Ζεϊτινλί

1. Ανθρωπογεωγραφία

Χωριό με κατοίκους ελληνορθόδοξους και μουσουλμάνους σε κοιλάδα ποταμού ο οποίος εκβάλλει στον κόλπο του Αδραμυττίου. Απέχει 2,5 χλμ. από το Κιζιλκτσιλί και 6,5 χλμ. από το Αδραμύττι. Το όνομα του οικισμού ήταν κοινό για τον ελληνορθόδοξο και το μουσουλμανικό πληθυσμό και με αυτή την ονομασία παρουσιάζεται στα εκκλησιαστικά και στα οθωμανικά έγγραφα. Η ονομασία «Ζεϊτινλί» (Zeytinli, δηλαδή «ελαιώνας») προέρχεται από το γεγονός ότι το χωριό διέθετε πολλά ελαιόδεντρα.

Οι υπολογισμοί της Σίας Αναγνωστοπούλου δίνουν γύρω στους 1500 κατοίκους για μουσουλμάνους και χριστιανούς,1 ενώ, σύμφωνα με στατιστική των αρχών του αιώνα, κατοικούσαν στο Ζεϊτινλί 2000 ελληνορθόδοξοι και 1800 μουσουλμάνοι.2 Σύμφωνα με τις πληροφορίες προσφύγων, πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους, οι ελληνορθόδοξοι κάτοικοι του οικισμού έφταναν τους 3.000, ενώ οι μουσουλμάνοι ήταν περίπου 700.3 Όμως, μετά την έκρηξη του Α΄ Βαλκανικού πολέμου, εγκαταστάθηκαν στον οικισμό Πομάκοι,4 όπως και τουρκόφωνοι μουσουλμάνοι από τη Μυτιλήνη και την Κρήτη. Η πλειονότητα των ελληνορθοδόξων του οικισμού είχε έρθει από τη Λέσβο για να αναζητήσει καλύτερη τύχη στα εύφορα μέρη της Μικράς Ασίας (ιδιαίτερα μετά το σεισμό που είχε πλήξει το νησί το 1867),5 υπήρχαν όμως και οικογένειες που θεωρούνταν ντόπιες. Για την ακρίβεια, προέρχονταν από τα εξής χωριά: Στύψη (περί τις 100 οικογένειες), Σκαμνιά, Μανταμάδο, Τελώνια και Κάπη. Οι περισσότεροι από αυτούς εγκαταστάθηκαν αρχικά στην Μπάλια, όπου λειτουργούσαν μεταλλεία. Όταν αυξήθηκαν πληθυσμιακά, εγκαταστάθηκαν στο Ζεϊτινλί, όπου και ξεχέρσωσαν ακαλλιέργητες γαίες στις παρυφές βουνών.

Η γλώσσα των ελληνορθόδοξων κατοίκων ήταν η ελληνική. Μιλούσαν ένα ιδίωμα που, όπως ήταν φυσικό λόγω καταγωγής, ομοίαζε με αυτό της Μυτιλήνης. Μολονότι στον οικισμό κατοικούσαν και τουρκόφωνοι μουσουλμάνοι, οι ελληνορθόδοξοι δεν είχαν μάθει τη γλώσσα τους.

2. Διοικητική και εκκλησιαστική εξάρτηση – Θρησκεία – Εκπαίδευση

Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε για τον 20ό αιώνα, ο οικισμός υπαγόταν διοικητικά στο καϊμακαμλίκι Αδραμυττίου, το οποίο με τη σειρά του ανήκε στο μουτεσαριφλίκι του Μπαλούκεσερ του βιλαετιού της Προύσας.6 Το ίδιο το χωριό ήταν μουχταρλίκι, διοικούνταν δηλαδή από έναν μουχτάρη –σε συνεργασία με δύο τρεις συμβούλους, τους αζάδες– υπεύθυνο για το ελληνορθόδοξο στοιχείο και έναν για το μουσουλμανικό. Επίσης ήταν έδρα αστυνομικού τμήματος.

Στο χωριό υπήρχε και μία εκκλησιαστική επιτροπή, η οποία ήταν υπεύθυνη για τη συντήρηση και τη λειτουργία της εκκλησίας αλλά και του σχολείου. Το χωριό εκκλησιαστικά υπαγόταν στη μητρόπολη Κυδωνιών με έδρα το Αϊβαλί (Κυδωνίες), που απείχε 41 χλμ. από το χωριό.7 Η μοναδική εκκλησία του οικισμού ήταν αφιερωμένη στον άγιο Νικόλαο. Η εκκλησία βρισκόταν στη συνοικία Κιουμπέτ στη βόρεια πλευρά του χωριού. Ένα χιλιόμετρο έξω από το χωριό βρισκόταν το αγίασμα του Αγίου Ιωάννη, σε μία σπηλιά μέσα στο βουνό, όπου πίστευαν οι κάτοικοι ότι βρισκόταν το μνήμα του Αϊ-Γιάννη. Γιόρταζε την Πέμπτη μετά τη Λαμπρή.

Το μοναδικό σχολείο του οικισμού συστέγαζε αρρεναγωγείο και παρθεναγωγείο. Ήταν τετρατάξιο με τέσσερις διδάσκοντες: τρεις δασκάλους και μία δασκάλα.

3. Στοιχεία οικιστικής δομής και οικονομίας

Οι συνοικίες του χωριού ήταν διακριτές: Οι χριστιανοί έμεναν στον Επάνω και τον Κάτω Μαχαλά, ενώ οι μουσουλμάνοι σε δικό τους μαχαλά με την ονομασία Μπουλγούρντασι.8 Υπήρχαν πάντως και μαχαλάδες όπου συνυπήρχαν τα δύο στοιχεία, όπως το Κιουμπέτ.

Οι χριστιανοί και οι μουσουλμάνοι διέθεταν χωριστές αγορές (τσαρσί). Οι χριστιανοί είχαν περισσότερα μαγαζιά (10 μπακάλικα, 5 μαγαζιά που πουλούσαν υφάσματα, 3 φούρνους, 11 καφενεία). Οι μουσουλμάνοι διέθεταν 4 καφενεία, 1 μπακάλικο, 1 μαγαζί που πουλούσε υφάσματα και 1 φούρνο. Τα καταστήματα αυτά προμηθεύονταν τα προϊόντα τους από την αγορά της Σμύρνης (134 χλμ. απόσταση). Τα εμπορεύματα μεταφέρονταν με βαπόρι στο Άκτσαϊ, το οποίο αποτελούσε το επίνειο, τη σκάλα του χωριού. Στο Άκτσαγ (το οποίο είχε μερικά χριστιανικά και καθόλου μουσουλμανικά σπίτια, ενώ δεν υπήρχε ούτε σχολείο ούτε εκκλησία, γι’ αυτό και οι λίγοι κάτοικοί του εξυπηρετούνταν από την εκκλησία και το σχολείο του Ζεϊτινλί) επίσης κατέβαζαν με ειδική σκάλα το μετάλλευμα από τα μεταλλεία της Μπάλιας.9 Στην «καρβουνόσκαλα», όπως την ονόμαζαν οι κάτοικοι, εργάζονταν πολλοί μουσουλμάνοι εργάτες.

Οι κάτοικοι για τις συναλλαγές τους εξυπηρετούνταν κατά κύριο λόγο από τα καταστήματα του οικισμού, τα οποία, όπως αναφέραμε, προμηθεύονταν εμπορεύματα από την αγορά της Σμύρνης, ενώ σπάνια επισκέπτονταν την αγορά του Αδραμυττίου. Στα καταστήματα του Ζεϊτινλί ψώνιζαν και οι Γιουρούκοι κάτοικοι διπλανών χωριών, όπως το Τσουρούμπασι και το Μπέκμπασι.10 Οι γεωργοί του Ζεϊτινλί παρήγαν ελιές, φασόλια, σιτάρι, καλαμπόκι και κουκιά. Οι ιδιοκτήτες καταστημάτων ασχολούνταν ταυτόχρονα και με τη γεωργία.

4. Εγκατάσταση

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, αρκετές από τις ελληνορθόδοξες οικογένειες του χωριού εγκαταστάθηκαν στη Μυτιλήνη.




1. Αναγνωστοπούλου Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι Eλληνορθόδοξες Κοινότητες. Aπό το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1997), πίνακες.

2. Ανώνυμος, «Στατιστική της επαρχίας Εφέσου (έδρα Κυδωνιών)», Ξενοφάνης 2 (1905), σελ. 476-77. Ο Κοντογιάννης, Π., Η ελληνικότης των νομών Προύσης και Σμύρνης (Αθήναι 1919), σελ. 113, ανεβάζει τον ελληνορθόδοξο πληθυσμό του οικισμού σε 4.000 κατοίκους.

3. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Μ 5.

4. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Μ 5. Δε διευκρινίζεται πάντως από τον αφηγητή εάν πρόκειται για γνήσιους Πομάκους ή απλώς για βουλγαρόφωνους μουσουλμάνους.

5. Κοντογιάννης, Π., Η ελληνικότης των νομών Προύσης και Σμύρνης (Αθήναι 1919), σελ. 175-176.

6. Το μουτεσαριφλίκι του Μπαλούκεσερ κατά τα έτη πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή είχε ανεξαρτητοποιηθεί από το βιλαέτι της Προύσας και υπαγόταν απευθείας στο Υπουργείο Εσωτερικών στην Κωνσταντινούπολη, όπως δηλαδή συνέβαινε και στην περίπτωση του μουτεσαριφλικιού της Νικομήδειας.

7. Η μητρόπολη Κυδωνιών ιδρύθηκε στις 22 Απριλίου 1908 με απόσπαση περιοχών από τη μητρόπολη Εφέσου.

8. Η τουρκική ονομασία Bulgurtaşı σημαίνει πέτρινο γουδί για το καθάρισμα του πλιγουριού, ενώ  η λέξη Kümbet σημαίνει θόλος.

9. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας. Φυσική σύστασις της χώρας, πολιτική γεωγραφία, φυσικός πλούτος (Αθήναι 1921), σελ. 270, όπου αναφέρεται ως λιμένας του Αδραμυττίου με την ονομασία Αξιά ή Άκτσεϊ.

10. Οι Γιουρούκοι ήταν τουρκόφωνο μουσουλμανικό φύλο.