Εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου

1. Εισαγωγή

Με τη ρίψη του ακοντίου του στο ασιατικό έδαφος, πριν διαβεί τον Ελλήσποντο, ο Αλέξανδρος άνοιξε θεαματικά την αυλαία σε ένα σημαντικό κεφάλαιο της αρχαίας ιστορίας: την επέκταση του μακεδονικού βασιλείου ως τις εσχατιές της Ανατολής και τη διαμόρφωση μιας τεράστιας σε έκταση, για τα ελληνικά κυρίως δεδομένα, αυτοκρατορίας. Έντονος είναι ο συμβολισμός που λανθάνει στην παραπάνω ενέργεια, δηλωτικός της πρόθεσής του να καταλάβει ξένα εδάφη σύμφωνα με ελληνικές και μακεδονικές αντιλήψεις.

Βαρύνουσα σημασία στην κατάκτηση της Ασίας είχε η κατοχή των μικρασιατικών πόλεων. Η αμφισημία του όρου Ασία για τους Έλληνες, που πολύ συχνά ταυτιζόταν με τη Μικρά Ασία, δηλώνει ότι ενδεχομένως αρχικά ήταν μόνο η Μικρά Ασία στόχος του νεαρού Μακεδόνα.1 Στις μικρασιατικές πόλεις ο Αλέξανδρος παρουσιάστηκε ως εκείνος που αποκαθιστούσε τη δημοκρατία. Οι ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας είχαν ήδη συμπεριληφθεί στην Κορινθιακή Συμμαχία, όταν το 337 π.Χ. αποφασίστηκε στο Συνέδριο της Κορίνθου η κατάλυση της Περσικής Αυτοκρατορίας από το Φίλιππο.2 Στην ουσία οι πόλεις αυτές αποτέλεσαν το στρατιωτικό –τουλάχιστον– εφαλτήριο για την προώθηση των ελληνικών στρατευμάτων στο εσωτερικό του περσικού βασιλείου.

2. Πηγές

Φιλολογικές και άλλες μαρτυρίες μάς επιτρέπουν να ανασυνθέσουμε σε ικανοποιητικό βαθμό τα γεγονότα της εκστρατείας. Για να αξιολογηθούν σωστά οι φιλολογικές πηγές πρέπει να ληφθούν υπόψη παράγοντες όπως η χρονική απόσταση των συγγραφέων από τα γεγονότα και οι σκοπιμότητες που εξυπηρετούσε η συγγραφή τους. Οι σημαντικότεροι, όχι αμερόληπτοι, υπέρμαχοι της προσωπικότητας του Αλεξάνδρου ήταν ο Καλλισθένης (ανιψιός και μαθητής του Αριστοτέλη που συμμετείχε στην εκστρατεία), ο Κλείταρχος, που έγραφε στα τέλη του 4ου αι. π.Χ., ο Νέαρχος, ναύαρχος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Ονησίκριτος, ο Πτολεμαίος και ο Αριστόβουλος. Από τις πρώτες εκτενείς αφηγήσεις, που χρονολογούνται μεταξύ του 1ου αι. π.Χ. και του 2ου αι. μ.Χ., ξεχωρίζουν του Διοδώρου, του Ιουστίνου, του Κουρτίου Ρούφου, του Πλουτάρχου και του Αρριανού (που αντλεί πληροφορίες από τον Αριστόβουλο και τον Πτολεμαίο). Το περίφημο, τέλος, Μυθιστόρημα του Μεγάλου Αλεξάνδρου δεν αποτελεί ιδιαίτερα αξιόπιστη πηγή, καθώς εμπεριέχει αρκετές φανταστικές διηγήσεις. Τις πληροφορίες των φιλολογικών μαρτυριών συμπληρώνουν πολλές επιγραφές και η, σχετικά πρόσφατη, συστηματική ταξινόμηση των αλεξανδρινών νομισματοκοπείων που έχουμε στη διάθεσή μας.3 Παράλληλα εξελίσσεται η έρευνα των πορτρέτων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ενώ οι δύο σημαντικότερες παραστάσεις από το θεματολόγιο που σχετίζεται με τον Αλέξανδρο –η "σαρκοφάγος του Αλέξανδρου" και η τοιχογραφία της Πομπηίας– έχουν μελετηθεί εκτενώς.4

3. Προετοιμασία της εκστρατείας

Η άνοδος στο θρόνο του γιου του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου Β΄ Αλεξάνδρου μετά τη δολοφονία του πατέρα του, μάλλον τον Οκτώβριο του 336 π.Χ., όχι μόνο διασφάλισε τη συνέχεια της μακεδονικής δυναστείας των Αργεαδών/Τημενιδών, αλλά και επέτρεψε στον Αλέξανδρο να συνεχίσει την εξωτερική πολιτική που είχε χαράξει ο πατέρας του.

Ο νεαρός Αλέξανδρος παρέλαβε ένα βασίλειο πολύ καλύτερο από εκείνο που είχε βρει ο Φίλιππος Β´ το 359 π.Χ. Ακαταπόνητα είχε μεθοδεύσει ο τελευταίος όλα αυτά τα χρόνια τη στρατιωτική, πολιτική και οικονομική ενδυνάμωσή του. Χάρη στον ισχυροποιημένο μακεδονικό στρατό είχε επεκταθεί στο νότιο ελλαδικό χώρο και, μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.), συνένωσε όλα τα συμμαχικά του ελληνικά κράτη, που ήταν εταίροι του στη λεγόμενη Κορινθιακή Συμμαχία (338/337 π.Χ.), προκειμένου να εκστρατεύσουν κατά των Περσών.

Μαζί με το μακεδονικό θρόνο ο νεαρός απόγονος της Αργεαδικής δυναστείας κληρονόμησε και το φιλόδοξο σχέδιο του πατέρα του να φέρει εις πέρας την εκστρατεία αυτή. Αφού πρώτα κατέστειλε κάθε αντίσταση στη Μακεδονία και στον κυρίως ελλαδικό χώρο, προχώρησε σε συστηματικές ετοιμασίες προκειμένου να ικανοποιήσει το πάγιο αίτημα και όνειρο των ελληνικών πόλεων-κρατών στους Κλασικούς χρόνους: να συντονίσει πανελλήνια εκστρατεία κατά του περσικού βασιλείου.

4. Μακεδονικός στρατός

Στο επίκεντρο των προετοιμασιών αυτών βρισκόταν ο μακεδονικός στρατός, που αναπόφευκτα επωμιζόταν το βάρος της εκστρατείας. Από την εποχή του Φιλίππου οιεταίροι (επίλεκτοι ιππείς) είχαν διαχωριστεί από τους πεζεταίρους (πεζικάριοι οπλισμένοι με τη μακεδονική σάρισα, δόρυ μήκους περίπου 6 μ.).5 Από τη μαρτυρία των πηγών συνάγεται ότι οι τελευταίοι δε διέφεραν στην ουσία πολύ από τους Έλληνες οπλίτες και ότι, εξαιτίας της πολύ καλής εκπαίδευσής τους, ήταν ένας πολύ ευέλικτος σχηματισμός που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και σε δύσβατα εδάφη και στη μάχη εκ του συστάδην.6 Ειδική κατηγορία αποτελούσαν οι υπασπιστές, στην ουσία η φρουρά του βασιλιά: οπλισμένοι ακριβώς όπως οι πεζέταιροι, αξιοποιούνταν σε αποστολές που προϋπέθεταν ταχύτητα και ευκινησία· ειδικό τμήμα των υπασπιστών συνιστούσαν οι αργυράσπιδες, ενώ για τους ασθεταίρους οι γνώσεις μας είναι περιορισμένες.7 Κεντρικός άξονας της οργάνωσης των μακεδονικών στρατευμάτων ήταν η αρχή του λεγόμενου αγώνα των συνδυασμένων όπλων. Απώτερος στόχος ήταν ο συνδυασμός των διάφορων όπλων σε ένα ευέλικτο οργανικό σύνολο, που μπορούσε να προσαρμοστεί αποτελεσματικά σε διαφορετικές συνθήκες πολεμικών συγκρούσεων, σε τακτικές κατά παράταξη μάχες, αλλά και σε αντιπαραθέσεις σε ορεινές περιοχές.8 Στην πορεία της εκστρατείας φαίνεται ότι μειωνόταν συνεχώς το ποσοστό των Μακεδόνων, καθώς αντικαθίσταντο με μισθοφόρους αλλά και με ντόπιες, κυρίως ιρανικές, μονάδες. Τη μακεδονική «κατασκευή» συμπλήρωνε ο στόλος, ο οποίος εκτός από τις πολεμικές επιχειρήσεις χρησιμοποιήθηκε και για την αποτελεσματικότερη εξερεύνηση των ακτών της Ανατολής.9

5. Τα οικονομικά του στρατού

Γνωρίζουμε ότι οι πολεμικές προπαρασκευές για τη μικρασιατική εκστρατεία κόστισαν συνολικά 800 τάλαντα· καθώς ήδη μετά το θάνατο του Φιλίππου το μακεδονικό ταμείο χρωστούσε 500 τάλαντα,10 σημαντική υπήρξε η συμβολή των ελληνικών κρατών στις δαπάνες για την προετοιμασία. Ο τρόπος με τον οποίο πληρώνονταν τα στρατεύματα του Αλεξάνδρου είναι ένα ζήτημα ανοικτό. Γνωρίζουμε πάντως ότι στην αρχή της εκστρατείας για τα πρώτα έξοδα του στρατού κόπηκαν νομίσματα στη μακεδονική πρωτεύουσα Πέλλα και στην Αμφίπολη.11 Προφανώς το ποσό αυτό δεν προοριζόταν να καλύψει το συνολικό κόστος της εκστρατείας· συχνά τα στρατεύματα πληρώνονταν από τα λάφυρα που περιέρχονταν στην κατοχή τους κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων.

6. Kίνητρα του Αλεξάνδρου

Η εκπλήρωση του οράματος του Φιλίππου να ηγηθεί του ένοπλου αγώνα των Ελλήνων κατά των Περσών αποτελεί το εξόφθαλμο κίνητρο του Αλεξάνδρου για την πραγματοποίηση της εκστρατείας κατά των Περσών. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ακριβώς τους στόχους που εκείνος έθεσε και πόσο πιστά υιοθέτησε τα οράματα του πατέρα του. Είναι σαφές εξάλλου ότι επηρεάστηκε από το ηρωικό ιδεώδες που απέπνεαν τα ομηρικά του διαβάσματα· στο σημείο αυτό οι αρχαίες μαρτυρίες –κυρίως του Αρριανού και του Στράβωνος (που αντλεί πληροφορίες από τον Καλλισθένη)– εναρμονίζονται πλήρως με τη νεότερη βιβλιογραφία.12 Μπορούμε πάντως να εικάσουμε ότι οι στόχοι του Αλεξάνδρου αναδιαμορφώνονταν με βάση τα δεδομένα που προέκυπταν ύστερα από κάθε στρατιωτική του επιτυχία.

7. Το πέρασμα στην Ανατολή

Αφού κατέστειλε τις σθεναρότερες αντιδράσεις της ελληνικής πλευράς εναντίον του, ο Αλέξανδρος άφησε πίσω τον εξηντάχρονο Αντίπατρο ως στρατηγό της Ευρώπης και του ανέθεσε την επιτήρηση Ελλήνων και Θρακών, καθώς και την προστασία των μακεδονικών συνόρων. Ο ίδιος τέθηκε επικεφαλής των ελληνικών στρατευμάτων στην εκστρατεία κατά του περσικού βασιλείου, που είχε ανακάμψει χάρη στις συντονισμένες προσπάθειες αναδιοργάνωσης του Αρταξέρξη Γ΄ (358-338 π.Χ.).

Κύριο σταθμό της εκστρατείας αποτέλεσε η μάχη στο Γρανικό ποταμό (334 π.Χ.), μετά την οποία το μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας έπεσε στα χέρια του Αλεξάνδρου χωρίς μεγάλη αντίσταση.13 Τριακόσιες περσικές πανοπλίες από τα λάφυρα αφιερώθηκαν ακολούθως στη θεά Αθηνά στον Παρθενώνα, με την επιγραφή «Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων από των βαρβάρων των την Ασίαν κατοικούντων». Στους πεσόντες εξάλλου Μακεδόνες αφιερώθηκε τιμητικό μνημείο στο κεντρικό ιερό στο Δίον. Επιδιώκοντας να κατανικήσει τον περσικό στόλο από την ξηρά καταλαμβάνοντας τις βάσεις του, το 333 π.Χ. ο Αλέξανδρος έφτασε στην Κιλικία. Αφού έτρεψε σε φυγή τα περσικά στρατεύματα (που είχαν επικεφαλής τους το βασιλιά) σε ανοικτή μάχη στην Ισσό της Κιλικίας,14 προχώρησε προς το νότο. Μετά την πολιορκία της Γάζας ανοίχτηκε ο δρόμος προς την Αίγυπτο, επιτρέποντάς του να ελέγχει την ακτή της ανατολικής Μεσογείου. Ο Αλέξανδρος σεβάστηκε τις ντόπιες παραδόσεις. Στα αιγυπτιακά κείμενα αναφέρεται σαφώς με φαραωνικούς τίτλους, ως γιος του Άμμωνος Ρα.15 Επισκέφθηκε μάλιστα το μαντείο του Άμμωνος Διός στην όαση Σίβα της λιβυκής ερήμου. Εκεί ο προφήτης, ο κορυφαίος των ιερέων, τον αποκάλεσε παίδα Διός.16 Τέλος τον Απρίλιο του 331 π.Χ. ο Αλέξανδρος διέσχισε τη Φοινίκη και τη Συρία με κατεύθυνση προς το κέντρο του περσικού βασιλείου. Έτρεψε το βασιλιά Δαρείο σε φυγή σε μια εξαιρετικά αμφίρροπη μάχη το 331 π.Χ. στην πεδιάδα των Γαυγαμήλων, στην περιοχή της Μοσούλης του βόρειου Ιράκ, και ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Ασίας. Στη συνέχεια ο σατράπης Μαζαίος, που είχε πολεμήσει στα Γαυγάμηλα στο πλευρό του βασιλιά, του παρέδωσε τη Βαβυλώνα, όπου οι ιερείς και ο πληθυσμός τον υποδέχθηκαν ως μονάρχη. Και εδώ ο Αλέξανδρος τίμησε τους αρχαίους θεούς και τις παραδόσεις, διατάσσοντας μεταξύ άλλων την επισκευή του κεντρικού ιερού του αφιερωμένου στον πολιούχο θεό Μαρδούκ, που είχε υποστεί ζημιές. Κάθισε επιδεικτικά στο θρόνο των Μεγάλων Βασιλέων της Περσίας στα Σούσα, το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, και χρησιμοποίησε τους θησαυρούς του περσικού βασιλείου για την κοπή νομίσματος. Παρέδωσε τέλος την Περσέπολη, θρησκευτική πρωτεύουσα του περσικού κράτους, το 330 π.Χ. στους στρατιώτες του για λεηλασία· προς το τέλος της παραμονής του εκεί τα βασιλικά ανάκτορα παραδόθηκαν στις φλόγες.17 Ο ίδιος όμως επισκέφθηκε τον τάφο του Κύρου στις Πασαργάδες και μετέτρεψε τα Εκβάτανα σε διοικητικό κέντρο. Μετά τη δολοφονία του Δαρείου από το σατράπη Βήσσο, το 330 π.Χ., ο Αλέξανδρος ήταν πλέον ο διάδοχος των Αχαιμενιδών. Τίμησε τον Πέρση βασιλιά επιτρέποντας την ταφή του στον προκαθορισμένο τόπο, τους λαξευτούς στο βράχο τάφους της Περσέπολης. Με αφετηρία την Περσέπολη, από το Μάρτιο του 330 έως τον Ιούνιο του 329 π.Χ. το στράτευμα πέρασε τα Εκβάτανα, διέσχισε το Ιράν, το σημερινό Αφγανιστάν και τελικά το Ιντοκούς, φτάνοντας μέχρι τη Βακτρία. Στη Σογδιανή η αντιπαράθεση πήρε τη μορφή ανταρτοπόλεμου, με επιθέσεις από τα βάθη της ερήμου. Στο πλευρό των Ιρανών πολεμούσαν και νομάδες ιππείς. Στις όχθες του ποταμού Ιαξάρτη (Συρ Νταριά), στα βάθη του περσικού βασιλείου, ιδρύθηκε η τελευταία Αλεξάνδρεια, η Αλεξάνδρεια Εσχάτη. Στις αρχές του 327 π.Χ. ο Αλέξανδρος παντρεύτηκε τη Ρωξάνη, κόρη του ηγεμόνα της Σογδιανής Οξυάρτη, επιδιώκοντας να γίνει αποδεκτός από την ντόπια αριστοκρατία.

Στις μικρασιατικές πόλεις ο Μακεδόνας βασιλιάς παρουσιάστηκε ως ανατροπέας της τυραννίδας ή της ολιγαρχίας, ως εκείνος που αποκαθιστούσε τη δημοκρατία. Τους ελληνομαθείς ωστόσο στρατιώτες του ενοχλούσε το ότι στη στολή του πρόσθεσε περσικά και μηδικά σύμβολα, όπως το διάδημα, τη ζώνη και το χιτώνα, και το ότι υιοθέτησε στοιχεία της περσικής αυλικής τελετουργίας. Όταν επιδίωξε να κάνει υποχρεωτικό το προσκύνημά του από τους Έλληνες και τους Μακεδόνες, δηλαδή κάποιο είδος γονυκλισίας συνοδευόμενης από χειροφίλημα, η αντίδραση των Ελλήνων ήταν αναπόφευκτη. Η αντίδραση αυτή κορυφώθηκε όταν εκτελέστηκε η τριανδρία των εμπίστων του –Φιλώτας, Παρμενίων (πατέρας του Φιλώτα) και Κλείτος (που είχε σώσει τον Αλέξανδρο στο Γρανικό ποταμό)– και τέλος οι βασιλόπαιδες, γεγονός που έθεσε σε δυσμένεια και τον Έλληνα Καλλισθένη, τον αυλικό συγγραφέα του Αλεξάνδρου.

8. Στην Ινδική

Αφού πέρασε τον Ινδό, την άνοιξη του 327 π.Χ., και έγινε δεκτός στα Τάξιλα, επιτέθηκε και εναντίον του σημαντικότερου εχθρού της πόλης αυτής, του βασιλιά Πώρου, που είχε υπό την κυριαρχία του την ανατολική Πενταποταμία, πέρα από τον ποταμό Υδάσπη. Το 326 π.Χ. ο στόλος που διοικούσε ο Κρητικός Νέαρχος πήρε το δρόμο της επιστροφής, αποσκοπώντας και στη διερεύνηση του θαλάσσιου δρόμου από την Ινδία στην Περσία. Σε μια από τις σοβαρότερες μάχες που έγιναν στο ταξίδι αυτό του Νεάρχου, ο βασιλιάς υπέστη το σοβαρότερο ίσως τραυματισμό του, όταν ένα βέλος διαπέρασε το θώρακά του. Μέρος του στρατού και της σκευής είχε σταλεί νωρίτερα από το βόρειο δρόμο στο κέντρο του βασιλείου (υπό τον Κράτερο). Το φθινόπωρο του 325 π.Χ. ξεκίνησε και ο στρατός. Ωστόσο, όχι μόνο απέτυχε να δημιουργήσει σταθμούς ανεφοδιασμού για το στόλο, αλλά και αντιμετώπισε τεράστιες δυσκολίες από την πείνα και τη δίψα, τις ανεμοθύελλες και τις πλημμύρες, με αποτέλεσμα στο τέλος να επιβιώσουν μόνο 15.000 άνδρες. Ο στόλος, παρά τα σημαντικά προβλήματα ανεφοδιασμού, έφτασε σχεδόν χωρίς απώλειες στα στενά της Αρμοζείας (Ορμούζ). Με την άφιξη του Αλεξάνδρου στα Σούσα η εκστρατεία προς τα σύνορα της «οικουμένης» είχε τελειώσει.

9. Επίλογος

Η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη Μικρά Ασία αποτέλεσε το μεγαλύτερο άνοιγμα των ελληνικών πόλεων προς την Ανατολή, δημιουργώντας νέους, πρωτόγνωρους ορίζοντες για την περιορισμένη ελληνική επικράτεια. Πραγματοποιήθηκε μάλιστα σε μια περίοδο που το αχαιμενιδικό κράτος, μετά την αναδιοργάνωσή του στα χρόνια του βασιλιά Αρταξέρξη Γ΄ Ώχου, δεν είναι «κολοσσός με πήλινα πόδια», όπως το περιγράφουν σύγχρονοι ερευνητές. Οι νέες προϋποθέσεις που δημιούργησε η διεύρυνση του ελληνισμού στην πραγματικότητα σηματοδοτούν την αρχή του τέλους για το μικρόκοσμο των ελληνικών πόλεων-κρατών και την έναρξη της εποχής των ελληνιστικών βασιλείων. Ο έντονος συμβολισμός της ρίψης του ακοντίου στο μικρασιατικό έδαφος από το Μακεδόνα βασιλιά αξιοποιήθηκε στο έπακρο από τους μεταγενέστερους ελληνιστικούς ηγεμόνες, που με κάθε τρόπο προσπάθησαν να διαδηλώσουν ότι η χώρα τους ήταν mutatis mutandis, δορίκτητος.

Ο άμεσος αντίκτυπος της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην περσική επικράτεια ήταν η επαφή των Περσών υπηκόων (με την ευρύτερη έννοια του όρου) με τον ελληνικό πολιτισμό. Ο συγκερασμός διαφορετικών τάσεων πραγματοποιήθηκε μέσω της πολιτικής συγχώνευσης των δύο στοιχείων σε επίπεδο διοικητικό (π.χ. διατήρηση σατραπών της Περσικής Αυτοκρατορίας, ίδρυση ελληνικού τύπου πόλεων –πολλές από τις οποίες ονομάστηκαν Αλεξάνδρειες– σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας), κοινωνικό (π.χ. ενθάρρυνση επιγαμιών Ελλήνων στρατιωτών με Ιρανές) και πολιτισμικό. Το θεμέλιο λίθο σε αυτή τη μακρόπνοη στρατηγική τον έθεσε ο ίδιος ο Αλέξανδρος, έστω και αν η προοδευτική αφομοίωση στοιχείων του περσικού πολιτισμού και στην καθημερινή συμπεριφορά του ξένισε τους Έλληνες ομολόγους του. Καθοριστικό ρόλο ως προς τη μείξη του περσοϊρανικού και του μακεδονικοελληνικού στοιχείου διαδραμάτισαν οι ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, όχι μόνο γιατί ήταν οι πρώτες που υπέκυψαν στο Μακεδόνα κατακτητή, αλλά και γιατί εξ ορισμού ήταν εξοικειωμένες με τον ελληνικό πολιτισμό και λειτουργούσαν ως μεσάζοντες μεταξύ Ελλήνων και Περσών.



1. Βλ. Lauffer, S., Alexander der Grosse (München 1981), σελ. 71, σημ. 15. Έχει επίσης υποτεθεί ότι ο όρος Ασία ίσως δήλωνε τη Φρυγία. Βλ. Gehrke, H.-J., Iστορία του Ελληνιστικού Κόσμου, μτφρ. Ά.Χανιώτης  (Αθήνα 2000), σελ. 204-205.

2. Για τη σχετική βιβλιογραφία βλ. Gehrke, H.-J., Iστορία του Ελληνιστικού Κόσμου, μτφρ. Ά.Χανιώτης (Αθήνα 2000), σελ. 210-211.

3. Για την εγκυρότητα της μελέτης των πηγών βλ. Heisserer, A.J., Alexander the Great and the Greeks. The Epigraphic Evidence (Norman, Oklahoma 1980). Πρβλ. Goukovsky, P., “Recherches récentes sur Alexandre le Grand (1978-1982)”, REG 96 (1983), σελ. 225-253. Η βασική μελέτη των νομισματοκοπείων του Αλεξάνδρου είναι του Price, M.J., The Coinage in the Name of Alexander the Great and Philip Arrhidaeus (London – Zürich 1991). Πρβλ. Τουράτσογλου, Ι., Ο Αλέξανδρος των νομισμάτων (Λευκωσία 2000), με πιο πρόσφατη βιβλιογραφία.

4. Βλ., για παράδειγμα, Stewart, A., Faces of Power: Alexanders Image and Hellenistic Politics (Berkeley 1993)· Pollitt, J.J., H τέχνη στην ελληνιστική εποχή, μτφρ. Α. Γκαζή (Αθήνα 1994).

5. Για το μακεδονικό ιππικό βλ. Brunt, P.A., “Alexander’s Macedonian Cavalry”, JHS 83 (1963), σελ. 27-42.

6. Τα αρχαιολογικά τεκμήρια αποδεικνύουν την εποχή του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου τη χρήση από το μακεδονικό στρατό όχι μόνο της σάρισας, αλλά και ενός κοντύτερου ακοντίου κρούσης, μήκους 2,5 μ.: βλ. Αndronikos, Μ., “Sarissa”, BCH 94 (1970), σελ. 91-114. Πιστοποιούν παράλληλα τη χρήση μεγαλύτερων στρογγυλών ασπίδων από το μακεδονικό στρατό την ίδια περίοδο: βλ. Liampi, K., Der Makedonische Schild (Athen 1999). Τα στοιχεία αυτά συμπληρώνουν τις φιλολογικές πηγές που παρουσιάζουν τους πεζικάριους ως ευέλικτο στρατιωτικό σώμα. Πρβλ. Gehrke, H.-J., Iστορία του Ελληνιστικού Κόσμου, μτφρ. Ά. Χανιώτης,   (Αθήνα 2000), σελ. 205-207.

7. Η υπόθεση για δημιουργία του σώματος των αργυρασπίδων αμέσως μετά την εποχή του Αλεξάνδρου δε φαίνεται να ευσταθεί: βλ. Lock, R.A., “The origins of the Argyraspids”, Historia 26 (1977), σελ. 373. Πρβλ. Αnson, E.M., “Alexander’s Hypaspists and the Argyraspids”, Historia 30 (1981), σελ. 117. Για τους ασθεταίρους βλ. Bosworth, A.B., “Asthetairoi”, CQ 23 (1973), σελ. 245.

8. Για σχετική βιβλιογραφία βλ. Lauffer, S., Alexander der Grosse (München 1981), σελ. 52, σημ. 18· Berve, H., Das Alexanderreich auf prosopographischer Grundlage 1 (Μünchen 1926), σελ. 103· Gehrke, H.-J., Iστορία του Eλληνιστικού Κόσμου, μτφρ. Ά. Χανιώτης(Αθήνα 2000).

9. Bλ. Marsden, E.W., “Macedonian military machinery and its designs under Philip and Alexander”, Αρχαία Μακεδονία 2 (1977), σελ. 211. Για το στόλο βλ. Hauben, H., “The expansion of Macedonian Sea-Power under Alexander the Great”, στο Alexandre le Grand. Image et réalité (Fondation Hardt, Entretiens 22, Vandoeuvres – Genève 1975). Για τον ανεφοδιασμό του στρατού βλ. Engels, D.W., Alexander the Great and the Logistics of the Macedonian Army (Berkeley – Los Angeles – London 1978).

10. Αρρ., Αν. 7.9.6· Πλούτ., Αλέξ. 15 (ο οποίος αντλεί πληροφορίες από τον Αριστόβουλο, τον Ονησίκριτο και το Δούρι).

11. Για τις νομισματικές κοπές του Αλεξάνδρου στο πλαίσιο της εκστρατείας του και για τις κοπές μεταγενεστέρων στο όνομά του βλ. Price, M.J., The Coinage in the Name of Alexander and Philip Arrhidaeus (London – Zürich 1991).

12. Βλ., για παράδειγμα, Αρρ., Αν. 3.3.1· Στράβ. 17.1.43· Gehrke, H.-J., Iστορία του Ελληνιστικού Κόσμου, μτφρ. Χανιώτης, Ά. (Αθήνα 2000), σελ. 202-203, με αναφορές στην παλαιότερη βιβλιογραφία.

13. Από τις σωζόμενες περιγραφές για τη μάχη, του Διοδώρου και του Αρριανού, η πρώτη αντιβαίνει στις τοπογραφικές παρατηρήσεις νεότερων μελετητών: πρβλ. Gehrke, H.-J., Ιστορία του Ελληνιστικού Κόσμου, μτφρ. Χανιώτης, Ά. (Αθήνα 2000), σελ. 208-209.

14. O εντοπισμός της ακριβούς θέσης του πεδίου της μάχης συνδέεται με το αν ο ποταμός Πίναρος ταυτίζεται με τον Ντελί Τσάι [Janke, Α., “Die Schlacht bei Issos”, Klio 10 (1910), σελ. 137] ή με τον Πάγιας νοτιότερα (Engels, D.W., Alexander the Great and the Logistics of the Macedonian Army (Berkeley – Los Angeles – London 1978), σελ. 131. Hammond, Ν.G.L., Alexander the Great. King, Commander, and Statesman (Bristol 1989), σελ. 94.

15. Wilcken, U., “Alexanders Zug in die Oase Siwa”, Sitzungsberichte (Berlin 1928), σελ. 576.

16. Για την πορεία στην όαση Σίβα βλ. Wilcken, U., “Alexanders Zug in die Oase Siwa”, Sitzungsberichte (Berlin 1928), σελ 576· Langer, P., “Alexander the Great at Siwa”, AncW 4 (1981), σελ. 109.

17. Παραμένει ανοικτό αν η πυρπόληση της Περσεπόλεως αποτελούσε πράξη μέθης ή σκόπιμη ενέργεια. Το δεύτερο ενδεχόμενο υποστηρίζουν οι Andreotti, R., “Die Weltmonarchie Alexanders des Grossen in Überlieferung und geschichtlicher Wirklichkeit”, Saeculum 8 (1957), σελ. 127· Borza, Ε.Ν., “Fire from Heaven: Alexander at Persepolis”, CQ 67 (1972), σελ. 233· Badian, Ε., “Αgis III”, Ηermes 95 (1967), σελ. 170· Wirth, G., “Dareios und Alexander”, Chiron 1 (1971), σελ. 133. Υπέρ της πρώτης εκδοχής τάσσονται οι Berve, Η., Das Alexanderreich auf prosopographische Grundlage 2 (München 1926), σελ. 175· Lane Fox, R., Alexander the Great (London 1973), σελ. 260.