Σαγινάτοι

1. Ανθρωπογεωγραφία

Το χωριό ανήκε στα Πιστικοχώρια1 του τμήματος Απολλωνιάδος της επαρχίας της Προύσας και βρισκόταν 1,5 ώρα από την Απολλωνία. Το επίσημο ελληνικό όνομα του οικισμού, όπως δηλαδή αναφερόταν στα επίσημα εκκλησιαστικά έγγραφα, ήταν «Αγινάτοι». Στην προφορική όμως ομιλία των ελληνόφωνων κατοίκων του αναφερόταν ως «Σαγινάτοι ή Σαϊνάτοι». Η ονομασία αυτή είναι άγνωστης ετυμολογίας. Η τουρκική ονομασία του οικισμού, η οποία χρησιμοποιούνταν στα επίσημα οθωμανικά έγγραφα, ήταν «Ικιζτζέ» (Ikizce, ikiz = δίδυμος). Αυτή είναι και η σημερινή ονομασία του χωριού. Η ετυμολογία της ονομασίας αυτής σχετίζεται με τη γεωμορφολογία της περιοχής: πολύ κοντά στους Σαγινάτους, σε απόσταση 500 μ. περίπου, υπήρχε ένα βουνό με δύο όμοιες κορυφές, «δίδυμες», το Ικίζ τεπέ (Ikiztepe = δίδυμες κορυφές). Την μία κορυφή την αποκαλούσαν «Καγιά» (Kaya = βράχος), η οποία πράγματι ήταν βραχώδης, ενώ την άλλη «Άγιο Δημήτριο», επειδή, σύμφωνα με τοπική προφορική παράδοση, πάνω της υπήρχαν σημάδια από τα πατήματα του αλόγου του αγίου Δημητρίου. Οι Μεσιτίδης και Δεληγιάννης αναφέρουν ότι σε Μηναίο του έτους 1062 της Απολλωνιάδος σημειώνεται το χωριό με το όνομα «Σαγινάτοι», όπως ακριβώς διασώθηκε και στους επόμενους αιώνες.2

Ο πληθυσμός των Σαγινάτων στις αρχές του 20ού αιώνα έφθανε τις 130 οικίες, είχε δηλαδή περίπου 650 κατοίκους, όλους ελληνορθόδοξους.3

Η γλώσσα των κατοίκων των Σαγινάτων, όπως και των υπόλοιπων Πιστικοχωρίων, παρουσίαζε ορισμένες διαλεκτολογικές διαφορές που τους διέκριναν από τους ελληνόφωνους γειτονικών χωριών της περιοχής Απολλωνιάδος. Οι σημαντικότερες από αυτές ήταν: α) διάφοροι αρχαϊσμοί (π.χ. τι α ποιήσωμεν; = τι θα κάνουμε;), β) η συχνή χρήση των προσφυμάτων «να», «νο» και «νε» (π.χ. τωνόρα = τώρα, χαράνα = χαρά, μεγανάλη = μεγάλη), γ) η μετατροπή του «κι» σε «τσι» (π.χ. «δεντράτσι» αντί «δεντράκι»).

2. Διοικητική και εκκλησιαστική εξάρτηση – Θρησκεία – Εκπαίδευση

Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε για τις αρχές του 20ού αιώνα, το χωριό ανήκε διοικητικά στο καϊμακαμλίκι του Μιχαλητσίου, το οποίο με τη σειρά του υπαγόταν απευθείας στο βιλαέτι της Προύσας. Στο Μιχαλήτσι είχαν την έδρα τους τα πρωτοβάθμια δικαστήρια της περιοχής, οι εφοριακές αρχές και το στρατολογικό γραφείο. Οι κάτοικοι του χωριού ήταν εγγεγραμμένοι στα ληξιαρχικά βιβλία του Μιχαλητσίου. H κοινότητα διοικούνταν από έναν μουχτάρη (muhtar) σε συνεργασία με πέντε έξι συμβούλους, τους αζάδες (âza). Ο μουχτάρης αναδεικνυόταν σε ετήσια εκλογική συνέλευση των κατοίκων διά βοής. Επίσης λειτουργούσαν αρμόδιες επιτροπές υπεύθυνες για τη λειτουργία και τη συντήρηση της εκκλησίας και του σχολείου. Η καθεμία από αυτές είχε δυο τρία μέλη. Ο μουχτάρης, οι αζάδες και τα μέλη των δύο επιτροπών αποτελούσαν όλοι μαζί (σύνολο 12 άτομα) τη δημογεροντία του χωριού, την οποία οι κάτοικοι αποκαλούσαν «Επιτροπή». Η Επιτροπή διέθετε και κλητήρα, τον οποίο αποκαλούσαν «μεσίτη».

Το χωριό υπαγόταν εκκλησιαστικά στη δικαιοδοσία της επισκοπής Απολλωνιάδος της μητρόπολης Νικομηδείας. Η εκκλησία του χωριού, χτισμένη στο βορειοανατολικό άκρο του, ήταν αφιερωμένη στον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο. Ήταν πέτρινη και χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα: συγκεκριμένα αποπερατώθηκε το 1896.

Το σχολείο του χωριού, ένα διώροφο κτήριο, χτίστηκε το 1905 από τα έσοδα της εκκλησιαστικής επιτροπής. Ήταν τετρατάξιο δημοτικό σχολείο. Ο δάσκαλος πληρωνόταν επίσης από τα έσοδα της εκκλησιαστικής επιτροπής (η εκκλησία και εδώ, όπως και σε άλλα Πιστικοχώρια, διέθετε μεγάλη κτηματική περιουσία). Η ετήσια σχολική δαπάνη έφθανε στις αρχές του αιώνα τις 13 οθωμανικές λίρες.

3. Ο θεσμός του «πρωτόγερου»

Ο θεσμός του πρωτόγερου ήταν κοινός σε όλα τα Πιστικοχώρια. Πρωτόγερος ήταν εκείνος ο οικογενειάρχης του χωριού που ο μουχτάρης επιφόρτιζε με το χρέος της φιλοξενίας Οθωμανών (συνήθως πολιτικών και διοικητικών υπαλλήλων), οι οποίοι για διάφορους λόγους περνούσαν από το χωριό. Την υποχρέωση αυτή την είχαν οι κάτοικοι των Πιστικοχωρίων από τότε που το οθωμανικό κράτος τούς εγκατέστησε στην περιοχή ως βοσκούς κρατικών ποιμνίων. Δεν έχουμε στοιχεία για άλλες αρμοδιότητες του πρωτόγερου, που πρέπει πάντως να κατείχε σημαντικό κύρος ανάμεσα στους λοιπούς κατοίκους.

4. Στοιχεία οικιστικής δομής

Οι δρόμοι του χωριού ήταν χωματόδρομοι. Τα σπίτια, ξύλινα, πολύ κοντά το ένα στο άλλο, ήταν χτισμένα με τη μέθοδο «ντολμά» (dolma = γεμισμένο) ή «τσατμά» (çatma = σκελετός ξύλινης οικοδομής). Έχτιζαν δηλαδή τα θεμέλια του σπιτιού με πέτρα, όπως και ένα μέτρο περίπου τους τοίχους πάνω από το έδαφος, και από πάνω έβαζαν ξύλινες πήχες πλεγμένες σταυρωτά και τα ενδιάμεσα του ξύλινου σκελετού τα γέμιζαν με τούβλα. Τα σπίτια ήταν συνήθως διώροφα, τριώροφα ή και τετραώροφα, λόγω του χώρου που χρειάζονταν για την εκτροφή μεταξοσκωλήκων.

5. Στοιχεία Οικονομίας

Τα χωράφια του χωριού έφθαναν μέχρι τη λίμνη της Απολλωνίας. Οι κάτοικοι ψάρευαν στα νερά της, ενώ γυναίκες και παιδιά μάζευαν αστακούς και καραβίδες.

Βασική παραγωγική δραστηριότητα των κατοίκων ήταν η καλλιέργεια σιτηρών και κουκιών, η αμπελουργία και η σηροτροφία. Επίσης παρήγαν λιναρόσπορο. Τα κουκούλια τα πουλούσαν στην Προύσα ή σε εμπόρους που τους επισκέπτονταν στον τόπο παραγωγής. Από την Προύσα επίσης οι κάτοικοι προμηθεύονταν τον μεταξόσπορο. Όλοι διέθεταν πρόβατα και αγελάδες και παρήγαν κτηνοτροφικά προϊόντα (τυρί, βούτυρο). Τα ζώα τους το καλοκαίρι τα έδιναν σε Τούρκους μπέηδες, οι οποίοι διέθεταν μεγάλα τσιφλίκια στις πλαγιές του βουνού Καρά νταγ, για να τα βοσκήσουν. Τα σιτηρά, όπως και τα κτηνοτροφικά προϊόντα, τα πουλούσαν στην Απολλωνία. Η Απολλωνία και κατά δεύτερο λόγο το Μιχαλήτσι αποτελούσαν τα κύρια εμπορικά κέντρα με τα οποία συναλλασσόταν το χωριό. Από εκεί προμηθεύονταν σαπούνι, πετρέλαιο, ζάχαρη, καφέ, ρουχισμό.

6. Λαογραφικά στοιχεία

Κατά την εορτή των Φώτων οι κάτοικοι του χωριού έριχναν τον σταυρό μέσα στην εκκλησία. Αντίθετα προσπαθούσαν να ρίξουν στο νερό της λίμνης (Απολλωνιάς) κάποιον άντρα, εις ανάμνηση του γεγονότος της Βάπτισης.

Την παραμονή του Αγίου Δημητρίου στο χωριό δύο άνδρες ντύνονταν ο ένας Αϊ-Βασίλης (και τον έλεγαν «Χατζή μπαμπά») και ο άλλος γυναίκα και τον αποκαλούσαν «Καντινά» (kadın = γυναίκα). Ο Χατζή μπαμπά είχε γένια και άσπρα μαλλιά και ήταν ντυμένος με μακριά προβιά, ενώ και οι δύο ήταν ζωσμένοι με κουδούνια. Καθώς γυρνούσαν τα σπίτια του χωριού, τους ακολουθούσαν παιδιά, τα οποία επίσης φορούσαν κουδούνια. Οι κάτοικοι τους κερνούσαν τρόφιμα, γλυκά κ.ά., αλλά δεν τους έδιναν ποτέ χρήματα. Ανήμερα του αγίου Δημητρίου συγκέντρωναν όλα αυτά τα κεράσματα και έτρωγε όλος ο κόσμος στην πλατεία του χωριού, όπου μάλιστα οι κάτοικοι χόρευαν χορούς που τους έλεγαν «χατζημπαμπάδες» και «καντινάδες». Το τραγούδι που έλεγαν την παραμονή της γιορτής ήταν τουρκικό. Συνήθως αυτοί που υποδύονταν τους δύο αυτούς χαρακτήρες ήταν κτηνοτρόφοι. Το γεγονός οπωσδήποτε πρέπει να συνδέεται με την ίδρυση των Σαγινάτων (όπως και των υπόλοιπων Πιστικοχωρίων) από ποιμένες. Η σύνδεση του εθίμου με την γιορτή του αγίου Δημητρίου επίσης δεν είναι τυχαία, αφού αυτή σηματοδοτούσε την αρχή του νέου παραγωγικού έτους για τους κτηνοτρόφους.

7. Εθνοτικές Εκκαθαρίσεις - Εγκατάσταση στην Ελλάδα

Τον Ιούλιο του 1914 οι Σαγινάτοι, όπως και τα υπόλοιπα Πιστικοχώρια, λεηλατήθηκαν από Τούρκους ατάκτους και εκκενώθηκαν. Οι κάτοικοι κατέφυγαν στο Μιχαλήτσι, όπως ο πληθυσμός των υπόλοιπων Πιστικοχωρίων. Μετά την Έξοδο οικογένειες από το χωριό εγκαταστάθηκαν στο Ψυχικό και το Κωνσταντινάτο Σερρών, όπως επίσης στην πόλη των Σερρών και στη Νέα Ζίχνη.




1. Στα Πιστικοχώρια περιλαμβάνονταν τα εξής χωριά: Αγία Κυριακή, Βουλγαράτοι (Μπάσκιοϊ), Χωρούδα (Καρατζόβα), Κωνσταντινάτοι, Σα(γ)ινάτοι (ή Αγινάτοι), Απελαδάτοι, Σιργιάνι (ή Σιριγιάννη) και Πριμηκίρι. Σύμφωνα με το Κλεώνυμος, Μ. – Παπαδόπουλος, Χ., Βιθυνικά ή Επίτομος μονογραφία της Βιθυνίας και των πόλεων αυτής (Κωνσταντινούπολις 1867), σελ. 97-98, τα χωριά αυτά ονομάστηκαν έτσι από τους ποιμένες («πιστικούς», σύμφωνα με τη μανιάτικη διάλεκτο) που εγκαταστάθηκαν στις περιοχές του Ρυνδάκου και της Απολλωνιάδας από τους Οθωμανούς, πιθανότατα κατά το 16ο αιώνα. Στους βοσκούς αυτούς παραχωρήθηκε από το οθωμανικό κράτος η εκμετάλλευση κοπαδιών προβάτων. Με τον καιρό ο πληθυσμός τους αυξήθηκε και συνέστησαν τα παραπάνω χωριά. Αργότερα, όμως, λόγω «καταστροφής των ποιμνίων» (άγνωστες οι αιτίες και η έκταση αυτής της καταστροφής), τους επιβλήθηκε φόρος νομής, «οτλακιέ» (otlakıye=φόρος που πληρώνεται από αυτούς που βόσκουν τα ζώα τους σε δημόσια γη). Το καθεστώς αυτό διήρκεσε μέχρι και την εποχή του σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ (1807-1839), όταν απελευθερώθηκαν από αυτού του είδους την υποχρέωση, βλ. Μεσιτίδης, Α. – Δεληγιάννης, Β., «Η Απολλωνιάς», Μικρασιατικά Χρονικά 3 (1940), σελ. 427-428. Από άλλους η εγκατάσταση των βοσκών τοποθετείται σε πολύ νεότερα χρόνια, περ. το 1800. Βλ. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες: από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1997), σελ. 216-217, 252-253.

2. Μεσιτίδης, Αθ. Δεληγιάννης, Βασ., «Η Απολλωνιάς», Μικρασιατικά Χρονικά 3 (1940), σελ. 428.

3. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Β 156. Οι Κλεώνυμος, Μ.  Παπαδόπουλος, Χρ., Βιθυνικά, ή Επίτομος Μονογραφία της Βιθυνίας και των πόλεων αυτής (Κωνσταντινούπολη 1867), σελ. 98, αναφέρουν ότι οι Σαγινάτοι στα μισά του 19ου αιώνα αποτελούνταν από 60 οικίες (μάλιστα το χωριό αναφέρεται ως Αγινάτοι). Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1905 αναφέρεται σε 120 ελληνορθόδοξες οικογένειες· βλ. Ημερολόγιον των Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων του έτους 1906 (Κωνσταντινούπολη 1905), σελ. 139. Παρόμοια στοιχεία (130 ελληνορθόδοξες οικογένειες) δίνει και ο Καβαλιέρος-Μαρκουίζος, Θ., Από Κωνσταντινουπόλεως εις Νίκαιαν. Ταξειδιωτικαί εντυπώσεις εκ Βιθυνίας, μετ’ εικόνων (Κωνσταντινούπολη 1909), σελ. 154. Σύμφωνα με απογραφή στα τέλη του 1920 το χωριό διέθετε 120 ελληνορθόδοξες οικογένειες· βλ. Μεσιτίδης, Αθ. Δεληγιάννης, Βασ., «Η Απολλωνιάς», Μικρασιατικά Χρονικά 3 (1940), σελ. 435. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1922 δίνει τον αριθμό των 823 ελληνορθόδοξων κατοίκων· Patriarcat Oecumenique, Les atrocités Kémalistes dans les régions du Pont et dans le reste de l'Anatolie (Constantinople 1922), σελ. 263.