Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Βησσαρίων Καρδινάλιος

Συγγραφή : Μακρυπούλιας Χρήστος (22/2/2007)

Για παραπομπή: Μακρυπούλιας Χρήστος, «Βησσαρίων Καρδινάλιος», 2007,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=10635>

Βησσαρίων Καρδινάλιος (7/3/2007 v.1) Bessarion Cardinal (7/3/2007 v.1) 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

διάκονος, ο
Κατώτερο εκκλησιαστικό αξίωμα. Χειροτονούνταν κάποιος διάκονος από την ηλικία των 25 ετών και μετά. Επιτρεπόταν να είναι έγγαμος, αν ο γάμος είχε τελεστεί πριν από τη χειροτονία.

καρδινάλιος, ο
Το ανώτερο, μετά τον πάπα, εκκλησιαστικό αξίωμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (από το λατ. cardinalis = πρωτεύων).

τιτουλάριος, ο
1. Εκκλησιαστικός αξιωματούχος που έφερε για λόγους διάκρισης τον τίτλο του επισκόπου ή μητροπολίτη μιας ανενεργού εκκλησιαστικής επαρχίας. 2. Ο κάτοχος ενός τίτλου που έχει δοθεί τιμής ένεκεν, χωρίς να περιέχει καμία αρμοδιότητα.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>