Ιωνία, Eλληνιστική Πλαστική

1. Γενικά χαρακτηριστικά της πλαστικής της Ιωνίας

Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για την πλαστική της Ελληνιστικής περιόδου στην Ιωνία είναι λίγες. Γνωρίζουμε ελάχιστα για τα ονόματα των καλλιτεχνών, τα σημαντικότερα έργα τους, την προέλευσή τους και τις πόλεις στις οποίες εργάστηκαν. Έχουν γίνει αρκετές μελέτες γύρω από την ελληνιστική πλαστική, ώστε να ομαδοποιηθούν χρονολογικά και να αποδοθούν σε γλύπτες, αλλά αυτές περιορίζονται κυρίως στην περιοχή του Περγάμου και σε μέρη εκτός της Μικράς Ασίας, όπως η Αττική και η Αλεξάνδρεια. Επιπλέον, από τις γραπτές πηγές και τις λίγες υπογραφές που σώζονται σε ανάγλυφα και στις βάσεις ή στα στηρίγματα των αγαλμάτων, αρκετοί ήταν οι γλύπτες που εργάστηκαν σε καλλιτεχνικά κέντρα μακριά από τον τόπο καταγωγής τους. Επομένως, πολλά από τα έργα που βρέθηκαν σε θέσεις της Ιωνίας είναι πιθανό ότι έγιναν από γλύπτες άλλων περιοχών ή το αντίθετο. Λόγω των προβλημάτων αυτών δεν είναι πάντα εφικτή η αναγνώριση των ιδιαίτερων στιλιστικών χαρακτηριστικών των τοπικών σχολών γλυπτικής της Ιωνίας.

Εξαιτίας του μικρού αριθμητικά υλικού είναι δύσκολο να παρακολουθήσει κανείς τα εξελικτικά στάδια της πλαστικής της Ελληνιστικής περιόδου. Βασικά χαρακτηριστικά των σωζόμενων ολόγλυφων έργων της Ιωνίας στην Πρώιμη Ελληνιστική περίοδο είναι η μετωπικότητα και η αναλυτική διάθεση των πτυχώσεων των ενδυμάτων. Αντίθετα, στην Ύστερη Ελληνιστική περίοδο παρατηρείται συχνά στα αγάλματα η τάση να τονιστεί η τρίτη διάσταση των μορφών μέσω της στροφής του κορμού και των έντονων κινήσεων των άκρων, όπως και στα έργα των υπόλοιπων περιοχών του ελληνιστικού κόσμου.

Τα αγάλματα και τα αρχιτεκτονικά γλυπτά της Ιωνίας που χρονολογούνται στον 3ο αι. π.Χ. είναι λίγα και παρατηρείται σε αυτά σαφής εξάρτηση από τα έργα του τέλους του 4ου αι. π.Χ., όπως τα αρχιτεκτονικά γλυπτά του Αρτεμισίου της Εφέσου (β΄ μισό 4ου αι. π.Χ.). Από τα πιο χαρακτηριστικά έργα είναι το ακέφαλο άγαλμα από το Μαυσωλείο του Μπελεβί και οι ανάγλυφες μορφές του βωμού στο ιερό της Αθηνάς στην Πριήνη, στα οποία η απόδοση των πτυχώσεων των ενδυμάτων βρίσκεται κοντά σε αυτή των μορφών του προηγούμενου αιώνα.

Στα αγάλματα που χρονολογούνται στο α΄ μισό του 3ου αι. π.Χ. συγκαταλέγονται ορισμένα από τα πιο σημαντικά έργα της Ελληνιστικής περιόδου στην Ιωνία. Τα ανάγλυφα του 3ου αι. π.Χ. είναι λίγα, αλλά από τον επόμενο αιώνα αυξάνεται η παραγωγή τους, τόσο των αρχιτεκτονικών, όπως αυτών από τους ναούς της Πριήνης και της Μιλήτου, όσο και των επιτύμβιων.

Από το 2ο αι. π.Χ. αλλάζει ο χαρακτήρας της πλαστικής στην Ιωνία, κυρίως ως προς τη διάθεση για τη λεπτομερή και ελεύθερη ανάλυση των πτυχώσεων των ενδυμάτων, που έρχεται σε αντίθεση με την αυστηρή και δομημένη πτυχολογία της σχολής του Περγάμου. Το μοναδικό συμπέρασμα που προκύπτει ανεπιφύλακτα ως προς τις επιδράσεις που άσκησε η πλαστική της Ιωνίας σε γειτονικές περιοχές είναι ότι η Σάμος επηρεάζεται από τα καλλιτεχνικά εργαστήρια των μικρασιατικών πόλεων της Ιωνίας, κυρίως της Εφέσου, ενώ πιθανή είναι η επιρροή σε ορισμένα από τα έργα που βρέθηκαν στη Δήλο.

Δυστυχώς τα έργα που σώζονται από τα μεγάλα αστικά και καλλιτεχνικά κέντρα της Ιωνίας, όπως η Μίλητος και η Έφεσος, είναι λίγα και μεγάλος αριθμός ευρημάτων από τις υπόλοιπες θέσεις δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί. Οι γνώσεις μας για την πλαστική της Τέω προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από το γλυπτό διάκοσμο του ιωνικού ναού του Διονύσου. Για την Κολοφώνα τα στοιχεία που διαθέτουμε δεν είναι πολλά, ενώ μεμονωμένα έργα, κυρίως γυναικεία αγάλματα του 2ου αι. π.Χ., βρέθηκαν στις Ερυθρές και στο Νότιον.

2. Αγάλματα

Τα σημαντικότερα ολόγλυφα έργα του τέλους του 4ου αι. π.Χ. από την Ιωνία διατηρούνται αποσπασματικά. Πρόκειται για ένα αγαλμάτιο από την Πριήνη, που αποδίδεται στο Μέγα Αλέξανδρο, και δύο αγάλματα ηνιόχων από το Αρτεμίσιο της Εφέσου και από το ιερό της Δήμητρας στην Πριήνη.1 Τα τελευταία ήταν αναθήματα προς τιμήν των δύο θεών και, σύμφωνα με τον Linfert, είναι πιθανό ότι προέρχονται από το ίδιο καλλιτεχνικό εργαστήριο.2

Νεότερο είναι ένα ακέφαλο γυναικείο άγαλμα με χιτώνα και ιμάτιο, το οποίο καλύπτει και το πάνω μέρος της κεφαλής, που βρέθηκε στο θέατρο της Μιλήτου.3 Ανήκει στον ίδιο τύπο με ένα επίσης ακέφαλο άγαλμα, που εικόνιζε την Επιστήμη, το οποίο κοσμούσε σε δεύτερη χρήση τη Βιβλιοθήκη του Κέλσου στην Έφεσο. Τα δύο έργα είναι σύγχρονα (290-280 π.Χ.), ενώ ο τύπος επαναλαμβάνεται και σε δύο ρωμαϊκά αντίγραφα.

Ακολουθούν χρονολογικά οι τέσσερις Καρυάτιδες από το θέατρο της Μιλήτου (γύρω στο 275 π.Χ.), που επαναχρησιμοποιήθηκαν στην Αυτοκρατορική περίοδο.4 Η εύρεσή τους είναι σημαντική, καθώς οι μορφές είναι αρχαϊστικές, αλλά στιλιστικά συνδέονται με τα έργα της εποχής τους. Με την άποψη αυτή δε συμφωνούν όλοι οι μελετητές, πολλοί από τους οποίους θεωρούν ότι οι Καρυάτιδες πρέπει να χρονολογηθούν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορική περίοδο, όταν το αρχαϊστικό στιλ γνώρισε τη μεγαλύτερή του διάδοση.

Λιγότερο ακριβής είναι η χρονολόγηση τριών σύγχρονων έργων, του ακέφαλου αγάλματος της Δήμητρας, ή πιθανότατα της ιέρειάς της Νικησούς, από το ιερό της Δήμητρας στην Πριήνη και δύο γυναικείων κεφαλών από την ίδια θέση (α΄ μισό 3ου αι. π.Χ.).5 Το πρώτο άγαλμα, με τη συγκρατημένη στάση του σώματος, είναι από τα λίγα έργα της Ελληνιστικής περιόδου στα οποία αποδίδεται με ρεαλιστικό τρόπο η διαφορά της υφής του λεπτού χιτώνα και του άκαμπτου ιματίου. Ακολουθεί το ακέφαλο άγαλμα με την ανατολική ενδυμασία από το Μαυσωλείο του Μπελεβί, βόρεια της Εφέσου, που χρονολογείται πιθανότατα λίγο μετά τα μέσα του 3ου αι. π.Χ.6 Η στάση του είναι επίσης συγκρατημένη, όπως στο άγαλμα της Νικησούς, και εμφανίζει την ίδια τάση για ανάλυση των πτυχών των ενδυμάτων, που ακολουθούν αυτή τη φορά την ανατομία του κορμού και των άκρων, κυρίως στη δέσμη των λεπτών πτυχών πάνω από την ζώνη. Παρόμοια στιλιστικά χαρακτηριστικά απαντούν και σε άλλα αγάλματα, κυρίως γυναικεία, του 3ου αι. π.Χ. από την Ιωνία, όπως αυτά του συμπλέγματος από το Torbali της Εφέσου και τα αγάλματα από το Βαθύ και το Πυθαγόρειο της Σάμου, που προέρχονται όμως από εργαστήρια των μικρασιατικών παραλίων.7

Στον 3ο αι. π.Χ. χρονολογείται και ένα από τα λιγότερο γνωστά έργα της Ιωνίας, το ακέφαλο καθιστό άγαλμα ενός φιλοσόφου.8 Χαρακτηρίζεται από το εύσαρκο και αγύμναστο σώμα, το οποίο, αν και δε σώζεται η κεφαλή του, παραπέμπει σε άτομο μεγάλης ηλικίας. Η απουσία του χιτώνα και η ύπαρξη μόνο ενός ιματίου που καλύπτει τα σκέλη, αφήνοντας γυμνό τον κορμό και τα χέρια, καθώς και το εύσαρκο σώμα είναι χαρακτηριστικά που εμφανίζονται σε πολλά αγάλματα φιλοσόφων της Ελληνιστικής περιόδου και αποτελεί, σύμφωνα με αρκετούς μελετητές, ένδειξη αδιαφορίας για τα εγκόσμια.

Ο αριθμός των έργων που σώζονται από το 2ο και 1ο αι. π.Χ. είναι μικρότερος. Ένα από τα λίγα λατρευτικά αγαλματικά σύνολα της Ελληνιστικής περιόδου που σώζονται είναι του δωρικού ναού του Απόλλωνα στην Κλάρο.9 Σύμφωνα με την πιθανότερη άποψη, μεταφέρθηκαν στο ναό της Πρώιμης Ελληνιστικής περιόδου αρκετούς αιώνες αργότερα, στην Αυτοκρατορική περίοδο, όταν ο ναός ανακατασκευάστηκε. Τα αγάλματα, τα οποία διατηρούνται αποσπασματικά, είναι νεότερα του ναού και χρονολογούνται από τον Linfert στο α΄ μισό του 2ου αι. π.Χ. Η μορφή του Απόλλωνα ήταν καθιστή και έφερε ιμάτιο που κάλυπτε τον αριστερό του ώμο. Πλαισιωνόταν από τα όρθια αγάλματα της μητέρας του, Λητούς, με χιτώνα και ιμάτιο, και της αδερφής του, Αρτέμιδος, με χιτωνίσκο που δενόταν κάτω από το στήθος.

Σημαντικά για τη μερική συμπλήρωση των γνώσεών μας γύρω από την πλαστική της Μιλήτου είναι τα τέσσερα γυναικεία αγάλματα που βρέθηκαν στη νότια αγορά της πόλης και χρονολογούνται στη δεκαετία 180-170 π.Χ.10 Τα αγάλματα, λόγω των κοινών τους τεχνοτροπικών χαρακτηριστικών, πρέπει να έγιναν από το ίδιο εργαστήριο πλαστικής και ανήκαν πιθανότατα σε ένα αγαλματικό σύνολο που είχε ανατεθεί στην περιοχή της αγοράς.

Ακολουθούν χρονολογικά δύο γυναικεία αγάλματα από τις Ερυθρές (περίπου 160 π.Χ.) και το Νότιο (περίπου 100 π.Χ.) και τα σύγχρονα με το τελευταίο αγάλματα ενός ιματιοφόρου, έργο του Απολλωνίδη από την Έφεσο και του λεγόμενου πολεμιστή Borghese, έργο του Αγασία από την ίδια πόλη.11

3. Αρχιτεκτονικά ανάγλυφα

Τα παλιότερα αρχιτεκτονικά ανάγλυφα της Ελληνιστικής περιόδου στην Ιωνία είναι οι ανάγλυφες παραστάσεις που κοσμούσαν τον κατώτερο, πιθανότατα, σφόνδυλο των 36 από τους 127 κίονες του ναού της Αρτέμιδος στην Έφεσο και τις τετράγωνες βάσεις που βρέθηκαν στην περίσταση του κτηρίου (β΄ μισό 4ου αι. π.Χ.).12 Στην ανάγλυφη διακόσμηση των κιόνων περιλαμβάνονται σκηνές Γιγαντομαχίας, Κενταυρομαχίας, επεισόδια από τη ζωή του Ηρακλή και σκηνές σχετικές με τη λατρεία της θεάς, όπως πομπές και τελετουργικοί χοροί.

Λίγο νεότερα είναι τα φατνώματα του ναού της Αθηνάς στην Πριήνη (τέλη 4ου αι. π.Χ.). Από τα λίγα θραύσματα που διατηρούνται προκύπτει ότι τα θέματά τους ήταν μυθολογικά (σκηνές Γιγαντομαχίας, με τη συμμετοχή Αμαζόνων, γυναικεία θεότητα, πιθανότατα η Κυβέλη, πάνω σε λιοντάρι).

Τα παλιότερα αρχιτεκτονικά ανάγλυφα του 3ου αι. π.Χ. είναι τα φατνώματα του Μαυσωλείου του Μπελεβί. Από τα 24 φατνώματα του πτερώματος του μνημείου σώζεται μεγάλος αριθμός θραυσμάτων. Όπως και στο γλυπτό διάκοσμο των κιόνων του Αρτεμισίου της Εφέσου, τα μυθολογικά θέματα συνυπάρχουν με αυτά της καθημερινής ζωής. Στη βόρεια πλευρά υπήρχαν σκηνές αθλητικών αγώνων και στις υπόλοιπες τρεις πλευρές σκηνές Κενταυρομαχίας, στις οποίες οι περισσότεροι Λαπίθες φέρουν στρατιωτική ενδυμασία.

Στα τέλη του 3ου ή στο α΄ τέταρτο του 2ου αι. π.Χ. χρονολογείται ο βωμός του ναού της Αθηνάς στην Πριήνη, που κοσμούνταν με μεμονωμένες ανάγλυφες μορφές, οι οποίες ήταν τοποθετημένες πάνω σε βάθρο, στα κενά διαστήματα ανάμεσα σε ημικίονες.13 Τα θραύσματα των μορφών, κυρίως γυναικείων, είναι λίγα και, σύμφωνα με την ερμηνευτική πρόταση του Linfert, στην ανατολική πλευρά του βωμού, που είχε το μεγαλύτερο μήκος, εικονίζονταν ο Απόλλωνας και οι εννέα Μούσες.

Σύγχρονο είναι το ιστορικό ανάγλυφο της Βιέννης από την Έφεσο (τέλη 3ου-αρχές 2ου αι. π.Χ.), το θέμα του οποίου είναι η πολεμική σύγκρουση ανάμεσα σε Έλληνες και Γαλάτες.14 Δεν υπάρχουν στοιχεία για το είδος του μνημείου το οποίο κοσμούσε, καθώς προέρχεται από λαθρανασκαφές. Προηγείται χρονολογικά της γνωστής ανάγλυφης ζωφόρου στο βάθρο του ανδριάντα του Ρωμαίου στρατηγού Αιμίλιου Παύλου στους Δελφούς (168 π.Χ.), όπου εικονίζονται επεισόδια από τη μάχη της Πύδνας. Σημαντική είναι και η ζωφόρος του ιωνικού ναού του Διονύσου, στην Τέω, κτηρίου του 2ου αι. π.Χ., που ανακατασκευάστηκε ύστερα από σεισμό στην Πρώιμη Αυτοκρατορική περίοδο.15 Σώζεται μόλις το 1/5 του μήκους της ζωφόρου και το μέσο ύψος των μορφών δεν ξεπερνά τα 0,60 μ. Η μικρού ύψους ζωφόρος του ναού, έργο του πιο γνωστού αρχιτέκτονα της περιόδου, του Ερμογένη, κοσμείται μόνο με ένα θέμα, Μαινάδες και Κενταύρους, που εικονίζονται, ως μέλη του διονυσιακού θιάσου, να χορεύουν και να παίζουν διάφορα μουσικά όργανα. Οι Κένταυροι απομακρύνονται από την εικονογραφία της Κλασικής περιόδου, όπου εικονίζονται συνήθως σε σκηνές μάχης με τους Θεσσαλούς γείτονές τους Λαπίθες και ανήκουν πλέον στους ακολούθους του Διονύσου. Οι μορφές συνδέονται στιλιστικά με αυτές των παλιότερων φατνωμάτων από το Μαυσωλείο του Μπελεβί, είναι όμως αποδοσμένες μικρογραφικά.

4. Αναθηματικά ανάγλυφα

Το λεγόμενο ανάγλυφο του Αρχελάου, γλύπτη από την Πριήνη, είναι από τα λίγα αναθηματικά ανάγλυφα της Ελληνιστικής περιόδου (τέλη 3ου ή 2ος αι. π.Χ.).16 Η παράσταση αναπτύσσεται σε τρεις ζώνες. Στην κατώτερη εικονίζεται η αποθέωση του Ομήρου από ένα μεγάλο αριθμό προσωποποιήσεων (Τραγωδία, Κωμωδία, Φύση, Αρετή, Μνήμη, Πίστη, Σοφία) και στις δύο ανώτερες ο Απόλλωνας, οι εννέα Μούσες, η μητέρα τους Μνημοσύνη και ο Δίας. Στη δεξιά πλευρά της σύνθεσης υπάρχει ένα ανδρικό άγαλμα πάνω σε τετράγωνη βάση, ίσως του αναθέτη του ανάγλυφου. Στο αναθηματικό ανάγλυφο από τα Δίδυμα, των μέσων του 2ου αι. π.Χ., έχουμε μια από τις πολυπληθέστερες συνθέσεις της Ελληνιστικής περιόδου, στην οποία περιλαμβάνονται 23 συνολικά μορφές.17 Η παράσταση χωρίζεται σε δύο ζώνες και οι μορφές περιβάλλονται από ένα ανομοιογενές πλαίσιο που παραπέμπει σε κάποιο βραχώδες τοπίο. Στην πάνω ζώνη εικονίζονται οι θεοί, με τους καθιστούς Απόλλωνα και Δία να βρίσκονται στο κέντρο της σύνθεσης. Στην κάτω ζώνη παριστάνονται οι εννέα Μούσες, που χωρίζονται σε δύο ομάδες, ενώ στο κέντρο της σύνθεσης υπάρχει ένας βωμός στον οποίο θυσιάζουν τρεις ανδρικές μορφές υπό την παρουσία του Πάνα, που αποδίδεται σε μικρότερη κλίμακα.




1. Για το άγαλμα που αποδίδεται στο Μέγα Αλέξανδρο βλ. Bieber, M., Alexander the Great in Greek and Roman Art (Chicago 1964), εικ. 47-49· Raeder, J., Priene: Funde aus einer griechischer Stadt im Berliner Antikenmuseum (Berlin 1984), σελ. 11, 33, αρ. 1, εικ. 1· Ridgway, B.S., Hellenistic Sculpture I. The styles of ca. 331-200 B.C. (Bristol 1990), σελ. 122.

2. Για το άγαλμα της Εφέσου βλ. Bammer, A., “Der Altar des jungeren Artemisions von Ephesos”, AA 1968, σελ. 422, εικ. 40. Για το άγαλμα της Πριήνης βλ. Linfert, A., Kunstzentren hellenistischer Zeit (Wiesbaden 1976), σελ. 18.

3. Linfert, Α., Kunstzentren hellenistischer Zeit (Wiesbaden 1976), σελ. 21-22, εικ. 4-7.

4. Linfert, Α., Kunstzentren hellenistischer Zeit (Wiesbaden 1976), σελ. 22-23, εικ. 8-11. Για την άποψη ότι οι Καρυάτιδες είναι νεότερες βλ. Fullerton, M.D., Archaistic draped statuary in the round of the classical, hellenistic and roman periods (Bryn Mawr College 1982), σελ. 93-96 και "Archaistic statuary of the Hellenistic period", MDAI(A) 102 (1987), σελ. 271-272, πίν. 19,3-4.

5. Linfert, A., Kunstzentren hellenistischer Zeit (Wiesbaden 1976), σελ. 20, 24-25· Smith, R.R.R., Hellenistic sculpture (London 1991), σελ. 85, εικ. 111· Pollitt, J.J., Η τέχνη στην ελληνιστική εποχή, Γκαζή, Α. (μτφρ.) (Αθήνα 2003), σελ. 90, 329, εικ. 287.

6. Για το μνημείο και το πρόβλημα της χρονολόγησης των έργων της πλαστικής που το διακοσμούσαν βλ. Praschniker, C. – Theuer, M. – Alzinger, W. – Fleischer, R. – Fossel-Peschl, Ε. – Mitsopoulos, V. – Reuer, E. – Schottenhaml, O., Das Mausoleum von Belevi (Forschungen in Ephesos 6, Vienna 1979).

7. Για το σύμπλεγμα του Torbali βλ. Linfert, A., Kunstzentren hellenistischer Zeit (Wiesbaden 1976), σελ. 52-57, εικ. 76-81. Για τα δύο έργα που βρέθηκαν στη Σάμο βλ. Horn, R., Hellenistische Bildwerke auf Samos, Samos XII (Mainz am Rhein 1972), σελ. 79-81, αρ. 2-3, πίν. 5-10.

8. Flashar, M., “Zur Datierung der Kultbildgruppe von Klaros [Klaros-Studien I]”, στο Bol, P.C. (επιμ.), Hellenistische Gruppen. Gedenkschrift für Andreas Linfert (Mainz am Rhein 1999), σελ. 69, πίν. 16,2.

9. Linfert, A., Kunstzentren hellenistischer Zeit (Wiesbaden 1976), σελ. 62, εικ. 107-111· Ridgway, B.S., Hellenistic Sculpture I. The styles of ca. 331-200 B.C. (Bristol 1990), σελ. 218-219· Flashar, M., “Zur Datierung der Kultbildgruppe von Klaros [Klaros-Studien I]”, στο Bol, P.C. (επιμ.), Hellenistische Gruppen. Gedenkschrift für Andreas Linfert (Mainz am Rhein 1999), σελ. 53-94, πίν. 6-12.

10. Linfert, A., Kunstzentren hellenistischer Zeit (Wiesbaden 1976), σελ. 63-66, εικ. 112-114, 116-117.

11. Για το άγαλμα από τις Ερυθρές βλ. Stahler, K.P., Das Unklassische am Telephosfries (Münster 1966), σελ. 128. Για το άγαλμα από το Νότιο βλ. Horn, R., Stehende weibliche Gewandfiguren in der hellenistischen Plastik (RM Erganzungsheft 2, München 1931), σελ. 78.

12. Linfert, A., Kunstzentren hellenistischer Zeit (Wiesbaden 1976), σελ. 17· Ridgway, B.S., Hellenistic Sculpture I. The styles of ca. 331-200 B.C. (Bristol 1990), σελ. 28-30, πίν. 5-6. Η καλύτερα διατηρημένη παράσταση, στην οποία εικονίζεται πιθανότατα η κάθοδος της Ιφιγένειας στον Άδη, είναι από τις παλιότερες και χρονολογείται στην Ύστερη Κλασική (350-340 π.Χ.) ή την Πρώιμη Ελληνιστική περίοδο (περίπου 320 π.Χ.).

13. Linfert, Α., Kunstzentren hellenistischer Zeit (Wiesbaden 1976), σελ. 167-170· Carter, J.C., The sculpture of the sanctuary of Athena Polias at Priene (London 1983), σελ. 181-209, πίν. XXIX-XXXII,  Carter, J.C., “The date of the altar of Athena at Priene and its reliefs”, στο Bonacasa, N. – Di Vita, Α. (επιμ.), Alessandria e il mondo ellenistico-romano 3. Studi in onore di A. Adriani (Rome 1986), σελ. 748-764, πίν. 114-115· Ridgway, B.S., Hellenistic sculpture I. The styles of ca. 331-200 B.C. (Bristol 1990), σελ. 164-167.

14. Smith, R.R.R., Hellenistic sculpture (London 1991), σελ. 185-186, εικ. 208.

15. Σταμπολίδης, Ν.Χ., Ο βωμός του Διονύσου στην Κω. Συμβολή στη μελέτη της ελληνιστικής πλαστικής και αρχιτεκτονικής (Αθήνα 1987), σελ. 197-212, 228-233· Smith, R.R.R., Hellenistic sculpture (London 1991), σελ. 184, εικ. 206.

16. Smith, R.R.R., Hellenistic sculpture (London 1991), σελ. 186-187, 280, εικ. 216.

17. Tuchelt, K., “Weihrelief an die Musen: Zu einem Votiv aus Didyma”, AA (1972), σελ. 87-107· Ridgway, B.S., Hellenistic Sculpture I. The styles of ca. 331-200 B.C. (Bristol 1990), σελ. 255-257, εικ. 31.