Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Σελεύκεια Ισαυρίας (Βυζάντιο)

Συγγραφή : ΙΒΕ , Μελβάνι Νίκος (10/10/2003)

Για παραπομπή: ΙΒΕ , Μελβάνι Νίκος, «Σελεύκεια Ισαυρίας (Βυζάντιο)», 2003,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=6096>

Σελεύκεια Ισαυρίας  (Βυζάντιο) (15/12/2009 v.1) Seleukeia of Isauria (Byzantium) - δεν έχει ακόμη εκδοθεί 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

βασιλική, η
Σημαντικός τύπος δημόσιου κτηρίου της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής που χρησίμευε ως δικαστική αίθουσα και χώρος εμπορικών συναλλαγών και χρηματιστηριακών πράξεων ή απλώς ως τόπος δημόσιων συγκεντρώσεων και ακροάσεων. Στα χριστιανικά χρόνια χρησιμοποιήθηκε ως τόπος λατρείας και μετεξελίχθηκε σε ναό, ο δε τύπος των ναών που ονομάζονται βασιλικές είναι λιτές δρομικές, δηλαδή επιμήκεις, δομές.

διοικητής, ο
Αξιωματούχος των οικονομικών υπηρεσιών κατά τη Μέση και την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο, υπεύθυνος για φορολογικά ζητήματα με δικαιοδοσία σε συγκεκριμένη περιοχή.

δούκας, ο (λατ. dux)
Αρχαιότητα: Ρωμαίος στρατιωτικός αξιωματούχος ο οποίος σε ορισμένες επαρχίες είχε και διοικητικές αρμοδιότητες. Βυζάντιο: Κατά κανόνα ανώτατος στρατιωτικός αξιωματούχος. Από το β΄ μισό του 10ου αιώνα ο όρος δηλώνει το στρατιωτικό διοικητή μεγάλης περιφέρειας. Μετά το 12ο αιώνα οι δούκες εμφανίζονται ως διοικητές μικρών θεμάτων.

δρουγγάριος, ο
Στρατιωτικό αξίωμα (του στρατού και του ναυτικού). Ο δρουγγάριος αρχικά ήταν επικεφαλής του στρατιωτικού σχηματισμού του δρούγγου (ιππέων αλλά και δρομώνων). Ήταν υψηλό αξίωμα κατά τον 7ο και 8ο αιώνα, υφιστάμενος του τουρμάρχη του θέματος. Αργότερα μειώθηκε η σημασία του.

επισκεπτίτης, ο
Ο επισκεπτίτης ήταν αξιωματούχος των οικονομικών υπηρεσιών στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, επιφορτισμένος με τη διαχείριση των επισκέψεων, γαιοκτησιών του θρόνου, ή και εν γένει γαιοκτησιών που απέφεραν έσοδα στο κράτος.

ηγεμών, o (λατ. praeses)
Κυβερνήτης επαρχίας. Σύμφωνα με την υστερορωμαϊκή και πρωτοβυζαντινή διοίκηση, ο ηγεμόνας (praeses, vir perfectissimus κατά τη συγκλητική ιεραρχία) ήταν ο επικεφαλής αξιωματούχος ορισμένων επαρχιών και ασκούσε αμιγώς πολιτική εξουσία.

θέμα, το
Ο όρος αναφέρεται στα ευμεγέθη στρατιωτικά σώματα που πραγματοποιούσαν επιχειρήσεις σε ευρείες περιοχές υπό τη διοίκηση στρατηγού· αναφέρεται όμως και στις ίδιες τις περιοχές. Ο θεσμός των θεμάτων εδραιώθηκε κατά τον 7ο αιώνα και ακολούθως χαρακτήριζε τη διοικητική διαίρεση της αυτοκρατορίας της Μέσης περιόδου. Αρχικά η λέξη σήμαινε το στρατιωτικό σώμα που ήταν υπεύθυνο για την άμυνα περιοχής στην οποία έμελλε να εγκατασταθεί, και ακολούθως σήμαινε και την περιοχή. Στις κατώτερες βαθμίδες της στρατιωτικής ιεραρχίας το θέμα στελεχωνόταν από γεωργούς-στρατιώτες. Το σύστημα των θεμάτων, που διατηρήθηκε έως το τέλος της Βυζαντινής περιόδου, στην Ύστερη Βυζαντινή περίοδο χρησιμοποιούνταν για να δηλωθούν φορολογικές κυρίως ενότητες.

καστελλάνος, ο
1. (καστροφύλακας, castellanus): διοικητής φεουδαρχικού κάστρου, υπεύθυνος για τη συντήρησή του και για τη φύλαξη των κρατουμένων.2. Στις γενουατικές αποικίες, ο καστελλάνος επιλεγόταν μεταξύ έξι υποψηφίων που πρότειναν οι πολίτες της Γένουας από τον δόγη, είχε πλήρη πολιτική και δικαστική εξουσία με την υποχρέωση να λογοδοτεί κατά περίπτωση στο συμβούλιο της πόλης ή στον δόγη και να ασκεί εξουσία σε συνεργασία με τους δύο συνδικάτορες, της Γένουας και της Χίου. 3. Αξιωματούχος των ευρωπαϊκών κρατών στις κτήσεις τους στην Ανατολή και στον ελλαδικό χώρο με πολιτική, δικαστική, ενίοτε και στρατιωτική εξουσία, ο οποίος διοριζόταν και ήταν υπόλογος στον φορέα εξουσίας του κυρίαρχου κράτους.

κινστέρνα, η
Υπόγεια κατασκευή σχετικά μεγάλου μεγέθους, που χρησιμοποιούνταν ως δεξαμενή για την αποταμίευση νερού. Οι κινστέρνες κατά κανόνα είναι σκαμμένες στο έδαφος και έχουν επιμελημένη κατασκευή.

κλεισούρα, η (clausura)
Βυζαντινός στρατιωτικός όρος. Η κλεισούρα, αρχικά ορεινό πέρασμα, από τον 7ο αιώνα και εξής είναι η στρατιωτική μονάδα που ασχολείται με την άμυνα του περάσματος. Κατ’ επέκταση, ο όρος χρησιμοποιείται για μικρότερη (από το θέμα) διοικητική-στρατιωτική ενότητα. Η μόνιμη έδρα της βρισκόταν σε δύσβατη συνοριακή περιοχή και μπορούσε να είναι οικονομικά και διοικητικά ανεξάρτητη από το στρατηγό του θέματος. Θεωρείται εξέλιξη της τούρμας.

κλεισουράρχης, ο
Επίσης, κλεισουριάρχης. Βυζαντινός όρος για το διοικητή κλεισούρας ή κλεισαρχίας. Η τελευταία ήταν στρατιωτική μονάδα με καθήκον την άμυνα ορεινού περάσματος· ο όρος χρησιμοποιείται επίσης για να δηλώσει διοικητική μονάδα μικρότερη από το θέμα.

κόμης, ο (λατ. comes, -is)
1. Κρατικός αξιωματούχος στη Ρωμαϊκή και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία με ποικίλες πολιτικές αλλά κυρίως στρατιωτικές αρμοδιότητες (π.χ. ειδικά ο κόμης Ανατολής εκτελούσε χρέη βικαρίου κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο, επί Ιουστινιανού Α΄ ο κόμης επικεφαλής των διευρυμένων επαρχιών είχε πολιτική και στρατιωτική εξουσία, ενώ κατά τη Μέση Βυζαντινή περίοδο ο κόμης Οψικίου ήταν από τους ελάχιστους διοικητές θεμάτων που δεν έφεραν τον τίτλο του στρατηγού).2. Τίτλος ευγενείας στη μεσαιωνική Δύση.

κομμερκιάριος, ο
Αξιωματούχος επιφορτισμένος με την είσπραξη της δεκάτης, του δασμού (κομμερκίου) 10% που βάρυνε τη μετακίνηση και την πώληση των εμπορευμάτων. Η δικαιοδοσία του περιλάμβανε είτε κάποιο από τα μεγάλα αστικά κέντρα με έντονη εμπορική ζωή (οι πόλεις αυτές πολλαπλασιάζονται τον 8ο και 9ο αιώνα) είτε μια εκτεταμένη περιοχή της αυτοκρατορίας. Εφόσον είχε διοριστεί από τον αυτοκράτορα, ονομαζόταν βασιλικός κομμερκιάριος. Κατά την Ύστερη περίοδο, ο κομμερκιάριος ήταν επιχειρηματίας που εμπορευόταν μετάξι για δικό του λογαριασμό.

κριτής, ο
Βυζαντινό δικαστικό αξίωμα. Από το τέλος του 10ου αιώνα είχε και αρμοδιότητες δημοσιονομικού χαρακτήρα.

μέγας δρουγγάριος, ο
Συμπληρώστε την περιγραφή του νέου όρου ...

πορτολάνος, ο
Ναυτικό βιβλίο, είδος λιμενολογίου, επίτευγμα της ναυσιπλοΐας το 12ο αιώνα (από το λατινικό portus, λιμάνι). Παρείχε περιγραφή των ακτών και υποδείκνυε τα νηολόγια, ανάλογα με το λιμένα προορισμού. Επίσης, παρουσίαζε τα πιθανά αγκυροβόλια και τις γεωλογικές ιδιαιτερότητες.

χαρτουλάριος, ο
Από τη λέξη «χάρτης», με τη σημασία του επίσημου εγγράφου. 1. Βυζαντινό διοικητικό αξίωμα με ποικίλες κατά περιόδους αρμοδιότητες. Στην πρώιμη εποχή οι χαρτουλάριοι υπηρετούν στις μεγάλες διοικητικές υπηρεσίες, όπως του επάρχου του πραιτορίου, και είναι υπεύθυνοι για την τήρηση του αρχείου. Στα Mεσοβυζαντινά χρόνια αναλαμβάνουν διάφορα πόστα στην κεντρική ή την επαρχιακή διοίκηση. Εμφανίζεται και το αξίωμα του μεγάλου χαρτουλαρίου ως επικεφαλής σεκρέτων. Από το 12ο αιώνα αναφέρονται και με στρατιωτικές αρμοδιότητες, ενώ το 13ο αιώνα ο μέγας χαρτουλάριος είναι ένα από τα υψηλά ιστάμενα πρόσωπα στην αυλή. 2. Εκκλησιαστικός αξιωματούχος επιφορτισμένος με την τήρηση του αρχείου, εμφανίζει πολλά κοινά και πολλές φορές συγχέεται ως προς την αρμοδιότητά του με το χαρτοφύλακα.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>