Αποστολική Δράση του Παύλου στη Μ. Ασία

1. Τα προβλήματα των πηγών

Η διάδοση της διδασκαλίας του Χριστού ήταν για τους Αποστόλους ένα έργο που δεν ακολούθησε πάντοτε εύκολους ή αναμενόμενους δρόμους. Συχνά οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε, αλλά και οι βαθύτεροι λόγοι που την υπαγόρευσαν, παραμένουν σε εμάς ασαφείς, κυρίως λόγω της πληθώρας μετέπειτα χριστιανικών πηγών και θρύλων σχετικών με τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους.

Είμαστε όμως σχεδόν βέβαιοι ότι η εξάπλωση του χριστιανισμού στη Μικρά Ασία ξεκίνησε με την ευαγγελική πορεία του αποστόλου Παύλου και των μαθητών του, οδήγησε στο σχηματισμό επτά κυρίαρχων Εκκλησιών και αποτέλεσε το έναυσμα τόσο για την ανάπτυξη φιλοσοφικών-θεολογικών τάσεων, όσο και για την ηρωική υπεράσπιση των χριστιανικών ιδεωδών από φλογερούς υπέρμαχους, που αργότερα αναγορεύτηκαν και λατρεύτηκαν ως οι πρώτοι χριστιανοί μάρτυρες.

Πληροφορίες για το κήρυγμα του χριστιανισμού αντλούνται από τις Πράξεις των Αποστόλων και τις επιστολές του Παύλου. Για την εδραίωση των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων και εκκλησιαστικών δομών πολύτιμα στοιχεία αναφέρονται σε μαρτυρολογικά κείμενα, σε επιστολές επισκόπων, καθώς και στην αλληλογραφία Ρωμαίων αξιωματούχων με την κεντρική διοίκηση σχετικά με την αντιμετώπιση της νέας θρησκείας.

Οι περισσότερες από αυτές τις φιλολογικές μαρτυρίες ωστόσο υποβάλλονται ξανά και ξανά σε αυστηρή κριτική από τους μελετητές, προκειμένου να γεφυρωθούν χάσματα και αντιφάσεις και τελικά να διαχωριστεί ο πραγματικός ιστορικός πυρήνας από τις τελεολογικές πεποιθήσεις και τις υπερβολές των συγγραφέων τους. Η διαδικασία αυτή, που δε διευκολύνεται από τα αρχαιολογικά δεδομένα, σπάνια και εξαιρετικά διεσπαρμένα κατά τους πρώτους δύο αιώνες του χριστιανισμού, καθιστούν την έρευνα κοπιαστική, αλλά και συναρπαστική.

2. Τα ταξίδια του Παύλου στη Μικρά Ασία

Για την ιεραποστολική δράση του Αποστόλου Παύλου η Μικρά Ασία πρόσφερε εξαιρετικά πρόσφορο έδαφος. Καταρχάς η ατμόσφαιρα και η κουλτούρα των πόλεων ήταν οικείες σε αυτόν, γέννημα θρέμμα της Ταρσού. Η διάδοση της ελληνικής γλώσσας επέτρεπε στον Παύλο, που είχε τη γλώσσα αυτή σαν μητρική, να εκφραστεί με άνεση και να αναπτύξει τις ιδέες του. Τέλος, ήταν πολλές οι μικρασιατικές πόλεις στις οποίες υπήρχαν εύρωστες εβραϊκές κοινότητες, και συνεπώς του δινόταν το έναυσμα να αρχίσει τη διδασκαλία του. Έτσι ο Παύλος, που πέρασε τα πρώτα του χρόνια ως πιστός της νέας θρησκείας στη Συροπαλαιστίνη, ιδιαίτερα στη Δαμασκό, την Ιερουσαλήμ και την Αντιόχεια, πραγματοποίησε δύο μεγάλα ταξίδια στο μικρασιατικό έδαφος.

3. Το πρώτο ταξίδι

Το πρώτο ταξίδι του Αποστόλου Παύλου στη Μικρά Ασία πραγματοποιήθηκε το 44 ή 45. Στο μεγαλύτερο μέρος του ταξιδιού αυτού συνοδευόταν από το Βαρνάβα.1 Οι δύο άνδρες πριν μεταβούν στη Μικρά Ασία βρίσκονταν για μακρύ χρονικό διάστημα στην Αντιόχεια της Συρίας. Δεν πέρασαν όμως τις Κιλίκιες Πύλες, ταξιδεύοντας προς βορρά για τα μικρασιατικά εδάφη, αλλά μετέβησαν πρώτα στην Κύπρο. Οι Πράξεις των Αποστόλων αναφέρουν ότι εκεί προσπάθησαν να προσηλυτίσουν τον ίδιο το Ρωμαίο διοικητή, το Σέργιο Παύλο, αλλά η απόπειρα ήταν μάλλον ανεπιτυχής, καθώς και το κήρυγμα του χριστιανισμού γενικότερα.

3α. Παμφυλική Πέργη – Αντιόχεια Πισιδίας

Ο Παύλος και ο Βαρνάβας πέρασαν και πάλι τη θάλασσα, αυτή τη φορά κατευθυνόμενοι προς τις εκβολές του ποταμού Κέστρου, κοντά στις οποίες ήταν χτισμένη η παμφυλική πόλη Πέργη. Το γεγονός ότι δεν αναφέρεται η Αττάλεια, επίνειο της Πέργης και σημαντικό εμπορικό κέντρο, μας κάνει να υποπτευθούμε ότι οι δύο κήρυκες του χριστιανισμού χρησιμοποίησαν κάποιο δευτερεύον λιμάνι, ίσως για να περάσουν απαρατήρητοι. Στην Πέργη δεν έμειναν καιρό ούτε δίδαξαν. Διασχίζοντας την παμφυλική ύπαιθρο, ίσως ακολουθώντας τη Via Sebaste, κατευθύνθηκαν προς την πισιδική Αντιόχεια, τη σημαντικότερη από τις ρωμαϊκές αποικίες (coloniae) στο νότιο τμήμα της Μικράς Ασίας. Εδώ πρέπει να πούμε ότι οι σταθμοί του Παύλου και των μαθητών του ήταν κατά κάποιο τρόπο προκαθορισμένοι ή προσδιορισμένοι με βάση τις εκεί εβραϊκές κοινότητες. Ο χώρος στον οποίο συνήθως δίδασκαν ήταν οι συναγωγές των πόλεων και το ακροατήριό τους οι Εβραίοι.2

Ο χριστιανισμός, στα πρώτα του βήματα, είχε σκοπό να αναμορφώσει την εβραϊκή πίστη και όχι να επικρατήσει ως μονοθεϊστική λατρεία αντιμαχόμενος τον πολυθεϊσμό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Και ήταν οι Εβραίοι αυτοί που πρώτοι αντιτάχθηκαν και εκδίωξαν τους εκπροσώπους αυτής της νεωτερικής διδασκαλίας. Οι Ρωμαίοι αξιωματούχοι από την άλλη το έκαναν δεύτεροι και μόνο από τη στιγμή που αντιλήφθηκαν ότι η νέα λατρεία δεν αποδεχόταν τη θυσία σφαγίων, ουσιαστικό μέρος της αυτοκρατορικής λατρείας που είχε δημιουργηθεί ως συνεκτικός δεσμός του τεράστιου ρωμαϊκού κράτους.

Η αρνητική αντιμετώπιση των κηρύκων του χριστιανισμού από τους ίδιους τους ομοθρήσκους τους είναι εμφανής με τρόπο ζωντανό στην περίπτωση της Αντιόχειας.3 Το κήρυγμα του Παύλου στη συναγωγή της πόλης αυτής με την ιδιαίτερα ευημερούσα εβραϊκή κοινότητα είχε αρχικά κάποια ανταπόκριση μεταξύ των Εβραίων. Κάποιοι όμως μεταξύ του ακροατηρίου εξοργίστηκαν και κατάφεραν να πάρουν με το μέρος τους τα σημαντικότερα μέλη της κοινότητας4 και του ιερατείου, αλλά, όπως φαίνεται, και τις Αρχές της πόλης.5 Το αποτέλεσμα ήταν να εκδιωχθούν οι Παύλος και ο Βαρνάβας εκτός των ορίων της πόλης. Είναι πιθανό η εκδίωξη των δύο Αποστόλων να συνοδεύτηκε και από ξυλοδαρμό από τις αστυνομικές δυνάμεις της πόλης, τους lictores. Σύμφωνα με μεταγενέστερη πηγή, το κήρυγμα του Παύλου στην Αντιόχεια του απέφερε δύο νέους μαθητές, το Δεμά και τον Ερμογένη.

3β. Ικόνιο

Στη συνέχεια οι Απόστολοι κατευθύνθηκαν προς το Ικόνιο, μια εθνολογικά φρυγική πόλη, που όμως βρισκόταν στα σύνορα με τη Λυκαονία, ενώ διοικητικά υπαγόταν στη Γαλατία.6 Εκεί είχαν ήδη έναν οπαδό, τον Ονησίφορο, ο οποίος τους φιλοξένησε στο σπίτι του, όπου και δίδαξε ο Παύλος.

Κατά την παράδοση, η Θέκλα, γειτόνισσα του Ονησιφόρου, άκουσε το κήρυγμα του Παύλου από το ανοιχτό παράθυρο και επηρεάστηκε τόσο βαθιά, ώστε προσπάθησε να τον ακολουθήσει, ενάντια στους νόμους και τη θέληση της οικογένειάς της. Έγινε η πιο φανατική οπαδός του και έπειτα από πολλές περιπέτειες κατέληξε στην πόλη Σελεύκεια της Τραχείας Κιλικίας, όπου και μόνασε, επιδιδόμενη στην ίαση ασθενειών.7

Και στο Ικόνιο όμως το κήρυγμα του Παύλου δεν είχε καλύτερη αντιμετώπιση από αυτή στην Αντιόχεια. Τόσο οι Εβραίοι, όσο και οι εθνικοί εξαγριώθηκαν και κίνησαν εναντίον τους τις Αρχές της πόλης. Έτσι οι Απόστολοι εκδιώχθηκαν.8

3γ. Λύστρα – Δέρβη

Το επόμενο βήμα τους ήταν να γυρίσουν πάλι προς νότο, διασχίζοντας τη Λυκαονία διαμέσου της Via Sebaste και να μεταβούν στα Λύστρα, μια πόλη που το 25 είχε γίνει ρωμαϊκή αποικία. Οι βετεράνοι που είχαν εγκατασταθεί εκεί ήταν σχετικά λίγοι πληθυσμιακά, ενώ το κυρίαρχο στοιχείο παρέμενε ο γηγενής πληθυσμός, του οποίου ακόμα και ο εξελληνισμός δεν ήταν επαρκής. Η κυρίαρχη γλώσσα ήταν τα λυκαονικά και σε αυτά άρχισε να φωνάζει και να επευφημεί το πλήθος όταν οι δύο Απόστολοι θεράπευσαν έναν παραλυτικό.9

Χωρίς ωστόσο να έχουν καταλάβει το κήρυγμα του Παύλου, οι ντόπιοι έσπευσαν να ταυτίσουν τους δύο άνδρες με την κυρίαρχη θεϊκή δυάδα της περιοχής, το Δία και τον Ερμή, που αντιστοιχούσαν σε προελληνικές γηγενείς θεότητες, ίσως τους Καβείρους ή Μεγάλους Θεούς, ευεργέτες της ανθρωπότητας. Ο ιερέας του Δία βγήκε από το ναό για να τελέσει θυσία προς τιμή τους. Όταν όμως οι δύο άνδρες αντιλήφθηκαν τι επρόκειτο να συμβεί προσπάθησαν να αποτρέψουν τη θυσία και να κηρύξουν το θείο λόγο. Στην αρχή είχαν επιτυχία και κατάφεραν να προσεταιριστούν αρκετούς. Αργότερα όμως ήρθαν άνθρωποι από την πισιδική Αντιόχεια και το Ικόνιο και κατηγόρησαν τους Αποστόλους ως απατεώνες, με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος του πλήθους να μεταστραφεί και να τους λιθοβολήσουν σέρνοντάς τους έξω από την πόλη. Όταν συνήλθαν οι δύο Απόστολοι, που είχαν χάσει τις αισθήσεις τους, κατευθύνθηκαν προς τη γειτονική πόλη Δέρβη, όπου κατάφεραν να προσηλυτίσουν αρκετούς.

3δ. Αποτίμηση του πρώτου ταξιδιού

Πριν κατευθυνθούν προς άλλες περιοχές, ο Παύλος και ο Βαρνάβας επέστρεψαν διαδοχικά στα Λύστρα, το Ικόνιο και την Αντιόχεια της Πισιδίας, με σκοπό να ισχυροποιήσουν τις εκεί νεοδημιούργητες χριστιανικές κοινότητες ορίζοντάς τους επικεφαλής των Εκκλησιών.10 Από την τελευταία αυτή ενέργειά τους φαίνεται ότι δεν ήθελαν απλώς να κηρύξουν τη χριστιανική διδασκαλία, αλλά και να δημιουργήσουν αυτόχθονες πόλους για τη συνέχιση της χριστιανικής πίστης. Αυτό υποδηλώνει μια καλά μελετημένη προσπάθεια, που έρχεται ίσως σε αντίθεση με το γεγονός ότι για την πρώτη τους αυτή προσέγγιση στη Μικρά Ασία επέλεξαν περιοχές με μικρό ποσοστό εξελληνισμού. Τα Λύστρα και η Δέρβη ειδικά ήταν τόποι σχεδόν χωρίς διοικητική ή πολιτιστική σημασία.

Από την άλλη μεριά, και οι τέσσερις πόλεις στις οποίες δίδαξαν βρίσκονταν επάνω σε κεντρικούς οδικούς άξονες που συνέδεαν το ανατολικό και το δυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας, επάνω στους δρόμους του Ταύρου, από όπου περνούσε κανείς για να κατευθυνθεί προς τον Ευφράτη. Εάν λοιπόν οι επιλογές τους δεν ήταν τυχαίες, υπαγορευμένες από τις ανάγκες της στιγμής για καταφύγιο ενάντια στη διωκτική μανία των εχθρών τους, είναι πιθανό ότι έγιναν με γνώμονα τη δυνατότητα των περιοχών αυτών να γίνουν σταθμοί για την περαιτέρω εξάπλωση του κηρύγματος του Χριστού.11

4. Το μεσοδιάστημα

Δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε με ακρίβεια πόσο διήρκεσε το πρώτο ταξίδι του Παύλου στη Μικρά Ασία. Γνωρίζουμε όμως ότι ο Απόστολος επέστρεψε στην Αντιόχεια της Συρίας. Μια πιθανή χρονολογία για την επάνοδό του είναι το 47. Στη συριακή πρωτεύουσα, που είχε ήδη την πρωτοκαθεδρία μεταξύ των χριστιανικών Εκκλησιών, έμεινε για δύο περίπου χρόνια, τα οποία φαίνεται πως ήταν δύσκολα και ταραγμένα. Είχε αρχίσει ήδη να διαφαίνεται κρίση στους κόλπους της Εκκλησίας σχετικά με το αν ο χριστιανισμός έπρεπε να παραμείνει αυστηρά εβραϊκή υπόθεση, πράγμα που πρέσβευε ο Απόστολος Πέτρος και οι μαθητές του Ιακώβου, ή να διευρυνθεί για να περιλάβει και τους ελληνιστές Εβραίους αλλά και τους εθνικούς.

Την άνοιξη του 49 ο Παύλος έφυγε και πάλι, κατευθυνόμενος αυτή τη φορά προς την κυρίως Ελλάδα. Περνώντας από τους Φιλίππους, πόλη πλούσια η οποία θα χρησίμευε ως ιεραποστολικό κέντρο στη συνέχεια, διέτρεξε τη Μακεδονία, έκανε μια σύντομη στάση στην Αθήνα και έφθασε στην Κόρινθο, όπου και παρέμεινε για δεκαοχτώ μήνες έως το φθινόπωρο του 51.

Στη συνέχεια επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ για να παραστεί σε σύνοδο που συγκάλεσαν οι εγκάθετοι της εβραϊκής παράταξης, με αίτημα την καθιέρωση της περιτομής και στους ελληνιστές Εβραίους, αλλά και σε όσους εθνικούς προσχωρούσαν στο χριστιανισμό. Ο Παύλος με τον Τίτο και το Βαρνάβα προσπάθησαν να αποτρέψουν την προοπτική αυτή που περιόριζε τον ελεύθερο προσηλυτισμό πιστών από όλες τις κοινωνικές και εθνικές κατηγορίες. Μετά τη σύνοδο τόσο ο Παύλος όσο και ο Πέτρος επέστρεψαν στην Αντιόχεια, μεταφέροντας όμως τη διαμάχη μαζί τους.

5. Το δεύτερο ταξίδι

Ειδήσεις ότι οι Εκκλησίες που ο Παύλος είχε ιδρύσει στη Γαλατία κατά το πρώτο μεγάλο ταξίδι του στην περιοχή διέρχονταν κρίση, τόσο λόγω της γενικότερης ιδεολογικής διαμάχης μεταξύ εβραϊστών και ελληνιστών, όσο και εξαιτίας της αρνητικής αντιμετώπισης από τις τοπικές κοινωνίες και της εμφάνισης αιρετικών τάσεων γνωστικού προσανατολισμού, έκαναν τον Παύλο να ξεκινήσει για μια δεύτερη περιοδεία, στέλνοντας προπομπό την επιστολή του προς τους Γαλάτες.

Η διαδρομή που ακολούθησε αρχικά πρέπει να ήταν παρόμοια με την πρώτη: Κιλικία, Λυκαονία, Πισιδία. Στη συνέχεια πρέπει να κατευθύνθηκε στα κεντρικά υψίπεδα της Ανατολίας, προς τη Φρυγία και τη Γαλατία. Φαίνεται όμως πως αυτή τη φορά είχε θέσει προορισμό του μια άλλη μεγαλόπολη, την Έφεσο. Δεν ξέρουμε αν κατέβηκε προς την Έφεσο παίρνοντας το δρόμο που οδηγούσε από την Άγκυρα προς το Γόρδιο, την Πεσσινούντα, την Ιψό και τις Σάρδεις. Ίσως όμως να περιέλαβε και άλλες πόλεις, όπου υπήρχαν ήδη χριστιανικές κοινότητες και που αργότερα εξελίχθηκαν σε μεγάλα εκκλησιαστικά κέντρα, όπως η Φιλαδέλφεια, τα Θυάτειρα, η Λαοδίκεια στο Λύκο, οι Κολοσσαί και η Ιεράπολη και, τέλος, η Σμύρνη.

Έχοντας ιδρύσει νέες Εκκλησίες και ισχυροποιήσει τις υπάρχουσες στις κοιλάδες του Έρμου και του Μαιάνδρου, ο Παύλος έφθασε τελικά στην Έφεσο στα τέλη του 52 ή στις αρχές του 53. Η πόλη αυτή παρουσίαζε διπλό ενδιαφέρον. Αφενός ως παγανιστικό κέντρο –η λατρεία της Εφεσίας Αρτέμιδος ήταν πανάρχαιη και διαδεδομένη σε όλη την αυτοκρατορία– αλλά και ως άντρο διαφθοράς, όπως όλα τα λιμάνια, αποτελούσε πρόκληση για έναν ιεραπόστολο. Αφετέρου ο ρόλος της πόλης ως εμπορικού και διοικητικού κέντρου αποτελούσε εγγύηση για τη γρήγορη διάδοση του χριστιανικού μηνύματος. Στην Έφεσο εξάλλου είχαν ήδη μετακομίσει ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα, τεντοποιοί από την Κόρινθο, τους οποίους ο Παύλος είχε προσηλυτίσει κατά την παραμονή του εκεί.

Ο Παύλος παρέμεινε στην Έφεσο έως το 56, όταν έφυγε για σύντομο ταξίδι προς την Κόρινθο από το λιμάνι της Αλεξάνδρειας Τρωάδας. Επέστρεψε μέσω Μακεδονίας και σχεδόν αμέσως ξανάφυγε για να γιορτάσει μαζί με πιστούς από όλες τις Εκκλησίες την Πεντηκοστή στην Ιερουσαλήμ. Το ταξίδι αυτό ήταν πολύπλοκο, καθώς πήγε πρώτα στην Άσσο, από εκεί πέρασε με πλοίο από τη Μυτιλήνη, τη Χίο, τη Σάμο12 και στη συνέχεια έφτασε στη Μίλητο, άλλο μεγάλο κέντρο του ελληνισμού και σημαντική οικονομικά πόλη. Στη Μίλητο ο Παύλος διέμεινε μερικές ημέρες και είχε το χρόνο να καλέσει τα ηγετικά μέλη της Εκκλησίας της Εφέσου για μια τελευταία ομιλία, με σκοπό να ισχυροποιήσει την εκεί Εκκλησία, αλλά και να αποχαιρετήσει, καθώς φαίνεται, την επαρχία της Ασίας.

6. Επίλογος

Ο Παύλος δεν ξαναγύρισε ποτέ στη Μικρά Ασία. Μηχανορραφίες των αντιπάλων του στην Ιερουσαλήμ προκάλεσαν τη σύλληψή του από τις ρωμαϊκές Αρχές με την κατηγορία του ταραχοποιού και τη μεταφορά του στη Ρώμη. Ωστόσο κάποιες από τις επιστολές του προς Εκκλησίες της Μικράς Ασίας (Προς Εφεσίους, Προς Κολοσσαείς) γράφτηκαν το διάστημα της ομηρίας και του ταξιδιού του και μαρτυρούν ότι η μέριμνα του Αποστόλου για τη συνέχιση του έργου του εκεί παρέμεινε αμείωτη.



1. Ο Βαρνάβας αναφέρεται συχνά ως μαθητής του Παύλου. Στις Πράξεις όμως, ιδιαίτερα στα κεφ. 11 και 12, μνημονεύεται ως κεντρική φυσιογνωμία και πάντοτε το όνομά του μπαίνει μπροστά από του Παύλου. Στη συνέχεια όμως, στα κεφ. 13 και 14, που γίνεται λόγος για το ταξίδι του Παύλου στην Κύπρο, προτάσσεται το όνομα του Παύλου και φαίνεται πλέον αυτός να έχει τον κεντρικό ρόλο στην αποστολική δράση.

2. Στις Πράξεις των Αποστόλων είναι συχνή η έκφραση «Εβραίους και θεοσεβείς» ή « Θεού σέβοντες». Είναι πιθανό αν η έκφραση θεοσεβείς δεν προσδιορίζει τους Εβραίους ως λατρεύοντες τον ένα θεό, σε αντίθεση με τους παγανιστές που λάτρευαν πολλούς θεούς ή μάλλον «δαίμονες», να αναφέρεται σε ένα τμήμα προσηλύτων στον εβραϊσμό. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι η εβραϊκή θρησκεία την περίοδο εκείνη, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει σήμερα, δεχόταν στους κόλπους της και όσους δε συνδέονταν με δεσμούς αίματος με το λαό του Ισραήλ.

3. Πράξεις 13.50.

4. Στο σημείο αυτό γίνεται ιδιαίτερη μνεία στις θεοσεβείς γυναίκες της κοινότητας, τις οποίες πρώτες, καθώς φαίνεται, προσεταιρίστηκαν οι αντίπαλοι του Παύλου.

5. Οι Πράξεις των Αποστόλων εδώ είναι ασαφείς. Αναφέρονται στους «πρώτους της πόλεως», που είναι χαρακτηριστική προσφώνηση για τους δεκάπρωτους ή εικοσάπρωτους των ελληνικών πόλεων, όχι όμως και για τους duumviri των ρωμαϊκών αποικιών. Ενδέχεται λοιπόν το «πρώτοι της πόλεως» να αναφέρεται όντως στο σώμα των διοικητών της πόλης, χρησιμοποιώντας έναν όρο που ήταν γνωστός στην πλειονότητα των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας, ή στους επικεφαλής της εβραϊκής κοινότητας. Αν όντως αναφέρεται στους εξάρχοντες Ρωμαίους πολίτες, αυτό σημαίνει ότι οι Εβραίοι κατέδειξαν τον Παύλο και το Βαρνάβα στις Αρχές ως εχθρούς της έννομης τάξης και ως απειλή για την κυρίαρχη λατρεία στην περιοχή, αυτή του Μηνός. Για λεπτομερέστερη έκθεση των απόψεων σχετικά με το χωρίο αυτό βλ. Ramsay, W.M., St. Paul the Traveler and Roman Citizen (London 1930), σελ. 105-107, και Sherwin-White, A.N., Roman Society and Roman Law in the New Testament (Oxford 1963), σελ. 97.

6. Taylor, J.S.M., “St. Paul and the Roman Empire: Acts of the Apostles 13-14”, στο Haase, W. (ed.), ANRW II.26.2 (Berlin – Νew York 1995), σελ. 1212-1213.

7. Για το βίο και τα έργα της αγίας Θέκλας βλ. Dagron, G., Vie et Miracles de St. Thecle (Bruxelles 1975). Τα αγιολογικά βέβαια κείμενα σχετικά με το βίο της αγίας Θέκλας ανήκουν στον 5ο αιώνα, αν και η φιλολογική εξέταση δείχνει ότι μάλλον βασίστηκαν σε πρότυπα και παραδόσεις του 2ου αιώνα. Έτσι, παραμένει άγνωστος σε εμάς ο πραγματικός ιστορικός τους πυρήνας.

8. Φαίνεται πάντως από τις πηγές, αλλά και από ό,τι γνωρίζουμε για τη ρωμαϊκή νομοθεσία, ότι οι Αρχές της πόλης δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε περισσότερο για τους «ανεπιθύμητους» παρά να τους συστήσουν να αποχωρήσουν από τα όρια της πόλης. Δεν είχαν τη δυνατότητα να τους συλλάβουν χωρίς ρητή εντολή από τις ρωμαϊκές Αρχές ούτε και να τους απαγορεύσουν την επάνοδό τους στην πόλη σε κάποια μελλοντική στιγμή.

9. Πράξεις 14.11-14.

10. Πράξεις 14.14.

11. Αυτό προτείνει ως παρακινδυνευμένη αλλά και γοητευτική υπόθεση ο Justin Taylor. Βλ. Taylor, J.S.M., “St. Paul and the Roman Empire: Acts of the Apostles 13-14”, στο Haase, W. (ed.), ANRW II.26.2 (Berlin – Νew York 1995), σελ. 1227-1228.

12. Σύμφωνα με τοπική παράδοση, το καράβι που μετέφερε τον Παύλο δεν ελλιμενίστηκε στη Σάμο, αλλά απέναντι, στα μικρασιατικά παράλια των στενών της Μυκάλης, σε ένα μικρό όρμο κοντά στο ακρωτήριο Τρώγιλο, που μετονομάστηκε σε «λιμάνι του αγίου Παύλου». Το περιστατικό αυτό ωστόσο μπορεί να ανάγεται στη χριστιανική μυθοπλασία.