Ιγνάτιος της Αντιοχείας

1. Βιογραφικά στοιχεία

Ο Ιγνάτιος, σύμφωνα με τον Ευσέβιο Καισαρείας, ήταν ο δεύτερος κατά σειρά επίσκοπος της Αντιόχειας μετά την ίδρυση της εκεί εκκλησίας από τον Απόστολο Πέτρο.1 Έζησε στα τέλη του 1ου και στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. Για τη ζωή του έχουμε ελάχιστες πληροφορίες. Ξέρουμε ότι συνελήφθη επί Τραϊανού και μεταφέρθηκε στη Ρώμη, όπου μαρτύρησε το 107 μ.Χ., κατά τον Ευσέβιο.2 Καθ’ οδόν προς τη Ρώμη ο δραστήριος επίσκοπος έγραψε, σύμφωνα πάντα με τον Ευσέβιο,3 έξι επιστολές προς τις αντίστοιχες χριστιανικές κοινότητες της Σμύρνης, της Φιλαδέλφειας, της Εφέσου, της Μαγνησίας του Μαιάνδρου, των Τράλλεων, της Ρώμης και μία ακόμη προς τον επίσκοπο Πολύκαρπο Σμύρνης.4

Οι επιστολές του Ιγνατίου αποτελούν την παρακαταθήκη του προς τους χριστιανούς και μια από τις πιο πρώιμες θεολογικές μαρτυρίες. Συγκεκριμένα, παραινούσε τους χριστιανούς να μάχονται τις αιρέσεις, που την εποχή εκείνη είχαν αρχίσει να αναφαίνονται και επρόκειτο να συνταράξουν τη θρησκευτική αλλά και τη πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας τους επόμενους αιώνες. Πηγή της χριστιανικής πίστης έπρεπε να είναι η αποστολική διδασκαλία και γύρω από αυτή όφειλαν να συσπειρώνονται οι πιστοί. Στον Πολύκαρπο Σμύρνης ο Ιγνάτιος εμπιστεύτηκε και τη φροντίδα του δικού του ποιμνίου, ενώ τους πιστούς της Ρώμης τούς παρακάλεσε να μην ενεργήσουν για την αθώωση και απελευθέρωσή του, αφού ο ίδιος επιθυμούσε το μαρτύριο.5

Ακολούθως συνέχισε το ταξίδι του μέσω της Εγνατίας οδού περνώντας από τη Μακεδονία, με πιθανή στάση στους Φιλίππους, και κατευθυνόμενος στο Δυρράχιο, όπου επιβιβάστηκε σε πλοίο για την Ιταλία. Ο Πολύκαρπος Σμύρνης έγραψε προς τους χριστιανούς των Φιλίππων μία ακόμη επιστολή, που έχει σωθεί και αναφέρεται στον Ιγνάτιο και στη διδασκαλία του.

2. Έργο

Πέρα από τη δράση του για τη θεμελίωση και οργάνωση της εκκλησίας της Αντιόχειας, το σημαντικότερο ίσως έργο του Ιγνατίου είναι οι επτά προαναφερθείσες επιστολές, οι οποίες αποτελούν το απόσταγμα της θεολογικής του σκέψης. Η αυθεντικότητα των επιστολών αυτών αμφισβητήθηκε ιδιαίτερα από τους θεολόγους και φιλολόγους του 18ου και 19ου αιώνα, κυρίως εξαιτίας των διαφορετικών εκδοχών που έχουν σωθεί σε άλλα κείμενα εκτός από τον Ευσέβιο, ακόμα και αυτόνομες. Όμως οι εξαντλητικές μελέτες θεολόγων και ιστορικών6 στα τέλη του 19ου αιώνα απέδειξαν ότι από την πληθώρα των εκδοχών η αποκαλούμενη «μέσης διάστασης» εκδοχή είναι αυθεντική και διασώζει την πραγματική διδασκαλία του.7

Οι επιστολές αυτές αντικατοπτρίζουν την πεποίθηση ότι η χριστιανική σκέψη και πίστη, δηλαδή οι θεωρητικές αναζητήσεις, δεν πρέπει να απέχουν από το χριστιανικό τρόπο ζωής, δηλαδή από την πράξη. Όσον αφορά τις θεολογικές απόψεις του, ο Ιγνάτιος διακήρυσσε την ενότητα του Θεού και την ενανθρώπιση του Χριστού που προϋπήρχε. Απαντώντας όμως στις πρώτες αιρετικές διατυπώσεις της εποχής του, που έμελλε να αυξηθούν και να ενταθούν στους επόμενους αιώνες, διακήρυσσε και την ενότητα μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης φύσης του Χριστού, την οποία οι πιστοί δεν έπρεπε να αμφισβητούν. Αν επιθυμούσαν την ένωσή τους με το Χριστό, τότε όφειλαν να τον μιμηθούν, μίμηση που έφτανε για τους πιο δυνατούς ως το μαρτυρικό θάνατο. Η ατομική ένωση με τον Κύριο όμως δεν αρκούσε. Οι χριστιανοί έπρεπε να είναι ενωμένοι και μεταξύ τους και να αποβάλουν την αιρετική σκέψη και τη διχόνοια.

Με βάση τις επιστολές αυτές, που φαίνεται ότι γράφτηκαν από άνθρωπο που μεριμνούσε συνολικά για τις χριστιανικές κοινότητες, ο Ιγνάτιος θεωρείται ο ιδρυτής της θεολογικής σχολής Αντιοχείας. Από την άλλη, οι επιστολές αποτελούν και σημαντική πηγή για την ιστορική υπόσταση της πρώιμης χριστιανικής κοινότητας της Αντιόχειας, αφού διαφαίνεται μέσα από αυτές η ανησυχία του για τα προβλήματα που είχαν ανακύψει μεταξύ των χριστιανών της πόλης λίγο πριν από τη σύλληψή του. Συγκεκριμένα, στις πρώτες τρεις, που συντάχτηκαν στη Σμύρνη, είναι διάχυτος ο φόβος του για την ενότητα της εκκλησίας της Αντιόχειας, γι’ αυτό προτρέπει τους άλλους ιεράρχες να φροντίσουν για το ποίμνιό του.

Στις υπόλοιπες τέσσερις επιστολές, που συντάχτηκαν μάλλον ενόσω βρισκόταν στην Τρωάδα, αφού είχε δεχτεί αντιπροσωπεία που τον διαβεβαίωνε ότι η κατάσταση στην Αντιόχεια είχε εξομαλυνθεί, δίνεται η εντύπωση ότι ο Ιγνάτιος πίστευε στην ανωτερότητα της εκκλησίας της Αντιόχειας και ότι προσπαθούσε να διασφαλίσει γι’ αυτή την πρωτοκαθεδρία, τουλάχιστον μεταξύ των πόλεων της Συρίας και της Μικράς Ασίας.

3. Επίδραση των επιστολών και αποτίμηση του έργου του

Η ακτινοβολία της προσωπικότητας και της διδασκαλίας του Ιγνατίου έκανε πολλούς να δημοσιεύσουν απομιμήσεις και παραχαράξεις του έργου του. Έτσι, εκτός από τις επτά επιστολές, που σήμερα μπορούμε πια με βεβαιότητα να αποδώσουμε στον ίδιο, εμφανίστηκαν και άλλες έξι που φέρουν το όνομά του και απευθύνονται σε πιστούς,8 δύο επιστολές του Ιγνατίου προς τον Απόστολο Ιωάννη και την Παναγία αντίστοιχα, καθώς και η διήγηση του μαρτυρίου του, το λεγόμενο Martyrium Colbertinum.

Στη διάρκεια των επόμενων αιώνων, όταν οι αιρέσεις είχαν αρχίσει να διαμελίζουν το σώμα της Εκκλησίας, οι κατά τόπους εκκλησίες, ή μάλλον κάποιοι εκπρόσωποί τους, είχαν συχνά σημείο αναφοράς τον Ιγνάτιο, προκειμένου να θεμελιώσουν την ανάγκη προσήλωσης στα ιερά κείμενα και στην αποστολική διδασκαλία. Ωστόσο, η επιχειρηματολογία και οι παραινέσεις του δεν κατάφεραν να αποτρέψουν τη διάσπαση ούτε στην εκκλησία της Αντιόχειας, η οποία γνώρισε αλλεπάλληλες διαδοχές επισκόπων για δογματικούς λόγους, ιδιαίτερα κατά τον 4ο αιώνα.



1. Ευσ., Εκκλ. Ιστ. 3.22.1. Σύμφωνα με τον Camelot, P.T., Ignace d'Antioche: Lettres (Paris 1945), ο Ευσέβιος είχε πρόσβαση στους επισκοπικούς καταλόγους της Αντιόχειας, τους οποίους περιλάμβανε στο έργο του ο Ιούλιος Αφρικανός.

2. Καθώς ο Ευσέβιος συχνά είναι απλουστευτικός με τις χρονολογήσεις του, σύγχρονοι μελετητές θεωρούν πιθανότερο η σύλληψη και η εκτέλεση του Ιγνατίου να έγινε στην ύστερη περίοδο της διακυβέρνησης του Τραϊανού, και συγκεκριμένα την περίοδο 110-117, χωρίς ωστόσο και αυτών οι αποδείξεις να είναι αδιάσειστες. Για μια σύνοψη των θεωριών σχετικά με τη χρονολόγηση βλ. Corwin, V., St. Ignatius and Christianity in Antioch (Yale 1960), σελ. 3-30, και Hacking, R.D., Ignatius of Antioch, martyr-bishop (χ.τ.έ. 1997).

3. Ευσ., Εκκλ. Ιστ. 3.36.3 κ.ε.

4. Για την ακρίβεια, οι επιστολές απευθύνονται στους αντίστοιχους επισκόπους και ιερωμένους των πόλεων, στον Ονήσιμο της Εφέσου, στο Δαμάσιο της Μαγνησίας, στον Πολύβιο των Τράλλεων και στον Πολύκαρπο της Σμύρνης, οι οποίοι τον επισκέφτηκαν κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Σμύρνη.

5. Πολλοί από τους πρώτους χριστιανούς δεν έφερναν αντίσταση στη σύλληψή τους και προσέρχονταν οικειοθελώς στον τόπο του μαρτυρίου, γιατί πίστευαν ότι αυτός ήταν ο συντομότερος δρόμος για την είσοδο στη βασιλεία των ουρανών.

6. Βλ. Lightfoot, J.B., The Apostolic Fathers 2 (1883-1889)· Harnack, A.von, Die Zeit des Ignatius und die Chronologie der antiochenischen Bischofe bis Tyrannus (Leipzig 1878), Die Mission und Ausbreitung des Christentums in den ersten drei Jahrhunderten n.Chr.4 (Leipzig 1924).

7. Αντίθετα, η σύντομη εκδοχή αποτελεί μάλλον συμπίλημα, ενώ η εκτεταμένη είναι μεταγενέστερο κατασκεύασμα, με προσθήκες γύρω από έναν αρχικό πυρήνα.

8. Rathke, H., Ignatius von Antiochien und die Paulusbriefe (Berlin 1967), σελ. 4. Πρόκειται για τις επιστολές του προς και από τη Μαρία Κασσομπόλα και τις επιστολές προς τους Ταρσίους, τους Φιλιππησίους, τους Αντιοχείς και το διάκονο Ήρωνα της Αντιόχειας.