Γερμανός Β΄ Ναύπλιος

1. Βιογραφικά στοιχεία

Ο Γερμανός Β΄, γόνος άσημης οικογένειας, καταγόταν από τον Ανάπλου του Βοσπόρου. Από νεαρή ηλικία ακολούθησε εκκλησιαστική σταδιοδρομία και το 1204 ήταν ήδη διάκονος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Τον ίδιο χρόνο, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, κατέφυγε στη μονή Αγίου Γεωργίου του Πανευμόρφου, κοντά στην Αχυράους, όπου παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το 1223, ύστερα από πρόταση1 του αυτοκράτορα Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη (1222-1254) και με τη σύμφωνη γνώμη της συνόδου, εκλέχθηκε Πατριάρχης. Η χειροτονία του πραγματοποιήθηκε κατά πάσα πιθανότητα στις 4 Ιανουαρίου 1223.2 Κατά τη διάρκεια της θητείας του στον πατριαρχικό θρόνο, ολοκληρώθηκε η αναδιοργάνωση της διοίκησης του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στη νέα του έδρα, τη Νίκαια. Υποστήριξε με σθένος την εξωτερική πολιτική του αυτοκράτορα και ο ίδιος συμμετείχε ενεργά στην επίλυση των πολιτικών και εκκλησιαστικών ζητημάτων που αντιμετώπιζε η αυτοκρατορία μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Πιθανόν λίγο πριν από το θάνατό του να έλαβε το μοναχικό σχήμα και το όνομα Γεώργιος. Πέθανε το 1240 στη Νίκαια και τάφηκε στο μοναστήρι της Κυριώτισσας.

Στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας γίνεται ιδιαίτερη μνεία του Γερμανού Β΄, εξαιτίας της οικουμενικής πολιτικής που ακολούθησε, αλλά και της παιδείας και της μόρφωσής του. Στη διάρκεια της ζωής του ανέπτυξε σημαντική συγγραφική δραστηριότητα. Συνέγραψε επιστολές, αντιρρητικούς λόγους, ποιητικά έργα, καθώς και ομιλίες και λόγους θεολογικού περιεχομένου, μεταξύ άλλων για τις εικόνες, την αίρεση των βογομίλων και τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.

2. Εκκλησιαστική πολιτική Γερμανού Β΄

2.1. Σχέσεις με άλλες Εκκλησίες

Κατά τη διάρκεια της θητείας του ο Γερμανός Β΄ ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τις σχέσεις του Πατριαρχείου με τις άλλες εκκλησίες. Στο πλαίσιο αυτών των δραστηριοτήτων ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με την Εκκλησία της Αρμενίας, με σκοπό την επίτευξη της ένωσής της με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, χωρίς ωστόσο αποτέλεσμα, ενώ προέβη σε διαπραγματεύσεις και με την Εκκλησία της Ρωσίας, οι οποίες κατέληξαν σε σύναψη συμφωνίας. Βάσει των όρων της συμφωνίας αυτής ο επικεφαλής της Ρωσικής Εκκλησίας θα εκλεγόταν εναλλάξ από τις τάξεις Βυζαντινών και Ρώσων υποψηφίων.

Ωστόσο το όνομα του Γερμανού Β΄ συνδέθηκε κυρίως με τη διευθέτηση της ρήξης που είχε επέλθει μεταξύ της Εκκλησίας της Ηπείρου και του Πατριαρχείου και με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Βουλγαρικής Εκκλησίας. Ο Πατριάρχης είχε αρνηθεί κατηγορηματικά να επιτρέψει την ανεξαρτητοποίηση της Εκκλησίας της Ηπείρου, την οποία επιδίωκαν ο ηγεμόνας της Ηπείρου Θεόδωρος Άγγελος (1215-1230) και ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Δημήτριος Χωματιανός. Η στέψη του Θεοδώρου ως αυτοκράτορα στη Θεσσαλονίκη το 1225 από το Δημήτριο Χωματιανό και η εμμονή των ιεραρχών της Δυτικής Ελλάδας στην ανεξαρτησία της Εκκλησίας τους οδήγησαν σε διακοπή των σχέσεων του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως με την Εκκλησία της Ηπείρου. Το 1232, μετά την ήττα του Θεοδώρου Αγγέλου στον ποταμό Έβρο (Απρίλιος 1230), ο Πατριάρχης άρχισε διαπραγματεύσεις με την Εκκλησία της Ηπείρου και το νέο ηγεμόνα της Θεσσαλονίκης Μανουήλ Άγγελο (1230-1237), που οδήγησαν στην αποκατάσταση της εκκλησιαστικής ενότητας, ενώ στη συνέχεια ασχολήθηκε με ζητήματα της Εκκλησίας της Ηπείρου. Μετέβη και ο ίδιος στην περιοχή το 1238. Στο πλαίσιο αυτών των δραστηριοτήτων πολλά μοναστήρια της περιοχής περιήλθαν με απόφασή του υπό επισκοπικό ή πατριαρχικό έλεγχο.

Παράλληλα, το 1231 ο Γερμανός Β΄ ξεκίνησε διαπραγματεύσεις και με την Εκκλησία της Βουλγαρίας. Το Πατριαρχείο αναγνώρισε το αυτοκέφαλο της Βουλγαρικής Εκκλησίας, ενώ στον προκαθήμενό της παραχωρήθηκε τιμητικά ο τίτλος του Πατριάρχη. Σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας, η Εκκλησία της Βουλγαρίας αναγνώρισε με τη σειρά της την εξουσία του Πατριαρχείου και παραχώρησε στη δικαιοδοσία του ένα μικρό αριθμό επισκοπών, οι οποίες όμως βρίσκονταν σε εδάφη που είχαν ήδη υπαχθεί στην εξουσία του αυτοκράτορα Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη (1222-1254). Στους όρους της συμφωνίας περιλαμβανόταν η μνημόνευση του ονόματος του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ενώ οι επικεφαλής της Εκκλησίας της Βουλγαρίας θα ενθρονίζονταν είτε από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως είτε από τον έξαρχο της Βουλγαρίας.

2.2. Σχέσεις με τη Δυτική Εκκλησία

Η θητεία του Γερμανού Β΄ στον πατριαρχικό θρόνο χαρακτηρίστηκε από τις αντιλατινικές πεποιθήσεις του. Υποστήριξε ηθικά με επιστολές τον ορθόδοξο πληθυσμό της Κωνσταντινούπολης ύστερα από την άλωσή της από τους Λατίνους, ενώ παράλληλα διατήρησε επαφές με τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου και τον κλήρο της, που βρισκόταν επίσης υπό λατινική κατοχή.

Ωστόσο, η πολιτική προσέγγισης της Δυτικής Εκκλησίας που ακολουθούσε ο Ιωάννης Γ΄ τον οδήγησε στην έναρξη διαπραγματεύσεων με τη Δυτική Εκκλησία για την ένωση των Εκκλησιών. Τον Ιανουάριο και τον Απρίλιο του 1234 απεσταλμένοι του Πάπα Γρηγορίου Θ΄ ήρθαν στο Νυμφαίο και ξεκίνησαν συνομιλίες με τον Πατριάρχη και τη σύνοδο, οι οποίες όμως δεν τελεσφόρησαν.



1. Ο Γερμανός Β΄ αρχικά αρνήθηκε την πρόταση του Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη να ανέλθει στον πατριαρχικό θρόνο. Βλ. Λαγοπάτης, Σ., Γερμανός ο Β΄, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως-Νικαίας (1222-1240). Βίος, συγγράμματα και διδασκαλία αυτού, ανέκδοτοι ομιλίαι και επιστολαί το πρώτον εκδιδόμεναι (Τρίπολη 1913), σελ. 34.

2. Ο Λαγοπάτης, Σ., Γερμανός ο Β΄, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως-Νικαίας (1222-1240). Βίος, συγγράμματα και διδασκαλία αυτού, ανέκδοτοι ομιλίαι και επιστολαί το πρώτον εκδιδόμεναι (Τρίπολη 1913), σελ. 34, θεωρεί ότι η πατριαρχία του Γερμανού Β΄ άρχισε στις 29 Ιουνίου 1222. Αντίθετα ο Laurent, V., “La chronologie des Patriarches de Constantinople au XIIIe s. (1208-1309)”, Revue des Études Byzantines 27 (1969), σελ. 136-137, υποστηρίζει ότι άρχισε στις 4 Ιανουαρίου 1223. Την ίδια άποψη εκφράζει και η Νυσταζοπούλου, Μ., «Ο “Αλανικός” του επισκόπου Αλανίας Θεοδώρου και η εις τον πατριαρχικόν θρόνον ανάρρησις Γερμανού του Β΄», Επετηρίς της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 33 (1964), σελ. 270-278.