Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Ναός Αγίας Ευφημίας

Συγγραφή : Ball Amanda (26/5/2008)
Μετάφραση : Πέτρακα Ελένη

Για παραπομπή: Ball Amanda, «Ναός Αγίας Ευφημίας»,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=11764>

Church of  St. Euphemia (8/9/2009 v.1) Ναός Αγίας Ευφημίας (24/6/2011 v.1) 
 

1. Ανακάλυψη και ταύτιση του μνημείου

Καθώς κατεδάφιζε ένα παλιό κτήριο φυλακών στα βορειοδυτικά του Ιπποδρόμου το 1939, ο Maarif Vekkloit ανακάλυψε ένα μαρτύριο της αγίας Ευφημίας, το οποίο ταυτίστηκε από έναν κύκλο τοιχογραφιών που απεικονίζουν το μαρτύριο της αγίας από τη Χαλκηδόνα.1 Την τοποθεσία ανέλαβε να ανασκάψει το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1942 το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Κωνσταντινούπολης, υπό τη διεύθυνση του A.M. Schneider και του αρχιτέκτονα Bay Sedat Çetintas. Τα ημερολόγια ανασκαφής του Schneider χάθηκαν, προτού σταθεί δυνατό να δημοσιευτούν τα ευρήματα· ως εκ τούτου, αν και η τελική αναφορά που έγινε από τους Naumann και Belting δίνει πληροφορίες για το οικοδόμημα, δεν αποτελεί (όπως σημειώνει ο Thomas Mathews) την οριστική δημοσίευση.2

Ανασκαφές που έγιναν αργότερα, υπό τη διεύθυνση του Duyuran, μεταξύ των ετών 1951 και 1952, αποκάλυψαν μια βάση κίονα στο προστώο του ναού με μια επιγραφή που ταυτίζει το χώρο με το παλάτι του Αντιόχου.3 Οι ενσφράγιστοι οπτόπλινθοι που ανασκάφηκαν στο χώρο, συνδυαζόμενοι με μαρτυρίες από τις γραπτές πηγές, χρονολογούν το οικοδόμημα κάποια στιγμή μετά το 429.4 Ο ναός παρουσιάζει τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά του 6ου αιώνα· πάντως, στις γραπτές πηγές αυτό το τμήμα του παλατιού αναφέρεται ότι μετατράπηκε σε εκκλησία για να μεταφερθούν εκεί τα λείψανα της αγίας Ευφημίας της Χαλκηδόνας από το ναό της πόλης, υπό την πίεση τότε των Περσών. Αυτή η αναφορά υποδεικνύει μια χρονολόγηση στον πρώιμο 7ο αιώνα (608/609 ή 615 ή 626, αν και στα Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως ο ναός εσφαλμένα αποδίδεται στον Κωνσταντίνο Α΄ και η μετακομιδή των λειψάνων τοποθετείται στον πρώιμο 5ο αιώνα).5

2. Τα σωζόμενα μέρη του κτηρίου

Το σωζόμενο οικοδόμημα αποτελείται από μια σειρά τοίχους με ποικίλο ύψος, μεταξύ ενός και τριών μέτρων, διατεταγμένους σε εξαγωνική περίκεντρη κάτοψη, με μια ευρεία αψιδωτή κόγχη σε κάθε πλευρά. Ανάμεσα στις κόγχες υπήρχαν μικρά κυκλικά δωμάτια. Η είσοδος του κοσμικού κτηρίου βρισκόταν στα νότια· στα δεξιά αυτής της εισόδου, στην ανατολική κόγχη και μπροστά από αυτήν, προστέθηκε το Βήμα. Ακόμη μία είσοδος ανοίχθηκε στην κόγχη απέναντι από το ιερό, ενώ η παλαιότερη παρέμεινε σε χρήση, αν και αργότερα έγινε πιο στενή. Η χρονολογία της κατασκευής της νέας εισόδου στη δυτική κόγχη δεν είναι επιβεβαιωμένη, αλλά εφόσον, μαζί με το Βήμα, δημιουργεί ένα νέο άξονα Α-Δ (αντί για τον άξονα Β-Ν του κοσμικού κτηρίου), ο Mathews υποθέτει ότι πρέπει να αναχθεί στην περίοδο κατά την οποία το κτήριο μετατράπηκε σε εκκλησία.6 Εκτός από αυτές τις εισόδους, ανοίχτηκαν και άλλες δύο στα κυκλικά δωμάτια εκατέρωθεν της αψίδας του ιερού. Οι είσοδοι αυτές στη συνέχεια κλείστηκαν, όταν προσαρτήθηκαν στα σημεία εκείνα μαυσωλεία.7 Η ύπαρξη δευτερευουσών εισόδων εκατέρωθεν του ιερού είναι σύνηθες χαρακτηριστικό των πρώιμων βυζαντινών ναών της Κωνσταντινούπολης και πρέπει να συνδεθεί με τις απαιτήσεις της λειτουργίας στην πρώιμη βυζαντινή πρωτεύουσα.8

Οι ανασκαφές έφεραν στο φως και κατάλοιπα του συνθρόνου, της θεμελίωσης της Αγίας Τράπεζας, του φράγματος του πρεσβυτερίου και της σολέας. Πιθανόν υπήρχε κι ένας άμβωνας, αν και δε σώζεται κάποιο σχετικό στοιχείο. Αυτά τα χαρακτηριστικά συμφωνούν με τη διάταξη του χώρου του ιερού που μαρτυρείται και σε άλλους πρώιμους βυζαντινούς ναούς της Κωνσταντινούπολης.

Τα γλυπτά κατάλοιπα από το φράγμα του πρεσβυτερίου, όπως είναι οι οκταγωνικές βάσεις των κιονίσκων και τα ανάγλυφα θωράκια, υποδεικνύουν μια χρονολόγηση στον 6ο αιώνα· το ίδιο και η τεχνική της ένθετης υαλόμαζας με την οποία κοσμούνται μαρμάρινα μέλη, όπως κίονες και πλάκες.9 Από την άλλη μεριά, το επιστύλιο φαίνεται ότι είναι της Μέσης Βυζαντινής περιόδου και σχετίζεται με μια ανακαίνιση του 797. Κατά την περίοδο της Εικονομαχίας ο ναός, σύμφωνα με την παράδοση, εκκοσμικεύτηκε, καθώς ο Κωνσταντίνος Ε΄ (741-775) –ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο πατέρας του, ο Λέων Γ΄ (717-741)–10 έριξε τα λείψανα της αγίας στη θάλασσα και η εκκλησία μετατράπηκε σε αποθήκη για όπλα και κοπριά. Τα λείψανα, με θαυματουργικό τρόπο, διασώθηκαν και αποπλύθηκαν ή έφτασαν μέχρι τη Λήμνο, απ’ όπου η Ειρήνη Αθηναία τα μετέφερε πίσω στην Κωνσταντινούπολη.11 Αυτή η επιστροφή των λειψάνων ενδεχομένως απηχεί την αποκατάσταση του ναού μετά την Εικονομαχία.12

3. Οι τοιχογραφίες

Ένας κύκλος από 14 τοιχογραφίες σώζεται ακόμη στο νοτιοδυτικό τμήμα του ναού· βρίσκονται πίσω από μια προστατευτική ασπίδα. Οι τοιχογραφίες εικονίζουν σκηνές από το βίο και το μαρτύριο της αγίας Ευφημίας της Χαλκηδόνας, διατεταγμένες σε ορθογώνια πλαίσια, με περιγράμματα με κόκκινες γραμμές. Χρονολογούνται στις τελευταίες δεκαετίες του 13ου αιώνα με βάση τη χρήση του χρώματος και την τεχνοτροπία. Παρουσιάζουν ομοιότητες με τις τοιχογραφίες του αρχικού εικονογραφικού προγράμματος του Αγίου Δημητρίου (ο μητροπολιτικός ναός) του Μυστρά (1275-1280) και εκείνες του παρεκκλησίου της Παμμακαρίστου (περ. 1310), οι οποίες, αν και χρονολογούνται λίγο αργότερα, ακολουθούν πρωιμότερη τεχνοτροπία.13 Ορισμένες λεπτομέρειες, όπως η χρήση διαφορετικών χρωμάτων για την απόδοση των επιφανειών του φωτός και της σκιάς στα ενδύματα των μορφών, θυμίζουν ακόμα μεταγενέστερες εξελίξεις στην παλαιολόγεια μνημειακή ζωγραφική στο Μυστρά (όπως οι τοιχογραφίες της Περιβλέπτου, 1360-1370). Σύμφωνα με τις τεχνοτροπικές τάσεις της πρώιμης παλαιολόγειας ζωγραφικής, οι μορφές στις τοιχογραφίες του κύκλου της Ευφημίας είναι αρκετά ογκηρές. Εκτός από αυτό τον κύκλο τοιχογραφιών, υπάρχει επίσης μια απεικόνιση του μαρτυρίου σαράντα χριστιανών στρατιωτών οι οποίοι πάγωσαν μέχρι θανάτου στη λίμνη της Σεβάστειας (οι Σαράντα Μάρτυρες της Σεβάστειας), που δεν έχει παράλληλο στην Κωνσταντινούπολη.14

4. Αποτίμηση

Ο ναός της Αγίας Ευφημίας είναι ένα σημαντικό μνημείο της κωνσταντινουπολίτικης ναοδομίας και τέχνης. Ο τρόπος με τον οποίο ένα κοσμικό παλατινό οικοδόμημα μετατράπηκε σε εκκλησία παρέχει σημαντικές πληροφορίες για την αφομοίωση τύπων της κοσμικής αρχιτεκτονικής της ύστερης αρχαιότητας από την πρώιμη βυζαντινή ναοδομία. Επιπλέον, διασώζει ίχνη της εσωτερικής διαρρύθμισης του ναού, προσφέροντας έτσι μια πιθανή κάτοψη της λειτουργικής διάταξης των πρώιμων κωνσταντινουπολιτικών ναών. Τέλος, ο εικονογραφικός κύκλος του 13ου αιώνα με το μαρτύριο της Ευφημίας είναι μοναδικός στην τέχνη της πρωτεύουσας.15

1. Για μια σύντομη αναφορά σε αυτήν την αγία, βλ. Kazhdan, A. (επιμ.), The Oxford Dictionary of Byzantium 2 (Oxford – New York 1991), σελ. 747-748, βλ. λ. “Euphemia of Chalcedon” (A. Kazhdan – N. Patterson-Sevcenko).

2. Naumann, R. – Belting, H., Die Euphemia-Kirche am Hippodrom zu Istanbul und ihre Fresken (Berlin 1966), σελ. 13-15.

3. Για τον Αντίοχο, έναν πραιπόσιτο επί Θεοδοσίου Β΄, βλ. Bardill, J. – Greatrex, G., “Antiochus the Praepositus: A Persian Eunuch at the Court of Theodosius II”, Dumbarton Oaks Papers 50 (1997), σελ. 171-197.

4. Bardill, J., “The Palace of Lausus and Nearby Monuments in Constantinople: A Topographical Study”, American Journal of Archaeology 101.1 (1997), σελ. 67.

5. Για τη μετακομιδή των λειψάνων βλ. Berger, A., “Die Reliquien der Heiligen Euphemia und ihre erste Translation nach Konstantinopel”, Hellenika 39 (1988), σελ. 311-322.  Για τις πηγές σχετικά με την Αγία Ευφημία στην Κωνσταντινούπολη, βλ. Naumann, R. – Belting, H., Die Euphemia-Kirche am Hippodrom zu Istanbul und ihre Fresken (Berlin 1966), σελ. 23-27· Janin, R., La geographie ecclésiastique de l’Empire byzantin I: Le siège de Constantinople et le Patriarchat Oeucuménique 3: Les Églises et les monastères2 (Paris 1969), σελ. 120-121.

6. Mathews, T.F., The Early Churches of Constantinople. Architecture and Liturgy (University Pa. 1971), σελ. 64.

7. Naumann, R. – Belting, H., Die Euphemia-Kirche am Hippodrom zu Istanbul und ihre Fresken (Berlin 1966), σελ. 49-53.

8. Mathews, T.F., The Early Churches of Constantinople. Architecture and Liturgy (University Pa. 1971), σελ. 106-107.

9. Naumann, R. – Belting, H., Die Euphemia-Kirche am Hippodrom zu Istanbul und ihre Fresken (Berlin 1966), σελ. 54-70.

10. Kazhdan, A. (επιμ.), The Oxford Dictionary of Byzantium 2 (Oxford - New York 1991), σελ. 747-748, βλ. λ. “Euphemia of Chalcedon” (A. Kazhdan – N. Patterson-Sevcenko).

11. Θεοφάνης, Χρονογραφία I, de Boor, C. (επιμ.), (Leipzig 1883, ανατ. Hildesheim 1980), σελ. 439-440· Janin, R., La geographie ecclésiastique de l'Empire byzantin I: Le siège de Constantinople et le Patriarchat Oeucuménique 3: Les Églises et les monastères2 (Paris 1969), σελ. 121.

12. Naumann, R. – Belting, H., Die Euphemia-Kirche am Hippodrom zu Istanbul und ihre Fresken (Berlin 1966), σελ. 70-71.

13. Naumann, R. – Belting, H., Die Euphemia-Kirche am Hippodrom zu Istanbul und ihre Fresken (Berlin 1966), σελ. 113-118.

14. Naumann, R. – Belting, H., Die Euphemia-Kirche am Hippodrom zu Istanbul und ihre Fresken (Berlin 1966), σελ. 171-177.

15. Mathews, T.F., The Early Churches of Constantinople. Architecture and Liturgy (University Pa. 1971), σελ. 61.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>