Μάχη στα Στενά της Ανδρασού, 960

1. Ιστορικό πλαίσιο

Επί βασιλείας Ρωμανού Β' (959-963) η εξωτερική πολιτική της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας εξακολουθούσε να εστιάζεται στη διαμάχη με τους Άραβες στο ανατολικό σύνορο της Μικράς Ασίας, κυρίως στις περιοχές της Μεσοποταμίας και της βόρειας Συρίας. Τον πόλεμο στο μέτωπο αυτό είχε αναλάβει να τον διεξαγάγει ο Νικηφόρος Φωκάς, δομέστικος των σχολών της Ανατολής. Βασικός αντίπαλός του ήταν ο Χαμδανίδης εμίρης Σαΰφ αντ-Ντάουλα (Sayf ad-Dawlah), ο οποίος, με έδρα του το Χαλέπι της βόρειας Συρίας, αποτελούσε ήδη από την εποχή του Ρωμανού Α' Λεκαπηνού τον κύριο αντίπαλο της αυτοκρατορίας, διεξάγοντας συνεχείς επιδρομές στη Μικρά Ασία. Εκτός όμως από το ανατολικό σύνορο, η διαμάχη ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Άραβες ήταν ιδιαίτερα έντονη σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο: Άραβες από την Ισπανία, έχοντας ως ορμητήριο την Κρήτη, την οποία είχαν καταλάβει περί τα μέσα της δεκαετίας του 820, διενεργούσαν επιδρομές στα παράλια και τα νησιά του Αιγαίου, ελέγχοντας τους θαλάσσιους δρόμους του εμπορίου από και προς την Ανατολή. Μετά την άνοδό του στο θρόνο, ο Ρωμανός Β΄ θέλησε να επαναλάβει το εγχείρημα του πατέρα του, Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου (944-959), ο οποίος το 949 είχε οργανώσει εκστρατεία για την ανακατάληψη της νήσου, που όμως είχε αποτύχει πλήρως. Τον Ιούλιο του 960 ο Νικηφόρος Φωκάς, αφού συγκέντρωσε ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, κυρίως από τα θέματα της Μικράς Ασίας, εξεστράτευσε εκ νέου εναντίον των Αράβων της Κρήτης. Το γεγονός αυτό είχε σημαντικές επιπτώσεις στο μικρασιατικό μέτωπο, καθώς έδωσε την ευκαιρία στον Σαΰφ αντ-Ντάουλα να πραγματοποιήσει μεγάλης κλίμακας επιδρομή στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, με σκοπό τη λεηλασία φρουρίων και την απόκτηση αιχμαλώτων, εκμεταλλευόμενος την απουσία στρατιωτικών δυνάμεων στην περιοχή. Την αντιμετώπιση της αραβικής απειλής την ανέλαβε ο Λέων Φωκάς, δομέστικος των σχολών της Δύσεως, τον οποίο ο Ρωμανός Β' μετέθεσε στη Μικρά Ασία με σκοπό να καλύψει το κενό που είχε δημιουργήσει στην άμυνα του ανατολικού συνόρου η απουσία του αδελφού του του Νικηφόρου.

2. Η μάχη της Ανδρασού

Η κίνηση του Ρωμανού Β' δεν αποθάρρυνε τον Σαΰφ αντ-Ντάουλα, ο οποίος, εκτιμώντας τη δύσκολη θέση του αντιπάλου του λόγω της έλλειψης στρατευμάτων, πραγματοποίησε στα τέλη του θέρους ή τις αρχές του φθινοπώρου του 960 επιδρομή στη Μικρά Ασία με στόχο το κάστρο του Χαρσιανού. Οι δυνάμεις που είχε μαζί του έφθαναν περίπου τους 30.000 άνδρες,1 γεγονός που του έδινε σαφή αριθμητική υπεροχή. Ο Λέων Φωκάς, γνωρίζοντας ότι υστερούσε σε άνδρες, απέφυγε να αντιμετωπίσει τον εμίρη σε ανοιχτή μάχη και, ακολουθώντας τη συνήθη πολεμική τακτική για την αντιμετώπιση επιδρομών,2 αποφάσισε να προωθηθεί στα νώτα του εχθρού και να αποκλείσει τα στενά περάσματα στην Ανδρασό της Κιλικίας, από τα οποία θα περνούσαν οι Άραβες επιστρέφοντας στα εδάφη τους. Μετά την κατάληψη του κάστρου του Χαρσιανού, ο Άραβας εμίρης πήρε το δρόμο της επιστροφής προς την Κιλικία, περνώντας από τη στενή δίοδο με την ονομασία Κυλινδρός.3 Εκεί τον περίμεναν οι βυζαντινές δυνάμεις, οι οποίες ενέδρευαν στα υψώματα εκατέρωθεν του περάσματος. Στις 8 Νοεμβρίου 960 το εκστρατευτικό σώμα του Σαΰφ αντ-Ντάουλα έπεσε στην ενέδρα των Βυζαντινών. Η μάχη ήταν ιδιαίτερα σκληρή και οι δυνάμεις του Λέοντος Φωκά πέτυχαν συντριπτική νίκη, καθώς μεγάλο μέρος του στρατού του Σαΰφ αντ-Ντάουλα εξοντώθηκε, ενώ οι υπόλοποι αιχμαλωτίστηκαν. Ο ίδιος ο εμίρης μόλις με δυσκολία κατάφερε να διαφύγει (οι βυζαντινές πηγές αναφέρουν ότι σκόρπισε πίσω του πολύτιμα λάφυρα για να καθυστερήσει τους διώκτες του)4 και να επιστρέψει με ελάχιστους άνδρες του στο Χαλέπι.

3. Συνέπειες

Η νίκη των Βυζαντινών στα στενά της Ανδρασού είχε μεγάλη σημασία για τις εξελίξεις στο πολεμικό μέτωπο με τους Άραβες, τόσο στη Μικρά Ασία όσο και στην Κρήτη. Η ήττα του Σαΰφ αντ-Ντάουλα επέτρεψε στον Νικηφόρο Φωκά να συνεχίσει απερίσπαστος την πολιορκία του Χάνδακα (σημ. Ηράκλειο Κρήτης), καθώς μια ενδεχόμενη νίκη του Χαμδανίδη εμίρη πιθανότατα θα υποχρέωνε τον Βυζαντινό στρατηγό να εγκαταλείψει το εγχείρημά του και να επιστρέψει στο μικρασιατικό μέτωπο. Το βαρύ πλήγμα που κατάφεραν οι Βυζαντινοί στο εμιράτο του Χαλεπίου και τον Σαΰφ αντ-Ντάουλα είχε καταλυτική επίδραση στη μακροχρόνια μεθοριακή διαμάχη ανάμεσα στα δύο μέρη, καθώς το κράτος του Σαΰφ αντ-Ντάουλα δεν κατάφερε να ανακάμψει και να συνεχίσει τις επικίνδυνες επιδρομές στη Μικρά Ασία. Ουσιαστικά, η ήττα αυτή οριοθετεί την οριστική παρακμή της δυναστείας των Χαμδανιδών, που αποτελούσε τον βασικό αντίπαλο της αυτοκρατορίας στη Μικρά Ασία από την εποχή του Ρωμανού Α'. Η αντεπίθεση των Βυζαντινών τα επόμενα χρόνια είχε ως αποτέλεσμα την προσωρινή κατάληψη του Χαλεπίου (Φεβρουάριος 962) και την κατάλυση της δύναμης των Χαμδανιδών το 970, οπότε το εμιράτο έγινε φόρου υποτελές στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.



1. Treadgold, W. T., A History of the Byzantine State and Society (Stanford 1997), σελ. 495.

2. Η τακτική αυτή περιγράφεται στο στρατιωτικό εγχειρίδιο Περί παραδρομής πολέμου και την είχαν ακολουθήσει οι Βυζαντινοί και σε παλαιότερες επιδρομές του εμίρη στη Μικρά Ασία, το 950 και το 954. Βλ. Οικονομίδης, Ν., Η ενοποίηση του ευρασιατικού χώρου, στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους 8 (Αθήνα 1979), σελ. 110. Ο Λέων Φωκάς είχε εφαρμόσει την ίδια τακτική και στο δυτικό μέτωπο, αντιμετωπίζοντας με επιτυχία τις επιδρομές των Ούγγρων.

3. Treadgold, W. T., A History of the Byzantine State and Society (Stanford 1997), σελ. 495· Hild, F. – Restle, M., Tabula Imperii Byzantini 2: Kappadokien (Wien 1981), σελ. 218-219.

4. Λέων Διάκονος, Ιστορία, Hase, C. B. (ed.), Leonis Diaconi Caloensis Historiae libri decem (Bonn 1828), 22, 23-23, 5: «καὶ κἂν καὶ αὐτὸς ὁ Χαμβδᾶν ἥλω μικροῦ πρὸς τῶν ῾Ρωμαίων δορυάλωτος· εἰ μὴ, τὴν ἄλλως ἀγχίνους ὢν κἀν τοῖς ἀπόροις ὀξὺς ἐννοῆσαι τὰ δέοντα, τὸν ὃν ἐπεφέρετο ἄργυρον καὶ χρυσὸν χύδην ἐπὶ τῆς ἀταρπιτοῦ διασπείρειν προσέταξεν· ᾧ καὶ περισπάσας τὴν τῶν ῾Ρωμαίων ὁρμὴν, ἀσχοληθέντων τῇ τοῦ χρυσοῦ συλλογῇ, μετ’ ὀλίγων ὑπασπιστῶν μόγις τὸν τοιοῦτον διαπέφυγε κίνδυνον».