Τούλτσα

1. Ανθρωπογεωγραφία – Ιστορία

Η Τούλτσα, γνωστή κατά την Αρχαιότητα ως Αιγισσός, είναι ένα ποτάμιο λιμάνι που περιστοιχίζεται από λόφους και βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της Δοβρουτσάς, κοντά το δέλτα του Δούναβη. Από το 1419 τέθηκε υπό οθωμανικό έλεγχο, όπως άλλωστε όλη η Δοβρουτσά. Ήταν ένα μικρό αλιευτικό, διοικητικό (έδρα μουδουρλικιού) και εμπορικό κέντρο, ιδιαίτερα σημαντικό ως διαμετακομιστικός σταθμός για τη μεταφορά σιτηρών από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες της Μολδαβίας και της Βλαχίας προς την οθωμανική πρωτεύουσα. Η Τούλτσα καταστράφηκε πολλές φορές κατά τους Ρωσοτουρκικούς πολέμους του 18ου και του 19ου αιώνα. Ωστόσο, μετά τη συνθήκη της Αδριανούπολης (2 Σεπτεμβρίου 1829) η πόλη ανοικοδομήθηκε σε νέα θέση και γνώρισε τις επόμενες δεκαετίες οικονομική ανάπτυξη, κυρίως λόγω της αύξησης των εξαγωγών δημητριακών προς την Κωνσταντινούπολη αλλά και τη δυτική Ευρώπη, ανάπτυξη που γνώρισαν και άλλα λιμάνια σε Βλαχία και Δοβρουτσά.1

Μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο (1853-1856) και την υπογραφή της συνθήκης των Παρισίων η πόλη, αλλά και γενικότερα όλη η Δοβρουτσά, έτυχε ιδιαίτερης μέριμνας εκ μέρους των οθωμανικών αρχών για στρατηγικούς λόγους. Επιπλέον η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δουνάβεως, που συστήθηκε το 1856, όρισε ως έδρα της Ποτάμιας Αστυνομίας την Τούλτσα.2

Η οικονομική ανάπτυξη οδήγησε και στην αύξηση του πληθυσμού, κυρίως χάρη στη μετανάστευση, από 6.000 κατοίκους το 1842 σε 22.000 το 1863 και σε 39.000 το 1875.3 Ο πληθυσμός της Τούλτσας ήταν εξαιρετικά ανομοιογενής, καθώς εκεί κατοικούσαν μουσουλμάνοι (Τούρκοι και Τάταροι), Ρουμάνοι, Ρώσοι και κυρίως Βούλγαροι, όπως και σαφώς λιγότεροι Έλληνες, Εβραίοι, Αρμένιοι και Γερμανοί.4

Η απουσία συστηματικών απογραφών καθιστά δύσκολο να εξακριβωθεί ο αριθμός των Ελλήνων, αλλά και των άλλων εθνοτήτων, ενώ συχνά δίνονται αντιφατικά στοιχεία για την ίδια περίοδο. Έτσι το 1863 αναφέρονται περίπου 1.500 Έλληνες, ενώ το 1862, σύμφωνα με τον Έλληνα υποπρόξενο, ανέρχονταν στα 3.000 με 4.000 άτομα.5 Η πρώτη επίσημη απογραφή του 1879 κατέδειξε ότι οι Έλληνες ήταν μόλις 324, το 1,8% του πληθυσμού της Τούλτσας, μολονότι ένα χρόνο αργότερα ο Έλληνας υποπρόξενος υπολόγιζε τους Έλληνες σε 2.200 σε σύνολο 21.119 κατοίκων.6 Είναι βέβαιο πάντως ότι κυρίαρχη εθνική ομάδα –τόσο δημογραφικά, όσο και κοινωνικά– ήταν η βουλγαρική.7

Μετά την ενσωμάτωση της Δοβρουτσάς στη Ρουμανία, που την καθόρισε η συνθήκη του Βερολίνου, η πόλη εξακολούθησε να αποτελεί σημαντικό διοικητικό κέντρο (έδρα νομού), όμως δε γνώρισε την οικονομική ανάπτυξη άλλων πόλεων της περιοχής και δημογραφικά παρέμεινε στάσιμη. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1899 είχε μόλις 18.834 κατοίκους (616 Έλληνες υπήκοοι).8

2. Οικονομία

Η οικονομία της Τούλτσας αναπτύχθηκε από την τέταρτη δεκαετία του 19ου αιώνα, αφενός λόγω της ανάπτυξης του εξαγωγικού εμπορίου και αφετέρου εξαιτίας της ίδρυσης, στις αρχές της δεκαετίας του 1840, ναυπηγοεπισκευαστικών βιοτεχνιών, που εκμεταλλεύονταν τα πλούσια δάση της περιοχής. Στο εμπόριο κυριαρχούσαν οι Έλληνες έμποροι καταγόμενοι συνήθως από την Κεφαλλονιά και την Ιθάκη.9

Τα έργα ωστόσο που επιτέλεσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δουνάβεως στο Σουλινά, τα οποία και οδήγησαν στη ραγδαία ανάπτυξη αυτού του λιμανιού, σε συνδυασμό με την έλλειψη πλούσιας ενδοχώρας, οδήγησαν την οικονομία της Τούλτσας σε στασιμότητα. Στα τέλη του 19ου αιώνα βρισκόταν «ἐν τελείᾳ ἐμπορικεῖ ἀπονεκρώσει», για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Έλληνα δημοσιογράφου της Ρουμανίας Διονυσίου Μεταξά-Λασκαράτου, καθώς το εμπόριο είχε μειωθεί και τα πλοία θαλάσσης κατέπλεαν πλέον σε άλλα λιμάνια (Κωνστάντζα, Σουλινάς).10 Από τους πολυάριθμους κάποτε ελληνικούς εμπορικούς οίκους μόνο εκείνος των Λυκιαρδόπουλων παρέμενε ακμαίος.11

Άλλωστε και η βιομηχανία της πόλης ήταν ασήμαντη, καθώς περιοριζόταν σε μόλις τρεις μονάδες το 1900, εκ των οποίων μόνο η μία ήταν πραγματικά τεχνολογικά εκσυγχρονισμένη, ενώ ούτε τα Μεσοπολεμικά χρόνια δεν αναπτύχθηκε ο δευτερογενής τομέας στην Τούλτσα.12

3. Κοινωνία – Θεσμοί – Πολιτειακή οργάνωση

3.1. Ελληνική κοινότητα

Καθώς υπήρχε ναός ήδη από το 1848, όπου γλώσσα λατρείας ήταν μόνο η ελληνική, ίσως να είχε συγκροτηθεί μια «εφορία» ή «επιτροπή» που θα συνιστούσε τον πυρήνα της ελληνικής κοινότητας. Ωστόσο, φαίνεται ότι ελληνική κοινότητα συστήθηκε πολύ αργότερα, γύρω στο 1870, όταν «οἱ ἐνταῦθα οἰκοῦντες καὶ παροικοῦντες Ἕλληνες» συνήλθαν «εἰς ἕν» και η σύστασή της εντάσσεται στο πλαίσιο του ελληνοβουλγαρικού ανταγωνισμού. Η ίδρυση της κοινότητας ήταν μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η πολύ πετυχημένη προπαγάνδα της βουλγαρικής κοινότητας της πόλης, η οποία είχε οργανώσει εκείνη τη χρονιά μια εκπαιδευτική «εφορία» που μεριμνούσε και για τη λειτουργία του βουλγαρικού ναού, ενώ από το 1860 δεν αναγνώριζε πια τον πατριαρχικό μητροπολίτη Δρύστρας.

Η σύνταξη του κανονισμού της κοινότητας καθυστέρησε περίπου άλλα δύο χρόνια, καθώς ψηφίσθηκε μόλις στις 12 Μαρτίου 1872 και φαίνεται ότι ήταν απάντηση των Ελλήνων της Τούλτσας στην επικύρωση του φιρμανιού για την ίδρυση της βουλγαρικής εξαρχίας από την Πύλη και στην εγκατάσταση στην πόλη ενός εξαρχικού επισκόπου.

Σε αυτές τις προσπάθειες ο ρόλος του Έλληνα προξένου ήταν καίριος, όπως εξάγεται άλλωστε και από τον κανονισμό της κοινότητας, που καθόριζε ότι οι επίτροποι υπάγονταν στη δικαιοδοσία του ελληνικού υποπροξενείου. Φυσικά πρόεδρος της κοινότητας ήταν ο μητροπολίτης Δρύστρας, όπως συνέβαινε και στις άλλες ορθόδοξες πατριαρχικές κοινότητες που βρίσκονταν σε έδρα μητροπολίτη. Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι οι σχέσεις κοινότητας-προξένου με τον πατριαρχικό μητροπολίτη Διονύσιο ήταν τεταμένες, καθώς του καταλόγιζαν φιλαργυρία αλλά και αδράνεια έναντι των Βουλγάρων.13

Ένα χρόνο περίπου μετά την απελευθέρωση της Δοβρουτσάς από τα ρωσικά στρατεύματα, δηλαδή το 1879, η μητρόπολη Δρύστρας καταργήθηκε και ο ελληνικός ναός τέθηκε πλέον αποκλειστικά υπό τον έλεγχο της ελληνικής κοινότητας Τούλτσας. Αξίζει δε να αναφέρουμε ότι λίγο αργότερα, το 1882 και το 1883, οι τοπικές ρουμανικές αρχές (Νομαρχιακό Δικαστήριο, Δήμος Τούλτσας) αναγνώρισαν την ελληνική κοινότητα, που αναγνωρίστηκε ωστόσο επίσημα από το ρουμανικό κράτος με το πρωτόκολλο που επισυνάφθηκε στην ελληνορουμανική εμπορική σύμβαση της 19ης Δεκεμβρίου 1900.14

Στις 12 Δεκεμβρίου 1920 αποφασίσθηκε από τη γενική συνέλευση των μελών της ελληνικής κοινότητας Τούλτσας η σύνταξη νέου κανονισμού από την επιτροπή που εκλέχτηκε εκείνη την ημέρα. Ωστόσο, δεν είναι σίγουρο ότι η επταμελής συντακτική επιτροπή συνέταξε πράγματι νέο κανονισμό.15

3.2. Θρησκεία

Το 1830 οι Έλληνες της Τούλτσας έχτισαν μαζί με τους Ρουμάνους ένα μικρό ξύλινο ναό αφιερωμένο στον άγιο Νικόλαο. Το 1848 αποφάσισαν την οικοδόμηση ενός μεγαλύτερου ναού, αφιερωμένου στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, εξέλιξη που συνδέεται πιθανότητα με τη μεταφορά της έδρας της Μητρόπολης Δρύστρας από τη Σιλίστρια στην Τούλτσα. Έλαβαν σουλτανικό φιρμάνι την ίδια χρονιά και αποπεράτωσαν την ανέγερση το 1854.16

Στην Τούλτσα υπήρχαν ακόμη πέρα από ρωσικούς, βουλγαρικούς και ρουμανικούς ναούς, μια εβραϊκή συναγωγή, μια καθολική εκκλησία και ένα τζαμί.17

4. Εκπαίδευση – Σύλλογοι – Τυπογραφεία

Κατώτερα ελληνικά σχολεία οργανώθηκαν στην Τούλτσα ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, αλλά το επίπεδό τους δεν ήταν υψηλό. Έγιναν προσπάθειες για τη βελτίωσή τους μετά την ίδρυση της Ελληνικής Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητας το 1874, που φρόντισε για την ίδρυση αρρεναγωγείου, παρθεναγωγείου και ελληνικού σχολείου. Η αδελφότητα είχε την υποστήριξη του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος και την υποστήριξε κατά τη διάρκεια σύγκρουσής της με το μητροπολίτη Δρύστρας, ο οποίος ωστόσο ήταν πρόεδρος και της Αδελφότητας.18 Μετά την ενσωμάτωση της Δοβρουτσάς στη Ρουμανία το αρρεναγωγείο και το παρθεναγωγείο, υπό τον έλεγχο της κοινότητας πια, συνέχισαν τη λειτουργία τους, αν και με διακοπές που οφείλονταν είτε σε πιέσεις, ανά διαστήματα, του ρουμανικού κράτους είτε συχνότερα στην οικονομική πενία της κοινότητας. Στα χρόνια του Μεσοπολέμου είχαν ήδη κλείσει.19

Παράλληλα με τα ελληνικά σχολεία λειτουργούσαν και εκείνα των άλλων κοινοτήτων. Ήδη από το 1859 είχε οργανωθεί ένα δίκτυο βουλγαρικών σχολείων στην πόλη, που φρόντιζε για την εκπαίδευση τόσο των αγοριών όσο και των κοριτσιών, ενώ υπήρχε και ένα βουλγαρικό εκπαιδευτήριο μέσης εκπαίδευσης. Είχαν ιδρυθεί και κάποια μουσουλμανικά σχολεία κατώτερης ωστόσο βαθμίδας. Επιπλέον στις αρχές του 20ού αιώνα λειτουργούσε ρωσικό, εβραϊκό και μουσουλμανικό σχολείο, ενώ τα βουλγαρικά είχαν κλείσει έπειτα από πιέσεις της κυβέρνησης.20 Το επίπεδο διδασκαλίας στα ολιγάριθμα ρουμανικά σχολεία ήταν χαμηλό, αλλά βελτιώθηκε αισθητά μετά το 1878 που ιδρύθηκαν και γυμνάσια.

Η Τούλτσα δε θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί εκδοτικό κέντρο, καθώς ο αριθμός τυπογραφείων και εφημερίδων που εκδίδονταν στην πόλη ήταν μικρός. Ιδίως μάλιστα όσον αφορά το ελληνικό βιβλίο η παρουσία του ήταν ισχνή, μια και μόλις δύο ελληνικές εκδόσεις έχουν καταγραφεί.21




1. Βλ. Κουρελάρου, Β., Οι Εκκλησίες των Ελληνικών Κοινοτήτων της Ρουμανίας τον ΙΘ’ αιώνα (Αθήνα 2006), σελ. 26-27, και Baumann, V.H., Prezența elenilor la Tulcea (Bucureşti 2005), σελ. 11-22. Για τους όρους της συνθήκης της Αδριανούπολης βλ. Jelavich, B., Russia and the Formation of the Romanian National State, 1821-1878 (Cambridge 1984), σελ. 29-31, και γενικότερα για την ανάπτυξη του εμπορικών σχέσεων των Ηγεμονιών με τη δυτική Ευρώπη βλ. Cernovodeanu, P., Relațiile comerciale româno-engleze în contextual politicii orientale a Marii Britanii 1803-1878 (Cluj-Napoca 1986), σελ. 51-132.

2. Βλ. αναλυτικά για την Επιτροπή Stanciu, Ş., România şi Comisia Europeană a Dunării. Diplomație, suveranitate, cooperație internațională (Galaț 2002).

3. Baumann, V.H., Prezența elenilor la Tulcea (Bucureşti 2005), σελ. 22, 28-29, και Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, φάκ. 78/1, 1875, Υποπρόξενος Τούλτσης Ι. Σιγαρόπουλος, προς Υπουργείο Εξωτερικών, αρ. 286, 2 Οκτωβρίου 1875.

4. Βλ. Rădulescu, A. – Bitoleanu, I., Istoria Dobrogei (Constanţa 1998), σελ. 276-309.

5. Baumann, V.H., Prezența elenilor la Tulcea (Bucureşti 2005), σελ. 29. Βλ. και Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, φάκ. 36/25, 1862, Υποπρόξενος Τούλτσης Γ.Α. Λαγκαδάς, προς Υπουργείο Εξωτερικών, αρ. 232, 21 Ιουνίου 1862. Εδώ ας αναφέρουμε ότι λίγα χρόνια αργότερα, το 1866, ο Έλληνας Υποπρόξενος Ι.Α. Πηλείδης υπολόγιζε ότι οι Έλληνες ήταν 2.000, εκ των οποίων οι 1.500 υπήκοοι του σουλτάνου, πρβλ. ΙΑΥΕ/ΚΥ, φάκ. 78/1, 1865, Υποπρόξενος Τούλτσης Ι.Α. Πηλείδης, προς Υπουργείο Εξωτερικών, αρ. 291, 23 Αυγούστου 1866.

6. Baumann, V.H., Prezența elenilor la Tulcea (Bucureşti 2005), σελ. 29, και Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, φάκ. 58/3, 1881, Υποπρόξενος Τούλτσης Μ. Νικολάου, προς Πρεσβεία Βουκουρεστίου, 2/14 Ιανουαρίου 1881.

7. Για την εκκλησιαστική και εκπαιδευτική δραστηριότητα της βουλγαρικής κοινότητας βλ. ενδεικτικά Ischirkoff, A., Les Bulgares en Dobroudja. Aperçu historique et ethnographique (Berne 1919), σελ. 65-70, ενώ για δημογραφικά στοιχεία βλ. κυρίως Romansky, S., Le caractère ethnique de la Dobroudja (Sofia 1917), σελ. 171-175.

8. Colescu, L., Recensământul general al Populațiunei României. Rezulatate definitive (Bucureşti 1905), σελ. 89. Ο αριθμός των Ελλήνων βέβαια θα ήταν μεγαλύτερος, καθώς πολλοί από τους Έλληνες Οθωμανούς υπηκόους είχαν λάβει τη ρουμανική υπηκοότητα μετά την ενσωμάτωση της πόλης στη Ρουμανία.

9. Mateescu, T., “Construcţii navale la Tulcea înainte de 1877”, Peuce 9 (1984), σελ. 395-400, και Cernovodeanu, P., “L΄ activité des maisons de commerce et des négociants ioniennes du Bas-Danube durant l΄ intervalle 1829-1853”, στο Actes du II-e Colloque International d’Histoire I (Athens 1985), σελ. 102-103.

10. Μεταξάς-Λασκαράτος, Δ., Ελληνικαί παροικίαι Ρωσσίας και Ρωμουνίας (Βραΐλα 1900), σελ. 122. Παρόμοιες απόψεις εξέφραζε και ο Γεώργιος Παρασκευόπουλος: «Μὴ ζητεῖτε μεγάλα πράγματα ἀπὸ τὴν Τούλτσαν, ̇πόλις ἀτερπής, ἐμπόριον νεκρόν. Ἦτο, μοῦ ἔλεγαν ἄλλοτε εἰς εὐτυχισμένα χρόνια, ζωηρά τε τὸν πληθυσμὸν καὶ τὴν ἐμπορικήν της δρᾶσιν. Σήμερον ὅμως ἔμειναν μόνον τὰ πολλά της καταστήματα καὶ αἱ ἀποθῆκαι καὶ αὐτὰ κατάκλειστα», πρβλ. Παρασκευόπουλος, Γ., Η Μεγάλη Ελλάς (Αθήνα 1898), σελ. 133.

11. Μεταξάς-Λασκαράτος, Δ., Ελληνικαί παροικίαι Ρωσσίας και Ρωμουνίας (Βραΐλα 1900), σελ. 122. Για την οικογένεια των Λυκιαρδόπουλων βλ. Baumann, V.H., Prezența elenilor la Tulcea (Bucureşti 2005), σελ. 35-39, όπως και Candea, I., The Greek Community of Brăila (Romania) from Ancient Times to the 19th Century (Brăila 2004), σελ. 181-189.

12. Ancheta Industrială din 1901-1902, Industria Mare (Bucureşti 1902), σελ. 55, και Rădulescu, A. – Bitoleanu, I., Istoria Dobrogei (Constanţa 1998), σελ. 409-410.

13. Αναλυτικά στο Κοντογεώργης, Δ., «Σύσταση και οργάνωση ελληνικών κοινοτήτων στη Ρουμανία. Η περίπτωση του Τζιούρτζιου και της Τούλτσεας (β’ μισό 19ου αιώνα)», Μνήμων (2006-2007), σελ. 209-239.

14. Streit, G., Mémoire sur la question des Communautés Helléniques en Roumanie (Athènes 1905), σελ. 8, 27.

15. Ιστορικό Αρχείο Εθνικής Τραπέζης Ελλάδος, Α1/Σ40/Υ27/φάκ. 99: Κοινότης Ἑλληνικὴ Τούλτσης Ρουμανίας-Δ: Πρακτικὸν Γενικῆς Συνελεύσεως τῶν μελῶν τῆς Κοινότητος 12/12/920 και επιστολή της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος προς την κοινότητα Τούλτσης, της 27ης Σεπτεμβρίου 1922.

16. Βλ. Κουρελάρου, Β., Οι Εκκλησίες των Ελληνικών Κοινοτήτων της Ρουμανίας τον ΙΘ’ αιώνα (Αθήνα 2006), σελ. 27. Για την αρχιτεκτονική, γλυπτική και ζωγραφική του ναού βλ. Κουρελάρου, Β., Οι Εκκλησίες των Ελληνικών Κοινοτήτων της Ρουμανίας τον ΙΘ’ αιώνα (Αθήνα 2006), σελ. 29-35. Επίσης, Mateescu, T., “Les Diocèses orthodoxes de la Dobroudja sous la domination ottomane”, Balkan Studies 13 (1972), σελ. 288-289. Να σημειωθεί εδώ ότι η παλιότερη εκκλησία, ο Άγιος Νικόλαος, έμεινε υπό τον έλεγχο των Ρουμάνων της Τούλτσας.

17. Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, φάκ. 58/3, 1881, Υποπρόξενος Τούλτσης Μ. Νικολάου, προς Πρεσβεία Βουκουρεστίου, 2/14 Ιανουαρίου 1881. Βλ. επίσης Rădulescu, A. – Bitoleanu, I., Istoria Dobrogei (Constanţa 1998), σελ. 299-300, 303.

18. Βλ. Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, φάκ. 77/2, 1874, Διευθύνων Υποπροξενείο Ελλάδος εν Τούλτση Θ.Δ. Γκίνης, προς Υπουργείο Εξωτερικών, αρ. 130, 6 Απριλίου 1874.

19. Râşcanu, G., Istoricul invățământului particular în România din timpurile cele mai vechi până în zilele noastre (Bucureşti 1906), σελ. 237-238.

20. Râşcanu, G., Istoricul invățământului particular în România din timpurile cele mai vechi până în zilele noastre (Bucureşti 1906), σελ. 237-238.

21. Γενικά για τα τυπογραφεία της Τούλτσας βλ. Zamfir, C.D. – Georgescu, O., Presa dobrogeană. Bibliografie comentată şi adnotată (1879-1980) (Constanța 1985), passim. Για την παρουσία του ελληνικού βιβλίου βλ. Πολέμη, Π., Ελληνική Βιβλιογραφία 1864-1900, εισαγωγή, συντομογραφίες, ευρετήρια (Αθήνα 2006), σελ. 26.