Βυζαντινή Αυτοκρατορία Νικαίας

1. Εισαγωγικά

Η Δ΄ Σταυροφορία ήρθε να ολοκληρώσει μια συνεχιζόμενη κρίση στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, που είχε αρχίσει μετά το θάνατο του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού το 1180. Η αδυναμία της κεντρικής εξουσίας να ελέγξει τις επαρχίες, όπου άρχισαν να εκδηλώνονται τάσεις αυτονομίας, οι αντιπαλότητες στην πρωτεύουσα μεταξύ των μελών της δυναστείας των Αγγέλων και η ξενοφοβία, που κορυφώθηκε με τη σφαγή των Λατίνων της πρωτεύουσας το 1182, ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά της κρίσης.

Κανένας όμως δεν περίμενε η Δ΄ Σταυροφορία να προχωρήσει τόσο, ώστε τελικά να αλλάξει προορισμό και στόχους, και να οδηγήσει στην άλωση της βυζαντινής πρωτεύουσας τον Απρίλιο του 1204 και στη διανομή της αυτοκρατορίας μεταξύ των Βενετών και των σταυροφόρων. Ο ρόλος των Βενετών και του ίδιου του δόγη, του Ερρίκου Δάνδολου, φαίνεται ότι υπήρξε πρωταγωνιστικός στην καλά μελετημένη συνθήκη διανομής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (Partitio Romaniae) του Μαρτίου του 1204, αφού η πόλη του Αγίου Μάρκου ήταν η κατεξοχήν ωφελημένη από την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Έτσι στη θέση της άλλοτε κραταιάς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ιδρύθηκε μία λατινική. τη θέση του Λατίνου αυτοκράτορα κατέλαβε ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας, ενώ ο πραγματικός αρχηγός της σταυροφορίας, ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός, αρκέστηκε στο βασίλειο της Θεσσαλονίκης. Κάποιοι σταυροφόροι αρχηγοί κατέλαβαν τμήματα του ελληνικού χώρου και εγκατέστησαν τις δυτικές δομές της φεουδαλικής οργάνωσης στην Πελοπόννησο, την Αθήνα και ορισμένα νησιά του Αιγαίου, με χαλαρούς δεσμούς υποτέλειας με το λατινικό κρατικό μόρφωμα της Κωνσταντινούπολης. Οι ίδιοι οι Βενετοί επέβαλαν συμπατριώτη τους Λατίνο Πατριάρχη στην Αγία Σοφία, το Θωμά Μοροζίνι, και κράτησαν για τους ίδιους μια αλυσίδα παράλιων πόλεων και νησιών, περιλαμβανομένων της Κρήτης και της Εύβοιας, και ένα τμήμα της ίδιας της πρωτεύουσας. Επρόκειτο ουσιαστικά για θρίαμβο της Βενετίας, που θεμελίωσε έτσι το εμπορικό κράτος της στην Ανατολή για πολλούς αιώνες, αλλά και την ενεργό στο εξής ανάμειξή της στα πολιτικά πράγματα του Βυζαντίου.


2. Τα κράτη της Τραπεζούντας, της Ηπείρου και της δυτικής Μικράς Ασίας

Παρά τον κλονισμό από το απροσδόκητο γεγονός της άλωσης, μέλη της άρχουσας τάξης και των κυρίαρχων οικογενειών του Βυζαντίου κατάφεραν να οργανώσουν τρία αυτόνομα ελληνικά κράτη: στον Πόντο με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα, στη δυτική Μικρά Ασία με πρωτεύουσα τη Νίκαια και στην Ήπειρο με πρωτεύουσα την Άρτα.

Το κράτος της Τραπεζούντας ίδρυσαν δύο αδελφοί, ο Αλέξιος και ο Δαβίδ Κομνηνός, εγγονοί του Ανδρονίκου Α΄, λίγο πριν από την άλωση της βυζαντινής πρωτεύουσας το 1204, με τη βοήθεια της βασίλισσας της Γεωργίας, Θάμαρ. Επρόκειτο για ένα φιλόδοξο κρατικό μόρφωμα, το οποίο παρά τις αρχικές επιτυχίες και την εξάπλωσή του στην Παφλαγονία έμελλε να αποκοπεί από τη δυτική Μικρά Ασία και να διαδραματίσει περιθωριακό ρόλο κατά τους επόμενους αιώνες ως την τελική υποταγή του στους Οθωμανούς το 1461.

Το κράτος της Ηπείρου, που ιδρύθηκε το 1204 από το Μιχαήλ Α΄ Δούκα Άγγελο (1204-1215),
εξάδελφο των αυτοκρατόρων Ισαακίου Β΄ και Αλεξίου Γ΄, εκτεινόταν αρχικά δυτικά της οροσειράς της Πίνδου και έφτανε στα βόρεια ως το Δυρράχιο και στα νότια ως τον Κορινθιακό κόλπο. Εκμεταλλευόμενος την αδυναμία των σταυροφόρων ο Μιχαήλ επέκτεινε το κράτος του στη Θεσσαλία, το οποίο στα χρόνια του ετεροθαλή αδελφού και διάδόχου του, του Θεοδώρου Αγγέλου (1215-1230), περίλαβε στους κόλπους του τη Μακεδονία μαζί με τη Θεσσαλονίκη (1224). Στην πόλη αυτή ο Θεόδωρος Άγγελος στέφθηκε αυτοκράτορας των Ρωμαίων, διεκδικώντας έτσι τη διαδοχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μετά την ήττα του όμως από τους Βουλγάρους (1230), οι φιλοδοξίες των ηγεμόνων του κράτους της Ηπείρου περιορίστηκαν, ενώ πολλά από τα εδάφη του περιήλθαν σταδιακά στο κράτος της Νίκαιας.

3. Ιστορική πορεία της Αυτοκρατορείας της Νίκαιας

3.1. Ίδρυση της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Βασιλεία του Θεοδώρου Α΄ Λασκάρεως

Ιδρυτής του κράτους της Νίκαιας υπήρξε ο Θεόδωρος Λάσκαρις, που ήταν γαμπρός
του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ΄ Άγγελου και έφερε τον τίτλο του δεσπότη. Ο Θεόδωρος έφυγε από την πρωτεύουσα το φθινόπωρο του 1203 και κατέληξε με την οικογένειά του και λίγους οπαδούς στη Βιθυνία. Εκεί κατάφερε να θέσει υπό τον έλεγχό του την Προύσα και στη συνέχεια τη Νίκαια, και έπειτα από μακρούς αγώνες με τους τοπικούς ηγεμόνες Σάββα Ασιδηνό, Μανουήλ Μαυροζώμη και Θεόδωρο Μαγκαφά σταθεροποίησε το κράτος του στη δυτική Μικρά Ασία με πρωτεύουσα την πόλη της Νίκαιας, αφού αντιμετώπισε με επιτυχία τις διεκδικήσεις των Λατίνων, του κράτους του Πόντου και του σουλτανάτου του Ικονίου.

Σημαντική υπηρεσία στα πρώτα βήματα του κράτους της Νίκαιας πρόσφεραν οι
Βούλγαροι: ένας βυζαντινοβουλγαρικός συνασπισμός υπό τον τσάρο Καλογιάννη συνέτριψε τους σταυροφόρους στην Αδριανούπολη τον Απρίλιο του 1205. Πολλοί επιφανείς σταυροφόροι έπεσαν στο πεδίο της μάχης, ενώ ο Λατίνος αυτοκράτορας Βαλδουίνος αιχμαλωτίστηκε και έκτοτε χάθηκαν τα ίχνη του.

Οι Λατίνοι αναγκάστηκαν να εκκενώσουν τη βορειοδυτική
Μικρά Ασία με εξαίρεση την πόλη Πηγαί, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο δράσης στο Θεόδωρο Λάσκαρι, που κατάφερε να νικήσει το Δαβίδ Κομνηνό, να επεκταθεί στην Παφλαγονία και να φτάσει ως τη Μαύρη θάλασσα. Ο Θεόδωρος έσπευσε να ανακηρυχθεί αυτοκράτορας (1205) και έκανε έκκληση στα μέλη της άρχουσας τάξης και του ανώτερου κλήρου να μεταβούν στο κράτος του. Κάλεσε μάλιστα και τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Ι΄ Καματηρό, ο οποίος είχε καταφύγει στο Διδυμότειχο, να μεταβεί στη Νίκαια και να προχωρήσει στη στέψη του σε αυτοκράτορα. Ο Πατριάρχης όμως, που βρισκόταν τότε στο κράτος του πανίσχυρου Βούλγαρου ηγεμόνα και έβλεπε συγχρόνως τη μεγάλη ρευστότητα στα πολιτικά πράγματα μετά την άλωση της πρωτεύουσας, αρνήθηκε και λίγο αργότερα πέθανε στην εξορία (1206). Σε μία δραματική έκκλησή τους οι καταπιεσμένοι από τους Λατίνους ορθόδοξοι, κλήρος και μοναχοί της Κωνσταντινούπολης, με επιστολή τους στο Θεόδωρο Λάσκαρι, ζήτησαν να συγκληθεί σύνοδος των αρχιερέων στην Ανατολή για την εκλογή νέου Οικουμενικού Πατριάρχη. Πράγματι, δύο χρόνια αργότερα, τη Μεγάλη Σαρακοστή του 1208, σύνοδος αρχιερέων στη Νίκαια εξέλεξε το λόγιο Μιχαήλ Δ΄ Αυτωρειανό πρώτο εξόριστο Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης. Η πρώτη πράξη του νέου πνευματικού ηγέτη των ορθοδόξων ήταν η στέψη και η χρίση του Θεοδώρου Λασκάρεως ως αυτοκράτορα την Κυριακή του Πάσχα του 1208. Έτσι οι δύο θεσμοί του Βυζαντίου, ο αυτοκράτορας και ο Πατριάρχης, θεμελιώθηκαν εκ νέου στην εξορία. Υπολειπόταν το τρίτο σύμβολο των Βυζαντινών, η Κωνσταντινούπολη. Ο αγώνας για την επιστροφή σε αυτήν θα αποτελούσε την αιτία της ύπαρξης (raison d’être) των κατοίκων της εξόριστης αυτοκρατορίας.

Οι σχέσεις του Θεοδώρου Λασκάρεως με το σελτζουκικό κράτος του Ρουμ ήταν αρχικά φιλικές, αφού το θρόνο είχε ανακαταλάβει ο Σελτζουκίδης ηγεμόνας Καϊχοσρόης Α΄ (1205), ο οποίος έζησε εξόριστος στην Κωνσταντινούπολη και βαπτίστηκε χριστιανός με ανάδοχο τον βυζαντινό αυτοκράτορα Αλέξιο Γ΄ Άγγελο. Ως εκ τούτου αισθανόταν πνευματική συγγένεια με την Άννα Αγγελίνα, κόρη του Αλέξου Γ΄ και σύζυγο του Θεόδωρου Α΄ Λάσκαρι. Οι σχέσεις αυτές διαταράχθηκαν μετά την ισχυροποίηση του Θεοδώρου και προπάντων μετά την άφιξη στην αυλή του Καϊχοσρόη Α΄ του έκπτωτου αυτοκράτορα Αλεξίου Γ΄, του οποίου τα δίκαια στο θρόνο της Νίκαιας εμφανίστηκε να υπερασπίζεται ο σουλτάνος του Ικονίου.

Η αποφασιστική αναμέτρηση του Θεοδώρου και του Καϊχοσρόη έλαβε χώρα στην Αντιόχεια του Μαιάνδρου το 1211, και οδήγησε σε μονομαχία των δύο ανδρών στην οποία ηττήθηκε και έχασε τη ζωή του ο σουλτάνος. Η σημαντική αυτή νίκη της Νίκαιας επισφραγίστηκε με μια συνθήκη που εξασφάλισε τα ανατολικά σύνορα, τα οποία έμελλε να μείνουν αναλλοίωτα για τις επόμενες δύο γενιές. Φαίνεται μάλιστα ότι διασφαλίστηκε και για τους χριστιανούς του σουλτανάτου του Ρουμ η ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων. Ο υπέρμετρα φιλόδοξος Αλέξιος Γ΄ πιάστηκε αιχμάλωτος και έζησε το υπόλοιπο της ζωής του στη μονή Υακίνθου στη Νίκαια.

Την κόπωση και τις μεγάλες απώλειες του Θεοδώρου έσπευσαν να εκμεταλλευτούν
οι Λατίνοι της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι με το νέο αυτοκράτορα Ερρίκο (1205-1216) επιτέθηκαν στη Μικρά Ασία και είχαν μία πρώτη νίκη στον ποταμό Ρύνδακο (Οκτώβριος 1211). Οι εχθροπραξίες συνεχίστηκαν με μικρές δυνάμεις εκατέρωθεν ως το 1214, οπότε και υπογράφηκε στο Νυμφαίο μια συνθήκη ειρήνης. Οι Λατίνοι κράτησαν τη βορειοδυτική λωρίδα της Μικράς Ασίας ως το Αδραμύττιο στο Αιγαίο πέλαγος, ενώ η υπόλοιπη δυτική Μικρά Ασία ως το σελτζουκικό σουλτανάτο παρέμεινε στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Ήταν μια συνθήκη οικονομίας, όπου οι δύο αντίπαλοι αναγνώριζαν ο ένας την ύπαρξη του άλλου.

Ο Θεόδωρος Λάσκαρις αφιέρωσε το υπόλοιπο της βασιλείας του στην καλύτερη διοικητική και οικονομική οργάνωση του κράτους του, ενώ μερίμνησε για την ευημερία και
τη διεθνή αναγνώριση και επιρροή του. Έτσι το 1219 νυμφεύθηκε σε τρίτο γάμο την Μαρία του Courteney, θυγατέρα της αυτοκράτειρας Γιολάντας και του Πέτρου του Courteney, φιλοδοξώντας να ασκήσει την αντιβασιλεία στη Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης. Το ίδιο έτος οι Βενετοί συνήψαν εμπορική συμφωνία με το Θεόδωρο Λάσκαρι, ο οποίος και τους παραχώρησε το δικαίωμα να εμπορεύονται χωρίς δασμούς στο κράτος του. Στο σχετικό έγγραφο που σώζεται στα λατινικά ο εξόριστος αυτοκράτορας αναφέρεται ως: «Theodorus in Christo Deo fidelis imperator et moderator Romeorum et semper Augustus Commanus Lascarus».


3.2. Η βασιλεία του Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη

Τη στιγμή του θανάτου του Θεοδώρου Α΄ Λασκάρεως (1221) οι κύριοι αντίπαλοι της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας δεν ήταν η Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, αλλά το ισχυρό κράτος της Ηπείρου υπό το Θεόδωρο Άγγελο (1215-1230) και το ανασυστημένο κράτος της Βουλγαρίας υπό τον Ιωάννη Β΄ Ασάν (1218-1241). Τα τρία αυτά κράτη φιλοδοξούσαν και έριζαν μεταξύ τους για τη διαδοχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και φιλοδοξούσαν το καθένα να ανακτήσει πρώτο την Κωνσταντινούπολη. Ο Θεόδωρος Άγγελος έφτασε κοντά στο στόχο του, αλλά το 1230 συγκρούστηκε με τους Βουλγάρους και υπέστη δεινή ήττα. Ωστόσο, ο Ιωάννης Ασάν δεν έδρεψε για πολύ τους καρπούς της νίκης του.

Περισσότερο θα ωφελούνταν ο νέος αυτοκράτορας της Νίκαιας Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης
(1221-1254), o οποίος, αφού αντιμετώπισε με επιτυχία εκείνους που αμφισβήτησαν την εξουσία του, νίκησε και εκδίωξε τους Λατίνους από τη Μικρά Ασία, ενώ στη συνέχεια αποβιβάστηκε στην Ευρώπη και κατέλαβε την Αδριανούπολη (1225). Το 1236 ο Ιωάννης Βατάτζης συμμάχησε με τον Ιωάννη Ασάν και πολιόρκησαν από κοινού την Κωνσταντινούπολη. Η πρωτεύουσα άντεξε χάρη στη ναυτική υποστήριξη της Βενετίας. Ο Βούλγαρος ηγεμόνας, όταν συνειδητοποίησε ότι κερδισμένος από τη συμμαχία θα έβγαινε ο Βατάτζης, την εγκατέλειψε, συμμάχησε με τους Λατίνους και στράφηκε εναντίον του πρώην συμμάχου του. Ο θάνατος του Ασάν (1241) και η προέλαση στη συνέχεια των Μογγόλων οδήγησαν στην κατάρρευση της δύναμης της Βουλγαρίας, που έγινε φόρου υποτελής τους.

Ο Ιωάννης Βατάτζης παρέμεινε πλέον ανενόχλητος στην προέλασή του στη
Μακεδονία και κατάφερε να προσάρτησει εδάφη που ελέγχονταν από το κράτος της Ηπείρου. Το 1242 πολιόρκησε τη Θεσσαλονίκη και υποχρέωσε τον ηγεμόνα της, τον Ιωάννη Άγγελο, να εγκαταλείψει τον τίτλο του αυτοκράτορα και να δεχθεί από τον ίδιο τον τίτλο του δεσπότη. Τα νέα για μογγολική επίθεση στην Ανατολή όμως υποχρέωσαν το Βατάτζη να λύσει την πολιορκία και να επιστρέψει εσπευσμένα στη Μικρά Ασία. Συμμάχησε μάλιστα με τους Σελτζούκους για την αντιμετώπιση της κοινής απειλής. Οι Μογγόλοι ωστόσο, αφού συνέτριψαν τους Σελτζούκους και έκαναν το σουλτανάτο φόρου υποτελές, στράφηκαν στη συνέχεια εναντίον της Μέσης Ανατολής και της Βαγδάτης, αφήνοντας άθικτη τη δύναμη της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Έτσι ο αυτοκράτορας επανήλθε στην Ευρώπη, κατέλαβε αμαχητί τη Θεσσαλονίκη (1246), στη συνέχεια προέλασε στη δυτική και βόρεια Μακεδονία και έφτασε στην Αδριατική θάλασσα.

Ο Ιωάννης Βατάτζης διατηρούσε σχέσεις με τις δύο κύριες δυνάμεις της Δύσης, την
παπική Εκκλησία και το Γερμανό αυτοκράτορα. Παρά την αντιπαλότητα των δύο αυτών δυνάμεων, συνήψε στενή σχέση και συνεργασία με το Γερμανό αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β΄Ηohenstaufen, η οποία επισφραγίστηκε και με μία επιγαμία, αφού ο Βατάτζης μετά το θάνατο της λογίας συζύγου του, Ειρήνης Λασκάρεως, νυμφεύθηκε σε δεύτερο γάμο τη θυγατέρα του Φρειδερίκου, Κωνσταντία-Άννα (1244).

Με την παπική Εκκλησία ήλθε σε ενωτικές διαπραγματεύσεις σε δύο περιπτώσεις, το 1234 και το 1250. Ως προϋπόθεση για την ένωση των δύο Εκκλησιών ο Βατάτζης έθετε την επιστροφή της Κωνσταντινούπολης και την κατάργηση της Λατινικής Αυτοκρατορίας. Παρά την πρόοδο των συνομιλιών, μετά το θάνατο του Φρειδερίκου Β΄ (1250) ο Βατάτζης επαναπροσδιόρισε την πολιτική του και, θεωρώντας ότι δε χρειαζόταν πλέον την παπική βοήθεια για την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης, διέκοψε τις διαπραγματεύσεις.

Ο Ιωάννης Βατάτζης κατάφερε να ασφαλίσει τα σύνορά του στη Μικρά Ασία και να
υπερδιπλασιάσει τα εδάφη της αυτοκρατορίας καταλαμβάνοντας σημαντικό τμήμα της Βαλκανικής. Οι τρεις βασικοί αντίπαλοί του στην περιοχή, οι Σελτζούκοι στην Ανατολή, οι Βούλγαροι και το κράτος της Ηπείρου στην Ευρώπη, είχαν εξασθενήσει σημαντικά. Η εξαθλιωμένη Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης περιοριζόταν στην ίδια την πρωτεύουσα και διατηρούνταν χάρη στα ισχυρά τείχη της και τη ναυτική υποστήριξη της Βενετίας. Παρόλο που ο Βατάτζης είχε κάνει όλη την αναγκαία προεργασία για την παλινόρθωση της αυτοκρατορίας στη βασιλίδα των πόλεων, τον τελικό θρίαμβο έμελλε να πανηγυρίσει κάποιος άλλος. Ο ικανός αυτός ηγεμόνας πέθανε τον Νοέμβριο του 1254, αφήνοντας μία εύρωστη οικονομικά και ισχυρή αυτοκρατορία στο νεαρό γιο του Θεόδωρο Β΄ (1254-1258), ο οποίος διατήρησε από τη μητέρα του το αυτοκρατορικό όνομα Λάσκαρις.


3.3. Η βραχύβια βασιλεία του Θεοδώρου Β΄ Λασκάρεως

Ο στόχος της επανάκτησης της Κωνσταντινούπολης δεν μπόρεσε να επιτευχθεί κατά τη σύντομη βασιλεία του Θεοδώρου Β
΄ Λασκάρεως. Η περίοδος αυτή παρουσιάζει ωστόσο ιδιαίτερο κοινωνικό και πολιτιστικό ενδιαφέρον. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας υπήρξε γόνιμος συγγραφέας ρητορικών, φιλοσοφικών και θεολογικών έργων, ενώ η σωζόμενη εκτενής αλληλογραφία του μας προσφέρει πολύτιμο υλικό για πρόσωπα της αυλής και της Εκκλησίας γύρω στα μέσα του 13ου αιώνα.

Οι Βούλγαροι, που παραβίασαν τα σύνορα και απείλησαν προς στιγμήν τις
κατακτήσεις του Βατάτζη στη Θράκη και τη Μακεδονία, ηττήθηκαν από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα. Έπειτα από δύο δαπανηρές εκστρατείες (1255-1256), οι Βούλγαροι αναγκάστηκαν να αποδώσουν πίσω τις πόλεις και τα οχυρά που είχαν καταλάβει στη Θράκη και τη Μακεδονία. Η πτώση και ο θάνατος του Μιχαήλ Ασάν και η άνοδος του Κωνσταντίνου Τich (1257-1277) διευκόλυναν την επαναπροσέγγιση Νίκαιας και Βουλγαρίας, που επισφραγίστηκε με το γάμο της Ειρήνης, θυγατέρας του αυτοκράτορα, με το Βούλγαρο ηγεμόνα.

Συμμαχία επιτεύχθηκε αρχικά και με το κράτος της Ηπείρου, όπου
υλοποιήθηκε το συνοικέσιο που είχε συμφωνηθεί επί Ιωάννη Βατάτζη, ο γάμος δηλαδή της Μαρίας, θυγατέρας του Θεοδώρου Β΄, με το Νικηφόρο, γιο του Μιχαήλ Β΄ της Ηπείρου (1256), στον οποίο αποδόθηκε ο τίτλος του δεσπότη. Όταν όμως ο Θεόδωρος Β΄προσάρτησε το Δυρράχιο και τα Σέρβια, ξέσπασε ένας αμφίρροπος πόλεμος που έμελλε να περατωθεί μετά τον πρόωρο θάνατο του Θεοδώρου Β΄ τον Αύγουστο του 1258.

Σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική, ο Θεόδωρος Β
΄ ήλθε σε συνεννόηση με το σουλτανάτο του Ικονίου, που πιεζόταν εκ νέου από τους Μογγόλους. Ο μέγας κοντόσταυλος και διοικητής της Βιθυνίας Μιχαήλ Παλαιολόγος, ο οποίος λόγω των διαταραχών που είχε προκαλέσει κατέφυγε στο σουλτάνο, ήλθε σε επαφή με τον αυτοκράτορα και επέστρεψε στη Νίκαια, αφού έδωσε πρώτα όρκο πίστεως. Παρά τη συνεννόησή του με τους Σελτζούκους, ο αυτοκράτορας δέχτηκε με μεγάλη πομπή μία μογγολική αντιπροσωπεία στη Μαγνησία.

Ο Θεόδωρος Β΄ έβλεπε με υπεροψία τη συνεννόηση με την Καθολική Εκκλησία και απέρριπτε κάθε συζήτηση για υποταγή της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Υποστήριζε την Ένωση των δύο Εκκλησιών στο πλαίσιο συζητήσεων με πλήρη ισοτιμία και υπό την προεδρία του. Σε περίπτωση διαφωνίας θα υπερίσχυε η δική του γνώμη. Με τέτοιες θέσεις ήταν φυσικό να διακοπούν καθ’ όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Θεοδώρου οι συζητήσεις που είχε αρχίσει ο πατέρας του.

Ο Θεόδωρος Β
΄ λίγο πριν από το θάνατό του όρισε με διαθήκη το στενό συνεργάτη του, Γεώργιο Μουζάλωνα, επίτροπο του οκτάχρονου διαδόχου Ιωάννη Δ΄ Λασκάρεως και υποχρέωσε την αριστοκρατία, τους κρατικούς αξιωματούχους και τον κλήρο να δώσουν όρκο πίστεως προς τον ανήλικο αυτοκράτορα, κάτι που έπραξαν και προς το πρόσωπο του επιτρόπου αμέσως μετά. Ωστόσο, η άρχουσα τάξη κατεχόταν από μίσος προς το πρόσωπο του ταπεινής καταγωγής επιτρόπου εξαιτίας και του παραγκωνισμού της στα χρόνια του Θεοδώρου Β΄. Έτσι στο εννεαήμερο μνημόσυνο του Θεοδώρου Β΄οργανώθηκε συνωμοσία –με πρωταγωνιστές τους Λατίνους μισθοφόρους που τελούσαν υπό την ηγεσία του Μιχαήλ Παλαιολόγου– κατά την οποία δολοφονήθηκαν οι τρεις αδελφοί Μουζάλωνες μέσα στη μονή της Σωσάνδρας (Σεπτέμβριος 1258).

Νέα συνέλευση του κλήρου και της άρχουσας τάξης επέλεξε νέο επίτροπο του
Ιωάννη Δ΄ το Μιχαήλ Παλαιολόγο, στον οποίο δόθηκε αρχικά το αξίωμα του μεγάλου δούκα. Προτού ολοκληρωθεί το έτος, ο Μιχαήλ ανήλθε στο ανώτατο αξίωμα του δεσπότη και πιθανόν τα Χριστούγεννα του 1258 ανακηρύχθηκε συναυτοκράτορας του Ιωάννη Δ΄. Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, ο Μιχαήλ Παλαιολόγος είχε νυμφευθεί τη Θεοδώρα, δισεγγονή του Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη. Υπό τις δυσχερείς περιστάσεις που απειλούσαν την Αυτοκρατορία της Νίκαιας ο ικανός αυτός στρατιωτικός αποτελούσε την κατάλληλη επιλογή.


3.4. Η άνοδος του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου και η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης

Τη στιγμή των σημαντικών αυτών εξελίξεων στη Νίκαια, τα πολιτικά πράγματα στα
ευρωπαϊκά σύνορα της αυτοκρατορίας δεν εξελίσσονταν καλά. Ο Μιχαήλ Β΄ Δούκας της Ηπείρου, που ήλθε σε ρήξη με το Θεόδωρο Β΄ Λάσκαρι, άρχισε να καταλαμβάνει πόλεις της δυτικής Μακεδονίας, απειλώντας την ίδια τη Θεσσαλονίκη. Προχώρησε στη σύσταση ενός συνασπισμού εναντίον της Νίκαιας με τη συμμετοχή των Σέρβων υπό τον ηγεμόνα Ούρος (Uroš) και ήρθε σε συνεννόηση με τον βασιλιά της Σικελίας Μαμφρέδο, νόθο γιο του Φρειδερίκου Β΄, ο οποίος αντίθετα με τον πατέρα του δεν έτρεφε φιλικά αισθήματα προς το κράτος της Νίκαιας. Η συμμαχία επισφραγίστηκε με το γάμο του Μαμφρέδου με την Ελένη, κόρη του Μιχαήλ Β΄. Με τη συμμαχία αυτή συντάχθηκε και ο ισχυρός ηγεμόνας της Αχαΐας Γουλιέλμος Βιλεαρδουίνος, στον οποίο ο Μιχαήλ έδωσε το χέρι της θυγατέρας του Άννας.

Ο κίνδυνος που αντιμετώπιζε η Αυτοκρατορία της Νίκαιας από τη δυτική αυτή
συμμαχία ήταν θανάσιμος. O Μιχαήλ Η΄ έστειλε στην Ευρώπη τον αδελφό του, το σεβαστοκράτορα Κωνσταντίνο, επικεφαλής ενός ισχυρού στρατεύματος στις τάξεις του οποίου βρίσκονταν Κουμάνοι και Τούρκοι μισθοφόροι. Ο Μαμφρέδος απέστειλε 400 ιππότες από την Ιταλία, ενώ ο Βιλεαρδουίνος ηγήθηκε ο ίδιος των δυνάμεών του στη δυτική Μακεδονία. Ο Μιχαήλ Β΄ και ο γιος του, ο Ιωάννης Δούκας, που κυβερνούσε τη Θεσσαλία, κατέφθασαν οδηγώντας τις δικές τους δυνάμεις. Ο αγώνας κρίθηκε σε μία αποφασιστική αναμέτρηση στην Πελαγονία, στη χαράδρα του Μοναστηρίου, στα τέλη Ιουλίου του 1259. Η έκβαση της μάχης αποτέλεσε θρίαμβο της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Ο Μιχαήλ Β΄ και ο γιος του Ιωάννης τράπηκαν σε φυγή πριν από την έναρξη της μάχης. Οι ιππότες του Μαμφρέδου έπεσαν στο πεδίο της μάχης, ενώ ο Βιλεαρδουίνος πιάστηκε αιχμάλωτος. Τα βυζαντινά στρατεύματα της Νίκαιας εισήλθαν στην Άρτα και ο ηγεμόνας της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ διασώθηκε χάρη στην έγκαιρη ενίσχυση που του απέστειλε ο Μαμφρέδος.

Καμία δύναμη πλέον στην περιοχή δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την υπεροχή της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας και ο Μιχαήλ Η
΄ Παλαιολόγος επιτέθηκε τον επόμενο χρόνο εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Επρόκειτο για μια διερευνητική επιχείρηση, που έληξε με ενιαύσια ανακωχή. Ο Μιχαήλ Η΄ κατανοούσε ότι για την κατάληψη της πρωτεύουσας χρειαζόταν στόλο. Επιχείρησε να τον αποκτήσει συμμαχώντας με τη Γένουα, αντίζηλο της Βενετίας στην Ανατολή. Έτσι στις 13 Μαρτίου 1261 υπέγραψε στο Νυμφαίο συνθήκη με τη Γένουα, σύμφωνα με τους όρους της οποίας η τελευταία θα πρόσφερε ναυτική δύναμη 50 πολεμικών πλοίων κατά την τελική επίθεση εναντίον της πρωτεύουσας. Σε αντάλλαγμα θα έπαιρνε όλα τα προνόμια των Βενετών στην αυτοκρατορία, συμπεριλαμβανομένου ενός ειδικού τομέα απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, στον Κεράτιο κόλπο.

Η ανάκτηση της πρωτεύουσας αποδείχτηκε στην πράξη πολύ ευκολότερη υπόθεση
απ’ ό,τι οι αυτοκράτορες της Νίκαιας υπολόγιζαν. Τον Ιούλιο του 1261 ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος, επικεφαλής μικρής δύναμης 800 ιππέων, πέρασε έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης καθ’ οδόν προς τα βουλγαρικά σύνορα. Συνέβη τότε –και με τη συμβουλή του νέου Βενετού podesta έχουν εμπλακεί η φρουρά της πρωτεύουσας και οι Βενετοί σε μία επιχείρηση για την κατάληψη της νήσου Δαφνουσίας στην είσοδο της Μαύρης θάλασσας. Έτσι τα τείχη της πόλης βρέθηκαν αφύλακτα. Με τη βοήθεια και των θεληματαρίων της πρωτεύουσας, ο Στρατηγόπουλος εισήλθε στη βασιλεύουσα και την κατέλαβε στις 25 Ιουλίου 1261. Οι Βενετοί, όταν πληροφορήθηκαν τα συμβάντα, έσπευσαν να επιστρέψουν στην πρωτεύουσα, αλλά το μόνο που κατάφεραν ήταν να παραλάβουν τα γυναικόπαιδα που είχαν καταφύγει στην ακτή και να διασώσουν τον Λατίνο αυτοκράτορα Βαλδουίνο Β΄, ο οποίος είχε παγιδευτεί στο παλάτι των Βλαχερνών. Η λατινική κυριαρχία έφτασε έτσι άδοξα στο τέλος της ύστερα από 57 χρόνια.

Στις 15 Αυγούστου 1261 ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ Η
΄ Παλαιολόγος εισήλθε από τη Χρυσή Πύλη στη βασιλεύουσα επικεφαλής του στρατού, του κλήρου, της άρχουσας τάξης και πλήθους λαού. Προηγούνταν η εικόνα της Θεοτόκου Οδηγήτριας και ακολουθούσε ο αυτοκράτορας πεζός. Ο Μιχαήλ Η΄ έφτασε ως τη μονή Στουδίου, όπου ανέβηκε σε άλογο για να καταλήξει στην Αγία Σοφία, η οποία επανήλθε στην ορθοδοξία, και να προσφέρει ευχαριστία. Το μήνυμα του τελετουργικού ήταν ότι η Κωνσταντινούπολη με τη βοήθεια του Θεού επιστρεφόταν στον εκλεκτό ηγεμόνα Μιχαήλ Η΄, στον οποίο αποδόθηκε η προσωνυμία «Νέος Κωνσταντίνος».

Λίγους μήνες αργότερα ο Μιχαήλ και η σύζυγός του Θεοδώρα, αλλά και ο
ανήλικος γιος τους Ανδρόνικος, στέφθηκαν στην Αγία Σοφία. Εγκαινιάστηκε έτσι με τον πιο επίσημο τρόπο η δυναστεία των Παλαιολόγων, που έμελλε να είναι η μακροβιότερη του Βυζαντίου και θα κυβερνούσε την αυτοκρατορία ως την τελική πτώση της στους Οθωμανούς το 1453. Ο ανήλικος Ιωάννης Δ΄ Λάσκαρις ξεχάστηκε στη Νίκαια και λίγο αργότερα τυφλώθηκε και εξορίστηκε, κλείνοντας έτσι τον κύκλο και την αποστολή της δυναστείας των Λασκαριδών, η οποία κράτησε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το πηδάλιο της αυτοκρατορίας στην εξορία.


4. Η οργάνωση του κρατικού μηχανισμού της Νίκαιας

4.1. Η κεντρική διοίκηση

Μετά τη σταθεροποίησή του στην εξουσία της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, ο Θεόδωρος Α΄ έθεσε στόχο τη συνέχιση της παράδοσης της Κωνσταντινούπολης στην οργάνωση των κεντρικών υπηρεσιών. Στην πρόσκλησή του ανταποκρίθηκαν αρκετοί πρώην αξιωματούχοι της Κωνσταντινούπολης σπεύδοντας να στελεχώσουν την κεντρική διοίκηση του κράτους. Ξεχωριστή θέση ανάμεσά τους κατέχει ο Νικήτας Χωνιάτης, που κατέλαβε το αξίωμα του μεγάλου λογοθέτη, ύμνησε με εγκώμια το νέο αυτοκράτορα και κατέγραψε στην ιστορία του τα πρώτα επιτεύγματά του. Μνεία μπορεί να γίνει και στο Δημήτριο Τορνίκη, που άσκησε το αξίωμα του μεσάζοντος. Στην ίδια γραμμή συνέχισαν και οι διάδοχοι του Θεοδώρου Α΄ και μάλιστα ο Ιωάννης Βατάτζης. Φαίνεται ότι επικεφαλής των κεντρικών οικονομικών υπηρεσιών ήταν ο πρωτοβεστιάριος, ενώ τα οικονομικά και φορολογικά θέματα της κεντρικής εξουσίας ανατέθηκαν στο μέγα λογαριαστή. Αργότερα μέρος των αρμοδιοτήτων του μεσάζοντος θα επωμιστεί ο μέγας λογοθέτης, αξίωμα που θα καταλάβει ο ιστορικός της εξόριστης αυτοκρατορίας Γεώργιος Ακροπολίτης. Η αυτοκρατορική υπαλληλία εξακολουθεί να απαρτίζεται από πλήθος παραδοσιακών αξιωματούχων, όπως ο επί του κανικλείου, ο επί των δεήσεων, ο πρωτοασηκρήτις κ.ά. Οι ανώτεροι κρατικοί αξιωματούχοι είναι μέλη της συγκλήτου, που αποτελεί συμβουλευτικό όργανο του αυτοκράτορα. Η καθημερινή λειτουργία στο παλάτι ρυθμιζόταν από ομάδα αυλικών αξιωματούχων, όπως ο επί της τραπέζης, ο παρακοιμώμενος, ο τατάς της αυλής, καθώς και από ένα ειδικό σώμα αυτοκρατορικής φρουράς, επικεφαλής των οποίων βρίσκονταν κατά καιρούς ο μέγας τζαούσιος, ο πρωτοστράτωρ και άλλοι.

4.2. Η επαρχιακή διοίκηση

Στις αρχές του 13ου αιώνα η δυτική Μικρά Ασία γνωρίζει δημογραφική ανάπτυξη και
αναζωογόνηση των αστικών κέντρων. Τούτο γίνεται φανερό από την ίδρυση νέων επισκοπών, την ανάπτυξη της γεωργίας στην ύπαιθρο χώρα και της βιοτεχνίας στα αστικά κέντρα. Η περιοχή είναι χωρισμένη σε επαρχιακές διοικήσεις με επικεφαλής το δούκα, που διορίζεται από τον αυτοκράτορα και ασκεί την πολιτική και διοικητική εξουσία, εποπτεύει την είσπραξη των φόρων, ενώ είναι επιφορτισμένος και με δικαστικά καθήκοντα. Στις πόλεις έχει ως υφιστάμενο τον προκαθήμενο, ενώ για την άσκηση των καθηκόντων του διαθέτει κατώτερους αξιωματούχους. Ο δούκας είναι επικεφαλής του θέματος. Στις πηγές της περιόδου μαρτυρούνται τα θέματα Θρακησίων, Νεοκάστρων, Μυλάσσης και Μελανουδίου και το θέμα Οπτιμάτων.

Η διοίκηση των ακραίων επαρχιών είχε στρατιωτικό χαρακτήρα και τελούσε υπό έναν αντιπρόσωπο του αυτοκράτορα που ονομαζόταν «κεφαλή» και συγκέντρωνε στα χέρια του όλες τις εξουσίες.

4.3. Η στρατιωτική οργάνωση

Το κράτος της Νίκαιας έλαβε εξαρχής έντονα στρατιωτικό χαρακτήρα. Όλοι οι ηγεμόνες του οδήγησαν στα πεδία των μαχών τα στρατεύματα της αυτοκρατορίας. Στις τάξεις του στρατού υπηρέτησαν Λατίνοι και Κουμάνοι μισθοφόροι· οι τελευταίοι μάλιστα εκχριστιανίστηκαν και πρόσφεραν πολύτιμες υπηρεσίες σε αποφασιστικές αναμετρήσεις, όπως η μάχη της Πελαγονίας (1259), αλλά και η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Αλλά και οι Λατίνοι μισθοφόροι πολέμησαν με αυταπάρνηση στη μάχη της Αντιόχειας Μαιάνδρου (1211) και διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη διαμάχη για τη διαδοχή το 1258.

Στα χρόνια του Ιωάννη Βατάτζη οργανώθηκε καλύτερα ο στόλος, με ναύσταθμο τη Σμύρνη και επικεφαλής το μέγα δούκα. Έτσι ο αυτοκράτορας μπόρεσε να ανακτήσει τη Ρόδο και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου.

Για τη φύλαξη των συνόρων χρησιμοποιήθηκαν αυτόχθονες ή εγκαταστάθηκαν Κουμάνοι στρατιώτες με αντάλλαγμα αγροτικούς κλήρους. Ακόμη, οι αυτοκράτορες της Νίκαιας ίδρυσαν ή επανοχύρωσαν μια αλυσίδα φρουρίων, με τα οποία κατάφεραν να φυλάξουν αποφασιστικά τα σύνορα στην Ανατολή και τα ευρωπαϊκά εδάφη που ανέκτησαν. Εκτός από τις στρατιωτικές πρόνοιες στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας παραχωρήθηκαν προνοιακά κτήματα σε μεγάλη έκταση, ιδιαίτερα στα χρόνια του Ιωάννη Βατάτζη, κυρίως στη μεσαία στρατιωτική αριστοκρατία.

4.4. Η οικονομία

Η γεωργία αποτελούσε βασικό παράγοντα της οικονομίας της εξόριστης
αυτοκρατορίας. Έτσι ο Θεόδωρος Α΄ παραχώρησε γαίες από τα κρατικά κτήματα ή από αυτά που ανήκαν προηγουμένως στα μοναστήρια της πρωτεύουσας και στα μέλη της αριστοκρατίας της Κωνσταντινούπολης που κατέφυγαν στο κράτος του, χωρίς να θίξει την τοπική άρχουσα τάξη των γαιοκτημόνων.

Ιδιαίτερη σημασία στη γεωργία και την κτηνοτροφία έδωσε ο Ιωάννης Βατάτζης, προβάλλοντας τα αυτοκρατορικά αγροκτήματα ως πρότυπα. Παραχώρησε αρκετά προνοιακά κτήματα στην αριστοκρατία και επιδίωξε την οικονομική αυτάρκεια της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας και την αυτοτέλειά της από τα είδη πολυτελείας που διακινούσαν οι ιταλικές ναυτικές πόλεις. Η καταστροφή του σουλτανάτου του Ικονίου από τους Μογγόλους βοήθησε τη Νίκαια, η οποία έσπευσε να εξαγάγει τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης στους Σελτζούκους παίρνοντας σε αντάλλαγμα χρυσό, πολύτιμα μέταλλα, μεταξωτά υφάσματα και άλλα προϊόντα. Η συνετή και μακρά βασιλεία του Βατάτζη έφερε μεγάλη ευημερία και νομισματική σταθερότητα στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας, τα οικονομικά της οποίας ήταν κατά πολύ υγιέστερα απ’ ό,τι στα χρόνια των τελευταίων Κομνηνών και των Αγγέλων.

Αυτή η οικονομική ευμάρεια έδινε τη δυνατότητα στους αυτοκράτορες να
συντηρούν ικανό αριθμό μισθοφόρων και να ασκήσουν κοινωνική πολιτική. Έτσι ο Βατάτζης ίδρυσε νοσοκομεία και φτωχοκομεία, οικοδόμησε ναούς και μονές ανταποκρινόμενος στο θρησκευτικό συναίσθημα, όπως εκείνη της Σωσάνδρας στη Μαγνησία, αλλά και πολυτελή θερινά ανάκτορα με βασιλικούς κήπους στην ίδια περιοχή.

Το οικονομικό αυτό πλεόνασμα έμελλε να δαπανηθεί γρήγορα με την
ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης, που απαίτησε τεράστια ποσά για την ανοικοδόμηση, την οχύρωση και τη συντήρησή της.

4.5. Ο πολιτισμός

Οι ηγεμόνες της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας έδωσαν μεγάλη σημασία στην
ανόρθωση της παιδείας, που δέχθηκε πλήγμα κατεξοχήν με την άλωση και τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους. Πολλώ γε μάλλον αφού κάτοχοι υψηλής παιδείας στελέχωναν τις υψηλότερες θέσεις του κρατικού μηχανισμού. Έτσι στα χρόνια του Θεοδώρου Α΄εμφανίζονται τα διδασκαλικά οφφίκια της Εκκλησίας και εκείνο του υπάτου των φιλοσόφων, στους κατόχους του οποίου φαίνεται ότι ανατέθηκε η εποπτεία της εκπαίδευσης.

Όταν όμως η πρώτη γενεά των προσφύγων αξιωματούχων έπρεπε να
αντικατασταθεί, ο Ιωάννης Βατάτζης χρηματοδότησε ιδιωτικούς δασκάλους για τη διδασκαλία των μελλοντικών κρατικών αξιωματούχων. Γνωρίζουμε για την κρατική επιδότηση δασκάλων και μαθητών, όπως του ρητοροδιδασκάλου Θεοδώρου Εξαπτερύγου και του φιλοσόφου Νικηφόρου Βλεμμύδη, που επωμίστηκαν αυτό το έργο τη δεκαετία του 1230.

Επιμελούς παιδείας έτυχε και ο διάδοχος Θεόδωρος Β
΄, που μαθήτευσε πρώτα στο Βλεμμύδη και στη συνέχεια στο Γεώργιο Ακροπολίτη. Ο Θεόδωρος Β΄ ίδρυσε δημόσιες βιβλιοθήκες στις πόλεις της αυτοκρατορίας και ενθάρρυνε τις ανώτερες σπουδές. Στην πρωτεύουσα Νίκαια, την οποία επαινεί σε ένα ρητορικό του εγκώμιο, ανοικοδόμησε το ναό του Αγίου Τρύφωνος και ίδρυσε εκεί σχολή ρητορικής. Η φήμη της Νίκαιας ως κέντρου παιδείας εξαπλώθηκε σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο και προσέλκυσε σπουδαστές ακόμη και από τις λατινοκρατούμενες περιοχές.