Ιερόν Μανδήλιον Εδέσσης

1. Η παράδοση σχετικά με το Μανδήλιο

Με την ονομασία αυτή αναφέρεται στις πηγές, από τον 11ο αιώνα και εξής,1 ένα από τα σημαντικότερα ιερά λείψανα που φυλάσσονταν στην Κωνσταντινούπολη: μια αχειροποίητη, σύμφωνα με την παράδοση, εικόνα που μετακομίστηκε από τη συριακή Έδεσσα (σημ. Urfa στην Τουρκία) στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα το 944. Υποτίθεται ότι επρόκειτο για ένα κομμάτι υφάσματος πάνω στο οποίο είχαν αποτυπωθεί θαυματουργικά τα χαρακτηριστικά του προσώπου του Χριστού.

Η παράδοση ανήγε την εικόνα στα χρόνια της επίγειας ζωής του Χριστού και συνέδεε την κατασκευή της με τον Άβγαρο, βασιλιά της Έδεσσας τον 1ο αι. μ.Χ., και με την επιστολή του με την οποία κάλεσε το Χριστό στην Έδεσσα. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Άβγαρος παρακάλεσε το Χριστό να ταξιδέψει έως την Έδεσσα για να τον θεραπεύσει από κάποια ασθένεια. Ο Χριστός ανταποκρίθηκε στέλνοντας στον Άβγαρο την εικόνα του: έβρεξε το πρόσωπο και πήρε ένα κομμάτι ύφασμα για να σκουπιστεί· με την επαφή αποτυπώθηκαν στο ύφασμα τα χαρακτηριστικά του. Λαμβάνοντας την εικόνα, ο Άβγαρος θεραπεύτηκε. Έκτοτε η θαυματουργή εικόνα χάθηκε, για να ξαναβρεθεί τον 6ο αιώνα, αυτή τη φορά με την ιδιότητα του παλλαδίου της πόλης.

Η εικόνα παρέμεινε στην Εκκλησία της Έδεσσας και μετά την κατάκτηση της πόλης από τους Άραβες, μέχρι το 944, οπότε μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη.

2. Η διαμόρφωση του θρύλου του Μανδηλίου

Ο θρύλος για μια αχειροποίητη εικόνα του Χριστού στην Έδεσσα φαίνεται ότι γεννήθηκε κάποια στιγμή στο β΄ μισό του 6ου αιώνα: παραδίδεται για πρώτη φορά στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευαγρίου (γύρω στο 594), στο πλαίσιο της διήγησης της πολιορκίας της Έδεσσας από τους Πέρσες υπό το Χοσρόη το 544. Σύμφωνα με τον Ευάγριο, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας κάποιος επίσκοπος βρήκε την αχειροποίητη εικόνα στην πύλη της πόλης· με ένα θαύμα η εικόνα έτρεψε το στρατό του Χοσρόη σε φυγή και η πόλη σώθηκε.2 Το γεγονός ότι ο Προκόπιος, ο οποίος κατέγραψε την ίδια πολιορκία λίγο μετά το 544, όταν τα γεγονότα ήταν πιο πρόσφατα, δεν αναφέρεται σε καμιά θαυματουργή εικόνα, δείχνει ότι μέχρι τα μέσα του 6ου αιώνα ο θρύλος της αχειροποίητης εικόνας της Έδεσσας δεν ήταν ακόμη διαδεδομένος.3

Οπωσδήποτε πάντως η διαμόρφωση της ιστορίας της εικόνας σε συνδυασμό με την ιστορία του Αβγάρου πέρασε από πολλά στάδια, καθώς οι πρωιμότερες πηγές δε μιλούν πάντα για αχειροποίητη εικόνα ούτε καν για εικόνα πάνω σε ύφασμα. Η παλαιότερη αναφορά, στην Doctrina Addai, συριακό κείμενο των αρχών του 5ου αιώνα,4 αναφέρεται σε ένα πορτρέτο του Ιησού που το ζωγράφισε ο αγγελιοφόρος του Αβγάρου Ανανίας, για λογαριασμό του βασιλιά του. Στην κατά Ευσέβιο αφήγηση της επικοινωνίας του Χριστού με τον Άβγαρο δε γινόταν καν αναφορά σε εικόνα και η απάντηση του Ιησού ήταν μια απλή επιστολή, στην οποία ο Χριστός εμφανίζεται να υπόσχεται ότι θα προστατεύει πάντα την πόλη· ο Προκόπιος κάνει μνεία αυτής της υπόσχεσης. Η υπόσχεση θεϊκής προστασίας ενσωματώθηκε στο θρύλο της αχειροποίητης εικόνας που παραθέτει ο Ευάγριος και η εικόνα εμφανίστηκε ως παλλάδιο της Έδεσσας.5

Μεταγενέστερες πηγές, του 8ου αιώνα πλέον, κάνουν λόγο για αποτύπωμα πάνω σε ύφασμα.6 Όμως ακόμα και στη Διήγηση περί της αχειροποιήτου θείας εικόνος Ιησού Χριστού, που αποδίδεται στον Κωνσταντίνο Ζ΄ Πορφυρογέννητο και εξιστορεί τη μετακομιδή της εικόνας στην Κωνσταντινούπολη, στην οποία ο θρύλος του Μανδηλίου εμφανίζεται πλέον παγιωμένος, η εικόνα αναφέρεται ως θεία εικόνα και όχι ως Μανδήλιο. Επίσης στη Διήγηση αναφέρεται ότι το ύφασμα με το αποτύπωμα του προσώπου του Χριστού είχε προσηλωθεί σε σανίδα και στερεωθεί με χρυσό πλαίσιο. Φαίνεται ότι η εικόνα που μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, αν και έμεινε τελικά γνωστή ως Μανδήλιο, ήταν ενδεχομένως μια ξύλινη φορητή εικόνα.7 Εν πάση περιπτώσει, από τον 11ο αιώνα και εξής η χρήση της ονομασίας «άγιο/Ιερό Μανδήλιο» γενικεύεται στις πηγές.

3. Το Μανδήλιο και η λατρεία των εικόνων

Ήδη από τον 5ο αιώνα, ιδιαίτερα όμως και εντονότερα από το β΄ μισό του 6ου, φαίνεται ότι αναπτύσσεται η λατρεία των εικόνων, συνδεδεμένη αρχικά με την πρωιμότερη λατρεία των ιερών λειψάνων. Σύντομα οι εικόνες εμφανίζονται να παίζουν τον ίδιο ρόλο με τα λείψανα του αγίου ως θαυματουργό κατάλοιπο της εγκόσμιας παρουσίας του, μπροστά στο οποίο μπορεί ο πιστός να προσευχηθεί και να εισακουστεί η προσευχή του και στο οποίο μπορεί να βασίζεται ο πιστός ή και μια ολόκληρη πόλη για προστασία από κάθε κίνδυνο.8 Οι υπερβολές στις οποίες έφτασε σταδιακά αυτή η λατρευτική πρακτική παρουσιάζονται συνήθως ως μία από τις αφορμές της Εικονομαχίας.

Όπως έχει δείξει ο P. Brown, η Εικονομαχία υπήρξε μια διαμάχη γύρω από το άγιο και το περιεχόμενό του, καθώς το Βυζάντιο μετέβαινε από την Ύστερη Αρχαιότητα στη μεσαιωνική μορφή του. Στη διαμάχη αυτή η παράδοση περί αχειροποίητων εικόνων, η οποία είχε αρχίσει να δημιουργείται στον ύστερο 6ο αιώνα, έγινε ένα ισχυρό επιχείρημα που επανέρχεται στα κείμενα των εικονολατρών συγγραφέων. Τέτοιες εικόνες δε θεωρούνταν έργο ανθρωπίνων χειρών αλλά προϊόν θεϊκής βουλήσεως, η οποία εμφανίζεται έτσι να επιδοκιμάζει την κατασκευή των εικόνων. Ταυτόχρονα, η υποτιθέμενη εξ επαφής δημιουργία τους διασφάλιζε όχι μόνο την αυθεντικότητα της αναπαράστασης αλλά και την ιερότητά τους, ενώ η υποτιθέμενη αρχαιότητά τους εμφάνιζε την παράδοση λατρείας των εικόνων να εδραιώνεται στα χρόνια του Χριστού.9

Το Μανδήλιο υπήρξε μία από τις υποτιθέμενες αχειροποίητες εικόνες που αρχίζουν να αναφέρονται στον ύστερο 6ο αιώνα. Η διάδοση του θρύλου τους έχει συνδεθεί με τη δημόσια λατρεία και με την αναζήτηση από τους αυτοκράτορες ισχυρών θρησκευτικών συμβόλων που θα μπορούσαν, όπως το σύμβολο του σταυρού για το Μεγάλο Κωνσταντίνο, να παίξουν το ρόλο του θεϊκού λαβάρου του βυζαντινού στρατού, εν προκειμένω στον πόλεμο εναντίον των άπιστων Περσών και Αβάρων.10 Στη διάρκεια όμως της Εικονομαχίας, οι αχειροποίητες εικόνες χρησιμοποιήθηκαν ως αδιάσειστο επιχείρημα στη νέα θεωρία για την εικόνα που διαμόρφωσαν οι θεολόγοι της περιόδου. Η εξέλιξη αυτή εμπλούτισε τη σχετική με τις αχειροποίητες εικόνες παράδοση και τους προσέδωσε νέες διαστάσεις και θεολογικό περιεχόμενο, πέραν του αποτροπαϊκού χαρακτήρα τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι η παράδοση για το Μανδήλιο είναι πολύ φτωχή και αποσπασματική πριν από την Εικονομαχία, ενώ τη βρίσκουμε απαρτισμένη και εμπλουτισμένη στη Διήγηση του 10ου αιώνα.11 Το Μανδήλιο γίνεται η επιτομή της μεταεικονομαχικής αντίληψης για την εικόνα ως φορέα του ιερού και ως αναπόσπαστου στοιχείου της βυζαντινής θρησκευτικότητας.

4. Το Μανδήλιο στην τέχνη

Η μετακομιδή του Μανδηλίου στην Κωνσταντινούπολη το 944 πυροδότησε το ενδιαφέρον για το ίδιο το αντικείμενο, πράγμα που φαίνεται στο ότι πλέον αυτό γίνεται νέο εικονογραφικό θέμα: η αναπαράσταση του αγίου Μανδηλίου εντάσσεται από τον 11ο αιώνα και εξής στα εικονογραφικά προγράμματα της μνημειακής ζωγραφικής, είτε στο τόξο πάνω από την Αγία Τράπεζα είτε πάνω από την είσοδο του ναού.

Στα εικονογραφημένα χειρόγραφα, επίσης, απαντούν αναπαραστάσεις του Μανδηλίου ενταγμένες σε έναν αφηγηματικό κύκλο, την ιστορία του Αβγάρου, αντί ως ξεχωριστό εικονογραφικό θέμα, όπως συμβαίνει στη μνημειακή ζωγραφική. Την πρωιμότερη πάντως απεικόνισή του τη βρίσκουμε σε μια εικόνα του 10ου αιώνα από τη μονή της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά. Πρόκειται για το αριστερό φύλλο ενός τριπτύχου. Στο ανώτερο τμήμα εικονίζεται ο Άβγαρος να παραλαμβάνει το Μανδήλιο.12

Η συχνή απεικόνιση του Μανδηλίου στην τέχνη δε σημαίνει πάντως απαραιτήτως την αναπαραγωγή της πρωτότυπης εικόνας: οι καλλιτέχνες μπορεί κάλλιστα να έφτιαξαν έναν εικονογραφικό τύπο βασισμένοι στην παράδοση και να μην αντέγραψαν το λείψανο. Στις απεικονίσεις του Μανδηλίου ο Χριστός παριστάνεται σε προτομή, το πρόσωπό του έχει τα χαρακτηριστικά του Παντοκράτορα, περιβάλλεται από φωτοστέφανο και απεικονίζεται σαν να έχει εντυπωθεί σε μια οριζόντια λωρίδα λευκού υφάσματος, το οποίο φέρει ενίοτε διακοσμητικές ταινίες. Δεν ξέρουμε όμως σε ποιο βαθμό αυτή η εικόνα απηχεί το πρωτότυπο αντικείμενο.

Επομένως είναι πολύ δύσκολο να μιλήσουμε για πιθανές επιδράσεις του περίφημου κειμηλίου στην τέχνη, και συγκεκριμένα στον εικονογραφικό τύπο του Χριστού. Υπάρχει πάντως ένα χαρακτηριστικό που εμφανίζεται στις απεικονίσεις του Χριστού από το 10ο αιώνα και έχει συνδεθεί με την υποτιθέμενη αχειροποίητη: πρόκειται για ένα βόστρυχο που πέφτει στη μέση του μετώπου του Ιησού.13

Το κειμήλιο θεωρείται ότι χάθηκε από την Κωνσταντινούπολη κατά την άλωση του 1204 από τους σταυροφόρους. Υποτίθεται ότι μεταφέρθηκε με άλλα ιερά λείψανα στη Sainte Chapelle στο Παρίσι, την οποία είχε ανεγείρει ο Λουδοβίκος Θ΄ ανήγειρε για το σκοπό αυτό.14 Μια διαφορετική παράδοση ταυτίζει το Μανδήλιο της Εδέσσης με το Μανδήλιο της Γένοβας, ενώ έχει προταθεί και η ταύτιση του ιστορικού κειμηλίου με τη Σινδόνη του Τορίνου. Στη Δύση πάντως το Μανδήλιο είχε γίνει πολύ γνωστό και είχε μετεξελιχθεί στον τύπο της Veronica (το όνομα θεωρήθηκε ότι ετυμολογείται από το vera icon = αληθινή εικόνα). Ιδιαίτερα δημοφιλής ήταν η εικόνα του Μανδηλίου στο σλαβικό κόσμο έως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.15




1. Cameron, A., “The Mandylion and Byzantine Iconoclasm”, στο Kessler, H.L. – Wolf, G. (επιμ.), The Holy Face and the Paradox of Representation (Villa Spelman Colloquia 6, Bologna 1998), σελ. 37.

2. Ευάγριος, Εκκλησιαστική Ιστορία IV.27, Bidez, J. – Parmentier, L. (επιμ.), The Ecclesiastical History of Evagrius with the Scholia (London 1898, ανατ. 1979), σελ. 174-176.

3. Cameron, A., “The History of the Image of Edessa. The Telling of a Story”, Harvard Ukrainian Studies 7 (1983), σελ. 85.

4. Πρόκειται για την τελική εκδοχή του κειμένου, που αποδίδεται στο Ραμπουλά, επίσκοπο Εδέσσης κατά τα έτη 412-436. Bλ. Drijvers, Η.J.W., “The Image of Edessa in the Syriac Tradition”, στο Kessler, H.L. – Wolf, G. (επιμ.), The Holy Face and the Paradox of Representation (Villa Spelman Colloquia 6, Bologna 1998), σελ. 15.

5. Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία Ι.13.1-11, Bardy, G. (επιμ.), Eusèbe de Césarée. Histoire ecclésiastique 1 (Sources chrétiennes 31, Paris 1952), σελ. 40-43· Προκόπιος, Υπέρ των πολέμων ΙΙ.12.26, Haury, J. – Wirth, G. (επιμ.), Procopii Caesariensis opera omnia 2 (Leipzig 1963).

6. Για παράδειγμα, στις Πράξεις του Θαδδαίου και στο Χρονικό του Ιωάννη, επισκόπου της αιγυπτιακής πόλης Νικίου· επίσης σε κείμενα του Δαμασκηνού για την υπεράσπιση των εικόνων. Βλ. Cameron, A., “The History of the Image of Edessa. The Telling of a Story”, Harvard Ukrainian Studies 7 (1983), σελ. 83-87.

7. Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Narratio de Imagine Edessena, 25.4-5, Migne, J.P. (επιμ.), Patrologia Graeca 113, στήλ. 437. Πρβλ. Cameron, A., “The History of the Image of Edessa. The Telling of a Story”, Harvard Ukrainian Studies 7 (1983), σελ. 92.

8. Kitzinger, E., “The Cult of Images in the Age before Iconoclasm”, Dumbarton Oaks Papers 8 (1954), σελ. 89-90, 95-96, 115.

9. Brown, P., «Μια μεσαιωνική κρίση: πτυχές της Εικονομαχίας», στο Η κοινωνία και το Άγιο στην Ύστερη Αρχαιότητα, μτφρ. Α. Παπαθανασοπούλου (Αθήνα 2000), σελ. 260-264.

10. Kitzinger, E., “The Cult of Images in the Age before Iconoclasme”, Dumbarton Oaks Papers 8 (1954), σελ. 109-112· Grabar, A., L’Iconoclasme byzantin. Dossier archéologique (Paris 1984), σελ. 36-37. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ηράκλειος είχε θέσει το στρατό του υπό την προστασία της αχειροποίητης εικόνας των Καμουλιανών, βλ. Morrisson, C., Le monde byzantin I: L’empire romain d’Orient (330-641) (Paris 2004), σελ. 231, 300.

11. Cameron, A., “The Mandylion and Byzantine Iconoclasm”, στο  Kessler, H.L. – Wolf, G. (eds), The Holy Face and the Paradox of Representation (Villa Spelman Colloquia 6, Bologna 1998), σελ. 50-51.

12. Weitzmann, K., “The Mandylion and Constantine Porphyrogennetos”, Cahiers archéologiques 11 (1960), σελ. 163-184, εικ. 1-3.

13. Evans, H.C. – Wixom, W.D. (επιμ.), The Glory of Byzantium. Art and Culture of the Middle Byzantine Era, A.D. 843-1261 (κατ. έκθ., New York 1997), αρ. 128, σελ. 175.

14. Runciman, S., «Some remarks on the image of Edessa», Cambridge Historical Journal 3 (1931), σελ. 251.

15. “Mandylion”, The Oxford Dictionary of Byzantium 2 (Oxford 1991), σελ. 1283. Πρβλ. Belting, H., Bild und Kunst. Eine Geschichte des Bildes vor dem Zeitalter der Kunst (München 1990), σελ. 233-252.