Κωνστάντιος Προύσης

1. Γέννηση – οικογένεια – εκπαίδευση

Ο μητροπολίτης Προύσης Κωνστάντιος, κατά κόσμον Κυριάκος Δημητρίου Καλογεράς, γεννήθηκε στο χωριό Υψηλού της νήσου Άνδρου το έτος 1801.1 Ο Κωνστάντιος καταγόταν από φτωχή οικογένεια του νησιού. Το 1810, σε ηλικία μόλις 9 χρόνων, έγινε μοναχός στη μονή Αγίου Νικολάου, όπου και διδάχθηκε από συγγενή του, επίσης μοναχό, ανάγνωση, γραφή και εκκλησιαστική μουσική. Το 1816 μαζί με τον πατέρα του, ξυλουργό στο επάγγελμα, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου λόγω της μελωδικής φωνής του και των γνώσεών του στην εκκλησιαστική μουσική τέθηκε υπό την προστασία του Οικουμενικού Πατριάρχη Κυρίλλου Στ΄ (1813-1818).

2. Δράση – σχέσεις – ιδεολογία

Τον επόμενο χρόνο (1817) ο Κωνστάντιος χειροτονήθηκε διάκονος και υπηρέτησε για τα επόμενα χρόνια ως διάκονος του μητροπολίτη Τυρνόβου Ιωαννικίου. Με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης το 1821 συνελήφθη και βασανίστηκε, με την παρέμβαση όμως του αδελφού του πατέρα του προς Οθωμανούς αξιωματούχους κατάφερε να σωθεί. Επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη όπου διατέλεσε δευτερεύων διάκονος και έπειτα μέγας αρχιδιάκονος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Το 1830 χειροτονήθηκε μητροπολίτης Στρωμνίτσης. Η πλειονότητα του πληθυσμού της επαρχίας ήταν βουλγαρόφωνοι. Ο Κωνστάντιος πολύ γρήγορα κατάφερε να μάθει τη βουλγαρική γλώσσα, κηρύσσοντας μάλιστα από άμβωνος στη γλώσσα τους στους ντόπιους κατοίκους, προωθώντας όμως παράλληλα την ελληνική εκπαίδευση σε αυτήν την εκκλησιαστική επαρχία.

Ο Κωνστάντιος παρέμεινε σε αυτή τη μητρόπολη για δεκαπέντε χρόνια. Τον Ιούνιο του 1846 εκλέχθηκε στη μητρόπολη Προύσης. Έχοντας υπόψη του ότι η μεγάλη πλειονότητα των ορθοδόξων της επαρχίας του ήταν τουρκόφωνοι, προσέλαβε ένα μορφωμένο μουσουλμάνο ως δάσκαλο (χότζα) και εντός μικρού χρονικού διαστήματος καταρτίστηκε πολύ καλά στην οθωμανική τουρκική και την αραβική γλώσσα. Όταν το 1860 ο σουλτάνος Αμπντούλ Αζίζ επισκέφθηκε την Προύσα, ο Κωνστάντιος συμμετέχοντας στην αντιπροσωπεία των διάφορων θρησκευτικών κοινοτήτων που τον υποδέχθηκε, εκφώνησε σε άπταιστη αραβική γλώσσα δέηση υπέρ του σουλτάνου. Ο Αμπντούλ Αζίζ ενθουσιάστηκε τόσο που απέδωσε στο μητροπολίτη ιδιοχείρως το παράσημο Μετζιτιέ δευτέρου βαθμού, αντίστοιχο με το Σταυρό των Ανωτέρων Ταξιαρχών.

Κατά τη διάρκεια της εικοσιπενταετούς παρουσίας του στη μητρόπολη Προύσης, χάρη στην εύνοια των Οθωμανών διοικητών που οφειλόταν στην τουρκομάθειά του, ιδρύθηκε το πρώτο ελληνικό παρθεναγωγείο στην Προύσα (στη συνοικία Μπαλούκ Παζάρ), οικοδομήθηκε με δικές του δαπάνες νέο μητροπολιτικό κτήριο στα Μουδανιά, όπως και άλλοι ναοί στο Καγιά Μπασί, το Σουσουρλούκι κτλ. Το 1869 επίσης προσέφερε μεγάλη χρηματική δωρεά στον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο Κωνσταντινουπόλεως.2

Τα έσοδα του μητροπολίτη από τα αρχιερατικά εισοδήματα της επαρχίας έφθαναν και τις 300.000 γρόσια. Ύστερα όμως από τη σύνταξη των Γενικών Κανονισμών (1860), οι οποίοι επαναπροσδιόρισαν τις προσόδους των μητροπολιτών, τα έσοδα του Προύσης περιορίστηκαν στις 71.500 γρόσια. Ο μητροπολίτης διέθετε το μεγαλύτερο μέρος αυτών των ποσών για την απόκτηση της εύνοιας των Οθωμανών διοικητών και των άλλων πασάδων που επισκέπτονταν την πόλη για τα περίφημα ιαματικά λουτρά της, ούτως ώστε να επηρεάζει κατά το δυνατόν τη στάση τους απέναντι στην ελληνορθόδοξη κοινότητα.

Η παρουσία του Κωνστάντιου πάντως στη μητρόπολη Προύσης συνοδεύτηκε και με κατά καιρούς αντιπαραθέσεις με τους τοπικούς προκρίτους της πόλης. Έτσι για παράδειγμα, όταν ο μητροπολίτης ήλθε σε σύγκρουση με τους προκρίτους της Προύσας σχετικά με το διορισμό ενός δασκάλου στην αστική σχολή της πόλης, εκείνοι απευθύνθηκαν με σχετικές αναφορές στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ο Κωνστάντιος κλήθηκε να απολογηθεί για την πράξη του αυτή ενώπιον της Ιεράς Συνόδου, από την οποία όμως αθωώθηκε πανηγυρικά. Ωστόσο, ο τότε πατριάρχης Μελέτιος Γ΄ (ή πιθανότερα ο Άνθιμος Στ΄, αφού ο Μελέτιος πατριάρχευσε μόνο το 1845, όταν ακόμη ο Κωνστάντιος ήταν Στρωμνίτσης), ο οποίος επίσης καταγόταν από την πλευρά της μητέρας του από την Άνδρο και είχε μονάσει στην εκεί μονή της Ζωοδόχου Πηγής, επειδή φοβόταν ότι θα προκληθούν επεισόδια με την επιστροφή του Κωνστάντιου στην Προύσα, προσπάθησε να τον μεταπείσει να μεταπηδήσει στην ανώτερη ιεραρχικά μητρόπολη της Κυζίκου. Ο Κωνστάντιος όμως αρνήθηκε την προσφορά. Επέστρεψε στην αγαπημένη του Προύσα, γνωρίζοντας μάλιστα θριαμβευτική υποδοχή από χιλιάδες κόσμου, που τον συνόδευσαν πεζή από τα Μουδανιά. Στην πόλη αυτή πέθανε στις 21 Φεβρουαρίου του 1870 και τάφηκε στο νάρθηκα του μεγαλοπρεπούς ναού που ο ίδιος είχε ανεγείρει εκεί. Δυστυχώς ο ναός αυτός καταστράφηκε λίγο αργότερα από μεγάλη πυρκαγιά.

Είναι πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Κωνστάντιος, όταν ακόμη ποίμανε τη μητρόπολη Στρωμνίτσης, πήρε υπό την προστασία του ένα μικρό παιδί βουλγαρικής καταγωγής, το οποίο μάλιστα τον ακολούθησε και στη μητρόπολη Προύσης. Πρόκειται για έναν από τους μετέπειτα σημαντικότερους εκπροσώπους του βουλγαρικού εθνικού κινήματος, το Μάρκο Μπαλαμπάνωφ. Με την πνευματική και οικονομική αρωγή του μητροπολίτη ο Μπαλαμπάνωφ σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, ενώ αργότερα, με τη βοήθεια του πλούσιου εμπόρου Γκιουσμουσκερδάνη από τη Φιλιππούπολη, έφυγε για σπουδές στο Παρίσι. Μετά τη δημιουργία της Βουλγαρικής Ηγεμονίας το 1879 (και ενώ, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ο πνευματικός του πατέρας Κωνστάντιος είχε πεθάνει το 1870 στα Μουδανιά από καρδιακή προσβολή), ο Μπαλαμπάνωφ διορίστηκε καθηγητής στη νεοσύστατη ανώτερη σχολή της Σόφιας, αργότερα κατέλαβε τη θέση του υπουργού Παιδείας, ενώ τη διετία 1904-1906 εκπροσώπησε ως διπλωματικός αντιπρόσωπος τη Βουλγαρία στην Αθήνα.

3. Εκτιμήσεις

Γράφει για τον Κωνστάντιο ο Δημήτριος Πασχάλης: «Δὲν ἦτο παιδείας διακεκριμένης ὁ Προύσης Κωνστάντιος, ἀλλ’ εἶχε μεγίστην περὶ τὰ ἐκκλησιαστικὰ ἐμπειρίαν καὶ ηὐμοίρει σπανίας διοικητικῆς ἱκανότητος, τῆς ὁποίας πολλάκις παρέσχε τρανὰ δείγματα. Ἀλλὰ διεκρίνετο οὐχ ἧττον καὶ διὰ τὴν ἄκραν ἰσχυρογνωμοσύνην του προκειμένου νὰ ἐπιτελέση τὸ καθῆκόν του, καθ’ ἣν ἐσχημάτιζεν ἀντίληψιν αὐτοῦ».3



1. Σύμφωνα με τον Κανδή ο Κωνστάντιος γεννήθηκε το 1800. Βλ. Κανδής, Β., Η Προύσα ήτοι αρχαιολογική, ιστορική, γεωγραφική και εκκλησιαστική περιγραφή αυτής (Αθήνα 1883), σελ. 141.

2. Πασχάλης, Δ.Π., Άνδριοι ιεράρχαι. Κωνστάντιος Δ. Καλογεράς, μητροπολίτης Προύσης 1801-1870 (Αθήνα χ.χ.έ.), σελ. 6-7· Κανδής, Β., Η Προύσα ήτοι αρχαιολογική, ιστορική, γεωγραφική και εκκλησιαστική περιγραφή αυτής (Αθήνα 1883), σελ. 141.

3. Πασχάλης, Δ.Π., Άνδριοι ιεράρχαι. Κωνστάντιος Δ. Καλογεράς, μητροπολίτης Προύσης 1801-1870 (Αθήνα χ.χ.έ.), σελ. 3.