου βοηθούσαν τα γύρω εδάφη να γίνουν ακόμα περισσότερο γόνιμα (αμπέλια, μποστάνια κτλ.), με την ιλύ που κατακαθόταν μετά την απόσυρση των νερών. Ο ποταμός τροφοδοτούσε με πόσιμο νερό την πόλη. Υπήρχε μηχανοστάσιο που επεξεργαζόταν το νερό, το καθάριζε και το διοχέτευε στη μεγάλη δεξαμενή της πόλης, από όπου μοιραζόταν στις βρύσες των μαχαλάδων και των σπιτιών. Τα νερά επίσης του Ροδίου μετέφεραν ξυλεία από το βουνό Καρά Νταγ στη θάλασσα, από όπου την παραλάμβαναν οι έμποροι. Αυτή η δραστηριότητα διαρκούσε ολόκληρο το καλοκαίρι.

8. Τα Στενά

Κοντά στο Τσανάκκαλε υπήρχε μια σειρά οθωμανικών φρουρίων, η εγκατάσταση των οποίων είχε φυσικά στόχο να προφυλάξει την Κωνσταντινούπολη από εχθρικές επιθέσεις. Μπαίνοντας από την πλευρά του Αιγαίου στην Προποντίδα συναντούσε κανείς το κάστρο του Κούμκαλε, ενώ αντικριστά στη θρακική παραλία βρισκόταν το λεγόμενο Σεντίλ Μπαχρί. Στη θρακική παραλία υπήρχαν επίσης τα φρούρια Μετζιτιέ, Χαμιδιέ και Κιλίτ Μπαχρί. Από την πλευρά του Τσανάκκαλε και μετά το Κούμκαλε βρίσκονταν με τη σειρά το Σουλτανιέ καλέ, το κάστρο του Τσανάκκαλε και το Κιοσέ καλέ. Τα πιο σημαντικά ήταν το Κουμκαλέ και το Σεντίλ Μπαχρί, τα οποία κλείνουν την είσοδο των Στενών, και το Κιλίτ Μπαχρί με το Σουλτανιέ, επειδή βρίσκονται στο στενότερο σημείο των Δαρδανελίων. Στο σημείο αυτό, όπου βρισκόταν και το στόμιο του Ρόδιου ποταμού, κάθε νύχτα στις 12 έπεφτε μία κανονιά: αυτό σήμαινε ότι μέχρι το πρωί που θα ξημέρωνε δε θα μπορούσε κανένα πλοίο να περάσει. Τα φρούρια αυτά διέθεταν τεράστια πυροβόλα, ενώ αργότερα συγκεντρώθηκαν γύρω από αυτά συστοιχίες πυροβόλων. Εν τούτοις οι Οθωμανοί δε φρόντιζαν με ικανοποιητικό τρόπο τη συντήρηση του πολεμικού υλικού με συνέπεια πολλές φορές να αποτυγχάνουν στο στόχο απομάκρυνσης του εχθρού. Έτσι το 1770 επτά ρωσικά πολεμικά εισχώρησαν από το Αιγαίο μέχρι το Κεφές-Μπουρνού. Το 1807 ο αγγλικός στόλος κατάφερε να φθάσει χωρίς καμία ενόχληση μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης.

Το 1809 απαγορεύτηκε η διέλευση του Ελλησπόντου από πολεμικά πλοία (εκτός των οθωμανικών). Το 1833 το δικαίωμα αυτό της Πύλης το αποδέχθηκε και η Ρωσία με τη Συνθήκη του Χουνκιάρ Ισκελεσί. Το ίδιο συνέβη με τη Συνθήκη περί Δαρδανελίων που σύναψαν οι πέντε Μεγάλες Δυνάμεις το 1841, με τη Σύμβαση περί Στενών της Συνθήκης των Παρισίων του 1856, όπως επίσης και στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1878.

Το 1912 τα Στενά αποκλείστηκαν από τον ιταλικό στόλο στο πλαίσιο του ιταλο-οθωμανικού πολέμου (Απρίλιος 1912). Τότε, από τα δύο φρούρια Σεντίλ Μπαχρί και Κουμκαλέ, στην είσοδο των Στενών, αποκρούστηκε ο ιταλικός στόλος στην προσπάθειά του να εισχωρήσει στα Δαρδανέλια. Επτά όμως ιταλικά τορπιλοβόλλα κατάφεραν την νύχτα της 18ης προς τη 19η Ιουλίου 1912 να εισχωρήσουν μέχρι το μέσο των Στενών και να επιστρέψουν αλώβητα στο Αιγαίο. Ιδιαίτερα σημαντική επίσης για την ιστορία των Στενών είναι η Ναυμαχία της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912 και 5 Ιανουαρίου 1913), όταν ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης απέκρουσε με τη ναυαρχίδα «Αβέρωφ» την προσπάθεια του οθωμανικού στόλου να βγει στο Αιγαίο και διατήρησε έτσι τον αποκλεισμό του Ελλησπόντου καθ’ όλη την διάρκεια του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου (Οκτώβριος 1912-Ιούνιος 1913). Η σημαντικότερη πάντως πολεμική επιχείρηση ήταν η Εκστρατεία των Δαρδανελίων, οι αποτυχημένες δηλαδή προσπάθειες σε ξηρά και θάλασσα του συμμαχικού στρατού (Άγγλων, Νεοζηλανδών, Αυστραλών, Γάλλων) να καταλάβει τη χερσόνησο της Καλλίπολης κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου (Φεβρουάριος 1915-Ιανουάριος 1916).

1. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Μ 28. Βλ. και Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι. - 1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες: από το μιλλέτ των Ρωμιών στο ελληνικό έθνος, Αθήνα 1997, πίνακες. Η στατιστική που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ξενοφάνης 3 (1905), σελ. 92-93, αναφέρει ότι στο Τσανάκκαλε κατοικούσαν  5.000 ελληνορθόδοξοι χωρίς να κάνει αναφορά στις υπόλοιπες εθνοτικές ομάδες που κατοικούσαν στην πόλη. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την ίδια χρονική περίοδο  αναφέρει τον ίδιο αριθμό ελληνορθόδοξων βλ. Εθνικά Φιλανθρωπικά Καταστήματα Κωνσταντινουπόλεως, Ημερολόγιον του έτους 1905 (Κωνσταντινούπολη 1904), σελ. 186-187. Ο Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 208, αναφέρει ότι σε συνολικό αριθμό 20.000 κατοίκων οι 8.000 ήταν Έλληνες, αναφέρεται όμως και στην ύπαρξη φυσικά Τούρκων και Αρμενίων, αλλά και Εβραίων και λίγων Λεβαντίνων.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>