Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Φιλάρετος ο Ελεήμων

Συγγραφή : Βάθη Θεοδώρα (10/7/2003)

Για παραπομπή: Βάθη Θεοδώρα , «Φιλάρετος ο Ελεήμων», 2003,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=6605>

Φιλάρετος ο Ελεήμων (26/1/2012 v.1) Philaretos the Merciful (21/2/2006 v.1) 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

διοικητής, ο
Αξιωματούχος των οικονομικών υπηρεσιών κατά τη Μέση και την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο, υπεύθυνος για φορολογικά ζητήματα με δικαιοδοσία σε συγκεκριμένη περιοχή.

μαγκλαβίτης, ο
Σωματοφύλακας του αυτοκράτορα, εξοπλισμένος με το «μαγκλάβιον» (ένα είδος ραβδιού) αλλά και με ξίφος και δίκοπο τσεκούρι. Από αξίωμα, ο μαγκλαβίτης βαθμιαία εξελίχθηκε σε απλό τιμητικό τίτλο.

μόδιος, ο
Βυζαντινή μονάδα μέτρησης της χωρητικότητας για υγρά και ξηρούς καρπούς, κυρίως σιτηρά. Επίσης μονάδα μέτρησης για εκτάσεις γης.- Θαλάσσιος ή βασιλικός μόδιος: αντιστοιχούσε σε 17,084 λίτρες και σχετιζόταν με τη γη.- Πολιτικός μόδιος: σχετιζόταν με το εμπόριο.- Αννονικός μόδιος: αντιστοιχούσε σε 11,389 λίτρες και σχετιζόταν με τη φορολογία. Στις βυζαντινές πηγές πολλές φορές χρησιμοποιείται ο όρος χωρίς να διευκρινίζεται ο τύπος του μοδίου. Από το 13ο αιώνα, το στρέμμα γίνεται συνώνυμο του μοδίου.

πατρίκιος, ο / πατρικία, η
Από το λατινικό patricius. Εισήχθη από τον Κωνσταντίνο Α΄ ως ισόβιος τιμητικός τίτλος ανδρών και γυναικών χωρίς διοικητικές αρμοδιότητες. Ειδικά για τις γυναίκες στο περιβάλλον της αυτοκράτειρας ο τίτλος της πατρικίας ζωστής ήταν ο υψηλότερος που μπορούσε να τους απονεμηθεί. Από τον 8ο έως το 10ο αιώνα ο τίτλος του πατρικίου αποδιδόταν σε υψηλούς αξιωματούχους της διοικητικής και στρατιωτικής ιεραρχίας, αλλά και σε ξένους συμμάχους και ηγεμόνες. Έπαψε να χρησιμοποιείται μετά το τέλος του 12ου αιώνα.

προάστειον ή προάστιον, το
Κλήρος γης που βρισκόταν σε απόσταση από κάποιον κατοικημένο τόπο (αστικό κέντρο ή χωριό) και δεν κατοικούνταν από τον ιδιοκτήτη του, αλλά μόνο από τους δούλους ή τους μισθίους (εργάτες χωρικούς).

σπαθάριος, ο
Πρώιμη Βυζαντινή περίοδος: Αξίωμα και αργότερα τιμητικός τίτλος. Κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο σπαθάριοι ονομάζονται οι σωματοφύλακες του αυτοκράτορα ή των ανώτερων αξιωματούχων. Από την εποχή του Θεοδοσίου Β΄ οι αυτοκρατορικοί σπαθάριοι ανήκαν στο σώμα των κουβικουλαρίων και ήταν ευνούχοι. Μέση Βυζαντινή περίοδος: Από τις αρχές του 8ου αιώνα πιθανόν έγινε τιμητικός τίτλος. Κατά τον 9ο αιώνα ο τίτλος άρχισε να χάνει την ισχύ του. Από τον 11ο αιώνα απαντά σπάνια στις πηγές, ενώ κατά το 12ο αιώνα δηλώνει πλέον ασήμαντα πρόσωπα. Ως ενεργός αξιωματούχος ο σπαθάριος συμμετείχε στη διοίκηση του κράτους, αλλά και στη λειτουργία της αυλής. Ως τιμητικός τίτλος απονεμόταν σε αυλικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς, μέλη επιφανών οικογενειών ακόμα και σε κληρικούς.

ύπατος, ο (consul)
Αξιωματούχος του ρωμαϊκού κράτους. Την περίοδο της Δημοκρατίας ήταν το ανώτατο πολιτικό και στρατιωτικό αξίωμα της πολιτείας, ενώ κάθε χρόνο εκλέγονταν δύο ύπατοι. Το υπατικό αξίωμα επιβίωσε και στην Αυτοκρατορική περίοδο με τιμητικό πλέον χαρακτήρα, καθώς και στην Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο. Μετά τον 6ο αιώνα η θέση του υπάτου στη βυζαντινή αυλική ιεραρχία ήταν χαμηλή, μόλις ανώτερη του σπαθαρίου, αλλά το 10ο αιώνα εμφανίζεται και πάλι ως αξίωμα, πιθανώς με δικαστικές αρμοδιότητες. Ο τίτλος του υπάτου παύει να χρησιμοποιείται μετά το 12ο αιώνα.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>