Καισάρεια (Αρχαιότητα)

1. Εισαγωγή

Αρχαία πόλη της Καππαδοκίας, χτισμένη στους πρόποδες του όρους Αργαίος και σε απόσταση περίπου 2 χλμ. νότια της νεότερης πόλης Kayseri. Ταυτίζεται με τη σύγχρονη θέση Eski Șehir ή Eski Kayseri, ενώ στην αρμενική γλώσσα αποκαλείται Zorzot.1

Απαντάται ως Μάζακα, ενώ ο Ξενοφών o Εφέσιος αναφέρει το τοπωνύμιο Μάζακος, στον Πλίνιο απαντά ως Mazacum και ο Αππιανός παραδίδει το όνομα Μάζαξ. Οι κάτοικοι της πόλης αποκαλούνταν Μαζακηνοί. Σύμφωνα με μια παράδοση, τα Μάζακα πήραν το όνομά τους από τον πρόγονο των Καππαδοκών Μοσώχ, αλλά αυτή η ετυμολογική ερμηνεία απορρίπτεται από τους νεότερους ερευνητές. Το τοπωνύμιο συνδέεται πιθανότατα με ονομασίες που απαντούν σε σφηνοειδείς επιγραφές ή μπορεί να έχει ιρανική προέλευση. Λιγότερο πιθανή είναι η εκδοχή ότι η ονομασία προήλθε από το όνομα του Ιρανού θεού Mazda ή από το Mazdaka.2

Η ελληνική ονομασία της πόλης «Ευσέβεια στον Αργαίο» σχετίζεται με κάποιον Καππαδόκη βασιλιά που έφερε το παρωνύμιο Ευσεβής, πιθανότατα τον Αριαράθη Ε΄ Ευσεβή (164/163-159 και 157/156-130 π.Χ.), ο οποίος ακολούθησε κατεξοχήν φιλελληνική πολιτική. Μεταξύ 12 και 9 π.Χ. ο Καππαδόκης βασιλιάς Αρχέλαος μετονόμασε την πόλη σε Καισάρεια προς τιμήν του αυτοκράτορα Αύγουστου.3 Παρά τις μετονομασίες αυτές το παλαιότερο εθνικό Μαζακηνός παρέμεινε σε χρήση και τους μεταγενέστερους χρόνους. Τέλος, σε επιγραφικές και νομισματικές πηγές της Αυτοκρατορικής περιόδου απαντά η ονομασία «Καισάρεια στον Αργαίο».4

2. Ιστορία

Kατά την Περσική περίοδο τα Μάζακα πρέπει να υπάγονταν διοικητικά αρχικά στη σατραπεία της Κιλικίας, αργότερα δε ίσως εντάχθηκαν στην ομώνυμη νότια καππαδοκική σατραπεία. Στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. ήταν πιθανόν έδρα του δυνάστη της Κιλικίας Καμισάρη και, αργότερα, περιήλθαν στην εξουσία του γιου του Δατάμη, μετέπειτα σατράπη της Καππαδοκίας.

Το πρώτο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. ίσως είχε εκεί την έδρα του ο δυνάστης της Καταονίας Άσπις.5 Η πρώτη ιστορική μνεία της πόλης συνδέεται με την κυριαρχία στη νότια Καππαδοκία της δυναστείας των Αριαραθιδών, όταν τα Μάζακα αναδείχθηκαν πρωτεύουσα του καππαδοκικού βασιλείου και διοικητικό κέντρο της στρατηγίας Κιλικίας.6

Περίπου το 81 π.Χ., κατά τη διάρκεια του Β΄ Μιθριδατικού πολέμου, η πόλη υπέστη μεγάλες καταστροφές όταν ο Τιγράνης ο Μέγας, βασιλιάς της Αρμενίας, εισέβαλε στην Καππαδοκία κατόπιν προτροπής του Μιθριδάτη Στ΄, βασιλιά του Πόντου. Σύμφωνα με τον Αππιανό ο Τιγράνης εκτόπισε 300.000 κατοίκους της πόλης. Από αυτούς άλλοι μεταφέρθηκαν στη Μεσοποταμία, ενώ Μαζακηνοί ήταν ως επί το πλείστον οι κάτοικοι των Τιγρανοκέρτων, της νέας πρωτεύουσας του κράτους του. Η εξορία των Μαζακηνών τερματίστηκε το 69 π.Χ. με την κατάληψη των Τιγρανοκέρτων από το Ρωμαίο στρατηγό Λούκουλλο. Μετά τη λήξη των Μιθριδατικών πολέμων τα Μάζακα ανοικοδομήθηκαν από το Ρωμαίο στρατηγό Πομπήιο και συγκαταλέγονται πιθανότατα στις οκτώ πόλεις που ίδρυσε ο στρατηγός αυτός στην Καππαδοκία.7

Το 47 π.Χ., μετά τη λήξη του εμφύλιου πολέμου της Ρώμης, ο Καίσαρας επισκέφθηκε τα Μάζακα και κατά τη διήμερη παραμονή του εκεί ρύθμισε διάφορες εσωτερικές υποθέσεις του καππαδοκικού βασιλείου.8 Κατά τους Αυτοκρατορικούς χρόνους η πόλη συναγωνιζόταν πιθανότατα τα Τύανα για την εξασφάλιση διακρίσεων, οι οποίες δεν είχαν μόνο τιμητικό χαρακτήρα αλλά συνδέονταν και με σημαντικά οικονομικά οφέλη. Νομισματικές μαρτυρίες πιστοποιούν ότι της απονεμήθηκε ο τίτλος της μητρόπολης επί αυτοκράτορα Κόμμοδου (180-192). Την ίδια εποχή χρονολογείται πιθανόν και η απονομή στην πόλη του τίτλου της νεωκόρου, δηλαδή του προνομίου να έχει ναό της αυτοκρατορικής λατρείας. Ωστόσο η πρωιμότερη μνεία αυτής της διάκρισης χρονολογείται την εποχή της δυναστείας των Σεβήρων (193-217).

Ο ρόλος της πόλης ως πρωτεύουσας της ρωμαϊκής επαρχίας της Καππαδοκίας το 2ο και 3ο αιώνα, όταν η επαρχία αυτή περιλάμβανε και τμήματα της Γαλατίας, του Πόντου και της Αρμενίας, προβάλλεται ιδιαίτερα με τον τίτλο «Πρώτη μεγίστη, καλλίστη, Γαλατίας, Πόντου, Καππαδοκίας, Αρμενίας μητρόπολις Καισαρία δις νεωκόρος» που απαντά συντομογραφικά σε νομίσματα του αυτοκράτορα Σεβήρου Αλέξανδρου (222-235).9 Επί της ηγεμονίας του αυτοκράτορα Δέκιου (249-251) ξέσπασαν ταραχές στην Καππαδοκία, κατά τη διάρκεια των οποίων ένας στασιαστής κατέλαβε την Καισάρεια και τα Τύανα. Το πρόσωπο αυτό ταυτίζεται πιθανότατα με το μεγαλογαιοκτήμονα Παλμάτιο, ο οποίος κατηγορήθηκε από τον αυτοκράτορα Βαλεριανό (253-258) ως σφετεριστής της αυτοκρατορικής εξουσίας, με αποτέλεσμα η περιουσία του να απαλλοτριωθεί.10

Λίγα χρόνια αργότερα, περίπου το 259, εισέβαλε στην Καππαδοκία και σε άλλες περιοχές της νοτιοανατολικής Μικράς Ασίας ο ηγεμόνας των Σασσανιδών Περσών Σαπώρ. Η Καισάρεια πρόβαλε σθεναρή αντίσταση, της οποίας ηγήθηκε κάποιος Δημοσθένης, τελικά όμως καταλήφθηκε όταν ένας αιχμάλωτος αποκάλυψε στους Πέρσες μια μυστική είσοδο. Η πόλη, που την εποχή εκείνη αριθμούσε 400.000 κατοίκους, λεηλατήθηκε και πολλοί Καισαρείς αιχμαλωτίστηκαν.11

Κατά την Ύστερη Αρχαιότητα, οπωσδήποτε πριν από την εποχή του Ιουστινιανού (527-565), η Καισάρεια μεταφέρθηκε στη σύγχρονη θέση Kayseri όπου και γνώρισε μεγάλη ακμή τους Βυζαντινούς χρόνους.12

3. Οικονομία

Όπως ρητά αναφέρει ο Στράβωνας, η θέση των Μαζάκων ήταν ακατάλληλη για κατοίκηση. Η περιοχή ήταν ηφαιστειογενής, άγονη και άνυδρη, διότι, αν και πλούσια σε υπόγεια ύδατα, αυτά δεν κατέληγαν σε πηγές αλλά σε βάλτους. Πάντως, οι Καππαδόκες βασιλείς επέλεξαν τα Μάζακα ως έδρα του βασιλείου τους λόγω της άφθονης ξυλείας και των οικοδομήσιμων υλικών που υπήρχαν στην περιοχή, καθώς και για την καταλληλότητα του εδάφους της για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Ένας επιπλέον λόγος ήταν η θέση της πόλης στη συμβολή μεγάλων οδικών αρτηριών που ευνόησαν την εμπορική και γενικά οικονομική ανάπτυξή της.13

Στα Μάζακα είναι πιθανό να λειτουργούσε το νομισματοκοπείο του κράτους των Αριαραθιδών από την εποχή του Αριαράθη Δ΄ (220-164/163 π.Χ.) και εξής. Ωστόσο οι πρωιμότερες κοπές που εκδόθηκαν με βεβαιότητα στην πόλη χρονολογούνται τον 1ο αι. π.Χ.14 Το νομισματοκοπείο της Καισάρειας απέκτησε μεγάλη σημασία μετά τη μετατροπή του βασιλείου σε ρωμαϊκή επαρχία το έτος 17, επί αυτοκράτορα Τιβέριου. Μέχρι τα μέσα του 3ου αιώνα υπήρξε μεγάλο αυτοκρατορικό νομισματοκοπείο των ρωμαϊκών κτήσεων στο ανατολικό σύνορο και έκοψε τόσο αργυρά όσο και χάλκινα νομίσματα.15

4. Θρησκεία

Οι πληροφορίες για το λατρευτικό βίο των Μαζακηνών κατά τους αρχαίους χρόνους είναι πενιχρές. Σύμφωνα με ύστερες φιλολογικές πηγές, στην Καισάρεια υπήρχαν ιερά του Απόλλωνα Πατρώου, του Δία Πολιούχου καθώς και ένα μεγάλο ιερό της θεάς Τύχης, τα οποία καταστράφηκαν από τους χριστιανούς. Μαρτυρείται επίσης λατρεία του Μίθρα κατά την Αυτοκρατορική περίοδο.16 Άλλες πηγές συμπληρώνουν εμμέσως αλλά ελλιπώς την εικόνα μας για τις εγχώριες θεότητες, σημαντική θέση μεταξύ των οποίων κατέχει το θεοποιημένο και ενίοτε προσωποποιημένο όρος Αργαίος, το υψηλότερο βουνό της Μικράς Ασίας, στους πρόποδες του οποίου ήταν χτισμένα τα Μάζακα. Η λατρεία της θεότητας αυτής ανάγεται στην εποχή των Χετταίων, φαίνεται όμως ότι απέκτησε ιδιαίτερη σημασία κατά τους Ύστερους Ελληνιστικούς και τους Αυτοκρατορικούς χρόνους, οπότε εμφανίζεται ως εικονογραφικός τύπος των νομισματικών εκδόσεων της πόλης και παριστάνεται σε σφραγιδόλιθους και έργα πλαστικής. Η κυρίαρχη θέση της αυτή την περίοδο συνδέεται πιθανότατα με την αυξημένη πολιτική επιρροή της Ρώμης στις υποθέσεις του καππαδοκικού βασιλείου και αργότερα με τη μετατροπή της Καισάρειας σε έδρα της νέας ρωμαϊκής επαρχίας της Καππαδοκίας. Ο χρόνος ανάδειξης της λατρείας αυτής σε συνδυασμό με τα διακοσμητικά στοιχεία με τα οποία ο θεός Αργαίος παριστάνεται οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, κατά τους Αυτοκρατορικούς χρόνους, το όρος Αργαίος εξελίχθηκε σε σύμβολο της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην Καππαδοκία, είναι δε πιθανό η λατρεία του Αργαίου να συνδέθηκε με την αυτοκρατορική λατρεία. Πάνω στο βουνό πιθανόν υπήρχε λατρεία της πυράς, την οποία οι Πέρσες συνδύαζαν με τη λατρεία των κορυφών.17

Η νομισματοκοπία της πόλης αποτελεί μια ένδειξη για την πιθανή λατρεία πολλών άλλων θεοτήτων, όπως της Αθηνάς-Μα, του Ηρακλή, της Αφροδίτης, του Άρη, της Αρτέμιδος, του Σάραπη, του Άμμωνα Δία, της Νίκης, των Αμαζόνων, του ρωμαϊκού θεού Vejovis18 και πιθανόν της Ήρας και του Ήλιου. Με βάση τις νομισματικές παραστάσεις πιθανή είναι και η λατρεία προσωποποιημένων εννοιών, και συγκεκριμένα της Δικαιοσύνης, της Ειρήνης, της Ελευθερίας, της Ευσέβειας, της Ευθηνίας, της Ομόνοιας, της Πρόνοιας και της Ρώμης.19

5. Θεσμοί – Πολιτειακή οργάνωση

Τα Μάζακα, όπως και οι άλλες καππαδοκικές πόλεις, δεν υπάγονταν στο σύστημα διοικητικής οργάνωσης του καππαδοκικού βασιλείου σε στρατηγίες. Παρ’ όλα αυτά η κεντρική βασιλική διοίκηση επέβαλλε κάποιους περιορισμούς στην αυτονομία τους, όπως υποδηλώνουν επιγραφικές μαρτυρίες. Σύμφωνα με αυτές, διοικητής των Μαζάκων ήταν ένας βασιλικός αξιωματούχος, καλούμενος «ο επί της πόλεως». Στα Μάζακα είχε την έδρα του και ένας άλλος αξιωματούχος με τον τίτλο του αρχιδιοικητή, ο οποίος είχε την εποπτεία των οικονομικών των καππαδοκικών πόλεων. Οι προαναφερθέντες τίτλοι είναι μια ισχυρή ένδειξη ότι η διοικητική οργάνωση των Μαζάκων περιλάμβανε θεσμούς που απαντούν και σε άλλα βασίλεια του ελληνιστικού κόσμου. Δάνειο αποτελεί και η νομοθεσία της πόλης, το αρχαϊκό δίκαιο του Χαρώνδα, που εισήχθη πιθανότατα από το χώρο της ηπειρωτικής Ελλάδας και για την ερμηνεία του είχε διοριστεί ένας "νομωδός".

6. Πολιτισμός

Πνευματικό τέκνο της Καισάρειας ήταν ο ρήτορας Αρτεμίδωρος, γιος του Εύβουλου. Ο ρήτορας έδρασε από τα τέλη του 1ου αι. π.Χ. έως τις αρχές 1ου αι. μ.Χ. και τιμήθηκε από το δήμο των Δελφών για το παιδαγωγικό του έργο. Από την ίδια πόλη καταγόταν και ο φιλόσοφος Παυσανίας, μαθητής του Ηρώδη του Αττικού.20

Από την εποχή του Τιβέριου (14-37) έως τα χρόνια των Σεβήρων (193-217) τελούνταν στην Καισάρεια οι αγώνες του κοινού της Καππαδοκίας. Μαρτυρείται επίσης η ύπαρξη μιας εορτής καλούμενης Κομμόδειον, αφορμή της οποίας πρέπει να ήταν η απονομή στην πόλη του τίτλου της νεωκόρου. Τέλος, την εποχή των Σεβήρων, και συγκεκριμένα το 204/205, εγκαινιάστηκε στην Καισάρεια και σε άλλες πόλεις της Μικράς Ασίας μια σειρά αγώνων που ήταν γνωστοί ως Φιλαδέλφεια Σεβήρεια, για τον εορτασμό της αδελφικής αγάπης του Καρακάλλα και του Γέτα, γιων του αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου.21

7. Τοπογραφία – Οικοδομήματα

Τα Μάζακα ήταν χτισμένα στους πρόποδες του ηφαιστείου Αργαίος και στην παρακείμενη πεδιάδα που εκτεινόταν βορειοανατολικά της θέσης αυτής. Πλησίον τους έρρεε ο Μέλας ποταμός. Η θέση τους αποτελούσε έναν από τους σημαντικότερους οδικούς κόμβους της Μικράς Ασίας και είχε μεγάλη στρατηγική, εμπορική και οικονομική σημασία, καθώς εκεί διασταυρώνονταν πέντε αρχαίες οδικές αρτηρίες που διέσχιζαν τη μικρασιατική χερσόνησο από ανατολάς προς δυσμάς και από βορρά προς νότο. Σε αυτές συγκαταλέγεται και η αποκαλούμενη από το Στράβωνα «Κοινή οδός» που ακολουθούσαν όλοι όσοι ταξίδευαν από την Ιωνία προς τις Κιλίκιες Πύλες και τη Συρία ή προς τον Ευφράτη ποταμό.22

Παρά το γεγονός ότι ήταν πρωτεύουσα του καππαδοκικού βασιλείου, κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους η πόλη ήταν ατείχιστη. Όπως ρητά αναφέρει ο Στράβωνας, οι βασιλείς χρησιμοποιούσαν την πόλη για στρατόπεδο, αλλά εμπιστεύονταν την ασφάλειά τους σε φρούρια. Πάντως, το αργότερο επί της ηγεμονίας του αυτοκράτορα Γορδιανού Γ΄ (238-244) η Καισάρεια περιτειχίστηκε, όπως συνάγεται από αναμνηστικές νομισματικές εκδόσεις της εποχής αυτής που κόπηκαν με αφορμή τον εορτασμό για την οικοδόμηση ή την επισκευή του τείχους. H περίμετρος του οχυρωματικού περιβόλου και το ακανόνιστο σχήμα του καθιστούσαν δύσκολη την προάσπισή του, γι’ αυτό κατά τους Πρώιμους Βυζαντινούς χρόνους η έκτασή του περιορίστηκε.23

Η θέση των Μαζάκων δεν έχει ανασκαφεί συστηματικά. Στα τέλη του προηγούμενου αιώνα ήταν ακόμη ορατά τμήματα της οχύρωσης και δύο πύργοι, αλλά τους νεότερους χρόνους εντοπίστηκαν μόνο το αρχαίο στάδιο, οικοδομικά κατάλοιπα ενός μνημειώδους κυκλικού κτηρίου πιθανότατα της Ρωμαϊκής εποχής και θολωτές κατασκευές που ίσως ανήκουν σε ταφικά μνημεία.24



1. Hild, F. – Restle, M., Kappadokien (Kappadokia, Charsianon, Sebasteia und Lykandos) (TIB 2, Österreichische Akademie der Wissenschaften philosophisch-historische Klasse Denkschriften 149, Wien 1981), σελ. 193 κ.ε.

2. Ξεν. Εφ. 3.1· Plin., HN 6.8· Αππ., Μιθριδ. 115· Στράβ. 12.2.9· Const. Porph., De them. II, 60-61· Zgusta, L., Kleinasiatische Ortsnamen (Beiheft BN 21, Heidelberg 1984), σελ. 356, αρ. 750.

3. Για την Ευσέβεια βλ. Στράβ. 12.2.7· Cohen, G.M., The Hellenistic Settlements in Europe, the Islands, and Asia Minor (Hellenistic Culture and Society 17, Berkeley – Los Angeles – London 1995), σελ. 377 κ.ε. Για τα εθνικά Ευσεβεύς και Ευσεβεάτης βλ. Robert, L., Hellenica 2 (Paris 1946), σελ. 81 κ.ε.· Imhoof-Blumer, F., “Zur griechischen Münzkunde. Eusebeia Kaisareia-Elaiusa Sebaste-Reichsmünzen der syrischen Provinzen-Die Ära von Paltos-Antiocheia Gerasa”, RSN (1898), σελ. 13 κ.ε., ιδ. σελ. 15.

4. Για τη λέξη Μαζακηνός βλ. Robert, L., Noms indigenes dans l’Asie-Mineure greco-romaine I (Paris 1963), σελ. 490 κ.ε., ιδ. σελ. 491 κ.ε., σημ. 2. Για την Καισάρεια στον Αργαίο βλ. IGRR IV, 1588, 1645, BMC Galatia, σελ. 63 κ.ε., αρ. 147, 148, 156.

5. Briant, P., Histoire de l’Empire Perse de Cyrus à Alexandre 2 (Paris 1996), σελ. 1040· Davesne, A., “La circulation monétaire en Cilicie à l’époque Achémenide”, REA 91 (1989), σελ. 167.

6. Στράβ. 12.2.7.

7. Στράβ. 12.2.9· Αππ., Μιθριδ.· 12.115, 117· Πλούτ., Λούκ. 29.4· Magie, D., Roman Rule in Asia Minor (Princeton – New Jersey 1950), σελ. 321, 1.232.

8. Caes., Bell. Alex. 66.6.

9. Sydenham, E.A., The Coinage of Caesarea in Cappadocia² (Supplement by A.G. Malloy, New York 1978), σελ. 23, 93, αρ. 374 κε., σελ. 98, αρ. 401· Mitchell, S., Anatolia. Land, Men, and Gods in Asia Minor I: The Celts in Anatolia and the Impact of Roman Rule (Oxford 1993), σελ. 221. Βλ. και Berges, D. – Nollé, J., Tyana. Archäologisch-historische Untersuchungen zum südwestlichen Kappadokien 1-2 (IK 55.1, Bonn 2000), σελ. 516, αρ. 98.

10. Berges, D. – Nollé, J., Tyana. Archäologisch-historische Untersuchungen zum südwestlichen Kappadokien 1-2 (IK 55.1, Bonn 2000), σελ. 298.

11. Ζωναρ. 12.23· Magie, D., Roman Rule in Asia Minor (Princeton – New Jersey 1950), σελ. 708.

12. Gabriel, A., Monuments Turcs d’Anatolie I: Kayseri – Nigde (Archaeology and Art publications reprint series 6, Istambul 1930), σελ. 7.

13. Στράβ. 12.2.7-9. Magie, D., Roman Rule in Asia Minor (Princeton – New Jersey 1950), σελ. 201, 492, 1095, αρ. 3.

14. Regling, K., “Dynastenmünzen von Tyana, Morima und Anisa in Kappadokien”, ZfN 42 (1935), σελ. 5· Burnett, A. – Amandry, M. – Ripollés, P.P., Roman Provincial Coinage I:I, From the Death of Caesar to the death of Vitellius. Introduction and Catalogue (London 1992), σελ. 552.

15. Για την καππαδοκική νομισματοκοπία βλ. Burnett, A. – Amandry, M. – Ripollés, P.P., Roman Provincial Coinage I:I, From the Death of Caesar to the death of Vitellius. Introduction and Catalogue (London 1992), σελ. 550 κ.ε.· Burnett, A. – Amandry, M. – Carradice, I., Roman Provincial Coinage II:I, From Vespasian to Domitian (AD 69-96), Introduction and Catalogue (London 1992), σελ. 238 κ.ε.· Burnett, A. – Amandry, M. – Ripolles P.P., Roman Provincial Coinage, Supplement I (London – Paris 1998), σελ. 39· Metcalf, W.E., “The Silber Pragung of Cappadocia. Vespasian-Commodus”,  NNM 166 (New York 1996), σελ. 83· Sydenham, E.A., The Coinage of Caesarea in Cappadocia² (Supplement by A.G. Malloy, New York 1978), σελ. 1 κ.ε.

16. Σωζόμ. 5.4.2· Weiss, P., “Argaios/Erciyas Dag? - Heiliger Berg Kappadokiens. Monumente und Ikonographie”, JNG 35 (1985), σελ. 46. Για τη λατρεία του Μίθρα βλ. CIL 3, αρ. 6.772.

17. Weiss, P., “Argaios/Erciyas Dag? - Heiliger Berg Kappadokiens. Monumente und Ikonographie”, JNG 35 (1985), σελ. 21 κ.ε.· Briant, P., Histoire de l'Empire Perse de Cyrus à Alexandre 2 (Paris 1996), σελ. 732.

18. Vejovis ή Ve(d)iovis: Ρωμαϊκός θεός, μορφή του Jupiter.

19. Βλ. Sydenham, E.A., The Coinage of Caesarea in Cappadocia² (Supplement by A.G. Malloy, New York 1978), σελ. 16 κ.ε.

20. Robert, L., Noms indigènes dans l’Asie-Mineure Gréco-romaine I (Paris 1963), σελ. 490 κ.ε.· Φιλόστρ., Σοφ. 593 K.

21. Mitchell, S., Anatolia. Land, Men, and Gods in Asia Minor I: The Celts in Anatolia an the Impact of Roman Rule (Oxford 1993), σελ. 218, 221· Mitchell, S., “R.E.C.A.M. Notes and Studies no. 1: Inscriptions of Ancyra”, AS 27 (1977), σελ. 63-103, ιδ. σελ. 75 κ.ε., αρ. 8.

22. Hild, F. – Restle M., Kappadokien (Kappadokia, Charsianon, Sebasteia und Lykandos) (TIB 2, Österreichische Akademie der Wissenschaften, philosophisch-historische Klasse Denkschriften 149, Wien 1981), σελ. 194· Mitchell, S., Anatolia. Land, Men, and Gods in Asia Minor I: The Celts in Anatolia an the Impact of Roman Rule (Oxford 1993), σελ. 132· Στράβ. 14.2.29· Magie, D., Roman Rule in Asia Minor (Princeton-New Jersey 1950), σελ. 201, 492, 1.095, σημ. 3.

23. Στράβ. 12.2.7· Προκ., Κτισμ. 5.4.7· Imhoof-Blumer, F., “Zur griechische Münzkunde. Eusebeia Kaisareia-Elaiusa Sebaste-Reichsmünzen der syrischen Provinzen-Die Aera von Paltos-Antiocheia Gerasa”, RSN (1898), σελ. 22 κ.ε.

24. Hamilton, W.J., Researches in Asia Minor, Pontus and Armenia; With some account of their Antiquities and Geology II (London 1842), σελ. 262· Cuinet, V., La Turquie d’Asie. Géographie Administrative. Statistique descriptive et raisonnée de chaque province de l’Asie Mineure 1 (Paris 1892), σελ. 312· Gabriel, A., Monuments Turcs d’ Anatolie I: Kayseri – Nigde (Archaeology and Art publications reprint series 6, Istambul 1930), σελ. 3 κ.ε.