Διοκλητιανός και Νέα Τάξη

1. Η διακυβέρνηση του Διοκλητιανού

Το διάστημα της αυτοκρατορικής εξουσίας του Διοκλητιανού, ιδιαίτερα μετά την εφαρμογή του συστήματος της τετραρχίας, υπήρξε μια σημαντική τομή στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Τέθηκε σε εφαρμογή μια σειρά μεταρρυθμιστικών μέτρων, που επεκτάθηκαν σε όλους τους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής και διοικητικής δραστηριότητας, τροποποίησαν τις υπάρχουσες δομές και δημιούργησαν στην ουσία μια νέου τύπου αυτοκρατορία. Για το λόγο αυτό το 284 μ.Χ., έτος αναγόρευσης του Διοκλητιανού ως αυτοκράτορα, αποτελεί για τους ιστορικούς την αφετηρία της περιόδου που αναγνωρίζεται πλέον σήμερα ως «Ύστερη Αρχαιότητα».1 Η μεγαλύτερη καινοτομία του Διοκλητιανού ήταν το διοικητικό σύστημα της τετραρχίας, σύμφωνα με το οποίο η αυτοκρατορία δε διοικούνταν από έναν αλλά από δύο αυτοκράτορες (αυγούστους) και από δύο αντικαταστάτες τους (καίσαρες). Έτσι υπήρχε μεγαλύτερος έλεγχος στον τρόπο άσκησης της εξουσίας. Εκτός αυτού, και με γνώμονα πάντοτε την κρατική σταθερότητα, ο Διοκλητιανός έλαβε και μια σειρά μέτρων που μετέβαλαν τόσο τις σχέσεις μεταξύ της κρατικής αρχής και της συγκλήτου όσο και τη σύσταση των ανώτερων στρωμάτων και τον κρατικό διοικητικό μηχανισμό.

Καταρχήν, όπως είχαν κάνει και άλλοι αυτοκράτορες πριν από αυτόν, ο Διοκλητιανός θέλησε να περιστοιχίζεται από δικούς του ανθρώπους. Προώθησε λοιπόν τόσο τους συμπατριώτες του Δαλματούς, όσο και –πολύ περισσότερο– τους συναδέλφους του στρατιωτικούς στα ανώτερα και ανώτατα κρατικά αξιώματα. Είχε αντιληφθεί ότι για να μπορέσει να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις του χρειαζόταν να τοποθετήσει στις καίριες θέσεις ανθρώπους έμπιστους και, κυρίως, καταρτισμένους. Το κίνητρο πίσω από την επιλογή των προσώπων δεν ήταν τόσο η δημιουργία ενός κλειστού ιεραρχικού συστήματος με τον ίδιο στην κορυφή και τους αξιωματούχους τυφλά όργανά του όσο η θεμελίωση ενός διοικητικού συστήματος σε βάσεις αξιοκρατικές.

2. Η υποβάθμιση των συγκλητικών

Ο παραδοσιακός διαχωρισμός των εξουσιών σύμφωνα με το σύστημα του Αυγούστου δημιουργούσε ίση σχεδόν κατανομή επαρχιών μεταξύ συγκλήτου (τα μέλη της οποίας διοικούσαν και εκμεταλλεύονταν οικονομικά τις λεγόμενες συγκλητικές επαρχίες) και αυτοκράτορα (ο οποίος διόριζε τους διοικητές και εισέπραττε τα έσοδα από τις αυτοκρατορικές επαρχίες). Οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού είχαν ως άμεσο αποτέλεσμα τον παραγκωνισμό των συγκλητικών οικογενειών, οι οποίες συχνά υπονόμευαν την κρατική ενότητα και παρεκτρέπονταν σε καταχρήσεις στις επαρχίες τις οποίες διοικούσαν. Μια πρώτη αρχή για την υποβάθμιση της συγκλήτου είχε γίνει από το Γαλλιηνό (253-268 μ.Χ.), ο οποίος είχε αφαιρέσει από τα μέλη της την αποκλειστικότητα στη διοίκηση των στρατιωτικών σωμάτων, την οποία ανέλαβαν στο εξής επαγγελματίες στρατιωτικοί. Ο Διοκλητιανός, που είχε και ο ίδιος ωφεληθεί από τις αλλαγές αυτές του Γαλλιηνού και θαύμαζε τον προκάτοχό του, πήγε ένα βήμα παραπέρα αφαιρώντας από τις συγκλητικές οικογένειες και τα προνόμια τα σχετικά με τη διοίκηση των επαρχιών.

Τα μέλη των οικογενειών αυτών, που θεωρούσαν δεδομένη την ανάρρησή τους σε δημόσια αξιώματα με βάση το κληρονομικό δίκαιο και τα προνόμια της τάξης τους, θορυβήθηκαν. Με την αναδιοργάνωση των επαρχιών οι πρώην συγκλητικές επαρχίες επιμερίστηκαν και οι μικρότερες διοικητικές περιφέρειες που προέκυψαν ελέγχονταν πιο αποτελεσματικά από τους κυβερνήτες τους, τους προνοητές (procuratores), οι οποίοι φρόντιζαν να περιορίζουν τα περιθώρια των συγκλητικών για αισχροκέρδεια και εκμετάλλευση των κατοίκων. Η διακυβέρνηση των νέων μεγάλων διοικητικών μονάδων, των διοικήσεων, ανατέθηκε σε βικάριους, οι οποίοι προέρχονταν επίσης από την τάξη των ιππέων. Τέλος, η συστηματική απογραφή και η αναδιοργάνωση της φορολογίας έθεσαν φραγμό στα περιθώρια ανεξέλεγκτης οικονομικής πίεσης προς τους ντόπιους πληθυσμούς, κυρίως τους αγροτικούς.

Μοναδικό καταφύγιο της συγκλητικής τάξης παρέμεινε η Ρώμη και μια εδαφική περιφέρεια ακτίνας 100 μιλίων γύρω από αυτή. Επειδή η περιοχή αυτή δεν παρήγε αγροτικό πλεόνασμα παρά μόνο κατανάλωνε, εισάγοντας προϊόντα από την υπόλοιπη αυτοκρατορία, ο Διοκλητιανός την απάλλαξε από φορολογία και ανέθεσε τη διοίκησή της σε ένα συγκλητικό έπαρχο της Πόλεως (praefectus Urbis Romae). Ταυτόχρονα όμως η Ρώμη έπαυε για πρώτη φορά να είναι ουσιαστικά πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, αφού ως νέα τετραρχική πρωτεύουσα είχε οριστεί το Μιλάνο.

3. Η νέα τάξη στην κεντρική διοίκηση

Το μεταρρυθμιστικό πνεύμα του Διοκλητιανού διαπότισε όλους τους τομείς της διοίκησης και διαμόρφωσε στην ουσία μια νέα τάξη πραγμάτων αλλά και ανθρώπων. Τόσο στο στρατό όσο και στη διοίκηση δεν ευνοούνταν πια οι άλλοτε προνομιούχες τάξεις. Αντίθετα, άνθρωποι ταπεινής καταγωγής, όπως ήταν άλλωστε και ο ίδιος ο αυτοκράτορας, είχαν την ευκαιρία να αναρρηθούν τώρα γρήγορα στα ανώτερα και ανώτατα αξιώματα. Προϋποθέσεις για αυτή τους την ανάρρηση ήταν να εκδηλώνουν πίστη στην αυτοκρατορική αρχή και στα προγράμματά της, να φέρουν σε πέρας αποτελεσματικά το έργο τους, να είναι ηθικά αδιάβλητοι και αυστηροί προς εκείνους που προσπαθούσαν να διαβρώσουν τον κρατικό μηχανισμό. Δημιουργήθηκε έτσι μια εκτεταμένη γραφειοκρατία και μια κρατική και στρατιωτική ιεραρχία που ελεγχόταν από την κορυφή. Απαραίτητο προσόν για τη συμμετοχή στην ιεραρχία αυτή ήταν η μόρφωση, και μάλιστα όχι η παραδοσιακή κλασική παιδεία αλλά η ειδική κατάρτιση σε θέματα νομικά, δημοσιονομικά και διοικητικά, που αποκτούσε κανείς φοιτώντας σε μια από τις νεότευκτες σχολές νομικής, όπως της Βηρυτού.2 Αποτέλεσμα της δημιουργίας αυτής της κρατικής αριστοκρατίας ήταν η διαμόρφωση κρατικών υπαλλήλων που είχαν σχετικά περιορισμένους ορίζοντες και δεν ανέπτυσσαν εύκολα πρωτοβουλίες. Έτσι, ανάμεσα στα χαρακτηριστικά των «νέων ανθρώπων» (novi homines), όπως τους αποκαλούσαν όσοι δεν τους έβλεπαν με καλό μάτι, που αναδείχθηκαν μέσα από τις μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού, ήταν η επιστημονική αντίληψη των πραγμάτων, που σε αρκετές περιπτώσεις έφθανε να γίνεται σχολαστική, και η πίστη στα κρατικά ιδεώδη, που ωστόσο καταντούσε τυφλή προσήλωση σε ένα ιεραρχικό σύστημα.3

Το ιεραρχικό σύστημα που διαμορφώθηκε ήταν πολύπλοκο. Γύρω από τον αυτοκράτορα δημιουργήθηκε ένα σώμα ειδικά καταρτισμένων συμβούλων που ονομάστηκε «κονσιστόριο» (consistorium). Οι διάφοροι τομείς της διοίκησης αναλαμβάνονταν από διαφορετικά γραφεία ή διαμερίσματα, τα λεγόμενα «σκρίνια».4 Παράλληλα δημιουργήθηκε ο τίτλος του μαγίστρου (magister), που δήλωνε ένα είδος υπουργού ή ειδικού επιτετραμμένου. Συνήθεις τίτλοι ήταν οι magister libellorum και magister epistolarum, επιφορτισμένοι με την αυτοκρατορική αλληλογραφία, οι magister rerum privatarum και rerum publicarum , υπεύθυνοι των οικονομικών υπηρεσιών, κ.ά.

4. Η ονοματολογία των κρατικών αξιωμάτων

Ο διαχωρισμός στρατιωτικής και κρατικής εξουσίας και η δημιουργία πολλών ειδικών αξιωμάτων και ενδιάμεσων βαθμίδων οδήγησε στη δημιουργία μιας πολύπλοκης ονοματολογίας και μιας πληθώρας νέων τίτλων. Ο στρατιωτικός χαρακτήρας της διακυβέρνησης του Διοκλητιανού ήταν εμφανής, αφού ακόμα και η κρατική διοίκηση ήταν γνωστή ως militia και οι αξιωματούχοι της φορούσαν στρατιωτικό χιτώνιο, σαγίο, αντί για την παραδοσιακή τόγα. Η στρατιωτική ιεραρχία αποκτούσε έτσι τον πιο ακριβή τίτλο: militia armata. Εκτός από τους πολύπλοκους τίτλους περιγραφής των αξιωμάτων5 δημιουργήθηκαν και βαθμίδες αξιωμάτων που είχαν τους δικούς τους τίτλους προσφώνησης. Ο νέος κώδικας της αυλικής γραφειοκρατίας περιλάμβανε πολλούς επιφανέστατους (emininentissimi), εκλαμπρότατους (illustrissimi), ενδοξότατους (perfectissimi), τιμιότατους (egreggii) κ.ά.

5. Η νέα τάξη στις πόλεις της αυτοκρατορίας

Η δημιουργία μιας κεντρικής κρατικής γραφειοκρατίας είχε άμεση επίδραση και στις πόλεις της αυτοκρατορίας. Κατά παράδοση οι ανώτερες τάξεις των πόλεων είχαν ως κύριο μέλημα, αλλά και προνόμιο, την επάνδρωση των τοπικών αξιωμάτων και τη στελέχωση της τάξης των βουλευτών (curiales). Η οικονομική κρίση των μέσων του 3ου αιώνα είχε πλήξει εν μέρει και τις τάξεις αυτές. Ο αυστηρός όμως έλεγχος στο σύστημα συλλογής και απόδοσης των φόρων και το γεγονός ότι οι τοπικοί αξιωματούχοι ήταν πλέον προσωπικά υπεύθυνοι για την καλή λειτουργία του δημοσιονομικού μηχανισμού, απειλούμενοι μάλιστα με αυστηρές κυρώσεις αν δεν εκτελούσαν σωστά τα καθήκοντά τους, έκαναν τα μέλη των τάξεων αυτών να θεωρούν την πλήρωση των αξιωμάτων όχι πια προνόμιο αλλά βαρύ φορτίο. Η αριστοκρατία της γης έχασε την επίζηλη θέση που είχε στο ιεραρχικό σύστημα της αυτοκρατορίας αλλά και της ρωμαϊκής κοινωνίας στο σύνολό της. Το αποτέλεσμα ήταν ότι όλο και περισσότερο τα μέλη αυτής της αριστοκρατίας προσανατολίζονταν στην απόκτηση τίτλων σπουδών με σκοπό την ένταξή τους στα κρατικά αξιώματα. Έτσι, οι επαρχιακές ελίτ αποδυναμώθηκαν, αν και από την άλλη άνοιξε ο δρόμος για πιο ουσιαστική εκπροσώπηση όλων των επαρχιών στην κεντρική διοίκηση, που προηγουμένως αποτελούσε προνόμιο των πολιτών της Ρώμης.6

6. Το πρόσωπο του αυτοκράτορα: από princeps σε dominus

Παράλληλα με τη δημιουργία της κρατικής γραφειοκρατίας και ίσως ως αποτέλεσμα αυτής, ο Διοκλητιανός μετέβαλε και τον τρόπο με τον οποίο ο αυτοκράτορας παρουσιαζόταν ενώπιον των υπηκόων του. Περιβεβλημένος από τα μέλη του συμβουλίου του και της αυλής του αλλά και από αντικείμενα και τίτλους με έντονα συμβολικό χαρακτήρα, δεν ήταν πια ένας απλός στρατιώτης αλλά ένας μονάρχης με πολλά στοιχεία δανεισμένα από μοναρχίες ανατολικού τύπου.

7. Αρνητικές επιπτώσεις της νέας ιεραρχίας

Η δημιουργία όλων αυτών των αξιωμάτων και τίτλων δε δυσκόλευε απλώς την επικοινωνία. Το κυριότερο μειονέκτημα του νέου συστήματος ήταν ότι δημιουργούσε ένα συγκεντρωτικό κράτος, ένα τεράστιο σώμα υπαλλήλων οι οποίοι στην ουσία δεν παρήγαν προϊόντα και κατ’ επέκταση έπρεπε να συντηρούνται εις βάρος των παραγωγικών στρωμάτων της αυτοκρατορίας. Από τη μια λοιπόν ο Διοκλητιανός έβαλε φραγμό στις καταχρήσεις και κατάφερε να ξανακερδίσει για το κράτος διαφυγόντα έσοδα, από την άλλη όμως δεν κατάφερε να βελτιώσει ουσιαστικά τη δημοσιονομική κατάσταση της αυτοκρατορίας, αφού το μεγαλύτερο μέρος από τα έσοδα αυτά διοχετευόταν πια στη συντήρηση του γραφειοκρατικού μηχανισμού.



1. Άλλοι συναφείς όροι που χρησιμοποιούνται στη διεθνή βιβλιογραφία είναι Late Antiquity, Antiquité tardive, Spatantike, Antichita tardiva, ενώ η αντίστοιχη περίοδος με διοικητικούς-πολιτικούς όρους χαρακτηρίζεται ως Later Roman Empire, Bas Empire.

2. Ο χώρος της παιδείας υπέστη σημαντικές μεταβολές εξαιτίας της αλλαγής αυτής στο διοικητικό προσανατολισμό. Παραδοσιακοί τομείς όπως η ποιητική και η φιλοσοφία άρχισαν να συρρικνώνονται, ενώ αντίθετα η νέα επιστήμη της νομικής κέρδισε έδαφος. Διαχρονική παρέμεινε η ρητορική, η οποία ωστόσο χρειάστηκε να αναπροσαρμόσει τους στόχους και τις μεθόδους της.

3. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυλικών αξιωματούχων ήταν ο Ερμογενειανός και ο Γρηγόριος. Υπήρξαν από τους σημαντικότερους νομομαθείς της ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Ερμογενειανός την περίοδο 293-294 μ.Χ. είχε το αξίωμα του magister libellorum. Συνέταξε τον Ερμογενειανό Κώδικα, μία από τις πρώτες απόπειρες κωδικοποίησης της ρωμαϊκής νομοθεσίας. Ο Κώδικας ολοκληρώθηκε το 295 μ.Χ. και υπήρξε βασική πηγή για μεταγενέστερους νομοθετικούς κώδικες, όπως ο Θεοδοσιανός και ο Ιουστινιάνειος. Αποτέλεσε όμως και τη βάση για την εξέλιξη της σταδιοδρομίας του συγγραφέα του, καθώς βρέθηκε στη συνέχεια με το αξίωμα του magister libellorum στη Δύση, για να προαχθεί την περίοδο 298-302 μ.Χ. σε έπαρχο του πραιτωρίου. Γύρω στο 298 μ.Χ. έγινε και β' έκδοση του κώδικά του, ενώ το 300 μ.Χ. δημοσίευσε και δεύτερο κωδικογραφικό έργο, την Επιτομή του Δικαίου (Iuris Epitomae), και το 320 μ.Χ. εξέδωσε για τρίτη φορά τον Κώδικα, ενώ βρισκόταν στην αυλή του Λικινίου ή στη νομική σχολή της Βηρυτού. Ο Γρηγοριανός αντίθετα δεν είχε τόσο ραγδαία εξέλιξη. Την περίοδο 284-290 μ.Χ. είχε το αξίωμα του magister libellorum πρώτα στη Δύση και ύστερα στην Ανατολή. Το 291 μ.Χ. δημοσιεύθηκε και η δική του επιτομή, ο Γρηγοριανός Κώδικας, ο οποίος επίσης χρησιμοποιήθηκε κατά τη σύνταξη των μεταγενέστερων κωδίκων. Ωστόσο, τα επόμενα αξιώματα στα οποία τον βρίσκουμε είναι αυτά του magister epistolarum και του magister memoriae. Πάντως και ο δικός του κώδικας επανεκδόθηκε το 306 μ.Χ., όταν και αυτός μάλλον είχε καθηγητική θέση στη σχολή της Βηρυτού.

4. Ο όρος «σκρίνιο» (scrinium) προέρχεται από τα κιβώτια που χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά και αποθήκευση των εγγράφων κατά τις διαρκείς μετακινήσεις του Διοκλητιανού και της αυλής του.

5. Στοιχεία για τους τίτλους και τα αξιώματα αυτά βρίσκονται στις παρακάτω μελέτες: Kolb, F., Diocletian und die Erste Tetrarchie: Improvisation oder Experiment in der Organisation monarchischer Herrschaft? (Berlin 1987)· Jones, A.H.M., The later Roman Empire I (Oxford 1964), σελ. 37-76· Corcoran, S., The Empire of the Tetrarchs: imperial pronouncements and government, A.D. 284-324 (Oxford 1996). Ωστόσο σε καμία μελέτη δεν υπάρχει συγκεντρωτικός και αναλυτικός κατάλογος των αξιωμάτων αυτών. Ιδιαίτερα χρήσιμη, κυρίως για τις αντιστοιχίες των όρων, είναι και η μελέτη του Mason, R., Greek terms for Roman Institutions (Hakkert – Toronto 1977).

6. Πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι ο δρόμος για την εξίσωση των επαρχιών με τη Ρώμη είχε ανοίξει με το διάταγμα του Καρακάλλα του 212 μ.Χ., γνωστό και ως Constitutio Antoniniana, με το οποίο όλοι οι ελεύθεροι κάτοικοι της αυτοκρατορίας αποκτούσαν τη ρωμαϊκή πολιτεία.