Λύρα

1. Εισαγωγικά στοιχεία

Η λύρα θεωρείται το «εθνικό» μουσικό όργανο των αρχαίων Ελλήνων. Είναι το πλέον σπουδαίο, σεβαστό και γνωστό απ’ όλα τα όργανα. Η λύρα ονομαζόταν και χέλυς, δηλαδή χελώνα, γιατί το ηχείο της ήταν από όστρακο χελώνας (ή το απομιμούνταν). O όρος λύρα αποτελεί πιθανώς δάνειο από κάποια μη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα της Μεσογείου. Ας σημειωθεί ότι στις πηγές χρησιμοποιείται καταχρηστικά για να περιγράψει και άλλα όργανα της ευρύτερης οικογένειας της λύρας (όπως η κιθάρα, η φόρμιγγα και η βάρβιτος). Αντίστροφα, οι όροι λυρίζειν (παίζω τη λύρα) και λυριστής απαντούν μόνο σε όψιμες πηγές, ενώ στις κλασικές οι αντίστοιχοι όροι κιθαρίζειν και κιθαριστής χρησιμοποιούνται και για τη λύρα.

2. Καταγωγή – Μύθοι

Η λύρα δεν απαντά στη μινωική ούτε και στη μυκηναϊκή τέχνη. Στην ελληνική τέχνη πρωτοεμφανίζεται στα τέλη του 8ου αι. π.Χ., ενώ με μεγαλύτερη συχνότητα τη συναντούμε από τον 6ο αι. π.Χ. Οι πρωιμότερες αναφορές στη λύρα από τις ελληνικές πηγές ανάγονται στον 7ο αι. π.Χ. Οι λογοτεχνικές αναφορές ομοίως πληθαίνουν από τον 6ο αι. π.Χ. και εξής. Οι Έλληνες διεκδικούσαν ελληνική καταγωγή για το πλέον σημαντικό μουσικό όργανό τους. Ο μύθος αποδίδει την εφεύρεση της λύρας στον Ερμή στην αρκαδική Κυλλήνη.1 Σκανδαλιάρικο βρέφος, νεογέννητο πηδά από την κούνια, βγαίνει από τη σπηλιά όπου μένει με τη μητέρα του Μαία, βρίσκει μια χελώνα, τη σφάζει και κάνει το καύκαλό της ηχείο της πρώτης λύρας. Τη δοκιμάζει και αρχίζει να παίζει και να τραγουδά. Όταν το ίδιο βράδυ κλέβει αγελάδες από το κοπάδι του αδερφού του Απόλλωνα και εκείνος έρχεται να του ζητήσει το λόγο, ο Ερμής βγάζει και επιδεικνύει τη λύρα του, ο Απόλλωνας ενθουσιάζεται και για να τον εξευμενίσει του τη χαρίζει.

Ο Απόλλωνας συχνά χαρακτηρίζεται με το επίθετο «εύλυρος» στην ελληνική ποίηση και το μουσικό όργανό του προσδιορίζεται ως λύρα, ωστόσο στην πλειονότητα των σχετικών παραστάσεων σε αγγεία ο θεός κρατά κιθάρα. Ο Ερμής δίδαξε την τέχνη της λύρας στον Ορφέα. Ο Ορφέας τελειοποίησε τη λύρα προσθέτοντας στην επτάχορδη λύρα άλλες δύο χορδές, ώστε ο αριθμός τους να αντιστοιχεί σε εκείνον των Μουσών. Όταν ο Ορφέας έπαιζε τη λύρα του και τραγουδούσε, τα ψάρια πηδούσαν γοητευμένα έξω από το νερό και τα θηρία πλησίαζαν ημερωμένα. Τα ποτάμια σταματούσαν τη ροή τους, οι πέτρες και τα δέντρα ξεσηκώνονταν και τον ακολουθούσαν. Μετά το φόνο του Ορφέα η λύρα του έπεσε στη θάλασσα και ξεβράστηκε στη Λέσβο, όπου, σύμφωνα με μια παράδοση, τη βρήκαν ψαράδες και την έφεραν στον περίφημο αοιδό Τέρπανδρο. Οι θεοί τέλος καταστέρισαν τη λύρα του Ορφέα για να θυμίζει το λυρωδό στους αιώνες.

Από τον Ερμή (ή το Δία) είχε μάθει την τέχνη της λύρας και ο πρώτος λυρωδός του κόσμου, ο Αμφίων, που, όπως και ο Ορφέας, σαγήνευε με τη μουσική του έμψυχα όντα και άψυχα αντικείμενα. Έτσι λένε ότι είχε χτίσει τα περίφημα τείχη της Θήβας. Παίζοντας απλώς τη λύρα του και τραγουδώντας, γήτευε τις πέτρες, τις μετακινούσε στη θέση τους και τις άρμοζε. Η Θήβα μάλιστα έγινε επτάπυλη κατ’ αναλογία προς τις επτά χορδές της λύρας του.2 Γιατί λέγεται πως ο Αμφίων πρόσθεσε στην παλιά τετράχορδη λύρα τρεις νέες χορδές. Ο Ορφέας δίδαξε την τέχνη της λύρας στο Θράκα αοιδό Θαμύρα και στον Αργίτη λυρωδό Λίνο ή κατά μια άλλη άποψη ο Λίνος δίδαξε τον Ορφέα αλλά και τον Αμφίονα.

Αρκετές από τις βελτιώσεις της λύρας αποδίδονται σε Μικρασιάτες μουσικούς. Έτσι η πεντάχορδη λύρα επινοείται από το Λυδό Τόρρηβο, η επτάχορδη από το Λέσβιο Τέρπανδρο, η δεκάχορδη από τον Κολοφώνιο Ιστιαίο, τέλος η ενδεκάχορδη και η δωδεκάχορδη από το Μιλήσιο Τιμόθεο.

3. Μορφή – Λειτουργία λύρας

Σε συμφωνία με το μύθο της κατασκευής της λύρας από τον Ερμή, και όπως μαρτυρείται από τα σωζόμενα δείγματα και από τις σχετικές απεικονίσεις, ως ηχείο της λύρας χρησιμοποιούσαν όστρακο χελώνας. Πρόκειται μάλιστα για ιδιαίτερο είδος χελώνας με επίμηκες όστρακο, που σε πλήρη ανάπτυξη φτάνει τα 25-30 εκατοστά. Το είδος αυτό ευδοκιμεί στην Ελλάδα και σπάνια αλλού, στοιχείο που θα μπορούσε να αποτελεί ένδειξη για την ελληνική αρχικά καταγωγή του οργάνου. Το ηχείο βέβαια μπορούσε να είναι και ξύλινο, αλλά και τότε μιμούνταν όστρακο, με επικόλληση λεπτών φύλλων από την εξωτερική επιφάνεια του καύκαλου της χελώνας ή από ελεφαντόδοντο.

Οι πήχεις της λύρας στερεώνονταν από κάθε πλευρά στο εσωτερικό του οστράκου και έβγαιναν από το σημείο εξόδου των πίσω ποδιών της χελώνας (το όστρακο χρησιμοποιούνταν αντεστραμμένο). Ήταν από κέρατα αγριοκάτσικου ή ξύλινοι που μπορούσαν να έχουν το σχήμα των κεράτων. Είχαν κλίση προς τα μέσα και προς τα εμπρός. Στο επάνω μέρος τους και στο σημείο που συνέκλιναν πιο πολύ οι πήχεις ενώνονταν με μια εγκάρσια ξύλινη ράβδο, το λεγόμενο ζυγόν. Πάνω από το κοίλο μέρος του ηχείου τέντωναν μια μεμβράνη από δέρμα βοδιού. Στο μέσο περίπου της μεμβράνης άνοιγαν μια ορθογώνια ή ωοειδή οπή, ενώ στο κάτω μέρος της πατούσε ένα μεταλλικό εξάρτημα σε σχήμα Π, το «χορδότονον» (ή βατήρ). Κοντά στο άνοιγμα της μεμβράνης προσάρμοζαν ένα στέλεχος από καλάμι, το «δόνακα» ή τη «μαγάδα». Οι χορδές ήταν από έντερο ή τένοντες, παλιότερα και από λινάρι ή καννάβι. Δένονταν με κόμπο επάνω στο χορδότονον, περνούσαν πάνω από το δόνακα, που λειτουργούσε όπως ο καβαλάρης των σημερινών εγχόρδων, απομόνωνε δηλαδή το παλλόμενο τμήμα των χορδών, και έφταναν μέχρι το ζυγό. Εκεί τυλίγονταν γύρω από τους «κόλλοπες» ή «κολλάβους», κλειδιά ορθογώνιας, ωοειδούς ή ορθογώνιας διατομής αρχικά από δέρμα ή αργότερα από ξύλο, μέταλλο ή ελεφαντόδοντο, οι οποίοι λειτουργούσαν όπως τα σημερινά «στριφτάρια», στρίβοντάς τους δηλαδή κάθε φορά αναλόγως τέντωναν ή χαλάρωναν τις χορδές.

Οι χορδές παίζονταν συχνά με το πλήκτρο, ένα ξύλινο, ελεφαντοστέινο, κοκάλινο ή μεταλλικό στέλεχος με απόληξη σε σχήμα καρδιάς ή κόλουρου κώνου. Συχνά εμφανίζεται στις παραστάσεις δεμένο στον πήχυ. Η λύρα παιζόταν με το δεξί, κατά βάση, χέρι, συχνά με πλήκτρο, αλλά και με γυμνά δάχτυλα. Για το παίξιμο με πλήκτρο χρησιμοποιούνταν ο ειδικός όρος «κρούειν», ενώ για το παίξιμο με γυμνά δάχτυλα ο όρος «ψάλλειν». Η μέθοδος του «κρούειν» παρήγε καθαρό, δυνατό και διαυγή ήχο, εκείνη του «ψάλλειν» απαλότερο. Εικάζεται ότι το «ψάλλειν» συνόδευε τη φωνή στον ίδιο ή σε κατά μία οκτάβα ψηλότερο τόνο, ενώ το «κρούειν», δυνατότερο και ικανό να σκεπάσει τη φωνή, εφαρμοζόταν κυρίως στα εισαγωγικά ή τα παρεμβαλλόμενα θέματα. Το αριστερό χέρι φαίνεται ότι σταματούσε τη δόνηση των χορδών, αλλά μπορούσε και να παίζει με γυμνά όμως δάχτυλα. Πώς ακριβώς διανέμονταν οι λειτουργίες ανάμεσα στα δύο δάχτυλα είναι ασαφές.

Ο κιθαριστής έπαιζε συνήθως καθιστός, αλλά κατά περίπτωση μπορούσε και να είναι ανακεκλιμένος, να στέκεται ή να περπατά. Κρατούσε τη λύρα λοξά (σε κλίση 45 μοιρών ή και περισσότερο) ή και όρθια, και ελαφρώς προς τα εμπρός, στερεώνοντάς τη μεταξύ των ποδιών του ή μεταξύ αριστερού μηρού και βραχίονα, με τη βοήθεια μερικές φορές ενός λουριού, του τελαμώνα, που έδενε στον πήχυ της λύρας και περνούσε από το αριστερό του χέρι. Τις σπάνιες φορές που έπαιζε όρθιος η λύρα στερεωνόταν κάτω από την αριστερή μασχάλη ή κρεμόταν με τον τελαμώνα από το λαιμό.

Οι χορδές ήταν ισοϋψείς, αλλά είχαν διαφορετικό πάχος και έδιναν άλλο ήχο η καθεμία. Ο αριθμός τους διέφερε κατά εποχές και κυμαινόταν από 3 μέχρι και 12, αλλά στους Κλασικούς χρόνους ήταν 7. Η πρωτόγονη λύρα φαίνεται ότι είχε 4 ή ακόμα και 3 χορδές. Τον 8ο/7ο αι. π.Χ. ο Τέρπανδρος επινόησε την επτάχορδη λύρα αλλά και το διάστημα της ογδόης («διαπασών»), αφαιρώντας την τρίτη (την 3η νότα από πάνω προς τα κάτω στην επτάφθογγη αρμονία) και προσθέτοντας τη νήτη, δηλαδή την ογδόη.3 Η εγγύτερη προς τον κιθαρωδό χορδή ονομαζόταν υπάτη και ήταν η χαμηλότερη, ενώ η πλέον απομακρυσμένη ονομαζόταν νήτη και ήταν η υψηλότερη. Οι διπλανές τους ήταν η παρυπάτη και η παρανήτη αντίστοιχα. Η μεσαία από τις επτά χορδές λεγόταν μέση. Ανάμεσα στην παρυπάτη και τη μέση βρισκόταν η λίχανος, ανάμεσα στη μέση και την παρανήτη βρισκόταν η τρίτη (οι Έλληνες απαριθμούσαν τις χορδές σε κατιούσα σειρά). Έτσι τα ονόματα των χορδών στο επτάχορδο σύστημα ήταν σε σειρά ως εξής: υπάτη, παρυπάτη, λίχανος, μέση, τρίτη, παρανήτη, νήτη. Ο αντίχειρας έκρουε την υπάτη (και δυνητικά και οποιαδήποτε από τις πρώτες 4 χορδές), ο δείκτης τη λίχανο, ο μέσος τη μέση, ο παράμεσος την τρίτη, ο μικρός τη νήτη και την παρανήτη. Τον 6ο αι. αι. π.Χ. ο Πυθαγόρας πρόσθεσε μια όγδοη χορδή ανάμεσα στη μέση και την παραμέση,4 σχηματίζοντας έτσι μια οκτάφθογγη αρμονία από δύο διαζευγμένα τετράχορδα (μι-ρε-ντο-σι και λα-σολ-φα-μι ή μι-φα-σολ-λα και σι-ντο-ρε-μι).

Από τον 5ο αι. π.Χ. εξάλλου, παράλληλα με την κυρίαρχη επτάχορδη λύρα, χρησιμοποιούνταν λύρες εννεάχορδες, εφεύρεση του Πρόφραστου ή Θεόφραστου από την Πιερία,5 δεκάχορδες, εφεύρεση του Ιστιαίου από την Κολοφώνα,6 ενδεκάχορδες, εφεύρεση του Τιμόθεου από τη Μίλητο,7 και δωδεκάχορδες, εφεύρεση επίσης του Τιμόθεου,8 ή του διθυραμβοποιού Μελανιππίδη από τη Μήλο (5ος αι. π.Χ.).9

Ο τρόπος που κουρδιζόταν η λύρα δεν μπορεί να προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Δεν μπορούμε να πούμε αν στρίβοντας τους κόλλοπες διόρθωναν το δεδομένο τονικό ύψος κάθε χορδής ή και αν σε κάποιες περιπτώσεις ενδεχομένως κούρδιζαν κάποιες χορδές σε νέο ύψος ώστε να αποδώσουν και άλλες αρμονίες. Στην τελευταία περίπτωση η λύρα θα κουρδιζόταν διαφορετικά κάθε φορά που θα χρειαζόταν να παιχτεί μια διαφορετική αρμονία.

Το ερώτημα που τίθεται και παραμένει είναι με ποιον τρόπο η κατεξοχήν επτάχορδη κλασική λύρα θα μπορούσε να αποδώσει τα περίπλοκα μουσικά κομμάτια που συνάγουμε από τις πηγές ότι έπαιζαν οι κιθαριστές κατά τους Κλασικούς χρόνους, γεγονός αδιανόητο αν υποθέσουμε ότι μόνο οι επτά ανοιχτές χορδές ήταν σε χρήση. Η επικρατέστερη από τις παλιότερες θεωρίες προτείνει ότι το συνηθισμένο κούρδισμα ήταν πεντατονικό (μι-σολ-λα-σι-ρε, όχι απαραιτήτως με αυτή τη σειρά). Στο αρχικό τρίχορδο θα υπήρχαν οι μι-λα-μι, στις οποίες προστέθηκαν η σι και αργότερα οι ρε και σολ. Τις νότες φα και ντο που έλειπαν, τα ημιτόνια ή τα τέταρτα του τόνου εικάζεται ότι τα απέδιδαν πιέζοντας και τεντώνοντας την επόμενη χαμηλότερη χορδή (νότα). Όμοια, με ένα σύστημα πίεσης των χορδών θα πετύχαιναν να παίζουν σε μια δεύτερη θέση (ψηλότερη κατά ένα μικρό διάστημα), αλλά και σε μια τρίτη θέση, δύο φορές υψηλότερη κατά το ίδιο διάστημα. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, οι επτά χορδές της λύρας θα μπορούσαν να αποδώσουν μέχρι και 21 διαφορετικές νότες.10 Μια από τις νεότερες θεωρίες υποθέτει την τεχνική της «διαλήψεως», κατά την οποία παράγονται αρμονικές, όπως και στη σύγχρονη άρπα. Το αριστερό χέρι ακουμπά ελαφρά στο μέσο της χορδής και απομακρύνεται αμέσως μετά την κρούση με το πλήκτρο. Έτσι τα δύο μισά της χορδής πάλλονται το καθένα με τη συχνότητα μιας οκτάβας πάνω από την ανοιχτή χορδή. Με την τεχνική αυτή επιτρέπεται αυτόματα το παίξιμο σε έκταση δύο και πλέον οκτάβων.11

4. Είδη λύρας

Στην ευρύτερη οικογένεια της λύρας ανήκαν εν γένει όργανα με ισοϋψείς αλλά διαφορετικού πάχους και ακούσματος χορδές. Διέφεραν κυρίως ως προς την κατασκευή του ηχείου και την έκταση του ύψους. Οι δύο βασικές κατηγορίες ήταν η λύρα και η κιθάρα. Η κιθάρα είχε πιο περίπλοκη και ακριβή κατασκευή, με ενιαίο, στιβαρό σώμα εξ ολοκλήρου από ξύλο. Το ηχείο της ήταν συνήθως τετράγωνο ή και στρογγυλό (η ομηρική φόρμιγξ ή κιθαρίς των αοιδών), οι πήχεις της πλατείς, ευθείς ή συνήθως καμπύλοι με διακοσμητικές εγκοπές, οι οποίοι στο ύψος περίπου του ζυγού έστριβαν σε ορθή γωνία προς τα πάνω. Το όλο μέγεθος και βάρος της κιθάρας ήταν πολύ μεγαλύτερο από της λύρας. Το άκουσμα της εξάλλου είχε μεγαλύτερο όγκο και ηχηρότητα. Ήταν το όργανο των επαγγελματιών και των πανελλήνιων αγώνων. Κάποια είδη κιθάρας ανιχνεύονται ήδη από την 3η χιλιετία στην τέχνη της Μεσοποταμίας αλλά και της Αιγύπτου και από τη 2η χιλιετία στη μινωική και τη μυκηναϊκή τέχνη. Πρόκειται για το μόνο έγχορδο που η χρήση του μαρτυρείται στον ελλαδικό χώρο στους Μινωικούς και Μυκηναϊκούς χρόνους.

Η κυριότερη παραλλαγή της λύρας ήταν η βάρβιτος. Η βασική διαφορά τους εντοπίζεται στο ύψος και την κλίση των βραχιόνων τους, στο μήκος των χορδών αλλά και στο ηχόχρωμά τους. Μια παραλλαγή της λύρας είναι γνωστή ως λύρα ή κιθάρα του Θαμύρα (την κρατά στα αγγεία ο μυθικός αοιδός) ή και θρακική λύρα ή κιθάρα (προφανώς λόγω της καταγωγής του Θαμύρα). Είχε ηχείο ξύλινο που έμοιαζε με της κιθάρας, με επιίπεδη βάση αλλά ημικυκλική κορυφή. Οι πήχεις της ήταν λεπτοί, φαίνεται ότι ενσωματώνονταν στο σώμα όπως και της λύρας, αλλά το σχήμα τους ήταν τοξοειδές και στο ύψος του ζυγού συνέκλιναν και έστριβαν σε ορθή γωνία προς τα επάνω, όπως της βαρβίτου και της κιθάρας.

5. Θέση της λύρας στη ζωή των Ελλήνων

Σε μυθικές παραστάσεις με τη λύρα συνδέονται με μεγαλύτερη ή μικρότερη συχνότητα ο Απόλλων και κατεξοχήν οι Μούσες, ο Ερμής, ο Έρως, ο Ορφέας και άλλοι μυθικοί μουσικοί, ο Τιθωνός, ο Πάρης, οι Διόσκουροι, οι Σάτυροι και οι Μαινάδες, ο Ηρακλής, ο Θησέας. Ο μύθος για τη λύρα του Ορφέα υπογραμμίζει την ιδιαίτερη σημασία που είχε το όργανο αυτό για την ελληνική μουσική δημιουργία. Από τις σκηνές καθημερινής ζωής η λύρα απαντά σε παραστάσεις συμποσίου, κώμου (γλεντιού), γάμου, στα χέρια γυναικών στα ιδιαίτερα διαμερίσματά τους («γυναικείον»), μαθητών και δασκάλων σε σκηνές σχολείου, εφήβων που παίζουν ή κρατούν τις λύρες τους και συνομιλούν με άντρες στο γυμνάσιο ή την παλαίστρα (ερμηνεύονται ως ερωμένοι κατά την ερωτική προσέγγισή τους από εραστές, η λύρα προβάλλεται ως εμβληματική της ηλικίας και της παιδείας τους).

Λόγω της απλής κατασκευής και λειτουργίας της αλλά και του διαυγούς, ευγενούς και αρρενωπού ήχου της, η λύρα αποτέλεσε το κατεξοχήν όργανο για τη μουσική εκπαίδευση των Ελλήνων εφήβων.12 Ο μεγάλος Αθηναίος φιλόσοφος και θεωρητικός της μουσικής Δάμων (γύρω στα 430 π.Χ.) ισχυριζόταν ότι η άσκηση στο τραγούδι και τη λύρα καλλιεργούσε στους εφήβους αίσθηση θάρρους, μετριοπάθειας και δικαιοσύνης.13 Πέρα από τον ψυχικό εξευγενισμό η άσκηση στη λύρα ως βασικό μέρος της στοιχειώδους εκπαίδευσης των εφήβων στόχευε να εξασφαλίσει τη συνέχιση της ευρέως αγαπητής συνήθειας της τραγουδιστής απαγγελίας ποίησης με τη συνοδεία μουσικής. Το χαμηλότονο άκουσμα της λύρας την έκανε κατάλληλη για ακρόαση σε κλειστούς χώρους. Απαντούσε περισσότερο στα χέρια ερασιτεχνών (όλοι οι πεπαιδευμένοι αναμενόταν να ξέρουν να παίζουν λύρα) παρά επαγγελματιών, όπως η κιθάρα, που λόγω της περιπλοκότητας και του δυνατού ήχου της ήταν ταιριαστή σε ανοιχτές, επίσημες εκδηλώσεις. Αν και η λύρα αποτελεί καλύτερη συνοδό της ανθρώπινης φωνής, η κιθάρα παραμένει το κατεξοχήν όργανο των συναυλιών μέχρι και την όψιμη Αρχαιότητα ως σόλο όργανο ή ως συνοδός μονωδιακού ή χορωδιακού τραγουδιού.



1. Απολλδ., 3.10.2 (αντλεί από τον ομηρικό ύμνο εις Ερμήν και ίσως από το σχεδόν ολοκληρωτικά χαμένο σατυρικό δράμα του Σοφοκλή Ιχνευταί)· Παυσ. 8.17.5.

2. Παυσ. 9.5.7-9· Ευρ., Φοιν. 823-824. Ησίοδ., απ. 182, στο Merκelbach, R., – West, M.L. (επιμ.), Fragmenta Hesiodea (Oxford 1967): αναφέρονται «κιθάραι». Bλ. και Πλούτ., Ηθ. 1132Α (απηχεί Ηρακλείδη, βλ. Wehrli, F., Die Schule des Aristoteles Basel 1967-1969), απόσπ. 157: κιθαρωδός ο Αμφίων, δάσκαλός του ο Δίας.

3. Αριστλ., Πρ. 19.32· Πλούτ., Ηθ. 1140F.

4. Νικόμ., Αρμον. 5.

5. Νικόμ., Αρμον. 4.

6. Νικόμ., Αρμον. 4.

7. Νικόμ., Αρμον. 4.

8. Πλούτ., Ηθ. 1141F-1142A (παραπέμπει στον κωμικό Φερεκράτη, 5ος αι. π.Χ.).

9. Πλούτ., Ηθ. 1141D-E (παραπέμπει στον κωμικό Φερεκράτη, 5ος αι. π.Χ.).

10. Sachs, C., “Die griechische Instrumentalnotenschrift”, Zeitschrift für Musikwissenschaft 6 (1924), σελ. 289-301. Αμφισβητήθηκε από τους Winnington-Ingram, R.P., “The Pentatonic Tuning of the Greek Lyre: a Theory Examined”, CQ 50 (1956), σελ. 169-186.

11. Landels, J.G., Music in Ancient Greece and Rome (London – New York 1999), σελ. 60-61. Για κριτική θεώρηση των σχετικών θεωριών μετά το Sachs βλ. Landels, J.G., Music in Ancient Greece and Rome (London – New York 1999), σελ. 57-60.

12. Βλ. ενδεικτικά Πλάτ., Νόμ. 812d.

13. Φιλόδ., Μουσ. 1.13.