Αμισός (Αρχαιότητα)

1. Γεωγραφικός εντοπισμός – Γραπτές μαρτυρίες

Η Αμισός ήταν ελληνική πόλη και λιμάνι του Πόντου. Βρισκόταν στις ακτές της Μαύρης θάλασσας, στο δέλτα των ποταμών Άλυος και Ίριδος. Έχει ταυτιστεί με τα ερείπια ενός αρχαίου οικισμού ΒΔ της σύγχρονης πόλης Σαμψούντας (Samsun). Η θέση τησ ήταν ιδιαίτερα προνομιακή, αφού η εδαφική της διαμόρφωση ευνοούσε τον ελλιμενισμό μεγάλων εμπορικών πλοίων, γεγονός το οποίο κατέστησε σταδιακά την πόλη ακμάζον λιμάνι. Η Αμισός γειτνίαζε και με τον πολυσύχναστο εμπορικό δρόμο που συνέδεε τις ακτές με την ενδοχώρα του Πόντου και την Καππαδοκία. Όπως είναι φυσικό, οι δύο αυτές παράμετροι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της πόλης σε μείζον εμπορικό κέντρο του αρχαίου κόσμου.

Οι αρχαίες πηγές πιστοποιούν ότι η Αμισός ήταν η δεύτερη σε ισχύ πόλη στην περιοχή μετά τη γειτονική της Σινώπη.1 Ενδεικτική της σπουδαιότητάς της είναι η περιγραφή του γεωγράφου Στράβωνα, ο οποίος την αποκαλεί «αξιολογώτατη» πόλη. Ο χαρακτηρισμός αυτός απαντά και σε μεταγενέστερες πηγές, στοιχείο που αποδεικνύει ότι η πόλη διατήρησε αναλλοίωτη τη σημασία της και στη Βυζαντινή περίοδο.2 Το ελληνικό στοιχείο ήταν ιδιαίτερα έντονο στη γύρω περιοχή. Πέραν της Σινώπης εκεί βρίσκονταν και άλλες ακμάζουσες ελληνικές αποικίες, όπως η Ηράκλεια και η Τραπεζούντα.

2. Ιστορική επισκόπηση

Οι ακριβείς συνθήκες ίδρυσης της Αμισού δεν είναι σαφείς, αλλά πιθανολογείται ότι οι πρώτοι κάτοικοι είχαν εγκατασταθεί ήδη τον 8ο αι. π.Χ. Ο πρώιμος αυτός οικισμός καταστράφηκε από τους Κιμμέριους λίγο αργότερα (μετά το 714 π.Χ.).3 Τον 6ο αι. π.Χ. η ισχυρή Μίλητος4 ίδρυσε εκεί αποικία. Έναν αιώνα περίπου αργότερα η Αμισός και η ενδοχώρα της –με την πλούσια γεωργική παραγωγή– προσέλκυσαν το ενδιαφέρον του Περικλή, με αποτέλεσμα την εγκατάσταση Αθηναίων κληρούχων. Αυτοί μετονόμασαν την πόλη σε Πειραιά, προς τιμήν του ομώνυμου λιμανιού και τόπου καταγωγής τους. Η νέα ονομασία διατηρήθηκε 100 και πλέον χρόνια, στοιχείο που επιβεβαιώνεται από τις επιγραφές στα νομίσματα της πόλης. Μετά την ήττα τους στον Πελοποννησιακό πόλεμο (404 π.Χ.) οι Αθηναίοι απώλεσαν κάθε δικαιοδοσία στην πόλη, η οποία πιθανότατα επανέκτησε την αυτονομία της. Σύντομα όμως η Ανταλκίδειος ειρήνη (386 π.Χ.) ανέτρεψε εκ νέου την κατάσταση και η Αμισός –όπως και οι άλλες ελληνικές παράλιες πόλεις της Μικράς Ασίας– βρέθηκε υπό περσική κυριαρχία. Αργότερα ο Αλέξανδρος απελευθέρωσε την πόλη, επαναφέροντας σε ισχύ και την αρχαία ονομασία της (333 π.Χ.). Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου και στο πλαίσιο του πολέμου του Αντιγόνου του Μονόφθαλμου με το Συνασπισμό των Διαδόχων (321-320 π.Χ.) η Αμισός πολιορκήθηκε από τον Κάσσανδρο.5 Ο Αντίγονος απέστειλε εκεί τον ανιψιό του Πτολεμαίο με ισχυρό στράτευμα και κατάφερε να λύσει την πολιορκία.

Από τον 3ο αι. π.Χ. και εξής η τύχη της πόλης συνδέθηκε άμεσα με το νεοσύστατο βασίλειο του Πόντου και τη δυναστεία των Μιθριδατιδών. Η Αμισός εντάχθηκε στο νέο βασίλειο στα χρόνια του Μιθριδάτη Β' (περ. 250-220 π.Χ.). Στη συνέχεια, ο επιφανέστερος ηγεμόνας της δυναστείας Μιθριδάτης ΣΤ΄ Ευπάτωρ (120-63 π.Χ.) την επέλεξε ως βασιλική έδρα και την εξωράισε με ναούς και λαμπρά οικοδομήματα. Επιπλέον έχτισε την Ευπατορία, μια νέα συνοικία –προέκταση ουσιαστικά της παλιάς πόλης–, η οποία αποτέλεσε τόπο κατοικίας του.

Την ειρηνική αυτή περίοδο ήρθε να ταράξει ο Γ' Μιθριδατικός πόλεμος (74-63 π.Χ.), στο πλαίσιο του οποίου η Αμισός ενεπλάκη σε συγκρούσεις και δέχτηκε σοβαρά πλήγματα. Ο Λούκουλλος, διοικητής του ρωμαϊκού στρατού, εισέβαλε στον Πόντο και τη Βιθυνία, νίκησε το Μιθριδάτη, προήλασε μέχρι την επικράτεια της Αμισού και άρχισε να την πολιορκεί. Οι περιγραφές της δραματικής αυτής πολιορκίας από τους αρχαίους συγγραφείς είναι ιδιαίτερα γλαφυρές.6 Η πόλη αρνήθηκε να παραδοθεί στο Ρωμαίο στρατηγό, με συνέπεια να δεχτεί μαζική επίθεση από τα στρατεύματά του, η οποία κράτησε όλο το χειμώνα του 72/71 π.Χ.7 Ο Μιθριδάτης, μη διαθέτοντας ικανό στρατό για την υπεράσπιση της πόλης, προτίμησε να υποχωρήσει στο οχυρό των Καβείρων, όπου άρχισε να συγκεντρώνει δυνάμεις.8 Ο Λούκουλλος στράφηκε εναντίον του, αφήνοντας επικεφαλής στο μέτωπο της Αμισού το λεγάτο του Μουρήνα με δύο λεγεώνες. Αρχικά ο στρατός του Μιθριδάτη υπερίσχυε του ρωμαϊκού, αλλά στο τέλος η κατάσταση αντιστράφηκε υπέρ των Ρωμαίων.9 Τα ρωμαϊκά στρατεύματα, αφού λεηλάτησαν το εχθρικό στρατόπεδο, στράφηκαν εναντίον της Αμισού, ενώ ο Μιθριδάτης κατέφυγε στα Κόμανα. Η πράξη του αυτή, το καλοκαίρι του 71 π.Χ., αποδείχτηκε αποφασιστικής σημασίας για την έκβαση της σύρραξης. Η άμυνα της Αμισού ήταν στα χέρια του Καλλίμαχου, του διοικητή της φρουράς της πόλης, ο οποίος δεν κατάφερε να αποκρούσει την επίθεση των Ρωμαίων. Πρώτη παραδόθηκε η Ευπατορία και τελικά η Αμισός κυριεύτηκε έπειτα από νυχτερινή αιφνιδιαστική έφοδο. Ο Καλλίμαχος και η φρουρά διέφυγαν διά θαλάσσης, αφού πρόλαβαν να πυρπολήσουν την πόλη για να καλύψουν τη φυγή τους. Ο Λούκουλλος αναγκάστηκε να επιτρέψει στους στρατιώτες του να λεηλατήσουν τη φλεγόμενη πόλη. Η λεηλασία κράτησε όλη τη νύχτα και μόνο μια αναπάντεχη βροχή έσωσε την Αμισό από ολοκληρωτική ισοπέδωση. Η καταστροφή μιας ελληνικής πόλης δημιούργησε στο Λούκουλλο συναισθήματα θλίψης και ταπείνωσης.10 Έτσι, έκανε ό,τι ήταν δυνατό για να αποκαταστήσει εν μέρει τουλάχιστον την καταστροφή, απελευθερώνοντας την Αμισό και επεκτείνοντας την επικράτειά της.11 Μετά τα γεγονότα αυτά η πόλη παραχωρήθηκε από τον Πομπήιο στη Βιθυνία το 63 π.Χ. και ενσωματώθηκε στη νεοσύστατη επαρχία Βιθυνίας-Πόντου. Ο Πομπήιος της έδωσε εκτεταμένα εδάφη,12 ενώ η πληροφορία ότι τη μετονόμασε σε Πομπηιόπολη πρέπει να είναι εσφαλμένη.13

Το χειμώνα του 48/47 π.Χ. ο Φαρνάκης Β', γιος του Μιθριδάτη, επωφελούμενος από τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ Πομπήιου και Καίσαρα, πολιόρκησε και κυρίευσε την Αμισό. Οι κάτοικοι –εξαιτίας της ύπαρξης ρωμαϊκής φρουράς στην πόλη τους– δεν είχαν άλλη επιλογή από το να προβάλουν αντίσταση. Η στάση τους αποδείχτηκε ορθή, αφού μετά τη μάχη της Ζήλας (47 π.Χ.) και την ήττα του Φαρνάκη, ο νικητής Καίσαρας απέδωσε στην Αμισό την ελευθερία της. Λίγο αργότερα ο Μάρκος Αντώνιος, όταν ανέλαβε τη διοίκηση της Ασίας, ενέταξε την πόλη στο νεοσύστατο Πολεμωνιακό Πόντο (39 π.Χ.). Κατά την περίοδο αυτή την πόλη διοικούσαν τύραννοι, με γνωστότερο –και περισσότερο απεχθή– το Στράτωνα, ο οποίος τη μεταχειρίστηκε με βάναυσο τρόπο. Τελικά ο Οκταβιανός, μετά τη νίκη στο Άκτιο (31 π.Χ.), ανακήρυξε εκ νέου την πόλη ελεύθερη και σύμμαχο της Ρώμης.14 Με την ευκαιρία του γεγονότος αυτού, οι κάτοικοι υιοθέτησαν την ίδια χρονιά ένα νέο σύστημα χρονολόγησης, με αφετηρία το «έτος ελευθερίας» της πόλης τους. Επιπλέον, ο δήμος των Αμισηνών και οι «συμπολιτευόμενοι» Ρωμαίοι τίμησαν τον αυτοκράτορα ως Σωτήρα και Κτίστη, σε αναθηματική επιγραφή που βρέθηκε στην Πέργαμο.15

Κατά την Αυτοκρατορική περίοδο η πόλη όχι μόνο διατήρησε την αυτονομία της αλλά γνώρισε και μεγάλη πολιτιστική άνθηση. Είναι μάλιστα πιθανό ότι την επισκέφτηκε το 131 π.Χ. και ο αυτοκράτορας Αδριανός. Μεγάλος αριθμός κατοίκων αναφέρεται σε επιγραφές εκτός Πόντου και κυρίως στην Αττική, εξαιτίας και της παλιάς σχέσης μεταξύ των δύο περιοχών.16 Η επικράτεια της πόλης κατά την Ύστερη Αρχαιότητα ήταν ιδιαίτερα εκτεταμένη και έφτανε τουλάχιστον μέχρι τις πεδιάδες των ποταμών Άλυος και Θερμώδοντος. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του γεωγράφου του 2ου αι. μ.Χ. Πτολεμαίου,17 η πόλη ανήκε επί των ημερών του στην επαρχία της Γαλατίας, ενώ μετά τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού το 286 μ.Χ. πέρασε στην επαρχία του Διοσπόντου/Ελενοπόντου.

3. Πολιτειακή οργάνωση

Πέραν της πληροφορίας ότι το πολίτευμα της Αμισού ήταν παραδοσιακά δημοκρατικό, η πολιτειακή δομή της στα χρόνια πριν από την ένταξή της στο βασίλειο του Πόντου παραμένει ουσιαστικά άγνωστη. Οι Πέρσες, κατά τη σύντομη αρχή τους, κατάργησαν το δημοκρατικό πολίτευμα, το οποίο επανέφερε ο Αλέξανδρος. Ακόμη όμως και επί Μιθριδατιδών ελάχιστα είναι τα υπάρχοντα στοιχεία σχετικά με τον τρόπο διακυβέρνησης της πόλης. Ο φιλέλληνας Μιθριδάτης ΣΤ΄ προέβη σε μια σειρά ενεργειών με στόχο την πολιτειακή αναβάθμιση και το σταδιακό εξελληνισμό όχι μόνο της Αμισού αλλά και ολόκληρου του βασιλείου.

Όσον αφορά την Αυτοκρατορική περίοδο οι σωζόμενες μαρτυρίες ανασυνθέτουν μια σαφώς πιο ολοκληρωμένη εικόνα. Ο Πλίνιος ο Νεότερος18 αναφέρει ρητά στις Επιστολές του ότι η πόλη είχε το προνόμιο να είναι αυτοδιοικούμενη, βάσει δικών της νόμων. Το γεγονός ότι η Αμισός διατηρούσε μεγάλο βαθμό αυτονομίας πιστοποιείται και επιγραφικά.19 Η βουλή ασκούσε την εκτελεστική εξουσία, η εκκλησία τη νομοθετική, ενώ ο λεγόμενος έκδικος ήταν υπεύθυνος για τη δικαστική εξουσία. Οι κάτοικοι χωρίζονταν σε φυλές, μία εκ των οποίων ήταν η «Σεβαστηίς», προς τιμήν του απελευθερωτή της πόλης Αυγούστου. Μαρτυρείται επίσης και η ύπαρξη εράνων, ιδιωτικών συλλόγων με αξιόλογη δράση.

4. Οικονομική ζωή

Η Αμισός –όχι μόνο κατά την Αρχαιότητα αλλά και μεταγενέστερα– αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα εμπορικά κέντρα της περιοχής και μεγάλη αντίπαλο της Σινώπης στον τομέα αυτό. Πέραν της ευνοϊκής της θέσης, η πόλη όφειλε την εμπορική της ακμή και στα πλούσια εδάφη της. Μεταξύ των προϊόντων που διακινούσε ήταν ξυλεία από τις ακτές, ατσάλι και σίδηρος από την περιοχή των Χαλύβων στην ενδοχώρα, ημιπολύτιμοι λίθοι, καθώς και τοπική κεραμική. Η ακμαία εμπορική ζωή της πόλης αντανακλάται και στη νομισματοκοπία της, η οποία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον τόσο όσον αφορά τη διάρκειά της, όσο και σε σχέση με την επιλογή των εκάστοτε εικονογραφικών τύπων.20 Οι κοπές ξεκινούν ήδη στα χρόνια της αθηναϊκής κυριαρχίας. Όταν η Αμισός εντάχθηκε στην Περσική Αυτοκρατορία, ήταν η μοναδική πόλη της ακτής του Πόντου που διέθετε δικό της νομισματοκοπείο. Ως εικονογραφικός τύπος κυριαρχεί η Τύχη της πόλης και η νύμφη Αμισός.21 Επί Μιθριδάτη ΣΤ' σταμάτησαν οι αυτόνομες αργυρές κοπές, οι οποίες αντικαταστάθηκαν από μια ενδιαφέρουσα ομάδα χάλκινων νομισμάτων, που κόβονταν στο όνομα των 13 πόλεων του βασιλείου του Πόντου.22 Η νομισματοκοπία της πόλης δε φαίνεται να διακόπηκε μέχρι και τους Ύστερους Αυτοκρατορικούς χρόνους, ενώ ιδιαίτερης μνείας χρήζει ένα σύνολο αργυρών νομισμάτων τα οποία εκδόθηκαν με ειδική άδεια και για άγνωστο λόγο μετά το δεύτερο ταξίδι του Αδριανού στην Ασία το 129 μ.Χ.23

5. Θρησκευτική ζωή

Οι συνήθεις εικονογραφικοί τύποι των νομισμάτων πιστοποιούν την ύπαρξη πλούσιας θρησκευτικής ζωής στην πόλη και τη λατρεία πολλών θεοτήτων. Πέραν της νύμφης Αμισού, λατρεύονταν και οι Ζευς, Άρτεμις, Απόλλων, Ηρακλής, Έρως και Παλλάς μέχρι την Αυτοκρατορική περίοδο. Από αυτό το χρονικό σημείο και εξής απαντούν συχνότερα απεικονίσεις Νίκης, Αθηνάς, Διός, Ερμή, Δήμητρας και Τύχης, ενώ ιδιαίτερη βαρύτητα στη ζωή της πόλης έπαιζε ο ποταμός Θερμώδων, που σχετίζεται άμεσα με το μύθο των Αμαζόνων.24

Η χριστιανική διδασκαλία βρήκε πρόσφορο έδαφος στην Αμισό, γεγονός που οφείλεται εν μέρει και στην ύπαρξη εβραϊκής κοινότητας στην πόλη.25 Μεταξύ των πρώτων που διέδωσαν τα διδάγματα της νέας θρησκείας ήταν πιθανότατα ο Απόστολος Ανδρέας.26

6. Οικιστική οργάνωση του αρχαίου οικισμού

Η αρχαία, ρωμαϊκή και βυζαντινή πόλη βρίσκονταν σε ένα μεγάλο ακρωτήριο ΒΔ της σύγχρονης πόλης. Σήμερα ο χώρος αποτελεί στρατιωτική ζώνη και η πρόσβαση απαγορεύεται.

Η περιοχή διαθέτει πρόσβαση από νότια, η οποία ήταν πολύ εύκολο να προστατευτεί σε περίπτωση επίθεσης. Το 19ο μάλιστα αιώνα σώζονταν τα ερείπια των τειχών της Ελληνιστικής περιόδου και ημικυκλικών πύργων στην ακρόπολη, καθώς και ένας ναός με κίονες και ανάγλυφη διακόσμηση. Αναφέρεται επίσης ότι διάσπαρτα ερείπια της αρχαίας πόλης εκτείνονταν στην ενδοχώρα σε έκταση 1 χλμ.

Τα ερείπια που σώζονται σήμερα είναι ελάχιστα, ενώ οι υπάρχουσες επιγραφές δεν επαρκούν για την ταύτιση των αρχαίων οικοδομημάτων. Σώζονται μόνο κάποιες υπόγειες δεξαμενές, καθώς και λαξευτοί τάφοι, ενώ ένα αξιόλογο ενεπίγραφο ψηφιδωτό με τη Θέτιδα και τον Αχιλλέα που βρέθηκε εκεί έχει μεταφερθεί στο μουσείο της Σαμψούντας. Το αρχαίο αγκυροβόλιο της πόλης βρισκόταν βόρεια από το σύγχρονο και προστατευόταν από δύο μόλους.



1. Οι δύο πόλεις απείχαν 900 περίπου στάδια η μία από την άλλη.

2. Στράβ. 12.547. Βλ. ενδεικτικά Στέφ. Βυζ. Εθνικά, βλ. λ. Αμισός.

3. Παραδίδεται μάλιστα ότι η πόλη βρέθηκε για σύντομο χρονικό διάστημα και υπό τον έλεγχο ενός Καππαδόκη βασιλιά.

4. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, η Αμισός αποικίστηκε από τη Φώκαια. Βλ. σχετικά Letronne, B., Fragments des Poemes Geographiques de Scymnus de Chio et du Faux Dicearque (Paris 1840), σελ. 415, σειρά 926.

5. Διόδ. Σ. 19.57.

6. Βλ. ενδεικτικά Πλούτ., Λούκ. 19· Αππ., Μιθριδ. 78.

7. Οι στρατιώτες του Λούκουλλου πολιορκούσαν παράλληλα και την ύπαιθρο χώρα. Κάποιοι μάλιστα ήταν ιδιαίτερα δυσαρεστημένοι, γιατί με εντολή του στρατηγού δεν τους επιτρεπόταν να λεηλατήσουν τα μέρη που καταλάμβαναν.

8. Ζήτησε μάλιστα ενισχύσεις από το γιο του Μαχάρη, διοικητή της Κριμαίας, και το γαμπρό του Τιγράνη, βασιλιά της Αρμενίας. Επιπλέον, μέσω του αξιωματούχου του Διοκλή, προσπάθησε να δωροδοκήσει και τους Σκύθες για να τους πάρει με το μέρος του.

9. Οι σχετικές πληροφορίες που παραδίδουν οι πηγές είναι ανεπαρκείς. Θεωρείται αρκετά πιθανό ότι οι διοικητές του ποντικού στρατού υπέπεσαν σε ολέθρια σφάλματα, επειδή κυριεύτηκαν από πανικό. Η απόφαση να εγκαταλείψουν το στρατόπεδό τους μέσα στη νύχτα αποδείχτηκε εσφαλμένη, αφού δημιούργησε σύγχυση στους στρατιώτες. Η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο. Ο ίδιος ο Μιθριδάτης γλίτωσε με τη βοήθεια των ευνούχων του, οι οποίοι τον βοήθησαν να διαφύγει με το άλογό του προς τα νότια.

10. Πλούτ., Λούκ. 19. 4-5: Βλέποντας τα ερείπια ο Λούκουλλος ξέσπασε σε δάκρυα και είπε πως ο ίδιος σκόπευε να μιμηθεί το Σύλλα, ο οποίος κατάφερε να σώσει την Αθήνα από την ολοκληρωτική καταστροφή, η μοίρα του όμως ήταν να γίνει ένας δεύτερος Λεύκιος Μόμμιος (ο Ρωμαίος στρατηγός που ισοπέδωσε την Κόρινθο το 146 π.Χ.).

11. Τα εδάφη αυτά ήταν αρκετά εκτεταμένα και έφταναν μέχρι 120 στάδια σε μήκος.

12. Της παραχώρησε τις περιοχές Σαρακηνή, Θεμίσκυρα και Σιδηνή στα ανατολικά και τμήμα της Γαζηλωνίτιδας στα δυτικά.

13. Plin., HN 6.2.

14. Plin., HN 6.7, όπου αναφέρεται ως «Amisum liberum».

15. Βλ. σχετικά Conze, A. – Schuchhardt, C., “Die Arbeiten zu Pergamon 1886-1898”, AM 24 (1899), σελ. 173, αρ. 16.

16. Βλ. σχετικά Anderson, J.G.C. κ.ά. (επιμ.), Studia Pontica III. Requeil des Inscriptions Grecques et Latines du Pont et de l’Armenie (Bruxelles 1910), σελ. 3.

17. Πτολ., Γεωγρ. 5.4.2.

18. Plin. Epist. X, 92: «Amisenorum civitas libera et foederata beneficio indulgentiae tuae legibus suis utitur».

19. Εκεί η Αμισός αναφέρεται ως ελεύθερη και αυτόνομη πόλη, ομόσπονδη προς τους Ρωμαίους. Βλ. σχετικά OGIS 530. H επιγραφή χρονολογείται στο έτος ρξγ’ της ελευθερίας, δηλαδή στο 132 μ.Χ.

20. Για μια σύντομη αλλά περιεκτική επισκόπηση της νομισματοκοπίας της Αμισού βλ. Malloy, A.G., The Coinage of Amisus (South Salem – New York 1970), σελ. 3-5.

21. Οι επιγραφές είναι ελληνικές και αραμαϊκές, στοιχείο ίσως ενδεικτικό της περσικής κυριαρχίας και μάλιστα χρησιμοποιείται ο περσικός σταθμητικός κανόνας.

22. Η τεχνοτροπία των χάλκινων αυτών νομισμάτων είναι άριστη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι κοπές με εικονογραφικούς τύπους που σχετίζονται με τη λατρεία του Περσέα. Με τον τρόπο αυτό ο Μιθριδάτης επιδίωκε να τονίσει την περσική καταγωγή του, αφού ο Περσέας θεωρούνταν επώνυμος των Περσών.

23. Οι κοπές αυτές ενδεχομένως σχετίζονται με την πιθανή επίσκεψη του αυτοκράτορα στην Αμισό. Ξεκινούν το Σεπτέμβριο του 131 μ.Χ. και συνεχίζονται μέχρι το θάνατό του. Πρόκειται για τις πρώτες αργυρές κοπές στην Αμισό έπειτα από μεγάλο χρονικό διάστημα και αναμφίβολα προϋποθέτουν την ύπαρξη σχετικής άδειας εκ μέρους της ρωμαϊκής αρχής. Στα ίδια χρόνια κάποιες πόλεις της Κιλικίας κάνουν ανάλογες κοπές. Βλ. σχετικά Nordbo, J.H., “The Imperial Silver Coinage of Amisus”, στο Damsgaard-Madsen, A. κ.ά. (επιμ.), Studies in Ancient History and Numismatics presented to Rudi Thomsen (Aarhus 1988), σελ. 176-177.

24. Είναι ενδεικτικό ότι σε κοπές της Αυτοκρατορικής περιόδου ο ποταμός αυτός αποτελεί συνήθη εικονογραφικό τύπο, σε αντίθεση με τους κοντινότερους στην πόλη Άλυ και Ίριδα.

25. Anderson, J.G.C.κ.ά. (επιμ.), Studia Pontica III. Requeil des Inscriptions Grecques et Latines du Pont et de l’Armenie (Bruxelles 1910), σελ. 26, αρ. 15.

26. Αναφέρεται μάλιστα ότι στην πόλη έδρασε ο άγιος Φωκάς επί Τραϊανού, ενώ επί Διοκλητιανού μαρτύρησαν 7 γυναίκες.