Νίκαια (Οθωμανική Περίοδος)

1. Τοποθεσία

Η Νίκαια βρίσκεται στην ανατολική όχθη της λίμνης Ασκανίας (İznik Gölü) πάνω από το δημόσιο δρόμο Προύσας-Νικομήδειας-Κωνσταντινούπολης. Βρίσκεται νοτιοδυτικά της Νικομήδειας σε απόσταση 40 χλμ., ανατολικά της Κίου (Gemlik) σε απόσταση 47 χλμ., βόρεια-βορειοανατολικά του Γενίσεχιρ σε απόσταση 20 χλμ.

2. Διοικητική υπαγωγή

Από το 1331 έως το 1335 η Νίκαια ήταν πρωτεύουσα του μπεηλικιού του Ορχάν. Πριν από την εποχή του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή, έγινε έδρα καζά και σαντζακιού με την ίδια ονομασία. Τα χρόνια του Μωάμεθ Β΄, η έδρα του σαντζακιού μεταφέρθηκε από τη Νίκαια στη Νικομήδεια1 και η κωμόπολη παρέμεινε απλώς έδρα καζά. Το 1501 αναφέρεται ως ναχιγιές, ο οποίος ανήκε στον καζά Προύσας.2 Περίπου το 1520-1530, την εποχή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή, έγινε καζάς και διοικητικά ανήκε στο σαντζάκι Koca-ili.3 Η κωμόπολη της Νίκαιας παρέμεινε έδρα καζά έως το 1540.4

Για τη διοικητική υπαγωγή της κωμόπολης και του καζά δεν υπάρχουν πληροφορίες επί περίπου 100 χρόνια. Το 1648, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Εβλιά Τσελεμπή, ο καζάς της Νίκαιας ανήκε στο σαντζάκι Προύσας5 και πιθανώς παρέμεινε στην ίδια θέση στη διοικητική ιεραρχία έως το 1831.6 Δε γνωρίζουμε ακριβώς πότε, αλλά πάντως μετά το 1831 υποβιβάστηκε διοικητικά και, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Şemseddin Sami (1880-1900), διοικητικά ανήκε στο βιλαέτι του Hüdavendigâr, στο σαντζάκι Ertuğrul και στον καζά Γενίσεχιρ.7 Το 1915 η Νίκαια αναβαθμίστηκε διοικητικά και έγινε ξανά έδρα καϊμακαμλικιού,8 που με τη σειρά του υπαγόταν στο ανεξάρτητο μουτεσαριφλίκι της Νικομήδειας.9

3. Ιστορία

Η οθωμανική περίοδος της Νίκαιας ξεκινά το 1331, όταν η κωμόπολη καταλήφθηκε από τον Ορχάν Μπέη. Μετά την κατάκτηση της Νίκαιας, ο Ορχάν επέτρεψε στους κατοίκους να εγκαταλείψουν την κωμόπολη, εφόσον το επιθυμούσαν. Στη συνέχεια, πάντρεψε μέλη του στρατού του με γυναίκες βυζαντινών οικογενειών της Νίκαιας και έτσι η βυζαντινή πόλη μετατράπηκε σε οθωμανική.10 Ο Ορχάν μετέφερε την πρωτεύουσά του από την Προύσα στη Νίκαια, όπου παρέμεινε έως το 1335, οπότε και μεταφέρθηκε ξανά στην Προύσα.11 Ακριβώς μετά την κατάληψη της Νίκαιας, με εντολή του Οθωμανού μονάρχη ο ναός της Αγίας Σοφίας μετατράπηκε σε τζαμί. Το 1334 ο ίδιος σουλτάνος ανήγειρε ένα τζαμί και ένα ιμαρέτι ακριβώς έξω από την Πύλη Γενίσεχιρ στα νότια.12 Ο Μαυριτανός περιηγητής Ιμπν Μπατούτα κάπου ανάμεσα στο 1334 και το 1339 επισκέφθηκε τη Νίκαια και γράφει γι’ αυτήν ότι ήταν πλούσια σε κήπους και δέντρα, αλλά κατεστραμμένη.13 Μερικά χρόνια αργότερα, το 1354, ο Γρηγόριος Παλαμάς,14 ο οποίος ήταν φυλακισμένος σε αυτή την κωμόπολη, αναφέρει ότι ήταν ερειπωμένη.15 Το 1402 η κωμόπολη καταλήφθηκε από τα στρατεύματα του Ταμερλάνου, η εξουσία του όμως δε διήρκεσε μεγάλο διάστημα.

Στα τέλη του 15ου αιώνα η αυλή των Οθωμανών εμπλέκεται με την ανάπτυξη της βιομηχανίας κεραμικών της Νίκαιας. Είναι γνωστό πάντως ότι, μετά την κατάληψή της από τους Οθωμανούς, η Νίκαια δεν απέκτησε ξανά τη μεγαλοπρέπεια της Βυζαντινής περιόδου. Ο ιστορικός του 15ου αιώνα Aşıkpaşazade αναφέρει ότι η Νίκαια της εποχής του δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση σε σχέση με το 1421.16 Το Σεπτέμβριο του 1509 σημειώθηκε ένας καταστροφικός σεισμός. Δυστυχώς, όμως, δε γνωρίζουμε περισσότερες λεπτομέρειες γι’ αυτό το γεγονός.17 Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των Δυτικών περιηγητών, η παρακμή της κωμόπολης συνεχίζεται το 16ο αιώνα. Για παράδειγμα, το 1588, ο Lubenau την περιγράφει ως εξής: «Τα σπίτια ήταν χτισμένα από πλίνθους, καλύβια στο κέντρο της κωμόπολης και στις όχθες της λίμνης. Οι στέγες των σπιτιών δεν ήταν καλυμμένες από πίσσα, αλλά από ασβέστη».18 Η παρακμή της Νίκαιας το 16ο αιώνα εξαπλώθηκε σε όλα τα επίπεδα: πολιτικό, πολιτιστικό και δημογραφικό. Για παράδειγμα μπορούμε να αναφέρουμε ότι μετά τα μέσα του 16ου αιώνα δεν έγινε κανένα δημόσιο έργο. Η συνεχιζόμενη παρακμή επιταχύνεται το 17ο αιώνα για τρεις σοβαρούς λόγους: Την παρακμή των εργαστηρίων κεραμικής, την ανάπτυξη του δρόμου του βορρά, ο οποίος παρέκαμπτε τη Νίκαια, και τη χρόνια ύπαρξη επιδημιών ελονοσίας.19

Η παρακμή της Νίκαιας συνεχίζεται και το 18ο αιώνα. Περιηγητές το 1725 και το 1779 αναφέρουν ότι η Νίκαια πλέον είναι χωριό.20 Στα τέλη του 18ου αιώνα αναφέρεται ότι σε αυτό το χωριό οι εκκλησίες, τα χαμάμ, ακόμα και τα τζαμιά, ήταν κατεστραμμένα.21 Η Νίκαια το 19ο αιώνα, μετά την κατασκευή των σιδηροδρομικών γραμμών της Ανατολίας, έχασε εντελώς τη σημασία της και μετατράπηκε σε μικρή κωμόπολη.22 Η κατάσταση αυτή παρέμεινε ίδια μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα.

Στις 14 Αυγούστου 1920 πολλοί από τους ορθόδοξους κατοίκους εκτελέστηκαν.23 Η Νίκαια στις 21 Σεπτεμβρίου 1920 καταλήφθηκε από τον ελληνικό στρατό.24 Αργότερα, μετά την αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων, επανακτήθηκε από τους Τούρκους.

4. Δημογραφία

Η πληθυσμιακή σύνθεση της Νίκαιας μετά την κατάκτησή της από τους Οθωμανούς άλλαξε. Η αλλαγή έγινε πιο αισθητή όταν, μετά τη διαταγή του Ορχάν, μέλη του οθωμανικού στρατού παντρεύτηκαν γυναίκες βυζαντινών οικογενειών της Νίκαιας. Ήταν αρκετοί οι κάτοικοι που εγκατέλειψαν τη Νίκαια μετά την οθωμανική κατάκτηση, με άμεση συνέπεια τη μείωση του πληθυσμού. Ο Ιμπν Μπατούτα αναφέρει ότι η κωμόπολη κατοικούνταν από λίγους κατοίκους, οι οποίοι ήταν στην υπηρεσία του σουλτάνου Ορχάν.25 Στα τέλη του 15ου αιώνα σε αυτή την κωμόπολη υπήρχαν 400 νοικοκυριά.26 Το 1520 υπήρχαν 379 μουσουλμανικά και 23 μη μουσουλμανικά νοικοκυριά. Σύμφωνα με μια πηγή, το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα δεν υπήρχαν πάνω από 300 άτομα στη Νίκαια, ο αριθμός αυτός όμως δεν πρέπει να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.27

Το 1624, τα χρόνια της παρακμής της Νίκαιας, παρατηρείται μείωση του πληθυσμού και ο αριθμός των μουσουλμανικών νοικοκυριών ανέρχεται σε 351 και των μη μουσουλμάνων σε 10.28 Το 1648 ο Εβλιά Τσελεμπή επισκέφθηκε τη Νίκαια και αναφέρει τον υπερβολικό αριθμό των 1.000 σπιτιών σε 18 συνοικίες. Σύμφωνα με όσα γράφει, οι κάτοικοι ζούσαν στο νότιο τμήμα της κωμόπολης, ενώ το δυτικό τμήμα της ήταν κατεστραμμένο.29 Προφανώς ο περιηγητής υπολόγισε και τα σπίτια που δεν κατοικούνταν. Μάλιστα, μερικά χρόνια μετά, το 1677, ο Covel αναφέρει ότι μόνο το 1/3 των σπιτιών της Νίκαιας κατοικούνταν.30 Σύμφωνα πάντα με τον ίδιο περιηγητή, στη Νίκαια δε ζούσαν πάνω από 10 ορθόδοξες οικογένειες, μόνο 50 Αρμένιοι, και οι υπόλοιποι κάτοικοι ήταν μουσουλμάνοι.31 Για τους Αρμένιους κατοίκους της Νίκαιας δε διαθέτουμε αρκετές πληροφορίες και δε γνωρίζουμε πότε εγκαταστάθηκαν στην κωμόπολη. Το 1725, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Pococke, δεν υπήρχαν πάνω από 300 σπίτια και ο αριθμός των χριστιανικών οικογενειών δεν ξεπερνούσε τις 20, από τις οποίες οι περισσότερες ήταν ορθόδοξες.32 Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Şemseddin Sami, στο βιβλίο του Kamus ül-A’lam, αναφέρει ότι ο πληθυσμός της Νίκαιας ανερχόταν σε 4.150 άτομα, από τα οποία μόνο 20 ήταν Αρμένιοι και Ρωμιοί.33 Όμως το 1890, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Cuinet, στη Νίκαια κατοικούσαν 1.228 άτομα, από τα οποία 868 ήταν μουσουλμάνοι και 360 χριστιανοί.34 Η επόμενη πληροφορία σχεδόν επιβεβαιώνει την πληροφορία του Cuinet. Σύμφωνα με αυτήν, ο αριθμός των ορθόδοξων οικογενειών ανέρχεται σε 60 και των μουσουλμάνων στο διπλάσιο.35 Οι ορθόδοξοι ζούσαν σε χωριστή συνοικία από τους μουσουλμάνους. Στα άτομα που αναφέρθηκαν δεν περιλαμβάνονται οι Αρμένιοι. Σύμφωνα με το Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κ.Μ.Σ., οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν μουσουλμάνοι. Ο αριθμός των μη μουσουλμάνων ανερχόταν σε 87 ορθόδοξες οικογένειες, δηλαδή περίπου 450 άτομα, 2 αρμενικές και 3 εβραϊκές οικογένειες.36

Η αύξηση των χριστιανών ορθοδόξων της κωμόπολης από τα τέλη του 19ου αιώνα προφανώς οφείλεται στα μεταναστατευτικά ρεύματα της εποχής. Τον 20ό αιώνα μαρτυρείται η ύπαρξη ελληνικών οικογενειών από την πόλη Νέβσεχιρ και τη Λεύκη. Από την άλλη μεριά πρώτη φορά μαρτυρείται η ύπαρξη Εβραίων στην κωμόπολη, χωρίς όμως να γνωρίζουμε πότε εγκαταστάθηκαν σε αυτήν. Τον Αύγουστο του 1920 ο πληθυσμός των Ελλήνων ανερχόταν σε 550 άτομα.37 Για την ίδια εποχή ο Κοντογιάννης αναφέρει 100 ορθόδοξους κατοίκους και 400 μουσουλμάνους,38 χωρίς καμία αναφορά στις οικογένειες των Αρμενίων και των Εβραίων. Αντίθετα, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο αριθμός των ορθόδοξων κατοίκων ανερχόταν σε 1.800 άτομα.39 Η πληροφορία αυτή όμως κρίνεται υπερβολική.

5. Η γλώσσα των ορθόδοξων κατοίκων

Οι ορθόδοξοι της Νίκαιας ήταν τουρκόφωνοι. Δε γνωρίζουμε από πότε οι χριστιανοί ορθόδοξοι κάτοικοι μιλούσαν τουρκικά, αλλά αυτό μαρτυρείται ήδη από τα μέσα του 17ου αιώνα. Το 1677 ο Covel πρώτη φορά μάς πληροφορεί ότι κανένας ορθόδοξος χριστιανός δε μιλούσε την ελληνική γλώσσα, ακόμα και ο ιερέας της Νίκαιας.40 Από τα μέσα του 19ου αιώνα, μετά την ίδρυση σχολείου στην κωμόπολη, οι χριστιανοί ορθόδοξοι άρχισαν να μαθαίνουν την ελληνική γλώσσα. Αν και στο σχολείο τα παιδιά μάθαιναν ελληνικά, εκτός σχολείου η βασική γλώσσα επικοινωνίας παρέμενε η τουρκική. Πριν από την ίδρυση του σχολείου οι ορθόδοξοι της Νίκαιας χρησιμοποιούσαν τα καραμανλίδικα· και η εφημερίδα «Ανατολή» της Κωνσταντινούπολης κυκλοφορούσε στην κωμόπολη στα καραμανλίδικα. Στην εκκλησία η λειτουργία πραγματοποιούνταν στα ελληνικά. Οι πιο πολλοί όμως δεν καταλάβαιναν το Ευαγγέλιο και έτσι ο ιερέας υποχρεωνόταν να το εξηγήσει στα τουρκικά ή να διαβάσει την καραμανλίδικη εκδοχή του κειμένου.41

Οι σχέσεις των μουσουλμάνων και των χριστιανών ήταν καλές, ενώ οι μουσουλμάνοι συμμετείχαν στις γιορτές των χριστιανών και αντίστροφα. Γι’ αυτό το λόγο το 1920 οι μουσουλμάνοι της Νίκαιας δε συμμετείχαν στις βιαιοπραγίες εναντίον των ορθοδόξων της κωμόπολης.42

6. Η πόλη

Το 1331, μετά την κατάληψη και τη μεταφορά της πρωτεύουσας στη Νίκαια, δόθηκε από τους Οθωμανούς ιδιαίτερη προσοχή στην κατασκευή δημόσιων κτηρίων· έως το 1402, την εποχή της κατάληψης της πόλης από τον Ταμερλάνο, είχαν χτιστεί περίπου 20 δημόσια κτήρια. Το 15ο αιώνα η οικογένεια Çandarlı43 έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αρχιτεκτονική της κωμόπολης, με την ίδρυση του τζαμιού του Mahmud Çelebi το 1442-1443. Η παρακμή της αρχιτεκτονικής δραστηριότητας ξεκινά από το 16ο αιώνα.44 Στα μέσα του 16ου αιώνα χτίστηκαν ένα χαμάμ και ένα καραβανσεράι. Επίσης, αναφέρεται η επισκευή του ναού της Αγίας Σοφίας –που είχε μετατραπεί σε τζαμί– από τον αρχιτέκτονα Sinan, στον οποίο είχαν προκληθεί ζημιές από πυρκαγιά. Μετά τα μέσα του 16ου αιώνα δεν υπάρχουν πληροφορίες για επισκευές κτισμάτων, ούτε για κατασκευή κάποιου δημόσιου κτηρίου.45 Το 1648, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Εβλιά Τσελεμπή, υπήρχαν 7 μεντρεσέδες, 46 δημοτικά σχολεία (mekteb), 600 καταστήματα, 2 χαμάμ, 7 τεκέδες, 7 ιμαρέτια, 7 πηγές, 9 εργαστήρια κεραμικής,46 18 μικρά τζαμιά και 6 μεγάλα.47 Μετά την παρακμή της πόλης από το 17ο αιώνα είναι φανερό ότι η κεντρική διοίκηση όχι μόνο δεν κατασκεύαζε αλλά ούτε επισκεύαζε δημόσια κτήρια. Στα τέλη του 18ου αιώνα, τα περισσότερα δημόσια κτήρια ήταν κατεστραμμένα.48 Η κατάσταση συνεχίζεται απαράλλαχτη έως τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν για παράδειγμα μαρτυρείται η καταστροφή του γνωστού ναού της Αγίας Σοφίας.49

Τον 20ό αιώνα υπήρχαν 7 παντοπωλεία, 7 σιδεράδικα, 3 πεταλωτήρια που ανήκαν σε μουσουλμάνους, καθώς και πολλά άλλα καταστήματα. Επίσης υπήρχαν 4 χάνια, ένα ελληνικό και 3 μουσουλμανικά, και 3 μεγάλα καφενεία, από τα οποία το ένα ήταν ελληνικό.50

Σύμφωνα με τις πληροφορίες των Ευρωπαίων περιηγητών από το 16ο έως 19ο αιώνα, η κατάσταση των σπιτιών της Νίκαιας δεν ήταν καλή. Τα περισσότερα σπίτια ήταν χτισμένα από πηλό. Οι μουσουλμάνοι και οι χριστιανοί ορθόδοξοι ζούσαν σε χωριστές συνοικίες.

Η ύδρευση της Νίκαιας γινόταν μέσω του αρχαίου υδραγωγείου, το οποίο βρισκόταν στα ανατολικά της κωμόπολης. Στα περισσότερα σπίτια υπήρχαν πηγάδια, αλλά αυτό το νερό χρησιμοποιούνταν για πότισμα. Στις αρχές του 20ού αιώνα όλοι οι δρόμοι ήταν λιθόστρωτοι και υπήρχε δημοτικός φωτισμός. Στην κωμόπολη υπήρχαν 4 πύλες. Η κεντρική πύλη ονομαζόταν Πύλη της Κωνσταντινούπολης (İstambul Kapusu) και βρισκόταν στο βορρά. Η ανατολική ονομαζόταν Πύλη της Λεύκης (Lefke Kapusu). Η Πύλη Γενίσεχιρ (Yenişehir Kapusu) βρισκόταν στα νότια. Από αυτή την πύλη εισέβαλε στη Νίκαια ο Ορχάν με τα στρατεύματά του. Η τέταρτη ονομάζεται Πύλη της Λίμνης (Göl Kapusu) και βρίσκεται προς τα δυτικά.

7. Οικονομία

Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την οικονομική ζωή στη Νίκαια το 14ο αιώνα και μετά την οθωμανική κατάκτηση. Είναι πάντως φανερό ότι η οικονομία ανθούσε χάρη στην παραγωγή κεραμικών. Στα τέλη του 15ου αιώνα μπήκε σε νέα περίοδο οικονομικής άνθισης.51 Το 16ο αιώνα η παραγωγή κεραμικής συνεχίζει να είναι σημαντική. Μόνο το 1525-1526 στην πόλη ζούσαν 550 τεχνίτες, 41 ζωγράφοι και 10 κατασκευαστές κεραμικών πλακιδίων.52 Οι τεχνίτες επέλεγαν να εγκατασταθούν στη Νίκαια επειδή αυτή βρισκόταν κοντά στην Κωνσταντινούπολη και είχε ιδρυθεί στη διασταύρωση σημαντικών εμπορικών δρόμων· επίσης, βρισκόταν κοντά στη θάλασσα. Άλλος σημαντικός λόγος που μπορούμε να αναφέρουμε ήταν η ύπαρξη πρώτων υλών στην περιοχή. Πάντως, η πιο λογική αιτία ήταν ότι στη Νίκαια υπήρχε παράδοση στην παραγωγή κεραμικών από τη Βυζαντινή περίοδο. Γενικά, το 16ο αιώνα παρατηρείται ακμή της τέχνης στη Νίκαια. Δεν ασχολούνταν μόνο οι μουσουλμάνοι με την παραγωγή κεραμικής, αλλά το 17ο αιώνα παρατηρούμε και χριστιανούς τεχνίτες.53 Από το 15ο έως το 17ο αιώνα η Νίκαια ήταν το σημαντικότερο κέντρο παραγωγής κεραμικής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μετά την παρακμή της κωμόπολης στις αρχές του 18ου αιώνα, ο Αχμέτ Γ΄ μετέφερε τη βιοτεχνία επισμαλτωμένων κεραμικών στην Κωνσταντινούπολη.54 Ως αποτέλεσμα αυτής της μεταφοράς παρατηρούμε ότι το 1716 οι βιοτεχνίες της κωμόπολης ήταν κλειστές.55 Έτσι, η Κιουτάχεια μετατράπηκε σε κέντρο κεραμικής στην περιοχή.56

Η κωμόπολη εφοδίαζε την αγορά της πρωτεύουσας, εκτός από κεραμικά, και με κάρβουνο.57 Στα τέλη του 17ου αιώνα μαρτυρείται ότι πραγματοποιούνταν παζάρι κάθε Τετάρτη.58

Σχεδόν από τα τέλη του 17ου αιώνα ξεκινά η παρακμή της κεραμικής της κωμόπολης. Έτσι η Νίκαια το 18ο αιώνα είχε μειωμένη οικονομική και εμπορική αξία. Το 1725 στην κωμόπολη εκτός από εμπόριο μεταξιού δεν παρατηρείται καμία άλλη εμπορική δραστηριότητα. Το μετάξι που αγόραζαν οι έμποροι στη Νίκαια το έστελναν στην Προύσα ή στην
Κίο (Gemlik) και από εκεί μεταφερόταν στην Κωνσταντινούπολη.59

Στα τέλη του 19ου αιώνα, η οικονομική κίνηση της κωμόπολης είχε ατονήσει και υπάρχουν αναφορές για άθλιες συνθήκες ζωής των κατοίκων.60

Τον 20ό αιώνα η κωμόπολη λειτουργούσε ως εμπορικό κέντρο των γύρω χωριών. Κάθε εβδομάδα γινόταν παζάρι, στο οποίο συμμετείχαν οι κάτοικοι των γύρω χωριών, οι οποίοι έφερναν τα προϊόντα τους για να τα πωλήσουν ή έρχονταν για να αγοράσουν προϊόντα. Το εισαγωγικό εμπόριο της κωμόπολης γινόταν κυρίως από την Κωνσταντινούπολη μέσω του λιμανιού της Κίου και το εξαγωγικό εμπόριο πραγματοποιούνταν μέσω Καραμουρσαλί. Οι κάτοικοι προμηθεύονταν λάδι από τη Μυτιλήνη. Για μεταφορά προϊόντων μόνο σε περίπτωση ανάγκης, όπως στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, λόγω μεγαλύτερης ασφάλειας χρησιμοποιούσαν το σιδηρόδρομο. Τα σημαντικότερα προϊόντα της κωμόπολης ήταν ελιές, λάδι, δημητριακά, μετάξι και κυρίως σταφύλια. Η κτηνοτροφία ήταν ανύπαρκτη, ενώ με την αλιεία ασχολούνταν οι ψαράδες της Κίου, οι οποίοι πουλούσαν τα ψάρια τους στη Νίκαια.61

8. Διοίκηση

Στις αρχές του 19ου αιώνα υπεύθυνος για τη συλλογή και την πληρωμή των φόρων των χριστιανών ορθοδόξων ήταν ο μητροπολίτης.62 Για την ορθόδοξη κοινότητα της κωμόπολης του 19ου αιώνα δεν υπάρχουν πληροφορίες. Στις αρχές του 20ού αιώνα οι ορθόδοξοι είχαν πενταμελή εκκλησιαστική επιτροπή και τριμελή σχολική εφορεία.63 Οι χριστιανοί ορθόδοξοι, όπως και οι μουσουλμάνοι, είχαν το δικό τους μουχτάρη. Τον 20ό αιώνα στην κωμόπολη ιδρύθηκε δημαρχείο (Belediye) με μουσουλμάνο δήμαρχο.

9. Χριστιανικοί ναοί

Μετά την οθωμανική κατάκτηση, οι εκκλησίες της Νίκαιας μετατράπηκαν σε τζαμιά, όπως ο ναός της Αγίας Σοφίας. Προφανώς η μοναδική εκκλησία που δε μετατράπηκε σε τζαμί ήταν η Κοίμηση της Θεοτόκου, που λειτουργούσε έως τον 20ό αιώνα. Η Κοίμηση της Θεοτόκου ήταν ο μητροπολιτικός ναός των ορθοδόξων της κωμόπολης και βρισκόταν στο νότιο τμήμα της ελληνικής συνοικίας. Η εκκλησία υπαγόταν στη μητρόπολη Νικαίας, της οποίας η έδρα βρισκόταν στην Κίο. Ο ναός καταστράφηκε την εποχή των γεγονότων της Μικρασιατικής Εκστρατείας.64 Επίσης, στη Νίκαια υπήρχε και μία μικρή αρμενική εκκλησία που λειτουργούσε από το 17ο αιώνα.65

10. Σχολεία

Η ελληνική κοινότητα της Νίκαιας συντηρούσε σχολείο γύρω στα 1850.66 Το κτήριο του σχολείου βρισκόταν δίπλα στο ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου. Τον 20ό αιώνα υπήρχαν δύο τετρατάξια δημοτικά σχολεία, αρρεναγωγείο και παρθεναγωγείο. Στο αρρεναγωγείο δίδασκε ένας δάσκαλος και στο παρθεναγωγείο δύο δασκάλες.67




1. Raby, J., “İznik, un Village au Milieu des Jardins”, στο Atasoy, N.- Raby, J., Iznik. Τhe pottery of Ottoman Turkey (London – New York 1989), σελ. 20.

2. Şahin, İ. – Emecem, F., Osmanlılarda Divân – Bürokrasi – Ahkâm II Bâyezid Dönemine ait 906/1501 tarihli Ahkâm Defteri (İstanbul 1994), σελ. 82.

3. Akgündüz, A., Osmanlı kanunnâmeleri ve hukukî tahlilleri 5 (İstanbul 1994), σελ. 120.

4. Faroqhi, S., Making a living in the Ottoman Lands 1480-1820 (İstanbul 1995), σελ. 42.

5. Evliya Çelebi, Evliya Çelebi seyahetnamesi 3 (İstanbul 1314), σελ. 6.

6. Yurt Ansiklopedisi 3 (İstanbul 1982), σελ. 1641, βλ. λ. “İznik”.

7. Yurt Ansiklopedisi 3 (İstanbul 1982), σελ. 1670, βλ. λ. “İznik”.

8. Yurt Ansiklopedisi 3 (İstanbul 1982), σελ. 1670, βλ. λ. “İznik”.

9. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αρχεία Προφορικής Παράδοσης, επαρχία Βιθυνία, περιφέρεια Νίκαια, οικισμός Νίκαια, αρ. Β 97.

10. Raby, J., “İznik, un Village au Milieu des Jardins”, στο Atasoy, N.- Raby, J., Iznik. Τhe pottery of Ottoman Turkey (London – New York 1989), σελ. 20.

11. Yurt Ansiklopedisi 3 (İstanbul 1982), σελ. 1670, βλ. λ. “İznik”.

12. Raby, J., “İznik, un Village au Milieu des Jardins”, στο Atasoy, N. – Raby, J., Iznik. Τhe pottery of Ottoman Turkey (London – New York 1989), σελ. 20.

13. Battuta, I., Travels in Asia and Africa 1325-1354, Gibb, H.A.R. (μτφρ.), (London 1953), σελ. 136.

14. Γεννήθηκε το 1296. Ήταν αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης και μετά το θάνατό του, το 1359, ανακηρύχθηκε άγιος. Ήταν ο ηγέτης του ησυχαστικού θρησκευτικού κινήματος. Βλ. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 8 (Αθήναι 1929), σελ. 728-729, βλ. λ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκης» (Καψής, Ν.Κ.).

15. Raby, J., “İznik, un Village au Milieu des Jardins”, στο Atasoy, N. – Raby, J., Iznik. Τhe pottery of Ottoman Turkey (London – New York 1989), σελ. 20.

16. Raby, J., “İznik, un Village au Milieu des Jardins”, στο Atasoy, N. – Raby, J., Iznik. Τhe pottery of Ottoman Turkey (London – New York 1989), σελ. 20.

17. Βλ. Öztüre, A., Resim-fotoğraf-belgelerle Brunga Yarımca tarihi (İstanbul 1971), σελ. 76· Ambraseys, N.N. – Finkel, C.F., The seismicity of Turkey and adjacent areas: A historical review, 1500-1800 (İstanbul 1995), σελ. 41.

18. Raby, J., “İznik, un Village au Milieu des Jardins”, στο Atasoy, N. – Raby, J., Iznik. Τhe pottery of Ottoman Turkey (London – New York 1989), σελ. 20.

19. Raby, J., “İznik, un Village au Milieu des Jardins”, στο Atasoy, N. – Raby, J., Iznik. Τhe pottery of Ottoman Turkey (London – New York 1989), σελ. 21.

20. Pococke, R., A description of the east and some other countries 2: Part I: Observations on Palestine or the Holy Land, Syria, Mesopotamia, Cyprus, and Candia, Part II: Οbservations on the lands of the Archipelago, Asia Minor, Thrace, Greece, and other Parts of Europe (London 1745), σελ. 123· Raby, J., “A seventeenth century description of Iznik-Nicaea”, Istanbuler Mitteilungen 26 (1976), σελ. 166.

21. Dallaway, J., Constantinople ancient and Modern with excursion to the shores and islands of the Archipelago and to the Troad (London 1797), σελ. 169.

22. Yurt Ansiklopedisi 3 (İstanbul 1982), σελ. 1670, βλ. λ. “İznik”· Bent, TH.J., “The city of the Creed”, στο Harris, F. (επιμ.), The Fortnightly Review (London 1890), σελ. 225.

23. Αδαμαντιάδης, Β., «Εκθέσεις επί της εις ανθρώπινας υπάρξεις και εις χρήμα απώλειας συνεπεια της εκριζώσεως του Ελληνισμού της Βορειοδυτικής Μικράς Ασίας», Μικρασιατικά Χρονικά Ζ (1957), σελ. 87.

24. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 18 (Αθήνα 1932), σελ. 276, βλ. λ. «Νίκαια» (Σπυρόπουλος, Ν.Κ.).

25. Battuta, I., Travels in Asia and Africa 1325-1354, Gibb, H.A.R. (μτφρ.), (London 1953), σελ. 136.

26. Atasoy, N., “The survival of İznik pottery in Turkey”, στο Atasoy, N. – Raby, J., Iznik. Τhe pottery of Ottoman Turkey (London – New York 1989), σελ. 14.

27. Raby, J., “A seventeenth century description of Iznik-Nicaea”, Istanbuler Mitteilungen 26 (1976), σελ. 170.

28. Raby, J., “İznik, un Village au Milieu des Jardins”, στο Atasoy, N. – Raby, J., Iznik. Τhe pottery of Ottoman Turkey (London – New York 1989), σελ. 20-21.

29. Evliya Çelebi, Evliya Çelebi seyahatnamesi 3 (İstanbul 1314), σελ. 6-8.

30. Covel, J., “Extracts from the diaries of Dr. John Covel 1670-1679”, στο Bent, J.Th. (επιμ.),  Early voyages and travels in the Levant (London 1793), σελ. 281.

31. Raby, J., “A seventeenth century description of Iznik-Nicaea”, Istanbuler Mitteilungen 26 (1976), σελ. 162.

32. Pococke, R., A description of the east and some other countries 2, Part I: Observations on Palestine or the Holy Land, Syria, Mesopotamia, Cyprus, and Candia, Part II: observations on the lands of the Archipelago, Asia Minor, Thrace, Greece, and other Parts of Europe (London 1745), σελ. 123.

33. Yurt Ansiklopedisi 3 (İstanbul 1982), σελ. 1670, βλ. λ. “İznik”.

34. Raby, J., “İznik, un Village au Milieu des Jardins”, στο Atasoy, N. – Raby, J., Iznik. Τhe pottery of Ottoman Turkey (London – New York 1989), σελ. 369, σημ. 29.

35. Bent, TH.J., “The city of the Creed”, στο Harris, F. (επιμ.), The Fortnightly Review (London 1890), σελ. 225.

36. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αρχεία Προφορικής Παράδοσης, Περιφέρεια Νίκαια, Επαρχία Βιθυνία, οικισμός Νίκαια, αρ. Β 97.

37. Αδαμαντιάδης, Β., «Εκθέσεις επί της εις ανθρώπινας υπάρξεις και εις χρήμα απώλειας συνέπεια της εκριζώσεως του Ελληνισμού της Βορειοδυτικής Μικράς Ασίας», Μικρασιατικά Χρονικά Ζ (1957), σελ. 87.

38. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας. Φυσική σύστασις της χώρας, πολιτική γεωγραφία, φυσικός πλούτος (Αθήναι 1922), σελ. 290-291.

39. Patriarcat Οecumenique, Les atrocités Kémalistes dans les régions du Pont et dans le reste de l’Anatolie (Κωνσταντινούπολις 1922), σελ. 222.

40. Raby, J., “İznik, un Village au Milieu des Jardins”, στο Atasoy, N. – Raby, J., Iznik. Τhe pottery of Ottoman Turkey (London – New York 1989), σελ. 22.

41. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αρχεία Προφορικής Παράδοσης, επαρχία Βιθυνία, περιφέρεια Νίκαια, οικισμός Νίκαια, αρ. Β 97.

42. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αρχεία Προφορικής Παράδοσης, επαρχία Βιθυνία, περιφέρεια Νίκαια, οικισμός Νίκαια, αρ. Β 97.

43. Ήταν γνωστή οικογένεια το 14ο και 15ο αιώνα. Το σημαντικότερο μέλος της οικογένειας ήταν ο Kara Halil Hayreddin Çandarlı, που είχε καταλάβει αρκετές σημαντικές θέσεις στη Οθωμανική Αυτοκρατορία –π.χ. καδής της Νίκαιας– και αργότερα υπηρέτησε ως βεζίρης. Επίσης είχε σημαντικό ρόλο στην οργάνωση του στρατού. Βλ. İslâm Ansiklopedisi 3 (İstanbul 1993), σελ. 351-357, βλ. λ. “Çandarlı” (Uzunçarşılı, İ.H).

44. Raby, J., “İznik, un Village au Milieu des Jardins”, στο Atasoy, N.- Raby, J., Iznik. Τhe pottery of Ottoman Turkey (London – New York 1989), σελ. 20.

45. Raby, J., “İznik, un Village au Milieu des Jardins”, στο Atasoy, N.- Raby, J., Iznik. Τhe pottery of Ottoman Turkey (London – New York 1989), σελ. 21.

46. Evliya Çelebi, Evliya Çelebi seyahatnaması 3 (İstanbul 1314), σελ. 7-8.

47. Raby, J., “A seventeenth century description of Iznik-Nicaea”, Istanbuler Mitteilungen 26 (1976), σελ. 159.

48. Dallaway, J., Constantinople ancient and Modern with excursion to the shores and ilands of the Archipelago and to the Troad (London 1797), σελ. 169.

49. Bent, TH.J., “The city of the Creed”, στο Harris, F. (επιμ.), The Fortnightly Review (London 1890), σελ. 227.

50. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αρχεία Προφορικής Παράδοσης, επαρχία Βιθυνία, περιφέρεια Νίκαια, οικισμός Νίκαια, αρ. Β 97.

51. Atasoy, N., “The survival of İznik pottery in Turkey”, στο Atasoy, N. – Raby, J., Iznik. Τhe pottery of Ottoman Turkey (London – New York 1989), σελ. 14.

52. Yurt Ansiklopedisi 3 (İstanbul 1982), σελ. 1670, βλ. λ. “İznik”.

53. Raby, J., “İznik, un Village au Milieu des Jardins”, στο Atasoy, N. – Raby, J., Iznik. Τhe pottery of Ottoman Turkey (London – New York 1989), σελ. 22.

54. Raby, J., “İznik, un Village au Milieu des Jardins”, στο Atasoy, N. – Raby, J., Iznik. Τhe pottery of Ottoman Turkey (London – New York 1989), σελ. 22.

55. Yurt Ansiklopedisi 3 (İstanbul 1982), σελ. 1670, βλ. λ. “İznik”.

56. Raby, J., “Diyarbakır: A rival to Iznik a sixteenth century tile industry in Eastern Anatolia”, Istanbuler Mitteilungen 27-28 (1977-1978), σελ. 429.

57. Faroqhi, S., Τowns and townsmen of Ottoman Anatolia: trade, crafts and food production in an urban setting, 1520-1650 (Cambridge-London-New York-Melbourne-Sydney 1984), σελ. 80.

58. Raby, J., “A seventeenth century description of Iznik-Nicaea”, Istanbuler Mitteilungen 26 (1976), σελ. 159.

59. Pococke, R., A description of the east and some other countries 2, Part I: Observations on Palestine or the Holy Land, Syria, Mesopotamia, Cyprus, and Candia, Part II: Οbservations on the lands of the Archipelago, Asia Minor, Thrace, Greece, and other Parts of Europe (London 1745), σελ. 123.

60. Bent, TH.J., “The city of the Creed”, στο Harris, F. (επιμ.), The Fortnightly Review (London 1890), σελ. 225.

61. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αρχεία Προφορικής Παράδοσης, επαρχία Βιθυνία, περιφέρεια Νίκαια, οικισμός Νίκαια, αρ. Β 97.

62. Kinneir, J.M., Journey through Asia Minor, Armenia and Koordistan in the years 1813 and 1814 (London 1818), σελ. 24.

63. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αρχεία Προφορικής Παράδοσης, επαρχία Βιθυνία, περιφέρεια Νίκαια, οικισμός Νίκαια, αρ. Β 97.

64. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αρχεία Προφορικής Παράδοσης, επαρχία Βιθυνία, περιφέρεια Νίκαια, οικισμός Νίκαια, αρ. Β 97· Αδαμαντιάδης, Β., «Εκθέσεις επί της εις ανθρώπινας υπάρξεις και εις χρήμα απώλειας συνέπεια της εκριζώσεως του Ελληνισμού της Βορειοδυτικής Μικράς Ασίας», Μικρασιατικά Χρονικά Ζ (1957), σελ. 88.

65. Raby, J., “A seventeenth century description of Iznik-Nicaea”, Istanbuler Mitteilungen 26 (1976), σελ. 183· Pococke, R., A description of the east and some other countries 2, Part I: Observations on Palestine or the Holy Land, Syria, Mesopotamia, Cyprus, and Candia, Part II: observations on the lands of the Archipelago, Asia Minor, Thrace, Greece, and other Parts of Europe (London 1745), σελ. 122.

66. Σολδάτος, Χ., Η εκπαιδευτική και πνευματική κίνηση του Ελληνισμού της Μ. Ασίας (1800-1922) Α: Η Γέννηση και η εξέλιξη των σχολείων (Αθήνα 1989), σελ. 93.

67. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αρχεία Προφορικής Παράδοσης, επαρχία Βιθυνία, περιφέρεια Νίκαια, οικισμός Νίκαια, αρ. Β 97.