θέρμες, οι
Μεγάλα συγκροτήματα λουτρών της Ρωμαϊκής περιόδου. Διαθέτουν τους τρεις κύριους χώρους λούσεως, τον ψυχρό (frigitarium), το χλιαρό (tepidarium) και το θερμό (caldarium), και πλήθος άλλων βοηθητικών δωματίων. Αποτελούν ταυτόχρονα χώρο συγκεντρώσεων και συχνά συνδυάζονται με κτήρια φυσικής αγωγής (γυμνάσια, παλαίστρες). Ο όρος στη συνέχεια αφορούσε λουτρά γενικώς ή και αμιγώς θερμά (ιαματικά) λουτρά εγκατεστημένα σε φυσικές πηγές, αλλά και τις ίδιες τις φυσικές θερμές πηγές.
|
σακελλάριος, ο – σακέλλιον, το
(και σακελλάριος, ο, σακέλλη ή σακέλλα, η) Βυζαντινός διοικητικός όρος με δύο βασικές σημασίες: 1. Το αυτοκρατορικό ταμείο. Σημαντικός θεσμός στη διοίκηση και τη διάθεση πόρων. Σχετικά με αυτό είναι τα αξιώματα σακελλάριος (αρχικά), χαρτουλάριος της σακέλλης (από τον 9ο αιώνα), το σέκρετο του σεκελλίου, ο επί σακκελίου (ο αρμόδιος για το θεσμό από τον 11ο-12ο αιώνα). Ο «σακελλάριος» αποτέλεσε, το πιθανότερο, τη μεσαιωνική ονομασία του «ταμία των βασιλικών χρημάτων». 2. Το ταμείο της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, ήτοι της Αγίας Σοφίας. Στην πατριαρχική σακέλλη φυλάσσονταν έγγραφα που πιστοποιούσαν τα περιουσιακά δικαιώματα του Πατριαρχείου. Στα μοναστήρια και στους μικρότερους ναούς το αντίστοιχο αρμόδιο αξίωμα είναι μέγας σακελλάριος ή ο σακελλίου.
|