Καισαρείας Μητρόπολις (Οθωμανική Περίοδος)

1. Ο Χώρος - Γενικά Στοιχεία

Η Καισάρεια αποτελούσε, όπως είναι γνωστό, τον τόπο όπου άκμασε η θεολογική διανόηση από τον 3ο έως τον 5ο αιώνα περιλαμβάνοντας ορισμένες από τις πιο σημαντικές μορφές της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η Μητρόπολη Καισάρειας είχε καθιερωθεί από την παλαιοχριστιανική εποχή1 ως πρωτόθρονος, πρώτη δηλαδή στην ιεραρχία αλλά και σε κύρος ανάμεσα στις μητροπόλεις του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ο μητροπολίτης της έφερε τον τίτλο υπέρτιμος των υπερτίμων και έξαρχος πάσης Ανατολής. Η υψηλού κύρους εκκλησιαστική ιστορία της πόλης συνετέλεσε στο να επιλεγεί ως έδρα του τουρκορθόδοξου πατριαρχείου που επιχειρήθηκε να ιδρυθεί το 1922-1923 από τον Παπα Ευθύμ με στόχο την ενσωμάτωση των τουρκόφωνων μικρασιατών Χριστιανών στην τουρκική εθνική κοινότητα.

Στα χρόνια του ύστερου μεσαίωνα και μετά τις τουρκικές κατακτήσεις η μητρόπολη πέφτει σε παρακμή (από τον 14ο αιώνα ιδιαίτερα) αν και επιβιώνει σε αντίθεση με άλλες μητροπόλεις που σταδιακά εξαφανίζονται. Η παρακμή της ωστόσο δηλώνεται από τις πάλαι ποτέ μητροπόλεις που παραχωρούνται κατά λόγον επιδόσεως
2 σε αυτήν με σκοπό την ενίσχυσή της. Όπως χαρακτηριστικά έχει σημειωθεί, οι περιοχές της Καππαδοκίας και της Λυκαονίας που άλλοτε περιλάμβαναν πέντε μητροπόλεις και είκοσι εννιά επισκοπές, βρέθηκαν υπό τον έλεγχο ενός μόνο ιερωμένου.3

Πέρα όμως από την προαναφερθείσα παρακμή, η μητρόπολη Καισαρείας πιθανώς έπαυσε να λειτουργεί κάποιο διάστημα κατά τον 15ο ή / και τον 16ο αιώνα, παρά την αναφορά της στην πατριαρχική Notitia του 1500 ή την χειροτόνηση μητροπολιτών που προφανώς αφορούσε μόνο τον τίτλο της. Χαρακτηριστική ένδειξη προς τούτο δίνει η περίπτωση του μητροπολίτη Μητροφάνη, του κατόπιν οικουμενικού πατριάρχη Μητροφάνη Γ΄ του Βυζαντίου. Την εποχή που κατείχε το αξίωμα του μητροπολίτη Καισαρείας βρισκόταν στη Βενετία και διοικούσε την εκεί ελληνορθόδοξη κοινότητα. Η πολιτική αστάθεια και οι καταστροφές που υπέστη τον 15ο αιώνα η περιοχή, παράλληλα με την δεδομένη ανυπαρξία αναφορών ονομάτων μητροπολιτών για ένα μεγάλο διάστημα (μέσα 14ου – β’ μισό 16ου αιώνα) ή αναφοράς της μητρόπολης στα πατριαρχικά μπεράτια του 1483 και του 1525 (που αφορούσαν της εν ενεργεία μητροπόλεις της εποχής τους), δικαιολογεί την άποψη ότι τότε η μητρόπολη στην ουσία ήταν ανενεργή – ενδεχομένως μέχρι τα τέλη του 16ου αιώνα.4

Ο Α. Λεβίδης στον πρώτο τόμο του τετράτομου έργου του για την Καππαδοκία, που αφορούσε την εκκλησιαστική ιστορία της,5 διασώζει μία σειρά μητροπολιτών που ανέβηκαν στον θρόνο της· για την περίοδο από τον 15ο αιώνα μέχρι τον 19ο, η πρώτη αναφορά σημειώνει την άνοδο στον μητροπολιτική θρόνο Καισαρείας το 1554, του Μητροφάνη Βυζάντιου (πρώτη αναφορά μητροπολίτη Καισαρείας μετά τα μέσα του 14ου αιώνα), που όμως γνωρίζουμε ότι δεν βρέθηκε ποτέ στην Καισάρεια για να ασκήσει τα καθήκοντα του. Τον εν λόγω Μητροφάνη διαδέχθηκε ο Ευθύμιος Β’ το 1571 κι αυτόν ο Παχώμιος το 1572.6

Μετά από κενό μιας εκατονταετηρίδας, εμφανίζεται ο μητροπολίτης Γρηγόριος το 1672. Τον διαδέχθηκε ο Κυπριανός το 1700 (που αργότερα έγινε Πατριάρχης), ο Νεόφυτος Ιερεμίας ο Πάτμιος (έγινε επίσης Πατριάρχης), ο επίσης Πάτμιος, που το 1728 έκτισε στα Φλαβιανά την ιστορική Ι.Μ Τιμίου Προδρόμου (το 1734 κι αυτός με τη σειρά του έγινε Πατριάρχης). Αργότερα βρίσκουμε τον Παρθένιο και στα 1760 τον Παΐσιο, ο οποίος καθαιρέθηκε για ασυδοσία. Τον διαδέχθηκε ο Μακάριος κι αυτόν ο Γρηγόριος Αθηναίος 1773 που επέδειξε εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες, ιδρύοντας σχολές. Ακολούθησαν ο από Μελενίκου Λεόντιος, ο από Τουρνόβου Φιλόθεος, ο Νεοκαισαρείας Μελέτιος, ο Νικαίας Ιωαννίκιος, ο Χρύσανθος, ο από Ουζούτζης Γεράσιμος Τραπεζούντιος κι ο Παΐσιος. Το 1871 χειροτονήθηκε μία σημαντική προσωπικότητα της καππαδοκικής εκκλησιαστικής ιστορίας, ο Ευστάθιος Κλεόβουλος, που επέδειξε ιδιαίτερες πρωτοβουλίες αλλά αντιμετώπισε και αρκετές αντιδράσεις. Τον διαδέχθηκαν ο Μεθόδιος Αρώνης κι ο Ιωάννης Αναστασιάδης, το 1878.7

Η επικράτεια της μητρόπολης Καισαρείας βρισκόταν στο ομώνυμο Σαντζάκι, περιλαμβάνοντας παράλληλα οικισμούς των Βιλαετιών Αδάνων, Ικονίου, Σεβάστειας.8 Τα όρια της σε γενικές γραμμές ακολουθούσαν προς τα ανατολικά και δυτικά τα διοικητικά όρια των Βιλαετιών Σεβάστειας και Ικονίου, προς τον βορρά την κοίτη του ποταμού Άλυ (Kızıl Irmak) και ενός κύριου ανατολικού παραποτάμου του δημιουργώντας μία αιχμή στην συμβολή τους, ενώ προς τον νότο επίσης δημιουργούνταν μία αιχμή που διείσδυε στο Βιλαέτι Αδάνων καλύπτοντας την ευρύτερη περιοχή των Φαράσων στον Αντίταυρο.9

Η Καισάρεια (Kayseri) ήταν η έδρα του ομώνυμου Σαντζακιού του Βιλαετιού Άγκυρας και παράλληλα έδρα της εκεί πρωτοθρόνου Μητροπόλεως. Η πόλη βρίσκεται σε μία ξερή πεδιάδα του υψιπέδου (περί τα 1.000 μ. υψόμετρο), σε κοντινή απόσταση από την αρχαία Καισάρεια και τους πρόποδες του Αργαίου όρους. Στην πόλη υπήρχε επίσης αρμενοκαθολικός και αρμένιος επίσκοπος.10

Στην περιοχή της Καισάρειας βρίσκονταν διάσπαρτοι οικισμοί ελληνορθόδοξων, συχνά τουρκόφωνων· κοντά στην Καισάρεια βρίσκεται το Ταλάς από όπου κατάγονται οι πλουσιότεροι Καισαρείς. Δύο ώρες από την πόλη, προς τα νοτιοανατολικά ήταν το Ζιντζίδερε. Εκεί είχε κτιστεί η μονή του Τιμίου Προδρόμου, που είχε συνδυαστεί με τα εκπαιδευτικά ιδρύματα που θεμελιώνονταν κατά καιρούς εντός της ή στον περιβάλλοντα χώρο. Η μονή είχε τετράγωνη κάτοψη και αποτελούσε προσκύνημα όχι μόνο για τους ορθόδοξους, αλλά και τους πιστούς της αρμενικής Εκκλησίας, ακόμη και τους Μουσουλμάνους.11

Στους βόρειους πρόποδες του Αργαίου, δύο ώρες από την Καισάρεια βρισκόταν το Ανδρονίκιον (Endürlük), που ήταν ιδιαίτερη πατρίδα του ιστορικού Παύλου Καρολίδη. Αποτελούσε παραθεριστικό κέντρο σε περιοχή φυσικής καλλονής.12 Σε απόσταση μία ώρα από την πόλη, προς τα νοτιοανατολικά, βρισκόταν η Μουταλάσκη, πατρίδα του Αγίου Σάββα του ηγιασμένου († 532). Ανατολικά της, επίσης μία ώρα απόσταση, βρισκόταν το Ταβλοσούνιο και η Κερμίρα. Τρεις ώρες από την Καισάρεια βρισκόταν ο μικρός οικισμός Ταξιάρχης (Ταρσιάχ ή Γιαναρτάς) όπου είχε ανεγερθεί η μονή των Ταξιαρχών. Στα βορειοανατολικά της πόλης είχε κτιστεί το Σαρμουσακλή, με την μονή της Θεοτόκου του Κέρκεμε, παράρτημα της μονής Αγ. Αικατερίνης του Σινά. Έξι ώρες από την Καισάρεια, προς τα νοτιοδυτικά, ήταν το Ιντζέσου, έδρα του ομώνυμου Καζά. Επίσης προς τα νοτιοδυτικά της πόλης και έδρα ομώνυμου Καζά, ήταν το αραιοκατοικημένο Δεβελλού - Καράχισαρ.13 Στην νότια απόληξη της μητροπολιτικής επικράτειας, μέσα στην οροσειρά του Αντιταύρου, βρίσκονταν τα Φάρασα (Βάρασσος).14

Δυτικά βρίσκεται το Κίρσεχιρ (Kirşehir), έδρα του ομώνυμου Σαντζακιού, κτισμένη μέσα σε μία κατάφυτη πεδιάδα στον ρου του Κιδιλζιλί, παραπόταμου του Άλυ. Βόρεια του Άλυ βρισκόταν η περιοχή της Υοσγάτης όπου η πόλη (Yozgat) ήταν έδρα Σαντζακιού έχοντας ιδρυθεί στα τέλη του 18ου αιώνα στα πρότυπα ευρωπαϊκής πόλης. Το ελληνορθόδοξο ποίμνιο της Υοσγάτης ανήκε στην μητρόπολη Καισάρειας, στην πόλη όμως έδρευε και Αρμένιος επίσκοπος. Νοτιοανατολικά της Υοσγάτης βρισκόταν το Άκνταγ - μαντέν, έδρα ομώνυμου Καζά. Ήταν ένας μικρός οικισμός που ιδρύθηκε («αποικίστηκε») από ελληνορθόδοξους μεταλλωρύχους του Πόντου στα τέλη του 18ο αιώνα.15

Στο Βιλαέτι Ικονίου ανήκε η Νεάπολη (Nevşehir) που εκκλησιαστικά υπαγόταν στην μητρόπολη της Καισάρειας. Ήταν έδρα Καζά και είχε ιδρυθεί αργά, στα τέλη του 18ου αιώνα από κάποιο οθωμανό αξιωματούχο, τον Δαμάτ - Ιμπραήμ Πασά.16 Βορειοδυτικά της Νεάπολης, κατά τέσσερεις ώρες, βρισκόταν η Αραβισός (Αραμπισόν)· τον 18ο αιώνα μετονομάστηκε από τον Καρά Βεζίρ σε Γκιούλ – Σεχίρ (Τριανταφυλλένια πόλη).17 Το Προκόπιο (Ürgüp) ήταν έδρα Καζά, κτισμένο σε βραχώδεις κατωφέρειες, με αρκετές λαξευτές οικίες στον πορώδη βράχο.18 Μια ώρα δρόμο από το Προκόπιο βρισκόταν η Σινασός (Συνασός, Σινασούν), κτισμένη μέσα σε μικρά φαράγγια· η περιοχή έχει άφθονα νερά και βλάστηση. Αν και κωμόπολη, θεωρούνταν το κέντρο του καππαδοκικού ελληνισμού, αποτελώντας μία ιδιάζουσα περίπτωση πολίσματος. Είχε διατηρήσει την χρήση ελληνικής γλώσσας και χαρακτηριζόταν ως ελληνική όαση. Ο οικισμός διέθετε σχολές, συλλόγους, ξενώνα, αναγνωστήριο και λουτρό. Μικρή οικισμοί που σχετίζονταν με την Σινασό προς τα νότια ήταν η Ζαλέλα (Ζεμάλα, Ευμορφοχώριο) και τα Ποτάμια (αρχ. Μεγαρρησός), πατρίδα του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου και του Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου.19

Η ευρύτερη περιοχή της Καππαδοκίας χαρακτηρίζεται από την ιδιάζουσα γεωμορφολογία της με τις περιοχές που καλύπτονται με κωνικές εξάρσεις πορώδους βράχου. Οι βραχώδεις εξάρσεις άλλοτε έχουν ένα «απλό» πυραμιδοειδές σχήμα κι άλλοτε συνθέτουν απόκοσμα συμπλέγματα που τροφοδοτούσαν την λαϊκή φαντασία. Η σύσταση των βράχων, που φτάνουν σε ύψος μέχρι τα 80 μέτρα, έδινε την δυνατότητα της δημιουργίας κλειστών χώρων με την εκμετάλλευση των σπηλαιωδών ανοιγμάτων και της λάξευσης του μαλακού βράχου. Με τον τρόπο αυτό σχηματίζονταν ολόκληρες υπόγειες εγκαταστάσεις που αντιστοιχούσαν σε κατοικίες φυγάδων και τρωγλοδυτών· υπήρχαν επίσης οικισμοί που είχαν κατοικίες μέσα στο βράχο εξ ολοκλήρου ή τμηματικά με κτιστές υπερκατασκευές (όπως στο Προκόπι), ενώ σε αρκετές περιπτώσεις μέσα στους λαξευτούς χώρους διαμορφώθηκαν αξιοπρόσεκτες εκκλησίες και παρεκκλήσια.20

2. Πληθυσμιακές πληροφορίες

Ο συνολικός πληθυσμός του ποιμνίου της μητρόπολης Καισάρειας, σύμφωνα με τα στοιχεία που είχαν δημοσιευτεί στον Ξενοφάνη, την περιοδική έκδοση του συλλόγου Μικρασιατών στην Αθήνα η «Ανατολή», έφτανε τις 45.245 πιστούς.21

Η Καισάρεια το 1500 είχε ένα μικρό πληθυσμό, 1.848 οικογενειών, από τις οποίες μόνο οι 60 αφορούσαν Ελληνορθόδοξους.22 Κατά την διάρκεια όμως του 16ου αιώνα οι Ελληνορθόδοξοι αυξήθηκαν σε ποσοστό 240 τοις εκατό.23 Σχεδόν τέσσερεις αιώνες αργότερα, σύμφωνα με τον Σ. Αντωνόπουλο, είχε πληθυσμό 55000 κατοίκους συνολικά, εξ αυτών 40.000 Μουσουλμάνους, 3.000 Έλληνορθόδοξους και 12.000 Αρμένιους. Κατά την οθωμανική επετηρίδα του μουτεσαριφλικιού της Καισάρειας, η άμεση περιφέρειά της (καϊμακαμλίκι) κατοικείτο από 91.313 Μουσουλμάνους, 19.310 Ελληνορθόδοξους, 27.080 Αρμένιους, 891 Καθολικούς και 1.672 Διαμαρτυρόμενους. Σύμφωνα με τον Π. Κοντογιάννη η πόλη είχε 60.000 κατοίκους, με 5.000 Ελληνορθόδοξους και 10.000 Αρμένιους.24

Το Ανδρονίκιο είχε 2.000 κατοίκους, η Μουταλάσκη 4.000, το Ταβλοσούνιο 3.000, τα Κέρμιρα 6.000 και το Ιντζέσου 6.000 κατοίκους.25 Συνολικά, το καϊμακαμλίκι Ιντζέσου είχε 13.507 Μουσουλμάνους και 3.652 Ελληνορθόδοξους, ενώ το καϊμακαμλίκι Δεβελού - Καράχισαρ 23.967 Μουσουλμάνους, 1.871 Ελληνορθόδοξους, 12.395 Αρμένιους και 342 Διαμαρτυρόμενους.26

Το Κίρσεχιρ είχε 8.000 κατοίκους. Η Υοσγάτη είχε 18.500 κατοίκους συνολικά, με 2.000 Ελληνορθόδοξους και 6.000 Αρμένιους. Το Άκνταγ - μαντέν είχε 2.000 κατοίκους.27

Η Νεάπολη το 1883 είχε 3.328 οικογένειες κατά τα 7/10 ελληνορθόδοξες·28 αργότερα, σύμφωνα με τον Κοντογιάννη, οι κάτοικοι έφταναν συνολικά τους 24.000, με 20.000 Ελληνορθόδοξους, 700 Αρμένιους και τους υπολοίπους Μουσουλμάνους. Η Αραβισός είχε 12.000 κατοίκους, 8.000 Μουσουλμάνους και 4.000 Ελληνορθόδοξους.29 Το Προκόπιο είχε 10.000 Μουσουλμάνους και 4.000 Ελληνορθόδοξους.30 Η Σινασός είχε 3.000 Ελληνορθόδοξους και 1.000 Μουσουλμάνους.31

3. Οικονομία

Η Καισάρεια βρισκόταν σε τοποθεσία όπου συνέκλιναν οι οδοί επικοινωνίας από όλες τις πλευρές του υψιπέδου, την Άγκυρα, το Ικόνιο, την Υοσγάτη, το Χατζίν κ.α., παρέχοντας δυνατότητες ποικίλων εμπορικών δραστηριοτήτων. Παράλληλα είχε ανεπτυγμένη ταπητουργία και κατεργασία δερμάτων, με την συμβολή κυρίως των Αρμενίων εμπόρων.32 Σύμφωνα με έκθεση των οθωμανικών αρχών της πόλης, το 1898 υπήρχαν 2.500 «ταπητουργεία» όπου τα 1.600 κατασκεύαζαν μεταξωτά χαλιά και τα υπόλοιπα μάλλινα, με έσοδα της τάξης των 30.000 λιρών.33

Η Καισάρεια είχε ευεργετηθεί από τα σουλτανικά προνόμια που είχαν παραχωρηθεί κατά καιρούς.34 Παρόλα αυτά η πόλη και η περιοχή της από το πρώτο μισό του 19ου αιώνα μαστιζόταν από την εσωτερική μετανάστευση.35 Οι κάτοικοι ενός γειτονικού χωριού για παράδειγμα, του Ανδρονίκιου, αποδημούσαν σε περιοχές όπου μπορούσαν να ασχοληθούν επικερδώς με το εμπόριο, την Κωνσταντινούπολη, την Αίγυπτο και την μακρινή Ρωσία· κάτι ανάλογο με το Ταβλοσούνιο, που χαρακτηριστικά ονομαζόταν και Μικρά Αίγυπτος.36

Στη Μουταλάσκη η τοπική οικονομία βασίζονταν στην παραγωγή του τζεχριού, μίας φυσικής χρωστικής ουσίας (για κίτρινο και πράσινο χρώμα) που χρησιμοποιούνταν στην υφαντουργία και την ταπητουργία – η Καππαδοκία είχε παραγωγή τζεχριού πολύ καλής ποιότητας, αποτελώντας κύριο εξαγωγικό προϊόν μέχρι τουλάχιστον την επικράτηση των χημικών βαφών. Η παραγωγή στη Μουταλάσκη έφθανε μέχρι τις ένα εκατομμύριο οκάδες.37 Στο Ιντζέσου υπήρχε βιοτεχνία χαλιών, κήποι και φημισμένοι αμπελώνες· αρκετοί Ελληνορθόδοξοι των περιοχών αυτών όμως ξενιτεύονταν.38 Τα Φάρασα βρίσκονταν πάνω στην οδό που ένωνε την Καππαδοκία με την Κιλικία και τα παράλιά της· βασική ασχολία των κατοίκων τους ήταν η εργασία στα τοπικά μεταλλεία, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1870 που έκλεισαν - οδηγώντας τον οικισμό στην ερήμωση.39

Στο Κίρσεχιρ υπήρχε εκτεταμένη παραγωγή ταπήτων που αποτελούσαν αντικείμενο εμπορίου, σε ένα οικισμό που διακρινόταν για την ευπορία του, με καλοκτισμένες οικίες μέσα σε δασύλλια από λεύκες. Η περιοχή του, στην κοιλάδα του Άλυ, ήταν εύφορη, με παραγωγή σιτηρών, σταφυλιών και φρούτων, παράλληλα με την ανεπτυγμένη κτηνοτροφία.40 Στην πόλη της Υοσγάτης λάβαινε χώρο κάθε έτος μεγάλη εμποροπανήγυρη που διαρκούσε πενήντα μέρες, τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο. Η περιοχή της παρήγαγε φρούτα, ιδίως βερίκοκα και δημητριακά. Το Άκνταγ - μαντέν ήταν μεταλλοφόρα περιοχή, με σημαντική παραγωγή μεταλλεύματος μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα που παρουσίασε κάμψη.41

Η Νεάπολη είχε εμπορική ανάπτυξη και οι κάτοικοί της μετανάστευαν στην Κωνσταντινούπολη για περαιτέρω ανάπτυξη δραστηριοτήτων. Οι Ελληνορθόδοξοι κάτοικοι εργάζονταν ως έμποροι και τεχνίτες, ενώ η αγροτική παραγωγή βρισκόταν στα χέρια των Μουσουλμάνων. Η περιοχή του Προκοπίου είχε οπωροκαλλιέργειες και αμπέλια· για την πόλη υπάρχουν οι αναφορές ύπαρξης δέκα αδελφοτήτων, αρκετές με θρησκευτικές ονομασίες, που εκπροσωπούσαν κυρίως συντεχνιακές ενώσεις. Οι περιοχές αυτές είχαν και παραγωγή τζεχριού, αποτελώντας παράλληλα νέα κέντρα ταπητουργίας από τα τέλη του 19ου αιώνα.42 Οι κάτοικοι της Σινασού επίσης μετανάστευαν στην Κωνσταντινούπολη (ασχολούμενοι κυρίως με την παραγωγή και εμπορία χαβιαριού), έχοντας επανδρώσει κυρίως την συντεχνία των χαβιαράδων, ενώ στην συνέχεια επεκτάθηκαν και στον χρηματοοικονομικό τομέα.43

4. Παιδεία - Πολιτισμός

Από την εποχή της ίδρυσης της στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα, η μονή του Τιμίου Προδρόμου στο Ζιντζίντερε αποτελούσε σημαντικό κέντρο πνευματικής δραστηριότητας. Είναι μάλιστα πολύ πιθανό πως η μετέπειτα ανάπτυξη και διάδοση της καραμανλίδικης γραμματείας, που προωθήθηκε αργότερα ιδίως από το μητροπολίτη Αγκύρας Σεραφείμ τον Πισίδιο, έχει τις απαρχές της σε παράδοση χειρόγραφων συγγραφών στο χώρο της μονής.

Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, με την πρωτοβουλία των μητροπολιτών Ευστάθιου Κλεόβουλου, ο οποίος είχε διατελέσει διευθυντής της Μεγάλης του Γένους Σχολής, και Ιωάννη Αναστασιάδη, αναπτύχθηκε η Ιερατική Σχολή της μονής, ιδρύθηκαν επίσης και αρκετά σχολεία στην περιφέρεια. Η Ιερατική Σχολή της μονής του Τιμίου Προδρόμου είχε αρχικά ιδρυθεί το 1804, στην πορεία όμως η προσπάθεια ατόνησε, μέχρι την δεκαετία του 1880 που αυτή επανιδρύθηκε. Παράλληλα, δημιουργήθηκε καππαδοκική αδελφότητα στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό την οργάνωση χρηματικών ενισχύσεων για τις εκπαιδευτικές προσπάθειες της μητρόπολης. Με την οικονομική ενίσχυση του Θεόδωρου Ροδοκανάκη που έφτανε τα 5.000 φράγκα για κάθε έτος, επανιδρύθηκε η Ιερατική Σχολή στην Καισάρεια. Η λειτουργία της για μια τριακονταετία (από το 1882 ως το 1917 που την έκλεισαν οι οθωμανικές αρχές) θεωρήθηκε ιδιαίτερα επιτυχής. Εξωτερικά της μονής ιδρύθηκαν κεντρικό παρθεναγωγείο και ορφανοτροφεία αρρένων και θηλέων – για τα ορφανοτροφεία ήταν χορηγός ένας έμπορος και τραπεζίτης στην Κωνσταντινούπολη, ο Σινιόσογλου.44

Το 1902 η Ιερατική Σχολή είχε 108 εσώκλειστους μαθητές και θεωρούνταν εκπαιδευτικά ως ισόβαθμη Γυμνασίου. Τα έξοδα της σχολής (μαζί με το Παρθεναγωγείο) ανέρχονταν σε 1600 με 2000 οθωμανικές λίρες για κάθε έτος. Τα μαθήματα του Παρθεναγωγείου κάλυπταν μέχρι και την 2α Γυμνασίου. Εκτός από το πρόγραμμα μαθημάτων διδάσκονταν πρακτικές εργασίες: ταπητουργία, λεπτουργική, βαμβακοτροφία, μεταξουργία. Το 1902 είχε 24 εσωτερικές μαθήτριες και 8 με 10 εξωτερικές. Το ορφανοτροφείο αρρένων είχε 35 ορφανά. Οι δαπάνες του, μαζί με το ορφανοτροφείο θηλέων, ανέρχονταν ετησίως σε 500-600 λίρες.45 Στο Καταστατικό της Ιερατικής Σχολής αναγραφόταν ρητά η απαίτηση για τέσσερεις τουλάχιστον καθηγητές πτυχιούχους του Πανεπιστημίου Αθηνών, κάτι που καταδεικνύει εκπαιδευτικές σχέσεις με την Ελλάδα.46

Γενικά, είχαν ιδρυθεί αστικές σχολές και σχολές θηλέων σε όλους σχεδόν τους μεγάλους οικισμούς της περιοχής της Καισάρειας. Το βασικό τους μειονέκτημα όμως, σύμφωνα με τη γνώμη κάποιοων συγγραφέων της εποχής, ήταν το προσωπικό τους που προερχόταν από την ίδια περιοχή και είχε εκπαιδευτεί στην Ιερατική Σχολή του Ζιντζίδερε. Στην Σχολή, αν και διδάσκονταν την αρχαία ελληνική γλώσσα, σχολιάζει με λόγια διάθεση ο Σ. Αντωνόπουλος, δεν έπαυσαν να χρησιμοποιούν την τοπική διάλεκτο με την χαρακτηριστική ανατολίτικη προφορά, αναπαράγοντάς την. Εξαιτίας των οικονομικών δυσχερειών δεν μπορούσαν εύκολα να φέρουν δασκάλους από την Ελλάδα, την Κωνσταντινούπολη ή την Σμύρνη.47 Τα προβλήματα της εκπαίδευσης και της επάνδρωσης πολλών οικισμών με ιερείς άφηναν ανοιχτό πεδίο για την διείσδυση των προτεσταντών ιεραποστόλων.48 Πίσω από τα περιστασιακά αρνητικά σχόλια των τοπικών λογίων σε σχέση με την πρόοδο της εκπαίδευσης μπορούν να εννοηθούν οι δυσκολίες και αντιφάσεις που παρουσίαζε στη διαδικασία εθνικοποίησης η δεδομένη τουρκοφωνία μεγάλου μέρους του ελληνορθόδοξου πληθυσμού.

Στην Καισάρεια λειτουργούσε αστική σχολή και εξατάξιο Παρθεναγωγείο με τρεις δασκάλες, το «Ανδρονίκειον», που συντηρούνταν από την Καππαδοκική Αδελφότητα Κωνσταντινουπόλεως και τον Μικρασιατικό Σύλλογο στην Αθήνα, «η Ανατολή». Στην Νεάπολη υπήρχαν επίσης αστική σχολή και παρθεναγωγείο.49 Στην κωμόπολη Μουταλάσκη υπήρχαν σημαντικές σχολικές μονάδες· τα ελληνικά σχολεία βρίσκονταν (για την εποχή που περιγράφει Π. Κοντογιάννης) σε υψηλό εκπαιδευτικό επίπεδο, κάτι που σχετιζόταν άμεσα προφανώς με την συνύπαρξη αμερικανικών σχολείων που είχαν ανωτερότητα μέσων και πόρων. Τα αμερικανικά σχολεία είχαν ιδρυθεί στην μεγαλοπρεπή συνοικία της πόλης κτισμένα από Αμερικανούς ιεραπόστολους, δημιουργώντας ένα κέντρο που συγκεντρώνονταν άπορα και ορφανά παιδιά από πολλές περιοχές παράλληλα με ένα θεραπευτήριο για ασθενείς, συγκρίσιμα με την αμερικανική σχολή της Μερζιφούντας στον Πόντο.50

Η τάση για εισαγωγή πρακτικών μαθημάτων στις σχολές για θηλέων, εφαρμόστηκε και στο παρθεναγωγείο του Ιντζέσου, με μαθήματα εργόχειρου, κοπτικής και ραπτικής (όπως στο παρθεναγωγείο του Ζιντζίδερε).51 Η Σινασός διέθετε σχολές αρρένων και θηλέων·52 οι τουρκόφωνοι κάτοικοι της Νεάπολης διατηρούσαν επίσης σχολεία - η σχολή αρρένων είχε προταθεί να στεγαστεί στον χώρο ενός παλιού ταπητουργείου.53




1. Κατά την αναδιάρθρωση των εκκλησιαστικών επαρχιών σε πατριαρχεία και μητροπόλεις· η επαρχιακή διοίκηση Καισάρειας που πριν την αναδιάρθρωση είχε υπό τον έλεγχό της περιοχές της Καππαδοκίας και του Πόντου, μετατράπηκε σε μητρόπολη χάνοντας την προηγούμενη θέση στην περιοχή – αντ’ αυτού ορίστηκε πρωτόθρονος.

2. Η παραχώρηση μίας Μητρόπολης που είχε χηρέψει ο θρόνος της σε μία άλλη, στη Μ. Ασία συνήθως λόγω των οικονομικών δυσχερειών, εφόσον η παραχώρηση αφορούσε και οικονομική εκμετάλλευση, δινόταν σε μία φτωχή μητρόπολη με σκοπό την αναγκαία ενίσχυσή της.

3. ΘΗΕ 7 (1965) σελ. 183-184, βλ.λ. Καισάρεια (Βλ. Φειδάς)· Λεβίδης, Α., Θρησκευτική και πολιτική ιστορία, χωρογραφία και αρχαιολογία της Καππαδοκίας, 1, (Αθήνα 1885) σελ. 252-264· Βρυώνης, Σ., Η παρακμή του μεσαιωνικού Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και η διαδικασία του εξισλαμισμού (Αθήνα 2000), σελ. 249.

4. Ζαχαριάδου, Ε., Δέκα τουρκικά έγγραφα για την Μεγάλη Εκκλησία (1483-1567) (Αθήνα 1996) σελ. 142-144.

5. Λεβίδης, Α., Θρησκευτική και πολιτική ιστορία, χωρογραφία και αρχαιολογία της Καππαδοκίας, 1, (Αθήνα 1885).

6. Λεβίδης, Α., Θρησκευτική και πολιτική ιστορία, χωρογραφία και αρχαιολογία της Καππαδοκίας, 1, (Αθήνα 1885), σελ. 181.

7. Λεβίδης, Α., Θρησκευτική και πολιτική ιστορία, χωρογραφία και αρχαιολογία της Καππαδοκίας, 1, (Αθήνα 1885), σελ. 182-185, 193, 197, 203-205, 215-227.

8. Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία (Αθήνα 1907) σελ. 234.

9. Βλ. Χάρτης των εν Μικρά Ασία, Συρία και Αιγύπτω περιφερειών των μητροπόλεων και επισκοπών των ελληνικών πατριαρχείων (υπό Π. Κοντογιάννη, Κωνσταντινούπολη 1909).

10. Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία (Αθήνα 1907) σελ. 237· Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921) σελ. 136-137.

11. Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία (Αθήνα 1907) σελ. 230· Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921) σελ. 138.

12. Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία (Αθήνα 1907) σελ. 237· Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921) σελ. 138.

13. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 138-140· Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία (Αθήνα 1907) σελ. 230.

14. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι. – 1919. Οι Ελληνορθόδοξες κοινότητες (Αθήνα 1997) σελ. 166-167.

15. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921) σελ. 132-135.

16. Αντωνόπουλος, Σ., ο.π., σελ. 214· Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921) σελ. 153.

17. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921) σελ. 153.

18. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921) σελ.155.

19. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 153-155· για την Συνασό και το ευρύτερο πλαίσιό της, βλ. την πρόσφατη μελέτη του Χατζηιωσήφ, Χ., Συνασός, ιστορία ενός τόπου χωρίς ιστορία (Ηράκλειο 2005).

20. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ.155-157.

21. Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία (Αθήνα 1907), σελ. 14.

22. Ζαχαριάδου, Ε., Δέκα τουρκικά έγγραφα για την Μεγάλη Εκκλησία (1483-1567) (Αθήνα 1996) σελ. 143.

23. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι. – 1919. Οι Ελληνορθόδοξες κοινότητες (Αθήνα 1997) σελ. 230.

24. Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία (Αθήνα 1907) σελ. 229· Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921) σελ. 136.

25. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 138-140.

26. Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία (Αθήνα 1907) σελ. 230.

27. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921) σελ. 132-135.

28. Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία (Αθήνα 1907) σελ. 214.

29. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921) σελ. 153.

30. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 155.

31. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 153.

32. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921) σελ. 137· Ιστικοπούλου, Λ., Η ελληνική ταπητουργία και η ταπητουργός στη Μικρά Ασία (1860-1922) (Αθήνα 2000) σελ. 83.

33. Η Λ. Ιστικοπούλου θεωρεί εύλογα ότι μάλλον πρόκειται για αργαλειούς· Ιστικοπούλου, Λ., Η ελληνική ταπητουργία και η ταπητουργός στη Μικρά Ασία (1860-1922) (Αθήνα 2000), σελ. 70.

34. Βλ. Inalcık, H., Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, η κλασική περίοδος 1300-1600, Μ., Κοκολάκης, (μτφ) (Αθήνα 1995) σελ. 277.

35. Ιστικοπούλου, Λ., Η ελληνική ταπητουργία και η ταπητουργός στη Μικρά Ασία (1860-1922) (Αθήνα 2000), σελ. 72.

36. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921) σελ. 138, 139· Ιστικοπούλου, Λ., Η ελληνική ταπητουργία και η ταπητουργός στη Μικρά Ασία (1860-1922) (Αθήνα 2000) σελ. 74-75.

37. Ιστικοπούλου, Λ., Η ελληνική ταπητουργία και η ταπητουργός στη Μικρά Ασία (1860-1922) (Αθήνα 2000), σελ. 42· Ασβέστη, Μ.Β., Επαγγελματικές ασχολίες των Ελλήνων της Καππαδοκίας (Αθήνα 1980) σελ. 47.

38. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921) σελ. 140· Ιστικοπούλου, Λ., Η ελληνική ταπητουργία και η ταπητουργός στη Μικρά Ασία (1860-1922) (Αθήνα 2000) σελ. 72-73· Ασβέστη, Μ.Β., Επαγγελματικές ασχολίες των Ελλήνων της Καππαδοκίας (Αθήνα 1980) σελ. 60.

39. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι. – 1919. Οι Ελληνορθόδοξες κοινότητες (Αθήνα 1997) σελ. 166-167.

40. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921) σελ. 132-134.

41. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 135.

42. Ιστικοπούλου, Λ., Η ελληνική ταπητουργία και η ταπητουργός στη Μικρά Ασία (1860-1922) (Αθήνα 2000) σελ. 42, 56, 67, 73, 82· Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921) σελ. 154.

43. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 154· Χατζηιωσήφ, Χ., Συνασός, ιστορία ενός τόπου χωρίς ιστορία (Ηράκλειο 2005) σελ. 245-307.

44. ΘΗΕ 7 (1965) σελ. 185, βλ.λ. Καισάρεια (Βλ. Φειδάς)· Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921) σελ. 138.

45. Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία (Αθήνα 1907) σελ. 233.

46. Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία (Αθήνα 1907), σελ. 21.

47. Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία (Αθήνα 1907), σελ. 232.

48. Ασβέστη, Μ.Β., Επαγγελματικές ασχολίες των Ελλήνων της Καππαδοκίας (Αθήνα 1980) σελ. 21.

49. Ασβέστη, Μ.Β., Επαγγελματικές ασχολίες των Ελλήνων της Καππαδοκίας (Αθήνα 1980) σελ. 52, 88.

50. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921) σελ. 139.

51. Ιστικοπούλου, Λ., Η ελληνική ταπητουργία και η ταπητουργός στη Μικρά Ασία (1860-1922) (Αθήνα 2000) σελ. 208.

52. Βλ. Χατζηιωσήφ, Χ., Συνασός, ιστορία ενός τόπου χωρίς ιστορία (Ηράκλειο 2005) σελ. 309-347.

53. Ιστικοπούλου, Λ., Η ελληνική ταπητουργία και η ταπητουργός στη Μικρά Ασία (1860-1922) (Αθήνα 2000) σελ. 212· Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία (Αθήνα 1907) σελ. 214.