Αξό

1. Ανθρωπογεωγραφία

Οικισμός της Κεντρικής Μικράς Ασίας, που βρίσκεται 28 χλμ. βόρεια της Νίγδης,1 γνωστός και ως Αξός, Ναξός, Νάξος και Χασάκιοϊ. Στα τέλη του 19ου αιώνα κατοικούνταν αποκλειστικά από χριστιανούς ορθόδοξους, ο αριθμός των οποίων σύμφωνα με τις υπάρχουσες εκτιμήσεις έφτανε τα 4.000 περίπου άτομα ή τις 600 οικογένειες.2 Διαφορετικές απόψεις εκφράζουν η Ασβεστή και ο Ιακωβίδης, οι οποίοι ανεβάζουν τον πληθυσμό της Αξού στους 5.000 κατοίκους και τις οικογένειες στις 1.200,3 καθώς και ο Μαυροχαλυβίδης, που υποστηρίζει ότι στην Αξό ζούσαν 800-850 οικογένειες.4 Αντίθετη άποψη εκφράζει ο Χριστόπουλος, ο οποίος κατεβάζει τον πληθυσμό της Αξού στους 1.050 κατοίκους.5 Την εποχή της Ανταλλαγής, στην Αξό κατοικούσαν 1.112 οικογένειες και ο πληθυσμός έφτανε τα 3.687 άτομα.6 Πάντως, όποια εκτίμηση κι αν υιοθετήσουμε, είναι βέβαιο ότι πρόκειται για έναν από τους οικισμούς της Καππαδοκίας με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση χριστιανικού πληθυσμού.

Σύμφωνα με όλες τις υπάρχουσες πηγές οι κάτοικοι της Αξού ήταν ελληνόφωνοι. Δε θα πρέπει όμως να αποκλείσουμε την πιθανότητα παράλληλης χρησιμοποίησης και της τουρκικής, αφού παραδίδονται τοπικά τραγούδια σ’ αυτή τη γλώσσα.7

Τα παλαιότερα σπίτια της Αξού, «το παλιό χωριό», βρίσκονταν στο κέντρο του οικισμού, ήταν λαξευμένα πάνω στο βράχο και επικοινωνούσαν μεταξύ τους υπόγεια με ένα περίπλοκο δίκτυο στοών. Στην τοπική διάλεκτο τα αποκαλούσαν καταφύγια ή κερέρια. Στην επόμενη φάση οικιστικής ανάπτυξης του χωριού δίπλα στο υπόγειο σπίτι χτίστηκε και ένα υπέργειο. Ως χώρος κατοικίας χρησιμοποιούνταν πια το δεύτερο, ενώ το παλαιότερο χρησίμευε πλέον ως αποθήκη. Η περαιτέρω επέκταση του οικισμού είχε αποτέλεσμα τα νέα σπίτια που χτίζονταν να αποκοπούν πλήρως από το βράχο και τους παλαιότερους αρχιτεκτονικούς τύπους. Αυτές οι εξελίξεις έχουν παρατηρηθεί και σε άλλους οικισμούς της Καππαδοκίας.

Μετά την Ανταλλαγή οι πρόσφυγες από την Αξό κατέφυγαν στη Μακεδονία, τη Θράκη και την Κρήτη. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στη θέση Παληό, δίπλα στη λίμνη των Γιαννιτσών, όπου τους δόθηκε γη προερχόμενη από την αποξήρανσή της.

2. Οικονομία

2. 1. Αγροτική παραγωγή

Σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της Αξού απασχολούνταν στη γεωργία, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, στιγμή κατά την οποία αρκετοί Αξενοί εγκατέλειψαν τον τόπο καταγωγής τους, προκειμένου να ασχοληθούν με το εμπόριο. Όμως, ένα όχι ευκαταφρόνητο τμήμα του πληθυσμού συνέχισε μέχρι και το 1924 να ασχολείται με τη γεωργία.8

Τα χωράφια της Αξού διακρίνονταν σε ποτιστικά και ξερικά. Στα πρώτα καλλιεργούσαν με το σύστημα της αμειψισποράς σιτάρι, κριθάρι, ρόβι, φακές μπιζέλια, ρεβίθια, ρόκα και λίγα λαχανικά. Στα ξερικά καλλιεργούσαν σίκαλη και τζεχρί, που χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή βαφής. Τα τελευταία 50 περίπου χρόνια πριν από την Ανταλλαγή παρατηρήθηκε και μικρής κλίμακας απασχόληση με την αμπελουργία, τη δενδροκομία και τη μελισσοκομία. Οι Αξενοί ασχολούνταν και με την κτηνοτροφία, που όμως δεν ήταν ιδιαίτερα αναπτυγμένη και στόχευε κυρίως στην κάλυψη των αναγκών των ίδιων και των οικογενειών τους.

2. 2. Βιοτεχνική παραγωγή, εμπόριο, μετανάστευση

Πολλοί Αξενοί ασχολούνταν και με την παραγωγή του λινέλαιου, συμπληρώνοντας έτσι τα εισοδήματα που προέρχονταν από την αγροτική οικονομία. Η εξαγωγή του λινέλαιου γινόταν τους χειμερινούς μήνες και οι Αξενοί μαγγαντζήδες, αυτοί που δούλευαν στα πιεστήρια (μαγγάνια), περιόδευαν για αυτό το σκοπό σε αρκετά χωριά των βιλαετίων Ικονίου και Καισαρείας. Γύρω στο Πάσχα συνήθως επέστρεφαν στην Αξό και ασχολούνταν με την καλλιέργεια των κτημάτων τους.

Αρκετοί μαγγαντζήδες, παράλληλα με την παραγωγή, ασχολήθηκαν σταδιακά και με το εμπόριο του λινέλαιου, γεγονός που αποτέλεσε σημείο καμπής για την οικονομική ιστορία του οικισμού. Αφού έκαναν με αυτό τον τρόπο την είσοδό τους στο εμπόριο, σιγά σιγά επέκτειναν ακόμα περισσότερο τις δραστηριότητές τους, αγοράζοντας κατά τη διάρκεια της περιοδείας τους διάφορα προϊόντα–κυρίως τρόφιμα– και πουλώντας τα στην Αξό. Άλλοι ξεκίνησαν ως πλανόδιοι έμποροι που δραστηριοποιούνταν στην περιοχή της κεντρικής Μικράς Ασίας, για να εγκατασταθούν στη συνέχεια μόνιμα ως έμποροι (μπακάληδες και ψιλικατζήδες) σε διάφορες περιοχές. Κάποιοι τέλος λειτούργησαν ως μεσάζοντες, συγκεντρώνοντας την τοπική παραγωγή των χωριών σε σιτάρι, μαλλί, αφιόνι, δέρματα, τυρί και βούτυρο και μεταπουλώντας τη στη συνέχεια χονδρικά στους εμπόρους που έρχονταν γι’ αυτό το σκοπό από τις πόλεις της περιοχής (Νίγδη, Άγκυρα κ.α.).

Μέσα από αυτές τις διαδικασίες ξεκίνησε και για την Αξό, όπως και για πολλούς άλλους οικισμούς της Καππαδοκίας, η μετανάστευση, η οποία έγινε ιδιαίτερα έντονη μετά το 1890. Τότε δημιουργήθηκε και η παροικία των Αξενών στο χριστιανικό μαχαλά του Ικονίου, η οποία αριθμούσε περίπου 60 οικογένειες. Άλλοι τόποι εγκατάστασης μεταναστών από την Αξό ήταν τα Άδανα, η Σαμψούντα, η Πάφρα και η Καβάλα. Στην τελευταία οι μετανάστες εργάζονταν στα καπνεργοστάσια. Ένας μικρός αριθμός μεταναστών, συγκριτικά με άλλους οικισμούς της Καππαδοκίας, κατευθύνθηκε προς τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη, ενώ ελάχιστοι έφτασαν μέχρι την Αμερική. Ακολουθώντας και αυτοί το μεταναστευτικό πρότυπο που από καιρό είχε εδραιωθεί στην περιοχή, οι Αξενοί εγκαθίσταντο συνήθως μόνοι τους στους τόπους υποδοχής, αφήνοντας τις οικογένειές τους πίσω στην Αξό και επιστρέφοντας εκεί κατά διαστήματα για να τις επισκέπτονται.

Αξιόλογη ανάπτυξη γνώρισε και η βιοτεχνία παραγωγής πήλινων αγγείων, τα οποία στην τοπική γλώσσα ονομάζονταν καρχίνια. Η παραγωγή των αγγείων, η οποία ήταν αποκλειστικά γυναικεία δραστηριότητα, γινόταν την άνοιξη και το καλοκαίρι. Τα αγγεία διοχετεύονταν σε πολλούς οικισμούς της Καππαδοκίας. Στην Αξό υπήρχε και μικρός αριθμός τεχνιτών, χτίστες, σιδεράδες, ράφτες και λατόμοι, για την εξυπηρέτηση των τοπικών αναγκών.

3. Διοικητικό καθεστώς, κοινοτική οργάνωση

Η κοινότητα της Αξού υπαγόταν στο μουτεσαριφλίκι της Νίγδης και αυτό με τη σειρά του στο βιλαέτι του Ικονίου. Τη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας την είχε αναλάβει τριμελής εκκλησιαστική επιτροπή, στην οποία αντιπροσωπεύονταν και οι τρεις συνοικίες (μαχαλάδες) της Αξού με έναν ευυπόληπτο ενορίτη καθεμιά. Την ουσιαστική διοίκηση της κοινότητας την είχε αναλάβει το μουχταρικό συμβούλιο. Όλοι οι ενορίτες κάθε μαχαλά, ηλικίας 20 ετών και άνω, εξέλεγαν από έναν εκπρόσωπό τους με ετήσια, κάποτε και με διετή, θητεία.9 Αυτοί ήταν οι «πρώτοι μουχτάρηδες» (μουχτάρι εββέ). Επίσης, σε κάθε συνοικία εκλεγόταν και ένας δεύτερος μουχτάρης (μουχτάρι σανί), καθώς και ένας κεχαγιάς. Όλοι οι παραπάνω, μαζί με τους ιερείς, αποτελούσαν το μουχταρικό συμβούλιο (χεγέτι μουχταριγιέ) της Αξού.10

Οι μουχτάρηδες ήταν υπεύθυνοι για την κατανομή και την είσπραξη των φόρων. Εκτός από τους κρατικούς φόρους έπρεπε να συγκεντρώνουν και την επιχορήγηση του δεσπότη. Έπρεπε επίσης να δηλώνουν όλα τα νεογέννητα αγόρια στα ειδικά κατάστιχα που τηρούνταν στη Νίγδη και αφορούσαν την καταβολή του στρατιωτικού φόρου, ενώ από το 1909 και μετά επιφορτίστηκαν και με τη φροντίδα για τη στρατολογία των χριστιανών.

Κοινοτικοί υπάλληλοι θεωρούνταν και οι αγροφύλακες, 2 ανά μαχαλά, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με τη φύλαξη των αγρών, και οι νυχτοφύλακες, που είχαν αναλάβει την προστασία των κατοίκων από τους ληστές. Η αμοιβή των μουχτάρηδων βάρυνε οικονομικά τους αντίστοιχους ενορίτες. Οι αγροφύλακες αμείβονταν για τις υπηρεσίες τους με ποσοστό επί της παραγωγής και οι νυχτοφύλακες με 2 γρόσια ανά σπίτι.

Δε διαθέτουμε σαφείς πληροφορίες για ενδοκοινοτικές έριδες και ατασθαλίες. Γνωρίζουμε όμως ότι το 1895 ορίστηκε εξαμελής επιτροπή, επιφορτισμένη με τη διαχείριση των κοινοτικών υποθέσεων, η οποία κάλεσε τους επιτρόπους να λογοδοτήσουν για τη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Λίγα χρόνια αργότερα άλλαξε και η διοικητική δομή της κοινότητας, καθώς δημιουργήθηκαν πια δημογεροντία, εφορεία των σχολείων και εκκλησιαστική επιτροπή. Σημαντικό ρόλο στην αναδιοργάνωση της κοινότητας έπαιξε και η παροικία των Αξενών μεταναστών του Ικονίου.

4. Θρησκεία

Στην Αξό υπήρχαν 3 ορθόδοξοι ναοί: η Αγία Μακρίνα στον πάνω μαχαλά, ο Άγιος Γεώργιος στον κάτω μαχαλά και η Κοίμηση της Θεοτόκου στο μεσαίο μαχαλά. Εκτός από αυτούς υπήρχαν και 5 παρεκκλήσια σε διάφορα σημεία του οικισμού.11 Ο σημαντικότερος ναός ήταν της Αγίας Μακρίνας, η οποία σύμφωνα με την παράδοση ήταν αδελφή του Γρηγορίου του Θεολόγου. Ο ναός αυτός οικοδομήθηκε το 1843, εποχή κατά την οποία χτίστηκαν και αρκετοί άλλοι ορθόδοξοι ναοί σε ολόκληρη την Καππαδοκία.12 Διαφορετική άποψη εκφράζεται από τον Ιακωβίδη, σύμφωνα με τον οποίο η Αγία Μακρίνα είχε ήδη χτιστεί γύρω στο 1700.13

5. Εκπαίδευση

Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις η εκπαίδευση στην Αξό άργησε πολύ να οργανωθεί. Η παλαιότερη σχετική μαρτυρία θέλει το πρώτο οργανωμένο σχολείο στην Αξό να ιδρύεται το 1896, έπειτα από προτροπή του μητροπολίτη Ικονίου. Ήταν ένα τετρατάξιο δημοτικό, στο οποίο φοιτούσαν τα αγόρια του οικισμού.14 Το σχολείο φαίνεται ότι συνέχισε να λειτουργεί και αναφέρεται ότι το 1901 παρακολουθούσαν τα μαθήματα σε αυτό 250 μαθητές.15 Ο ίδιος αριθμός καταγράφηκε και στη στατιστική της επαρχίας Ικονίου του 1905, το σχολείο όμως αναφέρεται ως διτάξιο με ένα μόνο δάσκαλο.16 Διαφορετική άποψη εκφράζει ο Μαυροχαλυβίδης, ο οποίος υποστηρίζει ότι το σχολείο ιδρύθηκε το 1908, έπειτα από προσπάθειες των κατοίκων και του ιδίου, ήταν πεντατάξιο και διέθετε και νηπιαγωγείο. Επίσης αναφέρει ότι σε αυτό δίδασκαν 3 δάσκαλοι, μία δασκάλα και μία νηπιαγωγός και ότι οι μαθητές έφταναν συνολικά τους 400.17

6. Σύλλογοι

Η πρώτη προσπάθεια που αφορά συλλογική δράση χρονολογείται στο 1895, όταν ιδρύθηκε η Φιλεκπαιδευτική Αδελφότης Αξού, με στόχο τη συγκέντρωση χρημάτων για την οικοδόμηση και συντήρηση σχολείου. Βαρύνοντα ρόλο για την ίδρυση της αδελφότητας έπαιξαν οι Αξενοί έμποροι που βρίσκονταν εκτός του οικισμού. Σύμφωνα με το καταστατικό της, η αδελφότητα διοικούνταν από δεκαμελή αιρετή εφορεία, με διετή θητεία. Παρ’ ότι συγκεντρώθηκαν κάποια χρήματα, το σχολείο τελικά δε χτίστηκε, επειδή προέκυψαν διαφωνίες σχετικά με την επιλογή του κατάλληλου χώρου. Αυτό είχε αποτέλεσμα αφενός την παρακμή της αδελφότητας και αφετέρου τη χορήγηση το 1901 μέρους των χρημάτων που είχαν συγκεντρωθεί για την ανέγερση κοινοτικού χανιού.

Ο Γεώργιος Μαυροχαλυβίδης, ο οποίος καταγόταν από την Αξό, επανίδρυσε την αδελφότητα το 1906 στο Ικόνιο, όπου εργαζόταν ως δάσκαλος. Το νέο της όνομα πλέον ήταν Η εν Ικονίω Φιλόπτωχος Αδελφότης των Αξενών «Η Αγία Μακρίνα», ο κύριος στόχος της όμως παρέμεινε ίδιος. Τελικά, τα απαιτούμενα χρήματα συγκεντρώθηκαν και το σχολικό κτήριο οικοδομήθηκε το 1908-1909. Η λειτουργία της αδελφότητας ήταν στενά συνδεδεμένη και με την αναδιοργάνωση της κοινότητας, για την οποία έγινε λόγος παραπάνω. Η σύνδεση αυτή φανερώνει το ρόλο της παροικίας του Ικονίου για την οργάνωση και τη λειτουργία της κοινότητας της Αξού, ρόλο τον οποίο στην περίπτωση άλλων οικισμών έπαιξαν οι παροικίες τους στην Κωνσταντινούπολη.




1. Ασβεστή, Μ., Επαγγελματικές ασχολίες των Ελλήνων της Καππαδοκίας, Αθήνα 1980, σελ. 108.

2. «Στατιστική της Επαρχίας Ικονίου», Ξενοφάνης, 3 (1905) σελ. 46, Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία, Αθήνα 1907, σελ. 219, Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας, Αθήνα 1921, σελ. 152, Φαρασόπουλος, Σ., Τα Σύλατα: Μελέτη του νομού Ικονίου υπό γεωγραφικήν, φιλολογικήν και εθνολογικήν έποψιν, Αθήνα 1895, σελ. 77.

3. Ασβεστή, Μ., Επαγγελματικές ασχολίες των Ελλήνων της Καππαδοκίας, Αθήνα 1980, σελ. 108· Ιακωβίδης, Μ., Αυτοβιογραφία: Πώς Έζησα το Δράμα μας (δακτυλογραφημένο χειρόγραφο ΚΜΣ, ΚΑΠΠ 83), Αθήνα 1974, σελ. 1.

4. Μαυροχαλυβίδης, Γ., Η Αξό (δακτυλογραφημένο χειρόγραφο ΚΜΣ, ΚΑΠΠ 54α, 54β), Αθήνα 1959, σελ. 3.

5. Χριστόπουλος, Μ., Αι εις τας Μητροπόλεις Καισαρείας και Ικονίου Υπαγόμεναι Ελληνορθόδοξοι Κοινότητες (δακτυλογραφημένο χειρόγραφο, ΚΜΣ, ΚΑΠΠ 45), Χανιά 1939, σελ. 62.

6. Ασβεστή, Μ., Επαγγελματικές ασχολίες των Ελλήνων της Καππαδοκίας, σελ. 109.

7. Μαυροχαλυβίδης, Γ., Η Αξό (δακτυλογραφημένο χειρόγραφο ΚΜΣ, ΚΑΠΠ 54α, 54β), Αθήνα 1959, σελ. 253.

8. Η Ασβεστή, Μ., ο.π., σελ.109 υπολογίζει αυτή την ομάδα σε 100 – 200 οικογένειες, ενώ ο Ιακωβίδης, Μ., ο.π., σελ. 1, ο οποίος μάλλον αναφέρεται στην προ της Ανταλλαγής περίοδο χωρίς όμως να προσδιορίζει χρονικά τη μαρτυρία του, κάνει λόγο για 400 οικογένειες, που σύμφωνα με τις δικές του εκτιμήσεις αντιπροσωπεύουν το 33% του συνόλου των οικογενειών.

9. Αυτή η κατάσταση οριστικοποιήθηκε περίπου 60-70 χρόνια πριν από την Ανταλλαγή. Παλαιότερα εκλεγόταν ένας μουχτάρης για ολόκληρο το χωριό.

10. Μαυροχαλυβίδης, Γ., Η Αξό (δακτυλογραφημένο χειρόγραφο ΚΜΣ, ΚΑΠΠ 54α, 54β), Αθήνα 1959, σελ. 155.

11. Μαυροχαλυβίδης, Γ., Η Αξό (δακτυλογραφημένο χειρόγραφο ΚΜΣ, ΚΑΠΠ54α, 54β), σελ. 7. Διαφορετική άποψη υποστηρίζεται από τον Αντωνόπουλο, ο.π., σελ., 219 και στη «Στατιστική της Επαρχίας Ικονίου», Ξενοφάνης, 3 (1905) σελ. 46, όπου υποστηρίζεται ότι στους δύο ναούς της Αξού λειτουργούσαν τέσσερις ιερείς.

12. Μαυροχαλυβίδης, Γ., Η Αξό (δακτυλογραφημένο χειρόγραφο ΚΜΣ, ΚΑΠΠ54α, 54β), σελ. 9.

13. Ιακωβίδης, Μ., Αυτοβιογραφία: Πώς Έζησα το Δράμα μας (δακτυλογραφημένο χειρόγραφο ΚΜΣ, ΚΑΠΠ 83), σελ. 3.

14. Χριστόπουλος Μ., Αι εις τας Μητροπόλεις Καισαρείας και Ικονίου Υπαγόμεναι Ελληνορθόδοξοι Κοινότητες (δακτυλογραφημένο χειρόγραφο, ΚΜΣ, ΚΑΠΠ 45), σελ. 62.

15. Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία, Αθήνα 1907, σελ. 219.

16. «Στατιστική της Επαρχίας Ικονίου», Ξενοφάνης 3 (1905), σελ. 46.

17. Μαυροχαλυβίδης, Γ., Η Αξό (δακτυλογραφημένο χειρόγραφο ΚΜΣ, ΚΑΠΠ 54α, 54β), σελ. 196.