Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Μαγνησία επί Μαιάνδρω (Αρχαιότητα), Θέατρο

Συγγραφή : Αριστοδήμου Γεωργία (13/6/2003)

Για παραπομπή: Αριστοδήμου Γεωργία, «Μαγνησία επί Μαιάνδρω (Αρχαιότητα), Θέατρο», 2003,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=5176>

Μαγνησία επί Μαιάνδρω (Αρχαιότητα), Θέατρο (13/10/2009 v.1) Magnesia ad Maeandrum (Antiquity), Theatre (9/9/2009 v.1) 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

scaenae frons, η
Η μνημειακή και πολυώροφη διαμόρφωση της πρόσοψης της σκηνής του ρωμαϊκού θεάτρου, που φέρει πλούσιο αρχιτεκτονικό και γλυπτό διάκοσμο.

ανάλημμα, το
1. Τοίχος (ή σύστημα τοίχων) που οικοδομείται με σκοπό τη συγκράτηση όγκου χώματος. 2. Κατακόρυφοι τοίχοι που ορίζουν τα δύο πέρατα του κοίλου προς την πλευρά των παρόδων του αρχαίου θεάτρου.

διάζωμα, το (λατ. praecinctio)
Ο οριζόντιος περιμετρικός διάδρομος που χωρίζει το κοίλο των αρχαίων θεάτρων σε άνω και κάτω τμήμα.

εδώλιο, το
1. Πάγκος, κάθισμα, έδρανο ξύλινο ή λίθινο. 2. Το κάθισμα του θεάτρου ή το σύνολο των καθισμάτων του κοίλου.

ελληνικού τύπου θέατρο, το
Το θεατρικό οικοδόμημα όπως αυτό διαμορφώθηκε στον ελλαδικό χώρο κατά την Ελληνιστική περίοδο. Αποτελείται από τρία ξεχωριστά τμήματα που δε συνδέονται μεταξύ τους: το κοίλον, την ορχήστρα και τη σκηνή. Το κοίλον είναι μεγαλύτερο του ημικυκλίου, χτίζεται συνήθως στη φυσική πλαγιά ενός λόφου και ορίζεται πλευρικά από αναλημματικούς τοίχους. Η ορχήστρα είναι κυκλική ή πεταλόσχημη και η σκηνή έχει ορθογώνιο σχήμα και διαθέτει παρασκήνια στις πλευρές.

ισόδομο σύστημα, το
Σύστημα δόμησης τοίχων και τειχών σε συνεχείς ισοϋψείς στρώσεις ισομεγέθων ορθογώνιων πλίνθων ή λίθων. Αυτοί τοποθετούνται σε σειρές έτσι ώστε το σημείο εφαρμογής των δύο υποκείμενων λίθων να βρίσκεται στο μέσο εκείνου της υπερκείμενης σειράς. Διακρίνεται σε ορθογώνιο και τραπεζιόσχημο, αναλόγως αν οι στενές πλευρές των λίθων είναι κατακόρυφες ή κεκλιμένες.

καμάρα, η
Θολωτή κατασκευή ημικυκλικής διατομής. Χρησιμοποιείται συχνά ως είδος απλής στέγης με ημικυλινδρικό θόλο.

κερκίδες, οι (cunei)
Ομόκεντρα σφηνοειδή τμήματα στα οποία χωρίζονται, με τη βοήθεια στενών κλιμάκων, τα καθίσματα του κοίλου του αρχαίου θεάτρου.

κοίλο, το (cavea)
Το ομόκεντρο, συνήθως ημικυκλικό, πρανές του αρχαίου θεάτρου, όπου κάθονται οι θεατές.

κονίαμα, το
Πολτώδες παρασκεύασμα που αποτελείται από χώμα, νερό, κόκκους άμμου, θηραϊκής άμμου ή μαρμάρου. Χρησιμοποιείται είτε ως συνδετικό υλικό μεταξύ λίθων ή πλίνθων, εξασφαλίζοντας στερεότητα, είτε για την επίχριση τοιχοποιίας, εξασφαλίζοντας την προστασία της.

λιθόπλινθος, ο
Λίθινο παραλληλεπίπεδο στοιχείο που προκύπτει από συνήθη κοπή και παρουσιάζει αναλογίες αντίστοιχες με την πλίνθο. Οι λιθόπλινθοι με όμοια ή ποικίλα μεγέθη χρησιμοποιούνται κυρίως στο ισόδομο σύστημα τοιχοποιίας.

λογείον, το (pulpitum, ουδ.)
Το επίμηκες βάθρο του σκηνικού οικοδομήματος του ρωμαϊκού θεάτρου, όπου έπαιζαν οι ηθοποιοί.

ορθοστάτης, ο
Ορθογώνιος λίθος τοποθετημένος όρθιος στο κάτω μέρος του τοίχου ενός οικοδομήματος.

ορχήστρα, η
Χώρος ανάμεσα στη σκηνή και το κοίλο του αρχαίου θεάτρου, όπου διεξάγονται τα θεατρικά δρώμενα. Είναι συνήθως ημικυκλικού σχήματος και σπανιότερα κυκλικού.

παραστάδα, η
Επίμηκες αρχιτεκτονικό μέλος, εγκάρσια τοποθετημένο σε τοίχους, συνήθως για τη στήριξη γείσων ή αετωμάτων.

προσκήνιον, το (proscaenium)
Κιονοστοιχία που προστέθηκε μπροστά από τον τοίχο της σκηνής του αρχαίου ελληνικού θεάτρου. Τα διαστήματα μεταξύ των κιόνων ενίοτε κλείνονταν με θυρώματα ή γραπτούς πίνακες. Στα ρωμαϊκά θέατρα το προσκήνιο χαμηλώνει και φέρει αρχιτεκτονικό και γλυπτό διάκοσμο.

σκηνή, η (scaena)
Αρχικά το μέρος όπου έπαιζαν οι ηθοποιοί. Αργότερα αποτέλεσε το μόνιμο κτίσμα που έκλεινε τη μία πλευρά του θεάτρου και διέθετε βοηθητικούς χώρους για την προετοιμασία των ηθοποιών και τη φύλαξη των μηχανημάτων.

χαρώνεια κλίμακα, η
Υπόγεια κλίμακα σε αρχαία θέατρα (μεταξύ σκηνής και ορχήστρας) απ’ όπου στη διάρκεια της παράστασης γινόταν η εμφάνιση νεκρών από τον Άδη ή ή κάθοδος αυτών που πέθαιναν.

χυτή τοιχοποιία, η (opus caementicium, το)
Τρόπος δόμησης με τη χρήση ξυλότυπων, κονιάματος ως συνδετικού υλικού και αργών λίθων. Στο ανατολικό τμήμα του ρωμαϊκού κράτους διαδόθηκε από το 50 π.Χ. και μετά.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>