Νικομηδείας Μητρόπολις (Οθωμανική Περίοδος)

1. Γενικά ιστορικά

1.1. 14ος -17ος αιώνας

Η εκκλησιαστική αρχή Νικομηδείας αποτελεί την αρχαιότερη του χώρου της Βιθυνίας και μία από τις αρχαιότερες γενικότερα, αφού η εκκλησιαστική παράδοση αναφέρει ως πρώτο επίσκοπό της τον Πρόχωρο ήδη από τον 1ο αι. μ.Χ., ενώ υφίσταται θετική αναφορά στην ύπαρξη της επισκοπής κατά το έτος 170 μ.Χ. Η ιστορική αυτή παράδοση συντέλεσε στην απόδοση ιδιαίτερου κύρους στη μητρόπολη Νικομηδείας, της οποίας ο αρχιερέας υπήρξε ο παλαιότερος μητροπολίτης στην επαρχία Βιθυνίας και ο πρώτος που έφερε τον τίτλο του «εξάρχου πάσης Βιθυνίας». Το κύρος αυτό δε μειώθηκε από το γεγονός ότι η μητρόπολη Νικομηδείας υπήρξε προπύργιο του αρειανισμού. Αντίθετα, η συμβολική και ιεραρχική εξύψωση των άλλων δύο μητροπόλεων της Βιθυνίας, Νικαίας και Χαλκηδόνας, λόγω των οικουμενικών συνόδων που πραγματοποιήθηκαν εκεί, συμπαρέσυρε και τη μητρόπολη Νικομηδείας, η οποία διατήρησε το αυξημένο κύρος και την ιεραρχική της κατάταξη μεταξύ αυτών. Αν και οι τρεις πλέον μητροπολίτες μοιράζονταν τον τίτλο του «εξάρχου πάσης Βιθυνίας», ο μητροπολίτης Νικομηδείας παρέμενε μία θέση πιο πάνω στη σειρά τάξης από τους Νικαίας και Χαλκηδόνας (καταλάμβανε τη ζ΄ σειρά τάξης έναντι των η΄ και θ΄ των άλλων δύο μητροπόλεων)1.

Το αυξημένο κύρος της μητρόπολης Νικομηδείας οφειλόταν όχι μόνο στην ιστορική παράμετρο της αρχαιότητάς της, αλλά και στην πρακτική διάσταση της εγγύτητάς της στην Κωνσταντινούπολη, στοιχείο που χαρακτήριζε όλες τις μητροπόλεις της Βιθυνίας αλλά και της Θράκης, και σήμαινε ότι οι αρχιερείς τους μπορούσαν να μετέχουν συχνά στην ιερά σύνοδο του Πατριαρχείου χωρίς παράλληλα να απέχουν από τα ποιμεναρχικά καθήκοντα στις επαρχίες τους. Ο συνδυασμός των δύο παραμέτρων υπήρξε καθοριστικός για την επιβίωση της μητρόπολης στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, όπως άλλωστε και για τις άλλες γειτονικές μητροπόλεις, Νικαίας και Χαλκηδόνας.

Η Νικομήδεια υπήρξε η τελευταία πόλη της Μικράς Ασίας που παρέμενε κάτω από βυζαντινή κυριαρχία κατά τις πρώτες δεκαετίες του 14ου αιώνα, ως την κατάληψή της από τους Οθωμανούς (1337), αλλά η μακρόχρονη κατάσταση πολιορκίας κάτω από την οποία βρισκόταν και οι επιπτώσεις της κατάληψής της επέδρασαν δυσμενώς στη δυνατότητά της να λειτουργεί ως έδρα ενεργού μητροπολίτη. Τελευταίος μητροπολίτης που μαρτυρείται κατά το 14ο αιώνα και πριν από την οθωμανική κατάληψη της πόλης είναι ο Μάξιμος (1324-1327) και έκτοτε αρχίζει μια μακρά περίοδος κατά την οποία ο αρχιερατικός θρόνος της Νικομήδειας μένει κενός ή ο τίτλος του μητροπολίτη Νικομηδείας εκχωρείται «κατ’ επίδοσιν» σε άλλο αρχιερέα.2 Επισκοπικός κατάλογος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που αποδίδει τα δεδομένα του 14ου αιώνα, μνημονεύει το μητροπολίτη Ουγγρίας και Πλαγηνών ως «τον τόπον επέχοντα» του μητροπολίτη Νικομηδείας.3 Ο μητροπολίτης Μακάριος που μνημονεύεται μεταξύ των ετών 1385 και 1397 είναι αμφίβολο αν άσκησε ουσιαστικά τα καθήκοντά του, αφού το 1401 ο αρχιερατικός θρόνος της Νικομήδειας μαρτυρείται εκ νέου ως κενός και η επαρχία εκχωρήθηκε τότε στον Προύσας.4

Μητροπολίτες Νικομηδείας μαρτυρούνται έκτοτε σποραδικά στη διάρκεια του 15ου αιώνα,5 αν και η οριστική επανενεργοποίηση της εκκλησιαστικής αρχής συντελείται μετά το 1453, στο πλαίσιο της συνολικής ανασυγκρότησης της εκκλησιαστικής διοίκησης στη Μικρά Ασία, μετά τη θεσμική ενσωμάτωση του Πατριαρχείου στις οθωμανικές δομές. Έτσι, ο μητροπολίτης Νικομηδείας μνημονεύεται και σε επισκοπικό κατάλογο του Οικουμενικού Πατριαρχείου που θεωρείται ότι αποδίδει τα δεδομένα του 16ου αιώνα, καθώς και στα δύο σωζόμενα πατριαρχικά μπεράτια του 1483 και του 1525.6 Η υπερσυγκέντρωση μητροπόλεων στο χώρο της Βιθυνίας (Χαλκηδόνας, Νικομηδείας, Νικαίας, Προύσας, Κυζίκου) σε μια εποχή κατά την οποία λίγες μόνο μητροπόλεις επιβίωναν σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία και κάλυπταν εκτεταμένες περιοχές οφείλεται και στο αυξημένο κύρος κάποιων από τις μητροπόλεις αυτές ως τόπων τέλεσης οικουμενικών συνόδων και υψηλής θέσης στην ιεραρχική τάξη (Χαλκηδόνας, Νικομηδείας, Νικαίας), αλλά και στον πιο πρακτικό λόγο της γειτνίασης με την Κωνσταντινούπολη, που εκείνη την εποχή επέτρεπε στους αρχιερείς τους να βρίσκονται συχνά ή και να διαμένουν μόνιμα εκεί, να μετέχουν στην ιερά σύνοδο και παράλληλα να μπορούν να διατηρούν τακτική επικοινωνία με το χώρο της διοίκησής τους.7

Η έδρα της μητρόπολης Νικομηδείας παρέμενε σταθερά στην ίδια τη Νικομήδεια (Iznikmid), σε αντίθεση με άλλων μητροπόλεων που είχε μεταφερθεί σε άλλη πόλη, όπως π.χ. της Νικαίας που σε απροσδιόριστο χρόνο είχε μεταφερθεί στην Κίο· το στοιχείο αυτό υποδηλώνει ότι η πόλη διατηρούσε χριστιανικό πληθυσμό. Η έκταση της επαρχίας όμως που περιοριζόταν σε τμήμα μόνο του σαντζακιού του Koca-ili (Μεσοθυνία), το οποίο η επαρχία Νικομηδείας μοιραζόταν με αυτή της Χαλκηδόνας, σήμαινε ότι το αριθμητικό μέγεθος του ποιμνίου θα ήταν μικρό και δε θα μπορούσε να εξασφαλίζει παρά μόνο πενιχρούς πόρους για τη συντήρηση της εκκλησιαστικής αρχής και του μητροπολίτη, δεδομένης και της εξασθένισης του χριστιανικού στοιχείου στη διάρκεια της οθωμανικής κατάκτησης αλλά και μετά. Για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος η αρμοδιότητα της μητρόπολης Νικομηδείας επεκτάθηκε στην περιοχή της Απολλωνιάδας και του Μιχαλιτσίου, σε χώρο δηλαδή με τον οποίο δεν υπήρχε εδαφική συνέχεια αναφορικά με τον εδαφικό πυρήνα της επαρχίας. Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που συνεπαγόταν η εδαφική διάσπαση της επαρχίας Νικομηδείας, κατά την Πρώιμη Οθωμανική περίοδο είχε προβλεφθεί η συγκρότηση ιδιαίτερης εκκλησιαστικής αρχής, της επισκοπής Απολλωνιάδας, κάτω από την αρμοδιότητα του μητροπολίτη Νικομηδείας. Η ύπαρξη της επισκοπής Απολλωνιάδας, που μαρτυρείται και στον επισκοπικό κατάλογο του 16ου αιώνα,8 αποτελεί μία από τις ελάχιστες γνωστές περιπτώσεις της ύπαρξης εξαρτημένων επισκοπών στο μικρασιατικό χώρο κατά την Οθωμανική εποχή (άλλες γνωστές περιπτώσεις αφορούν μόνο την επαρχία Τραπεζούντας) και η εξήγηση του φαινομένου συνδέεται με ειδικές συνθήκες συγκρότησης του χώρου αρμοδιότητας μιας εκκλησιαστικής επαρχίας.

1.2. 18ος – 20ός αιώνας

Σημαντικό πλεονέκτημα της μητρόπολης Νικομηδείας, όπως και των άλλων βιθυνιακών μητροπόλεων, ήταν η γειτνίαση με την Κωνσταντινούπολη που επέτρεπε στους μητροπολίτες να μετέχουν τακτικά στην ιερά σύνοδο χωρίς αυτό να συνεπάγεται τη μακρά απουσία τους από τις επαρχίες. Θεωρούνταν έτσι αυξημένου κύρους και ισχύος και η κατοχή τους επιδιωκόταν από τους πιο διακεκριμένους και φιλόδοξους εκκλησιαστικούς άνδρες. Αυτό το άτυπο ως τότε προνομιακό καθεστώς επισημοποιήθηκε το 1757, οπότε θεσπίστηκε με σουλτανικό μπεράτι η ονομαζόμενη «αρχή του γεροντισμού».

Οι χαρακτηριζόμενοι ως «γέροντες» μητροπολίτες ήταν οι πέντε που προέρχονταν από τις πλέον κοντινές στην Κωνσταντινούπολη επαρχίες, Ηρακλείας, Κυζίκου, Νικαίας, Νικομηδείας, Χαλκηδόνας, και θεωρούνταν ότι μπορούσαν να μένουν μόνιμα στην Κωνσταντινούπολη. Με το διάταγμα του 1757 καθιερώθηκε η μόνιμη παρουσία τους στην ιερά σύνοδο και η συγκρότησή τους σε σώμα ανώτερο της ολομέλειας, η δυνατότητα άμεσης παράστασής τους στο σουλτάνο και η αρμοδιότητά τους να ανακοινώνουν την επιλογή του νέου πατριάρχη ή την πρόταση καθαίρεσής του. Θεωρητικά αντιπροσώπευαν τη βούληση του συνόλου των συνοδικών αρχιερέων, στην πράξη όμως οι πατριάρχες τέθηκαν κάτω από την άτυπη κηδεμονία αυτού του σώματος και των συνδεδεμένων με αυτό ομάδων συμφερόντων.9

Η συμπερίληψη του μητροπολίτη Νικομηδείας στην επιτροπή των πέντε μητροπολιτών ήταν φυσική απόρροια της γεωγραφικής θέσης της επαρχίας και του αναβαθμισμένου ρόλου που εκ των πραγμάτων αυτός έπαιζε στις πατριαρχικές υποθέσεις.

Από τα μέσα του 19ου αιώνα η μητρόπολη Νικομηδείας μετέχει στις ιστορικές εξελίξεις που συνδέονται με την πληθυσμιακή επαύξηση και την οικονομική ανάπτυξη του ορθόδοξου χριστιανικού στοιχείου, τη θεσμοθετημένη ανάδειξη των μητροπολιτών ως κορυφαίων εκπροσώπων των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων στην επαρχιακή διοίκηση, την ανάπτυξη της παιδείας ως επί το πλείστον μέσα από θεσμούς ελεγχόμενους από τις εκκλησιαστικές αρχές. Η δημογραφική επαύξηση του ελληνορθόδοξου στοιχείου και στη βορειοδυτική Μικρά Ασία είχε σαν αποτέλεσμα την εξασφάλιση επαρκούς πληθυσμιακής βάσης και για τη μητρόπολη Νικομηδείας, καθώς και μια ιδιαίτερη οικονομική ευρωστία. Με βάση την ετήσια επιχορήγηση προς το Εθνικό Ταμείο και τον πατριάρχη, που καθορίστηκε το 1860-1862, η μητρόπολη Νικομηδείας κατατάσσεται στην 6η θέση μεταξύ 14 μικρασιατικών μητροπόλεων, αν και από πλευράς πληθυσμού καταλάμβανε μόλις τη 19η θέση μεταξύ 23 επαρχιών, σύμφωνα με στοιχεία που θεωρείται ότι απεικονίζουν την κατάσταση γύρω στο 1912 (ο πληθυσμός είναι μικρότερος σε σχέση με άλλες μικρασιατικές μητροπόλεις λόγω της μικρής έκτασής της).10

2. Γεωγραφικός χώρος και δημογραφική κατάσταση

Ήδη από την Πρώιμη Οθωμανική περίοδο η επαρχία Νικομηδείας αποτελούνταν από δύο διακριτά και ασυνεχή από εδαφικής πλευράς τμήματα, την περιφέρεια της ίδιας της Νικομήδειας στη Μεσοθυνία και την περιοχή της Απολλωνιάδας. Η γειτνίαση της επαρχίας Νικομηδείας με τρεις άλλες επαρχίας, Προύσας, Νικαίας και Χαλκηδόνας, προφανώς περιόριζε εξαιρετικά το χώρο αρμοδιότητας της μητρόπολης, ενώ και από πληθυσμιακής άποψης οι δυνατότητες της επαρχίας πρέπει να ήταν οριακές. Στην περιοχή της Μεσοθυνίας (Koca-ili), την οποία ούτως ή άλλως η μητρόπολη Νικομηδείας μοιραζόταν με αυτή της Χαλκηδόνας, ο Barkan αναφέρει την ύπαρξη μόνο 27 χριστιανικών νοικοκυριών για την περίοδο 1520-1535, αριθμός που δύσκολα μπορούμε να δεχτούμε ότι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, όσο και αν ήταν δεδομένη η σημαντική εξασθένιση του χριστιανικού στοιχείου. Για την περίοδο 1570-1580 αναφέρονται 1993 νοικοκυριά,11 αριθμός που φαίνεται πιο λογικός. Λόγω της γενικής και συγκεντρωτικής για ολόκληρη την επαρχία του Koca-ili καταγραφής των παραπάνω αριθμών δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ποιο ποσοστό του χριστιανικού πληθυσμού της περιοχής υπαγόταν στη μητρόπολη Χαλκηδόνας και ποιο στη Νικομηδείας. Εδαφικοί όμως και πληθυσμιακοί λόγοι προφανώς συντέλεσαν στην απόδοση και της περιοχής της Απολλωνιάδας στην επαρχία Νικομηδείας, η οποία μάλιστα παρέμεινε εκεί μέχρι τέλους.

Τα ακριβή όρια της επαρχίας Νικομηδείας μπορούν να καταγραφούν μόνο κατά την Ύστερη Οθωμανική περίοδο (τέλη 19ου – αρχές 20ού αιώνα). Στο χώρο της Μεσοθυνίας τα όριά της με την επαρχία Χαλκηδόνας βρίσκονταν στο Ρύσιον (Αρετσού) και ενσωμάτωνε μόνο την άμεση ενδοχώρα της Νικομήδειας, τον ίδιον καζά (Ιζμίτ) και τους καζάδες του Ανταπαζαρί,12 της Γιάλοβας, του Καραμουρσέλ και της Καντίρα. Το τμήμα της Απολλωνιάδας ουσιαστικά περιλάμβανε τον καζά του Μιχαλιτσίου, τμήμα του καζά Μουδανιών χωρίς την ίδια την πόλη και επίσης τη νήσο Καλόλιμνο (Ίμραλι).

Στην επαρχία της μητρόπολης Νικομηδείας καταγράφονται ως το 1922-1923 35 κοινότητες ελληνορθόδοξων στο μεσοθυνιακό τμήμα και 32 στο τμήμα Απολλωνιάδας, συνολικά 67 κοινότητες.13 Σε ό,τι αφορά τα πληθυσμιακά μεγέθη, σύμφωνα με συνολική καταγραφή του αριθμητικού δυναμικού των μητροπόλεων της Μικράς Ασίας που συντάχθηκε από το Σύλλογο Μικρασιατών «Ανατολή» το 1931 και θεωρείται ότι αποδίδει τα δεδομένα του 1912, η μητρόπολη Νικομηδείας παρουσιάζεται ως μία από τις λιγότερο πολυπληθείς με το ποίμνιό της να ανέρχεται σε 43.950 (δεν παραβλέπουμε όμως το γεγονός της σχετικά περιορισμένης έκτασής της).14 Αν στην περίπτωση άλλων επαρχιών τα δεδομένα αυτής της καταγραφής φαίνονται υπερβολικά ως προς το μέγεθος του ελληνορθόδοξου πληθυσμού, στην περίπτωση της επαρχίας Νικομηδείας αυτά παρουσιάζονται ιδιαίτερα χαμηλά σε σχέση με άλλους υπολογισμούς. Χαρακτηριστικά, η Αναγνωστοπούλου έχει αποκαταστήσει τα μεγέθη του ελληνορθόδοξου πληθυσμού της επαρχίας Νικομηδείας ως εξής:15

Καζάς

Ρωμιοί

Ιζμίτ

5.920

Γιάλοβα

10.218

Καραμουρσέλ

6.370

Ανταπαζαρί

6.565

Καντίρα

6.276

Μικαλίτς

21.508

Μουδανιά (μέρος)

3.272

Νήσος Καλόλιμνος

800

Γενικό σύνολο

60.929




1. Darrouzès, J., Notitiae Episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae (Παρίσι 1981), σελ. 419.

2. Fedalto, G., Hierarchia Ecclesiastica Orientalis. I. Patriarchatus Constantinopolitanus (Πάδοβα 1988), σελ. 95-96· Ζαχαριάδου, Ε., Δέκα Τουρκικά Έγγραφα για την Μεγάλη Εκκλησία (1483-1567) (Αθήνα 1996), σελ. 131.

3. Darrouzès, J., Notitiae Episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae (Παρίσι 1981), σελ. 418.

4. Fedalto, G., Hierarchia Ecclesiastica Orientalis. I. Patriarchatus Constantinopolitanus (Πάδοβα 1988), σελ. 95-96· Πατρινέλης, Χ.Γ., «Ειδήσεις για την ελληνική κοινότητα της Προύσας (15ος – 17ος αι.)», ΔΚΜΣ, 7 (1988-89), σελ. 23.

5. Fedalto, G., Hierarchia Ecclesiastica Orientalis. I. Patriarchatus Constantinopolitanus (Πάδοβα 1988), σελ. 95-96· Ζαχαριάδου, Ε., Δέκα Τουρκικά Έγγραφα για την Μεγάλη Εκκλησία (1483-1567) (Αθήνα 1996), σελ. 131.

6. Darrouzès, J., Notitiae Episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae (Παρίσι 1981), σελ. 419· Ζαχαριάδου, Ε., Δέκα Τουρκικά Έγγραφα για την Μεγάλη Εκκλησία (1483-1567) (Αθήνα 1996), σελ. 131, 157, 175.

7. Η πατρότητα της παραπάνω άποψης ανήκει στον ιστορικό Κωνσταντίνο Μουστάκα, που άσκησε την υψηλή εποπτεία συγγραφής του λήμματος.

8. Darrouzès, J., Notitiae Episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae (Παρίσι 1981), σελ. 419.

9. Κονόρτας, Π., Οθωμανικές Θεωρήσεις για το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Βεράτια για τους προκαθήμενους της Μεγάλης Εκκλησίας (17ος – αρχές 20ού αιώνα) (Αθήνα 1998), σελ. 128-134.

10. Σοφιανός, Α.Γ., «Πίνακες στατιστικοί εμφαίνοντες την Μικρασιατικήν Ελληνικήν εκπαίδευσιν εις τας 23 επαρχίας του Οικουμενικού Θρόνου», Αρχείον Πόντου 13 (1948), σελ. 254·  Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι. –1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1997), σελ. 394.

11. Barkan, Ö.L., “Essai sur les données statistiques des registres de recensement dans l’ empire ottoman aux Xve et XVIe siècles”, Journal of the Economic and Social History of the Orient 1 (1958), σελ. 30.

12. Από τους ελληνορθόδοξους του καζά Ανταπαζαρί, οι κάτοικοι μόνο της ίδιας της πόλης και δύο ακόμη οικισμών υπάγονταν στην αρμοδιότητα του Νικομηδείας. Σειρά άλλων χωριών του ίδιου καζά κατοικούνταν από ποντιακής καταγωγής μεταλλωρύχους που υπάγονταν στην αρμοδιότητα του Χαλδίας.

13. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι. –1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1997), Πίνακας: μητρόπολη Νικομηδείας.

14. Σοφιανός, Α.Γ., «Πίνακες στατιστικοί εμφαίνοντες την Μικρασιατικήν Ελληνικήν εκπαίδευσιν εις τας 23 επαρχίας του Οικουμενικού Θρόνου», Αρχείον Πόντου 13 (1948), σελ. 254· Στην κατάρτιση αυτού του πίνακα δεν έχει ληφθεί υπόψη η απόσπαση της επαρχίας Κυδωνιών από την Εφέσου (1908).

15. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι. –1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1997), Πίνακες: Ανεξ. Σαντζάκι Ιζμίτ, Βιλαγιέτ Προύσας.