Εκάτη

1. Μυθολογία

Η Εκάτη είναι μια θεότητα που περιβάλλεται από μυστήριο όσον αφορά το όνομά της αλλά και το χαρακτήρα της. Εμπλέκεται σε αρκετούς μύθους, αλλά δεν έχει ξεκάθαρη καταγωγή.1 Ορισμένοι μελετητές αναφέρουν πως είναι κόρη του Ερέβους και της Νύχτας, αιώνια θεότητα του σκότους, ενώ άλλοι πως σχετίζεται με τις Ερινύες και ανήκει στη γενιά των Τιτάνων. Ο Ησίοδος την παρουσιάζει ως κόρη της Αστερίας και του Πέρση.2 Ο Μουσαίος πάλι αναφέρει πως η Εκάτη γεννήθηκε από την Αστερία και τον Δία, οι θεσσαλικοί μύθοι αναφέρουν ως πατέρα της τον Άδμητο, ενώ ο Ευριπίδης την αναφέρει ως κόρη της Λητούς. Η Εκάτη δεν έχει προσωπικό μύθο με την κυριολεξία του όρου.3 Παραμένει μυστηριώδης και χαρακτηρίζεται περισσότερο από τις λειτουργίες της και από τις ιδιότητές της.

Φαίνεται πως οι απόψεις για την καταγωγή της θεάς άλλαζαν καθώς εξελισσόταν η λατρεία της. Σύμφωνα με κάποιες εκδοχές οι Ολύμπιοι θεοί την αποδέχτηκαν μετά τη νίκη τους εναντίον των Τιτάνων. Η Εκάτη θεωρούνταν μια πανίσχυρη γυναικεία θεότητα, καθώς σε αυτό συνηγορούν όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς που παραδίδουν πως ο Δίας όχι μόνο αναγνώριζε τη δύναμή της, αλλά της παρείχε πλήθος από εξουσίες σε ουρανό, γη και θάλασσα. Ωστόσο η λατρεία της δεν έγινε ποτέ τόσο δημοφιλής όσο άλλων θεοτήτων.

Η άποψη των μελετητών μιλά συχνά για ανατολική καταγωγή της θεάς.4 Κατά την επικρατέστερη άποψη, φαίνεται πως κατάγεται από τη Μικρά Ασία και ενσωματώθηκε στο ελληνικό πάνθεο τον 6ο αι. π.Χ. Άλλωστε τα περισσότερα από τα ιερά της βρίσκονται σε περιοχές της Μικράς Ασίας και ειδικά στην Καρία. Από την άλλη, η Εκάτη φαίνεται να σχετίζεται και με την αιγυπτιακή μυθολογία,5 όπου απεικονίζεται με κεφάλι βατράχου και βοηθά στην καθημερινή γέννηση του Ήλιου και δευτερευόντως στη γέννηση των παιδιών.

Η ελλαδική Εκάτη πολύ συχνά εντάσσεται σε μύθους άλλων θεοτήτων όπως στην περίπτωση των μύθων της Δήμητρας και της Περσεφόνης.6 Ίσως ο ρόλος της Εκάτης να περιγράφεται με τον καλύτερο τρόπο στον Ομηρικό Ύμνο στη Δήμητρα.7 Η αγαπημένη κόρη της θεάς, η Περσεφόνη, θεά της άνοιξης, έπαιζε στα λιβάδια με τις φίλες της, όταν ο Άδης την άρπαξε και την οδήγησε στον Κάτω Κόσμο. Μόνο η Εκάτη άκουσε τις κραυγές της, συνάντησε τη Δήμητρα, της φανέρωσε τα γεγονότα της αρπαγής και τη βοήθησε να βρει την Περσεφόνη. Η ίδια ήταν παρούσα και στις συνεννοήσεις μεταξύ του Άδη και της Δήμητρας, και στο εξής έγινε οδηγός της Περσεφόνης στα ταξίδια της μεταξύ των δύο κόσμων.

Σε κατοπινούς μύθους, η Εκάτη αναφέρεται ως κόρη του Δία και της Ήρας.8 Αναφέρεται μάλιστα πως η Εκάτη ενώ ζούσε στον Όλυμπο προκάλεσε την οργή της Ήρας, όταν έκλεψε κάποιο στολίδι της για χάρη της Ευρώπης, ερωμένης του Δία. Τότε κρύφτηκε στο σπίτι μιας θνητής που γεννούσε και έτσι συνδέθηκε και με τους αίσιους τοκετούς. Επειδή όμως στους Κλασικούς χρόνους η γέννηση θεωρούνταν μίασμα για τους παρευρισκομένους, οι Κάβειροι μετέφεραν την Εκάτη στον Κάτω Κόσμο για να την εξαγνίσουν στα νερά του Αχέροντα. Από τότε, η Εκάτη παρέμεινε στον Άδη και άρχισε να θεωρείται σκοτεινή θεότητα με μαγικές δυνάμεις.

Οι διάφορες μυθολογικές εκδοχές συνδέουν συχνά την Εκάτη με άλλους θεούς, όπως τον Ερμή, στο ρόλο του ως ψυχοπομπού και άρα σχετιζόμενου με τον Κάτω Κόσμο.9 Εκτός από τον Ερμή, η Εκάτη συνδέεται με την Άρτεμη και τον Απόλλωνα, αλλά και με τη θεσσαλική Ενοδία και τις Ερινύες. Τα ελληνικά λατρευτικά της επίθετα, όπως «προπυλαία», «πρόσφορος», «κουροτρόφος» και «χθόνια», είναι αντίστοιχα των μικρασιατικών, χαρακτηρίζουν τις πιο σημαντικές λειτουργίες της θεάς και δηλώνουν τη συγγένειά της με βασικές γυναικείες θεότητες όπως η Δήμητρα, η Κυβέλη και η Άρτεμη.

Η Εκάτη χάριζε κυρίως υλική ευημερία, το δώρο της ευγλωττίας και τη νίκη στους πολέμους. Προμήθευε με άφθονη λεία τους ψαράδες, βοηθούσε στην αύξηση των ζώων ή προκαλούσε τον αφανισμό τους κατά τη θέλησή της. Με το πέρασμα των χρόνων, η θεά φαίνεται πως απέκτησε και άλλες ιδιότητες, αρκετά διαφορετικές. Θεωρήθηκε η θεότητα που προστατεύει τα μάγια και τα ξόρκια.10 Παραδόσεις τη συνδέουν πότε με τη Μήδεια από την Κολχίδα και πότε με την Κίρκη.

2. Λατρεία

Πατρίδα της Εκάτης θεωρείται η δυτική Μικρά Ασία και ειδικότερα η περιοχή της Καρίας11 όπου βρισκόταν το μεγάλο ιερό της θεάς, στα Λάγινα.12 Η λατρεία της διαδόθηκε σύντομα στη Φρυγία και την Ιωνία, σε μικρότερο βαθμό στην υπόλοιπη Μικρά Ασία,13 στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, ιδιαίτερα τη Ρόδο14 και την Κω,15 ενώ με αρκετές τροποποιήσεις διαδόθηκε από τον 5ο αι. π.Χ. στην Αθήνα και σε αρκετές περιοχές της κυρίως Ελλάδας. Στη Μικρά Ασία η Εκάτη προβάλλεται περισσότερο ως μητέρα θεά, ενώ στο δυτικό Αιγαίο σχετίζεται με ιδέες που αφορούν τον Κάτω Κόσμο. Μάλιστα η Εκάτη ονομάστηκε «Μήτηρ Καρείη»16 κατά τον τρόπο της Κυβέλης, που ονομαζόταν σε επιγραφές και πηγές «Μήτηρ Φρυγίη».17 Ίσως μάλιστα κατά μία άποψη να αποτελεί μετεξέλιξη της HEPAT, μιας χεττιτικής θεότητας.18

Βορειότερα, φαίνεται πως λατρευόταν σε περιοχές του Βοσπόρου και της Μαύρης θάλασσας, αλλά και στη Θράκη, όπου σχετίζεται με την τοπική θεά Ενοδία.19 Εκτός από τα δικά της ιερά, συχνά εμφανίζεται σε ιερά άλλων θεών, όπως της Αφροδίτης στην Κυρήνη, του Ασκληπιού στην Πέργαμο και την Επίδαυρο, της Δήμητρας στην Πέργαμο, της Ίσιδος στην Κυρήνη, του Διονύσου στην Αθήνα, του Σαράπιδος στη Θεσσαλονίκη και στο ιερό της Μεγάλης Μητέρας στην Τανάγρα.

Είναι πολύ πιθανό η Εκάτη όπως εμφανίζεται στη Μικρά Ασία να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα κάποιας από τις τριαδικές λατρείες της Ανατολής, γνωστές και στο χώρο του Αιγαίου από πολύ νωρίς με το σχήμα: μητέρα – κόρη – γιος. Μελετητές αναφέρουν πως ανήκει στο σχήμα Κυβέλη – Εκάτη – Ερμής20 και με αυτό το σχήμα μεταφέρεται αρχικά στον κυρίως ελλαδικό κορμό.

Η ανατολική προέλευση της θεάς επιβεβαιώνεται και από την εικονογραφία της. Η θεά αναπαρίσταται με τον ίδιο τρόπο όπως και οι περισσότερες θεότητες της Ανατολής, δηλαδή φορά κάλυμμα κεφαλής, είναι συχνά ένθρονη και περιστοιχίζεται από άγρια ζώα. Δείγματα ένθρονης Εκάτης βρέθηκαν στη Ρόδο και την Κω, αλλά και στη νήσο Χάλκη και μάλιστα με συνοδεία αναθηματικής επιγραφής.21 Η σχέση Εκάτης και Άρτεμης είναι πολύ έντονη τόσο στην περιοχή της Καρίας και στην Έφεσο22 όσο και στην Αφροδισιάδα.23 Ουσιαστικά μέσα σε ένα ενιαίο μοντέλο αντιλήψεων και παραδόσεων η Εκάτη αποτέλεσε για την πρωταρχική περιοχή λατρείας της, την Καρία, ό,τι για τη Φρυγία η Κυβέλη,24 ή η Άρτεμη στην τοπική εκδοχή της Εφέσου και η Αφροδίτη για την πόλη της Αφροδισιάδας.25

Στη Δύση αντίθετα η Εκάτη αποκτά ένα σκοτεινό χαρακτήρα που τη σχετίζει με μάγια, ξόρκια και καταλήγει στα δαιμονικά χαρακτηριστικά που της αποδίδουν οι συγγραφείς της Ρωμαϊκής περιόδου. Πιο σημαντική και διαδεδομένη ήταν η χθόνια πλευρά της που σχετίζεται με την καθημερινή ζωή, τη γονιμότητα, τη σοδειά, τη μοίρα και το θάνατο. Η χθόνια Εκάτη εμφανίζεται στο προσκήνιο τον 5ο αι. π.Χ., όταν δοξασίες, ξόρκια και μαγικά διαδόθηκαν ευρύτατα στα λαϊκά στρώματα. Ίσως μάλιστα από τότε και στο εξής να δινόταν βάρος σε αυτή την πλευρά της θεάς για να ξεχωρίζει από την Άρτεμη.26

Συνδύαζε δύο βασικές ιδιότητες, της χθόνιας και της ουράνιας θεάς, του φωτός και του σκότους. Το πιο ισχυρό της χαρακτηριστικό ήταν η εξουσία της σε οτιδήποτε δε γινόταν εύκολα αντιληπτό, δηλαδή το θάνατο, το κακό και το καλό. Επέβαλλε τη σύνεση σε όλους τους ανθρώπους μέσα από τα όνειρα και τη μαντική.

Ως θεά κατείχε την πρώτη θέση στα σταυροδρόμια, αλλά και όπου ενώνονταν τρεις δρόμοι.27 Τέτοια σημεία θεωρούνταν κατεξοχήν τόποι μαγείας. Σε αυτά τα μέρη έστηναν το άγαλμά της που είχε τη μορφή γυναίκας με τρία σώματα ή με τρία κεφάλια. Τα συγκεκριμένα αγάλματα ήταν πολύ συχνά στην αρχαία ύπαιθρο και οι αρχαίοι εναπόθεταν σε αυτά προσφορές. Ονομάζονται «εκαταία» και η τοποθέτησή τους στα σταυροδρόμια σχετιζόταν με το μυστηριακό χαρακτήρα της θεάς28 ως οδηγού των ψυχών στις τρεις οδούς του Άδη, ανάλογα με τον πρότερο βίο τους.

3. Αρχαιολογικά ευρήματα και εικονογραφία

Τα στοιχεία που ήρθαν στο φως ακόμη και στην περιοχή όπου κυριαρχούσε η λατρεία της Εκάτης είναι ελάχιστα, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε οι γραπτές πηγές να δίνουν περισσότερες λεπτομέρειες από τα ίδια τα ευρήματα. Ιερά και ναοί της θεάς δεν απαντούν συχνά, εκτός βέβαια από το μεγάλο ναό της Εκάτης στα Λάγινα που τοποθετείται στην Ύστερη Ελληνιστική περίοδο. Πιο συχνά απαντούν αναθηματικές επιγραφές προς τιμήν της και νομίσματα, όπως το τετράδραχμο Ελληνιστικών χρόνων από τη Λάμψακο29 που την αναπαριστά στην οπίσθια όψη σε αυστηρή μετωπικότητα να κρατά δάδες, ενώ την περιστοιχίζουν λιοντάρια. Άλλες ενδιαφέρουσες απεικονίσεις της μορφής της θεάς σε νομίσματα έχουν βρεθεί στη Στρατονίκεια της Καρίας και χρονολογούνται στο 81 π.Χ. Εδώ, η Εκάτη και πάλι στον οπισθότυπο του νομίσματος κρατά δάδα και φιάλη.30 Συχνά, στα μικρασιατικά νομίσματα που αναπαριστούν στον οπισθότυπο τη μορφή της Εκάτης, απεικονίζονται στον εμπροσθότυπο οι μορφές του Απόλλωνα, της Άρτεμης και του Πριάπου.

Συγγενείς λατρείες πιστοποιούνται και σε αρκετές αναθηματικές επιγραφές, όπως η επιγραφή Αυτοκρατορικών χρόνων που αναφέρεται στον Πρίαπο και την Εκάτη,31 ή η αντίστοιχη του 3ου αι. π.Χ. του Αρτεμίδωρου από την Πέργη, στο ιερό της θεάς, στη Θήρα.32

Τα λατρευτικά επίθετα που αναφέρονται στην Εκάτη ποικίλλουν και διαφέρουν πολύ από εκείνα του ελλαδικού κορμού που θα αναφερθούν παρακάτω. Μεταξύ των συχνότερων είναι το επίθετο «πρόθυρος», αλλά και ο χαρακτηρισμός «λέαινα»,33 που δικαιολογεί την πολύ συχνή απεικόνισή της με το ζώο αυτό. Ως «προπυλαία» ή «πρόθυρος»,34 προστάτευε από το κακό που ερχόταν από αόρατες μαγικές και δαιμονικές δυνάμεις. Η αρχαιολογική έρευνα επιβεβαιώνει το συγκεκριμένο ρόλο της θεάς, τόσο σε οικίες όσο και σε ιερά. Μικρά αγάλματα της Εκάτης τοποθετούνταν στην είσοδο ιερών χώρων και ειδικά στα μικρά ιερά της θεάς Δήμητρας. Από την άλλη, αντίστοιχα αγαλματίδια της θεάς τοποθετούνταν στις εισόδους των σπιτιών για να αποτρέπουν τα κακά πνεύματα. Ως «φώσφορος»,35 δηλαδή εκείνη που φέρνει το φως, απαντά η Εκάτη πολύ συχνά στην αγγειογραφία, όπου αναπαρίσταται με δάδες και πυρσούς στα χέρια. Ίσως να σχετίζεται με τη Σελήνη ή με κάποια μυστήρια που τελούνταν προς τιμήν της κατά τη νύχτα.

Μεταξύ των άλλων λατρευτικών επιθέτων της θεάς στην Ανατολή απαντούν συχνά τα επίθετα «δαδοφόρος»36 και «σώτειρα» που γνωρίζουμε και από το μεγάλο ιερό της Εκάτης στη θέση Λάγινα. Στο ναό αυτό, που όπως ήδη αναφέρθηκε είναι του 3ου αι. π.Χ., το εικονογραφικό πρόγραμμα της ζωφόρου37 περιλαμβάνει τους σημαντικότερους ελληνικούς μύθους με τους οποίους σε κάποιο βαθμό σχετίζεται η Εκάτη. Έτσι, στη δυτική ζωφόρο του ναού απεικονίζεται γιγαντομαχία, στην οποία η Εκάτη συμμετέχει στο πλευρό των Ολύμπιων θεών όπως συμβαίνει και στη ζωφόρο του βωμού στο Πέργαμον, ενώ στη βόρεια πλευρά απεικονίζεται αμαζονομαχία, όπου αμαζόνες και πολεμιστές δίνουν τα χέρια για μια συμφωνία, την ισχύ της οποίας επικυρώνει η Εκάτη ως κεντρική μορφή.

Στη νότια πλευρά η κεντρική μορφή (αυτή της θεάς) δε σώζεται και η συνολική εικόνα των γλυπτών είναι αποσπασματική. Το θέμα είναι πιθανότατα συγκέντρωση θεών της περιοχής, ενώ στην ανατολική ζωφόρο φιλοξενείται το θέμα της γέννησης του Δία. Η Εκάτη έχει ένα πολύ σημαντικό ρόλο, καθώς αυτή δίνει στον Κρόνο την πέτρα αντί του μωρού που θα καταπιεί. Η συμμετοχή της σε μια τόσο γνωστή μυθική γέννηση έρχεται ως επιβεβαίωση της ιδιότητάς της ως κουροτρόφου θεότητας.

Από όλη τη σύνθεση του εικονογραφικού προγράμματος των γλυπτών στο μεγαλύτερο και καλύτερα γνωστό ναό της θεάς στη Μικρά Ασία, φαίνεται πως σκοπός αυτής της επιλογής των θεμάτων ήταν να τονιστεί η παρουσία της Εκάτης στα παλαιά και τα νέα πράγματα τόσο τα επίγεια όσο και τα ουράνια. Έτσι παρουσιάζεται «μεγίστη» στη βόρεια ζωφόρο, «επιφανεστάτη» στη νότια, «σώτειρα» στη δυτική και «κουροτρόφος» στην ανατολική πλευρά της ζωφόρου του ναού. Και οι τέσσερις διαφορετικές ιδιότητες της Εκάτης38 αναφέρονται εκτός από το διακοσμητικό πρόγραμμα του ναού και σε επιγραφές που βρέθηκαν στην Καρία, τη Φρυγία και την Ιωνία.

Μια άλλη ιδιότητα της θεάς στη Μικρά Ασία εκφράζεται με το επίθετο «κλειδούχος» που απαντά μεμονωμένα στο ιερό της θεάς στα Λάγινα, απεικονίζοντας ενδεχομένως τον ορφικό ύμνο που αναφέρει την Εκάτη ως «κληδούχον άνασαν»,39 καθώς κρατά τα κλειδιά του Άδη και τα μυστικά για να ανοίγουν οι πόρτες από τη μια ζωή στην άλλη.40

Σημαντικά ευρήματα41 που δηλώνουν λατρεία της Εκάτης προέρχονται από τα Αλάβανδα (αγαλμάτιο),42 την Αφροδισιάδα (αναθηματική επιγραφή),43 την Αντιόχεια του Μαιάνδρου (νομίσματα με τρικέφαλη Εκάτη),44 την Αλικαρνασσό (αγαλμάτια Εκάτης),45 την Ηράκλεια Λάτμου (επιγραφή),46 την Κνίδο (αγαλμάτια), τα Μάσταυρα (νομίσματα), τα Μύλασα (ρωμαϊκή επιγραφή), την Πανάμαρα (επιγραφές), τη Στρατονίκεια (νομίσματα, αγαλμάτια Εκάτης, επιγραφές),47 τις Τράλλεις (αναθηματική επιγραφή και παράλληλη δήλωση θέσης ιερού Πριάπου και Εκάτης, νομίσματα με τρίμορφη Εκάτη).

Στη Φρυγία48 στοιχεία για τη λατρεία της θεάς προκύπτουν από το Αφιόν Καραχισάρ (αναθηματικό ανάγλυφο με επιγραφή που φέρει το όνομα της θεάς), τους Αιζανούς (νομίσματα με τρίμορφη Εκάτη), την Άγκυρα (νομίσματα με τρίμορφη Εκάτη), την Απάμεια (νομίσματα), την Ιεράπολη (νομίσματα), το Κοτύαιον (ανάγλυφη στήλη με τρίμορφη Εκάτη και συνοδευτικές μορφές) και τη Λαοδίκεια Κατακεκαυμένη (νομίσματα).

Πάντως, παρά την κατά περιόδους τρομακτική εικόνα της θεάς, η Εκάτη, είτε χθόνια είτε ουράνια, δεν απεικονίζεται ως γηραιά και δύσμορφη αλλά ως νέα κοπέλα. Η αποκρουστική εικόνα της ως γριάς που προκαλεί τρόμο ανήκει στην ύστερη ρωμαϊκή λογοτεχνία.49

Αρκετά ζώα και φυτά ήταν αφιερωμένα στη θεά και στον ελλαδικό χώρο. Ουσιαστικά, όλα τα άγρια ζώα ήταν αφιερωμένα στην Εκάτη.50 Μεταξύ αυτών φίδια, άλογα και σκύλοι. Μάλιστα, οι σκύλοι ήταν τα ζώα που συνδέονταν πιο στενά με αυτήν. Μαύρα σκυλιά θυσιάζονταν στο όνομά της στη Σαμοθράκη σε συνδυασμό με τελετουργικούς καθαρμούς. Ο ήχος κάθε σκυλιού που γάβγιζε μέσα στη νύχτα θεωρούνταν τόσο στην αρχαία ελληνική όσο και στη λατινική γραπτή παράδοση σημάδι της θεάς. Όσον αφορά τα φυτά, οι φουντουκιές, τα κυπαρίσσια, τα έλατα, οι ιτιές και οι λεύκες ήταν μεταξύ των ιερών φυτών της θεάς. Μάλιστα τα φύλλα της μαύρης λεύκας, που είναι σκούρα στη μία πλευρά και ανοιχτά στην άλλη, συμβόλιζαν το δεσμό της θεάς με τους δύο κόσμους, τον κόσμο των ζωντανών και τον κόσμο των νεκρών.

Παρά τις αναφορές των συγγραφέων στην τρομερή και εκδικητική ή σκοτεινή πλευρά της Εκάτης, μιας θεάς που προκαλούσε το φόβο και προστάτευε τις μάγισσες και όλα τα σκοτεινά στοιχεία της νύχτας, δεν έχει καταγραφεί καμία αναφορά ούτε για ένα ιστορικό πρόσωπο που να αναφερόταν στην Εκάτη και να τη λάτρευε για αυτές τις ιδιότητές της. Από την άλλη, όσες ενδείξεις υπάρχουν στην αρχαιολογική έρευνα και τα κείμενα αναφέρουν την Εκάτη ως προστάτιδα θεά απέναντι σε κάθε κακό. Μιλούν για μια θεά των μεταβάσεων και των αλλαγών.




1. Kraus, T., Hekate. Studien zu Wesen und Bild der Göttin in Kleinasien und Griechenland (Heidelberg 1960), σελ. 11-19· LIMC VI, 1, Addenda, σελ. 985.

2. Ησίοδος, Θεογονία, σελ. 404-452· Boedecker, D., “Hecate: a transfunctional Goddess in the Theogony?”, Transactions of the American Philological Association 113 (1983), σελ 79-93.

3. Kraus, T., Hekate (Heidelberg 1960), σελ. 17-22· Farnell, L.R., The Cults of the Greek States (Oxford 1896-1909), τομ. III, 549-560· RE VII, στήλη 2769, βλ. λ. “Hekate” (Heckenbach).

4. Nilsson, M., Geschichte der griechischen Religion (München 1950), σελ. 149-155, 168, 558· Reinach, S., Cultes, Mythes et Religions (Paris 1908), σελ. 44, 97· Burkert, W., Αρχαία Ελληνική Θρησκεία (Αθήνα 1993), σελ. 153, 244, 454-459.

5. Berg, W., “Hekate: Greek or Anatolian?”, Numen 21 (1974), σελ. 128-140· Simon, E., Οι Θεοί των Αρχαίων Ελλήνων (μτφρ. Πινγιάτογλου, Σ., Θεσσαλονίκη 1996), σελ. 154-159, 170·  Hoepfner, T., “Hekate-Selene-Artemis und Verwandte in den griechisch-ägyptischen Zauberpapyri und auf den Fluchtafeln”, ArO 13 (1942), σελ. 167-200.

6. Παπαδίτσας, Δ.Π. – Λαδιά, Ε., Ομηρικοί Ύμνοι, Ύμνος στη Δήμητρα (Αθήνα 1985), σελ. 13-37, 25 κ.ε· Zuntz, G., Persephone (München 1971), σελ. 98.

7. Grimal, P., Λεξικό της Ελληνικής και Ρωμαϊκής μυθολογίας (μτφρ. Άτσαλος, Β., Θεσσαλονίκη 1991), σελ. 192· West, Μ.Ι., Hesiod: Theogony (Oxford 1966), σελ. 38.

8. Farnell, L.R., The cults of the Greek states (Oxford 1896-1909), σελ. 597-602· Simon, E., Οι Θεοί των Αρχαίων Ελλήνων (μτφρ.  Πινγιάτογλου, Σ., Θεσσαλονίκη 1996), σελ. 342· Sauer, H., KLPauly II (1967), σελ. 982-983, βλ. λ. “Hekate”.

9. Μερικοί αναφέρουν πως οι δύο θεοί συνδέθηκαν ερωτικά και από την ένωσή τους γεννήθηκε η Κίρκη. Βλ. Annequin, J., Recherches sur l’ action magique et ses representations (Paris 1973), σελ. 83-90· Berg, W., “Greek or Anatolian?”, Numen 20 (1974), σελ. 128-140· Edwards, C.M., “The running Maiden from Eleusis and the early classical image of Hekate”, AJA 90 (1986), σελ. 307-318.

10. Κικέρων, De nat. Deor. 3, 18, 46· Kraus, T., Hekate (Heidelberg 1960), σελ. 119· Kirfel, W., Die dreiköpfige Gottheit (Bonn 1948), σελ. 54· LIMC VI, 1, 986· Dietrich, B.C., Death, Fate and the Gods (London 1965), σελ. 341-343· LIMC VI, 1, 987· Annequin, J., Recherches sur l’ action magique et sur ses representations (Paris 1973), σελ. 83-90.

11. Kraus, T., Hekate (Heidelberg 1960), σελ. 24-56· LIMC VI, 1, 989· Haspels, E.C., The Highlights of Phrygia I (1971), σελ. 324, αρ. 63·  De Franciscis, A., “I Ecate”, EAA III (1960), σελ. 204· Laumonier, A., Les cultes indigenes en Carie (Paris 1958), σελ. 344-425.

12. Για το ιερό στα Λάγινα βλ. Στράβ. XIV, 660 c· Ηρ., 5.118· Schober, A., Der Fries des Hekateion von Lagina, Instanbuler Forschungen II (Ankara 1933), σελ. 44-49.

13. Ιερά της αναφέρονται από τις πηγές στη Λάμψακο, την Κύζικο και την Έφεσο, χωρίς όμως να συνάδουν σε αυτό τα ανασκαφικά δεδομένα.

14. Laurenzi, D., "Sculture inedite del Museo di Coo", ASAtene 17/18 (1955/1956), σελ. 130, αρ. 157-163· IG XII, 1, 914· Clara Rhodos V, 1, αρ. 18.

15. Kraus, T., Hekate (Heidelberg 1960), σελ. 53, σημ. 254· Morelli, D., I culti in Rodi (Roma 1959), σελ. 128-129.

16. Laumonier, A., Les Cultes Indigenes en Carie (Paris 1958), σελ. 422· Kraus, Τ., Hekate (Heidelberg 1960), σελ. 34· Παυσανίας VII, 2, 6 : «πολλ δὲ πρεσβυτέρα ἔτι ἡ κατὰ Ἴωνας τά τε ἐς τὴν Ἄρτεμιν τὴν Ἐφεσίαν ἐστίν».

17. Keil, J., “XII. Vorläufiger Bericht über die Ausgrabungen in Ephesos”, Öjh 23 (1926), Beibl., σελ. 256-257.

18. Kraus, T., Hekate (Heidelberg 1960), σελ. 55, σημ. 264, όπου περιλαμβάνεται όλη η συζήτηση γύρω από την εκδοχή της προέλευσης της Εκάτης από την προγενέστερη χεττιτική θεότητα, με αναλύσεις γλωσσολογικού χαρακτήρα που συνοψίζοντας δείχνουν ότι το όνομα Εκάτη είναι η απόδοση στα ελληνικά του λυδικού Hepat.

19. Jessen, O., RE V, 2 (1905), σελ. 2634-2635, βλ. λ. “Enodia”· Jordan, D.R., «Εκατικά», Glotta 58 (1980), σελ. 62-65· Fuchs, W., “Unerkannte Hekate Heiligtümer, in Greece and Italy in The Classical World”, Acta of the XIth International Congress of Classical Archaeology (London 1978).

20. Kinfel, W., Die dreiköpfige Gottheit (Bonn 1948), σελ. 61-66.

21. IG XII, 1, 914. Επίσης Weinreich, K., AM 37 (1912), 9, αρ. 28.

22. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι η Εκάτη βρίσκεται εντός του μεγάλου τεμένους της Εφεσίας θεάς. Βλ. Πλίν. XXXVI, 32· Reinach, S., Cultes, Mythes et Religions (Paris 1908), σελ. 310. Επίσης, σε νόμισμα Αυτοκρατορικής περιόδου της Εφέσου στην πίσω όψη διακρίνεται η Εκάτη με δάδες, ελάφια και φαρέτρα σε μια απεικόνιση που συνδυάζει τα βασικά στοιχεία και των δύο θεοτήτων σε ενιαία μορφή, δηλαδή τα ελάφια και το τόξο από την Άρτεμη και τις δάδες από την Εκάτη.

23. Kraus, T., Hekate (Heidelberg 1960), σελ. 39, 175-176· Farnell, L.R., The Cults of the Greek States (Oxford 1896-1909), τομ. II, σελ. 601.

24. Kraus, T., Hekate (Heidelberg 1960), σελ. 34· Salis, V., "´Die Göttermutter des Agorakritos", JdI 28 (1913), σελ. 19· Nilsson, M., Geschichte der griechischen Religion (München 1950), σελ. 727. Επίσης για την Αθήνα βλ. Thompson, H.A., “Buildings on the West Side of the Agora”,  Hesperia 6 (1937), σελ. 135· Thompson, H.A, “The Tholos of Athens and its Predecessors”, Hesperia Suppl. IV (1940), σελ. 148-149.

25. RE I 2726, βλ. λ. “Aphrodisias” (Hirshfeld)· Erim, K.T., Aphrodisias. Ein Führer durch die antike Stadt und das Museum (Istanbul 1992), σελ. 16, 37.

26. Hadzisteliou-Price, T., Kourotrophos (Leiden 1978), Index 225, “Artemis”· Spatz, E., Das Wappenbild des Herrn und Herrin der Tierre (Μünchen 1962), σελ. 79-82· Simon, E., Οι Θεοί των Αρχαίων Ελλήνων (Θεσσαλονίκη 1996), σελ. 330, σημ. 16· Miroux, E., “Sur quelques epithets d’ Apollon et d’ Artemis”, DHA 7 (1981), σελ. 107-125.

27. RE VII, 1 (1939), στήλ. 161-166, βλ. λ. «Τρίοδος». Ehlers, W., RE VII, 1 (1939), σελ. 521-522, βλ. λ. “Trivia”· Kern, O., Die Religion der Griechen I (München 1926), σελ. 213-214· Sokolowski, F., Lois sacrées des cités grecques (Paris 1969), σελ. 156.

28. Kirfel, W., Die Dreiköpfige Gottheit (Bonn 1948), σελ. 39-42· Pettersen, E., “Die dreigestaltige Hekate”, ArchEpigrMitt 4 (1880), σελ. 140-174· Marquardt, P.A., “A portrait of Hecate”, American Journal of Philology 102 (1981), σελ. 243-260· Mitropoulou, E., Triple Hekate mainly on Votive reliefs, Coins, Gems and Amulets (1978), σελ. 23-31.

29. Imhoof-Blumer, C., "Beiträge zur Erklärung griechischer Münztypen: Alte Kultbilder", Nomisma 8 (1913), σελ. 14, αρ. 44, πίν. 2, 8· Pettersen, E., “Die dreigestaltige Hekate”, II, AEM 5 (1881), 1. Επίσης, Kraus, T., Hekate (Heidelberg 1960), σελ. 31, σημ. 125.

30. Imhoof-Blumer, C., Griechische Münzen (München 1890), αρ. 450 (Stratonikeia).

31. RE XXII (1938), βλ. λ. “Priapos” (Herter). Επίσης Farnell, L.R., The Cults of the Greek States (Oxford 1896-1909), σελ. 600· Kern, O., Die Religion der Griechen, III  (München 1926), σελ. 240.

32. Hiller von Gaertringen, "Alt-Thera vor der Gründung von Kyrene", Klio 33 (1940), σελ. 68-70· IG XII, 3, 421b.

33. Kraus, T., Hekate (Heidelberg 1960), σελ. 32-33· Πορφύριος, Αποσπάσματα, ΙΙΙ, 18: «ἡ δὲ Ἑκάτη ταῦρος, κύων, λέαινα, ἀκούουσα μᾶλλον ὑπακούει». Επίσης, De Visser, M.W., Die night Meschengestaltigen Götter der Griechen (Leiden 1903), σελ. 132.

34. Fullerton, M.D., “Hekate Epipyrgideia”, AA (1986), σελ. 669-675· LIMC VI, 1, σελ. 987. Επίσης, Αριστφ., Σφ. 800-804, συγκεκριμένα «ἱερὸν Ἑκάτης, ὡς τῶν Ἀθηναίων πανταχοῦ ἱδρυομένων αὐτὴν ὡς ἔφορον πάντων καὶ κουροτρόφον. Ἑκαταίον οὖν Ἑκάτης ἄγαλμα, τὸ Ἑκατήσιον λεγόμενον». Morelli, D., I culti in Rodi (Pisa 1959), σελ. 128-129.

35. Ευρ., Ελ. 569· Καλλίμαχος, Αποσπάσματα, 466· Αριστφ., Θεσμ. 858· Kraus, T., Hekate (Heidelberg 1960), σελ. 11-23· Kern, O., Die Religion der Griechen I (München 1926), σελ. 45-46.

36. Cook, A.B., Zeus. A Study in ancient Religion (Cambridge 1914-1940), vol. II, 714, 3· Ευριπίδης, Ελένη, 569.

37. Schober, A., Der Fries des Hekateion von Lagina, Istanbuler Forschungen II (Ankara 1933)· Kraus, T., Hekate (Heidelberg 1960), σελ. 45-47.

38. Kraus, T., Hekate (Heidelberg 1960), σελ. 47· Laumonier, A., Les cultes indigenes en Carie (Paris 1958), σελ. 344-425.

39. Ορφικοί Ύμνοι, Ι, 7.

40. Η κλειδαγωγία από μερίδα ερευνητών θεωρείται ελληνικό έθιμο ενώ άλλοι ερευνητές διαφωνούν και αναφέρουν την κλειδαγωγία ως ένα παλαιό έθιμο στον κόσμο της Ανατολής που τελούνταν από τους ιερείς της θεάς, τους κλειδούχους, οι οποίοι αναφέρονται ως ευνούχοι, κάτι που έρχεται σε αντιδιαστολή με τα έθιμα των αρχαίων Ελλήνων. Βλ. RE XI, 598, βλ. λ. “kleidouchos” (Kohl).

41. Kraus, T., Hekate (Heidelberg 1960), σελ. 166-167.

42. Laumonier, A., “Archéologie carienne”, BCH 60 (1936), σελ. 298.

43. CIG 2796.

44. Laumonier, A., Les cultes indigenes en Carie (Paris 1958), σελ.  473· RE VII, 1, βλ. λ. “Trivia”, στήλες 521-522 (Ehlers)· Kinfel, W., Die dreiköpfige Gottheit (Bonn 1948), σελ. 101-110.

45. RE VII, βλ. λ. “Hekataie”, στήλη 2666 (Buerchner).

46. CIG 2897: Hρακλείδης Σωτάδου νεωκόρος Εκάτη. Βλ. επίσης Steuding, Η., “Hekate”, στο Sauer, W.H., Ausführliches Lexikon der griechischen und römischen Mythologie (Leipzig 1886-1890), σελ. 1885·Diehl, C. - Cousin, G., “Inscriptions de Lagina”, BCH 11 (1887), σελ. 36.

47. Laumonier, A., “Archéologie carienne”, BCH 60 (1936), σελ. 321· Laumonier, A., Les cultes indigenes en Carie (Paris 1958), σελ. 406-407.

48. Kraus, T., Hekate (Heidelberg 1960), σελ. 52, σημ. 249 και πίνακας στοιχείων σελ. 167-168. Επίσης, BMC (Catalogue of the Greek Coins in the British Museum), Phrygia 146, 84, πίν. 18, 7.

49. Tupet, Α.Μ., La magie dans la poesie latine I (Paris 1976), index 400·  Sokolowski, F., “Sur le culte d’ angelos dans le paganisme grec et romain”, HarvTheolRev 53 (1960), σελ. 225-229.

50. Kirfel, W., Die dreiköpfige Gottheit (Bonn 1948), σελ. 44-45·  Harrison, J., Epilegomena to the Study of Greek Religion and Themis (Cambridge 1962), σελ. 408-410.