Νομισματοκοπείο Αντιόχειας

1. Εισαγωγή

Το νομισματοκοπείο της Αντιόχειας αποτέλεσε το δεύτερο σημαντικότερο νομισματοκοπείο της Πρωτοβυζαντινής περιόδου έπειτα από αυτό της Κωνσταντινούπολης.1 Ιδρύθηκε επί Αναστασίου Α΄ (491-518) και παρέμεινε ενεργό –με κάποιες μικρές διακοπές– έως τη βασιλεία του Φωκά (602-610). Χαρακτηρίζεται από την αποκλειστική παραγωγή χάλκινων νομισμάτων. Τα προϊόντα του ωστόσο γνώρισαν ευρεία κυκλοφορία, καθώς τα βρίσκουμε σε θησαυρούς και ως μεμονωμένα ευρήματα σε όλες τις ανατολικές περιοχές της αυτοκρατορίας.

2. Παραγωγή

Το νομισματοκοπείο της Αντιόχειας εξέδωσε την πλήρη σειρά των χάλκινων υποδιαιρέσεων του 6ου αιώνα (φόλλεις, εικοσανούμμια, δεκανούμμια, πεντανούμμια, νούμμους), αν και όχι καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του. Τα προϊόντα του διακρίνονται εύκολα χάρη στη χρήση του διακριτικού του νομισματοκοπείου:2 αρχικά χρησιμοποιείται το ΑΝΤΙΧ ή παρόμοιο (Αντιόχεια), ενώ από το 529 και εξής χρησιμοποιούνται συντομεύσεις του νέου ονόματος της πόλης (Θεούπολις).3

Σε γενικές γραμμές η παραγωγή του νομισματοκοπείου υπήρξε πολύ μεγάλη και σκόπευε στην κάλυψη των αναγκών της βόρειας Συρίας, όπου το νομισματοκοπείο της Αντιόχειας αντιπροσωπεύεται με ποστοστό 29% στους θησαυρούς4 και 46,9% στα μεμονωμένα ευρήματα,5 καθώς και άλλων περιοχών της αυτοκρατορίας: σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη το ποσοστό παρουσίας της Αντιόχειας σε βαλκανικούς και μικρασιατικούς θησαυρούς της περιόδου 491-713 ανέρχεται στο 5,67% κατά μέσο όρο.6 Η ίδια μελέτη έδειξε ότι, όπως είναι αναμενόμενο, ο βαθμός παραγωγής του νομισματοκοπείου δεν ήταν πάντοτε ο ίδιος, αλλά παρουσίαζε διακυμάνσεις που οφείλονταν στην οργάνωση της παραγωγής –ήταν για παράδειγμα μεγαλύτερος στις αρχές του πενταετούς κύκλου (βλ. παρακάτω)–, αλλά και στις επικρατούσες πολιτικές συνθήκες. Έτσι, οι αλλαγές στις βυζαντινοπερσικές σχέσεις αντικατοπτρίζονται στη μείωση της παραγωγής την περίοδο 532-534 ύστερα από τη σύναψη ειρήνης με το Χοσρόη Α΄, στη νέα αύξησή της το διάστημα 532-534 ως συνέπεια της επανέναρξης των εχθροπραξιών το 573, καθώς και στη διατήρηση ενός σχετικά υψηλού βαθμού παραγωγής τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 6ου αιώνα.7

3. Οργάνωση του νομισματοκοπείου

Όπως και τα υπόλοιπα αυτοκρατορικά νομισματοκοπεία, της Αντιόχειας περιλάμβανε εργαστήρια. Θεωρητικά ο αριθμός τους δεν ξεπερνούσε τα τέσσερα, αν και μετά το 542 προστέθηκε και πέμπτο.8 Φαίνεται όμως πως το τρίτο εργαστήριο (Γ) ήταν υπεύθυνο για το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής, ιδιαίτερα κατά το β΄ μισό του 6ου αιώνα.9

Όσον αφορά την οργάνωση της παραγωγής, αυτή φαίνεται να στηριζόταν σε γενικές γραμμές σε πενταετείς κύκλους, γνωστούς ως lustra, οι οποίοι καθόριζαν την αλλαγή των συμπληρωματικών διακριτικών (subsidiary marks). Μολονότι μπορούμε να εντοπίσουμε το σύστημα αυτό με βεβαιότητα μόνο από τη βασιλεία του Ιουστινιανού και εξής, όταν οι μεγάλες χάλκινες υποδιαιρέσεις άρχισαν να φέρουν το έτος βασιλείας,10 πρέπει να ήταν σε εφαρμογή ήδη από την ίδρυση του νομισματοκοπείου: τα συμπληρωματικά διακριτικά της δεύτερης κοπής του Αναστασίου δεν άλλαξαν παρά μόνο μετά το τέλος του lustrum το 522, παρά το θάνατο του αυτοκράτορα και την αλλαγή εικονογραφικού τύπου το 518.11

Τέλος, χαρακτηριστική του νομισματοκοπείου αυτού ήταν η οικονομία στην παραγωγή και τη χρήση των μητρών. Όχι μόνο παλιές μήτρες επαναχρησιμοποιούνταν –με ή χωρίς επαναχάραξη–, αλλά κατασκευάζονταν μήτρες εμπροσθότυπου, οι οποίες μπορούσαν να αξιοποιηθούν για την κοπή περισσότερων από μία υποδιαιρέσεις.12

4. Κοπές

4.1. Αναστάσιος Α΄ (491-518)

Το νομισματοκοπείο της Αντιόχειας ιδρύθηκε επί Αναστασίου Α΄, ωστόσο όχι αμέσως έπειτα από τη νομισματική μεταρρύθμιση του 498, αλλά κάποια στιγμή μετά το 512 –πιθανώς το 516–, όταν το βάρος της φόλλεως είχε ήδη αυξηθεί.13 Στην πρώτη αυτή φάση το νομισματοκοπείο εξέδωσε φόλλεις, εικοσανούμμια, δεκανούμμια και πεντανούμμια.14 Από εικονογραφική άποψη αξίζει να αναφερθεί η χρήση συνδυασμού αστερίσκου και ημισέληνου (ήλιος και σελήνη αντίστοιχα) ως συμπληρωματικών διακριτικών, η οποία συνεχίστηκε και σε επόμενες βασιλείες και αποτέλεσε κατά κάποιο τρόπο χαρακτηριστικό του νομισματοκοπείου της Αντιόχειας (εικ. 1),15 καθώς και η εκτεταμένη χρήση στο πορτρέτο του αυτοκράτορα διαδήματος με σταυρό στην κορυφή, το οποίο φαίνεται να είχε θεολογικές προεκτάσεις και να σχετιζόταν με το ρόλο της Αντιόχειας ως κέντρο του μονοφυσιτισμού.16

4.2. Ιουστίνος Α΄ (518-527)

Επί Ιουστίνου Α΄ συνεχίστηκε η έκδοση των ίδιων υποδιαιρέσεων, στις οποίες προστέθηκαν και νούμμοι.17 Η μεγάλη ωστόσο καινοτομία της βασιλείας αυτής αφορά τα πεντανούμμια, όπου το διακριτικό του νομισματοκοπείου αντικαταστάθηκε από την απεικόνιση της Τύχης της Αντιοχείας κάτω από σχηματοποιημένο ναό με την προσωποποίηση του ποταμού Ορόντη στα πόδια της (εικ. 2). Πρότυπο του τύπου αυτού υπήρξε το περίφημο άγαλμα του Ευτυχίδη Σικυώνος (3ος αι. π.Χ.), το οποίο είχε χρησιμοποιηθεί και παλιότερα σε ρωμαϊκά νομίσματα.18

Η σύντομη περίοδος συμβασιλείας του Ιουστίνου Α΄ και του Ιουστινιανού Α΄ (527) αντιπροσωπεύεται στην Αντιόχεια από τέσσερις υποδιαιρέσεις (από φόλλεις έως πεντανούμμια), οι οποίες πρωτοτυπούν σε σχέση με τα υπόλοιπα νομισματοκοπεία, καθώς φέρουν στον εμπροσθότυπο τα πορτρέτα και των δύο συναυτοκρατόρων (εικ. 3).19

4.3. Ιουστινιανός Α΄ (527-565)

Επί Ιουστινιανού Α΄ η Αντιόχεια εξέδωσε την πλήρη σειρά από χάλκινες υποδιαιρέσεις.20 Όπως αναφέρθηκε ήδη, ο σεισμός του 528 οδήγησε στην αλλαγή του ονόματος της Αντιόχειας και του διακριτικού του νομισματοκοπείου. Παράλληλα, η απεικόνιση της Τύχης στα πεντανούμμια αντικαταστάθηκε –για λόγους ευλάβειας– από το διακριτικό αξίας Ε, του οποίου μάλιστα η κεντρική κεραία απέκτησε σχήμα σταυρού (εικ. 4).21

Η εφαρμογή της μεταρρύθμισης του 538/539, που μεταξύ άλλων οδήγησε στην αναγραφή του έτους βασιλείας στα νομίσματα,22 καθυστέρησε στην Αντιόχεια κατά ένα χρόνο (539/540)23 και διακόπηκε άμεσα λόγω της περσικής κατάκτησης της πόλης τον Ιούνιο του 540, η οποία προκάλεσε προσωρινό κλείσιμο του νομισματοκοπείου (540-542/543).24 Μια δεύτερη διακοπή, η οποία οφείλεται πιθανώς σε επιδημία πανώλης, μαρτυράται από το νομισματικό υλικό για την περίοδο 543-546/547.25 Ύστερα από τις διακοπές αυτές, η παραγωγή συνεχίστηκε κανονικά, αν και προς το τέλος της βασιλείας του Ιουστινιανού οι επιγραφές ήταν σχεδόν πάντοτε λανθασμένες, γεγονός το οποίο έδωσε αφορμή για διάφορες ερμηνείες χωρίς ωστόσο καμία να εμφανίζεται ικανοποιητική.26

4.4. Ιουστίνος Β΄ (565-578) – Μαυρίκιος (582-602)

Επί Ιουστίνου Β΄, Τιβερίου Β΄ (578-582) και Μαυρικίου το νομισματοκοπείο της Αντιόχειας ακολούθησε σε γενικές γραμμές το πρότυπο της Κωνσταντινούπολης, από το οποίο ωστόσο απέκλινε όσον αφορά τις λεπτομέρειες της εικονογραφίας, τα διακριτικά, την απόδοση των επιγραφών και την τεχνοτροπία.27

4.5. Φωκάς (602-610)

Οι κοπές του αυτοκράτορα αυτού υπήρξαν οι τελευταίες του βυζαντινού νομισματοκοπείου της Αντιόχειας (εικ. 5).28 Πιθανότατα, λόγω του περσικού κινδύνου, το νομισματοκοπείο παρήγε πολύ μεγάλες ποσότητες νομισμάτων: τα προϊόντα του εκπροσωπούνται στους θησαυρούς των περιοχών εκτός Συρίας σε ποσοστό 15%, το μεγαλύτερο από την έναρξη της λειτουργίας του.29




1. Grierson, P., Byzantine Coins (London 1982), σελ. 65· Hahn, W. – Metlich, M.A., Money of the Incipient Byzantine Empire (Anastasius I – Justinian I, 491-565) (Veröffentlichungen des Instituts für Numismatik und Geldgeschichte der Universität Wien 6, Wien 2000), σελ. 6.

2. Στην περίπτωση των υποδιαιρέσεων, που λόγω του μικρού μεγέθους τους δεν περιλαμβάνουν το διακριτικό του νομισματοκοπείου, η απόδοση στηρίζεται σε τεχνοτροπικά στοιχεία και στην ισχυρή παρουσία των συγκεκριμένων τύπων στο νομισματικό υλικό των ανασκαφών της περιοχής. Grierson, P., Byzantine Coins (London 1982), σελ. 66.

3. Η Αντιόχεια μετονομάστηκε σε Θεούπολιν μετά τον καταστροφικό σεισμό της 29ης Νοεμβρίου 528, με την ελπίδα να αποφευχθούν μελλοντικοί σεισμοί. Grierson, P., Byzantine Coins (London 1982), σελ. 66· Hahn, W. – Metlich, M.A., Money of the Incipient Byzantine Empire (Anastasius I – Justinian I, 491-565) (Veröffentlichungen des Instituts für Numismatik und Geldgeschichte der Universität Wien 6, Wien 2000), σελ. 60. Για τη θεολογική σημασία του ονόματος αυτού και τη χρήση του στα νομίσματα βλ. Salamon, M., “Theology and Coinage. The Name of Theoupolis on the Coins of Antioch”, στο Hackens, T. – Moucharte, G. (επιμ.), Actes du XIe Congrès international de Numismatique: organisé à l’occasion du 150e anniversaire de la Société royale de numismatique de Belgique (Bruxelles, 8-13 septembre 1991) III (Louvain-la-Neuve 1993), σελ. 15-20.

4. Για την περίοδο από τον Αναστάσιο Α´ έως το Μαυρίκιο (582-602) βλ. Pottier, H., Analyse d’un trésor de monnaies en bronze enfoui au VIe siècle en Syrie byzantine (Bruxelles 1983), σελ. 38-41.

5. Για την περίοδο από τον Αναστάσιο Α΄ έως τον Κώνσταντα Β΄ (641-668) βλ. Noeske, H.C., Die Münzfunde der ägyptischen Pilgerzentrums Abu Mina und die Vergleichsfunde aus des Dioecesen Aegyptus und Oriens vom 4. - 8. Jh. n. Chr. Prolegomena zu einer Geschichte des spätrömischen Münzumlaufs in Ägypten und Syrien Ι (Berlin 2000), σελ. 290.

6. Ο μέσος όρος αυτός προέρχεται από τα ποσοστά που αναφέρονται στο Morrisson, C. – Popović, V. – Ivanišević, V. κ.ά., Les trésors monétaires byzantins des Balkans et d’Asie Mineure (491-713) (Réalités byzantines 13, Paris 2006), σελ. 58 (εικ. 9).

7. Morrisson, C. – Popović, V. – Ivanišević, V. κ.ά., Les trésors monétaires byzantins des Balkans et d’Asie Mineure (491-713) (Réalités byzantines 13, Paris 2006), σελ. 55.

8. Hahn, W. – Metlich, M.A., Money of the Incipient Byzantine Empire (Anastasius I – Justinian I, 491-565) (Veröffentlichungen des Instituts für Numismatik und Geldgeschichte der Universität Wien 6, Wien 2000), σελ. 6, 61. Υπάρχουν και νομίσματα που φέρουν διακριτικά εργαστηρίου μεγαλύτερα από τον αριθμό αυτό (S, Ζ, Η), η ερμηνεία τους ωστόσο παραμένει προβληματική. Grierson, P., Byzantine Coins (London 1982), σελ. 66.

9. Grierson, P., Byzantine Coins (London 1982), σελ. 66.

10. Στις φόλλεις, τα εικοσανούμμια και τα δεκανούμμια του Ιουστινιανού που εκδόθηκαν μετά το 528, η πενταετής οργάνωση της παραγωγής είναι εμφανής στην περιοδική αλλαγή της συντόμευσης του ονόματος της πόλης (Θεούπολις) που χρησιμοποιείται στο διακριτικό του νομισματοκοπείου. Hahn, W. – Metlich, M.A., Money of the Incipient Byzantine Empire (Anastasius I – Justinian I, 491-565) (Veröffentlichungen des Instituts für Numismatik und Geldgeschichte der Universität Wien 6, Wien 2000), σελ. 61. Πρβλ. Grierson, P., Byzantine Coins (London 1982), σελ. 67, πίν. 2, και Hahn, W., Zur Münzprägung des frühbyzantinischen Reiches. Anastasius I. bis Phocas und Heraclius-Revolte, 491-610 (Wien 2005), σελ. 66-70.

11. Hahn, W. – Metlich, M.A., Money of the Incipient Byzantine Empire (Anastasius I – Justinian I, 491-565) (Veröffentlichungen des Instituts für Numismatik und Geldgeschichte der Universität Wien 6, Wien 2000), σελ. 30.

12. Hahn, W. – Metlich, M.A., Money of the Incipient Byzantine Empire (Anastasius I – Justinian I, 491-565) (Veröffentlichungen des Instituts für Numismatik und Geldgeschichte der Universität Wien 6, Wien 2000), σελ. 36-37, 41, 62· Hahn, W., Zur Münzprägung des frühbyzantinischen Reiches. Anastasius I. bis Phocas und Heraclius-Revolte, 491-610 (Wien 2005), σελ. 26, 40, 67, 70 όπου και συγκεκριμένα παραδείγματα.

13. Hahn, W. – Metlich, M.A., Money of the Incipient Byzantine Empire (Anastasius I – Justinian I, 491-565) (Veröffentlichungen des Instituts für Numismatik und Geldgeschichte der Universität Wien 6, Wien 2000), σελ. 30· Grierson, P., Byzantine Coins (London 1982), σελ. 65-66.

14. Όλες οι υποδιαιρέσεις φέρουν το διακριτικό νομισματοκοπείου ΑΝΤΧ, πλην των πεντανουμμίων που, λόγω μικρού μεγέθους, φέρουν μόνο δύο γράμματα (ΑΝ). Hahn, W., Zur Münzprägung des frühbyzantinischen Reiches. Anastasius I. bis Phocas und Heraclius-Revolte, 491-610 (Wien 2005), σελ. 26.

15. Hahn, W., Zur Münzprägung des frühbyzantinischen Reiches. Anastasius I. bis Phocas und Heraclius-Revolte, 491-610 (Wien 2005), σελ. 26· Grierson, P., Byzantine Coins (London 1982), σελ. 66. Ο συνδυασμός αστερίσκου και ημισέληνου πρωτοεμφανίστηκε στις φόλλεις του νομισματοκοπείου της Κωνσταντινούπολης, και πιο συγκεκριμένα σε αυτές του πέμπτου εργαστηρίου (Ε), το οποίο ήταν πιθανώς υπεύθυνο για την οργάνωση και την επίβλεψη του νομισματοκοπείου της Αντιόχειας στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του. Hahn, W. – Metlich, M.A., Money of the Incipient Byzantine Empire (Anastasius I – Justinian I, 491-565) (Veröffentlichungen des Instituts für Numismatik und Geldgeschichte der Universität Wien 6, Wien 2000), σελ. 30.

16. Hahn, W., Zur Münzprägung des frühbyzantinischen Reiches. Anastasius I. bis Phocas und Heraclius-Revolte, 491-610 (Wien 2005), σελ. 11, 26.

17. Hahn, W. – Metlich, M.A., Money of the Incipient Byzantine Empire (Anastasius I – Justinian I, 491-565) (Veröffentlichungen des Instituts für Numismatik und Geldgeschichte der Universität Wien 6, Wien 2000), σελ. 37· Hahn, W., Zur Münzprägung des frühbyzantinischen Reiches. Anastasius I. bis Phocas und Heraclius-Revolte, 491-610 (Wien 2005), σελ. 41.

18. Hahn, W. – Metlich, M.A., Money of the Incipient Byzantine Empire (Anastasius I – Justinian I, 491-565) (Veröffentlichungen des Instituts für Numismatik und Geldgeschichte der Universität Wien 6, Wien 2000), σελ. 37 και σημ. 175· Hahn, W., Zur Münzprägung des frühbyzantinischen Reiches. Anastasius I. bis Phocas und Heraclius-Revolte, 491-610 (Wien 2005), σελ. 40-41· Grierson, P., Byzantine Coins (London 1982), σελ. 66.

19. Οι χάλκινες κοπές των υπόλοιπων νομισματοκοπείων εξακολούθησαν να φέρουν το πορτρέτο του Ιουστίνου Α΄ στον εμπροσθότυπο, ενώ ο Ιουστινιανός αναφερόταν μόνο στη συνοδευτική επιγραφή. Hahn, W. – Metlich, M.A., Money of the Incipient Byzantine Empire (Anastasius I – Justinian I, 491-565) (Veröffentlichungen des Instituts für Numismatik und Geldgeschichte der Universität Wien 6, Wien 2000), σελ.41· Hahn, W., Zur Münzprägung des frühbyzantinischen Reiches. Anastasius I. bis Phocas und Heraclius-Revolte, 491-610 (Wien 2005), σελ. 44-45· Grierson, P., Byzantine Coins (London 1982), σελ. 66.

20. Επί βασιλείας του το νομισματοκοπείο της Αντιόχειας εξέδωσε νούμμους για τελευταία φορά. Hahn, W. – Metlich, M.A., Money of the Incipient Byzantine Empire (Anastasius I – Justinian I, 491-565) (Veröffentlichungen des Instituts für Numismatik und Geldgeschichte der Universität Wien 6, Wien 2000), σελ. 62· Hahn, W., Zur Münzprägung des frühbyzantinischen Reiches. Anastasius I. bis Phocas und Heraclius-Revolte, 491-610 (Wien 2005), σελ. 70.

21. Hahn, W. – Metlich, M.A., Money of the Incipient Byzantine Empire (Anastasius I – Justinian I, 491-565) (Veröffentlichungen des Instituts für Numismatik und Geldgeschichte der Universität Wien 6, Wien 2000), σελ. 60-61· Hahn, W., Zur Münzprägung des frühbyzantinischen Reiches. Anastasius I. bis Phocas und Heraclius-Revolte, 491-610 (Wien 2005), σελ. 66.

22. Για την καινοτομία αυτή, καθώς και για άλλες τις οποίες επέφερε η νομισματική μεταρρύθμιση του 538/539, βλ. ενδεικτικά Grierson, P., Byzantine Coins (London 1982), σελ. 60-61.

23. Είναι ενδιαφέρον να αναφέρουμε ότι το νομισματοκοπείο της Αντιόχειας δεν ακολούθησε τη μείωση βάρους του 542 παρά μόνο το 546, ενώ δε συμμετείχε στη μεταρρύθμιση του 550. Hahn, W. – Metlich, M.A., Money of the Incipient Byzantine Empire (Anastasius I – Justinian I, 491-565) (Veröffentlichungen des Instituts für Numismatik und Geldgeschichte der Universität Wien 6, Wien 2000), σελ. 17, 61.

24. Hahn, W. – Metlich, M.A., Money of the Incipient Byzantine Empire (Anastasius I – Justinian I, 491-565) (Veröffentlichungen des Instituts für Numismatik und Geldgeschichte der Universität Wien 6, Wien 2000), σελ. 61· Hahn, W., Zur Münzprägung des frühbyzantinischen Reiches. Anastasius I. bis Phocas und Heraclius-Revolte, 491-610 (Wien 2005), σελ. 67-68· Grierson, P., Byzantine Coins (London 1982), σελ. 66.

25. Hahn, W. – Metlich, M.A., Money of the Incipient Byzantine Empire (Anastasius I – Justinian I, 491-565) (Veröffentlichungen des Instituts für Numismatik und Geldgeschichte der Universität Wien 6, Wien 2000), σελ. 62· Hahn, W., Zur Münzprägung des frühbyzantinischen Reiches. Anastasius I. bis Phocas und Heraclius-Revolte, 491-610 (Wien 2005), σελ. 68.

26. Διαφορετικές απόψεις εκφράστηκαν από τους συγγραφείς G. Bates, P. Grierson και W. Hahn. Βλ. Bates, G.E., “Five Byzantine Notes. 1. A supplement to ‘The Antiochene Copper of Justinian’; 2. A Maurice Pentanummium from Cyzicus; 3. The Antioch Mint under Heraclius; 4. The Third Officine at Seleucia; 5. An Addition to the 30 Nummi Coinage”, Museum Notes 16 (1970), σελ.  73-79· Grierson, P., Byzantine Coins (London 1982), σελ. 67· Hahn, W. – Metlich, M.A., Money of the Incipient Byzantine Empire (Anastasius I – Justinian I, 491-565) (Veröffentlichungen des Instituts für Numismatik und Geldgeschichte der Universität Wien 6, Wien 2000), σελ. 62 και Hahn, W., Zur Münzprägung des frühbyzantinischen Reiches. Anastasius I. bis Phocas und Heraclius-Revolte, 491-610 (Wien 2005), σελ. 69.

27. Grierson, P., Byzantine Coins (London 1982), σελ. 67-68· Hahn, W., Zur Münzprägung des frühbyzantinischen Reiches. Anastasius I. bis Phocas und Heraclius-Revolte, 491-610 (Wien 2005), σελ. 118-119 (Ιουστίνος Β΄), σελ. 142-143 (Τιβέριος Β΄), σελ. 165-167 (Μαυρίκιος).

28. Παλιότερα είχαν αποδοθεί στο νομισματοκοπείο αυτό και στη βασιλεία του Ηρακλείου (610-641) κάποιες κοπές που φέρουν το διακριτικό του νομισματοκοπείου της Αντιόχειας. Balty, J.C., “Un follis d’Antioche daté de 623/4 et les campagnes syriennes d’Héraclius”, Schweizer Münzblätter 20 (1970), σελ. 4-12· Bates, G.E., “Five Byzantine Notes. 1. A supplement to ‘The Antiochene Copper of Justinian’; 2. A Maurice Pentanummium from Cyzicus; 3. The Antioch Mint under Heraclius; 4. The Third Officine at Seleucia; 5. An Addition to the 30 Nummi Coinage”, Museum Notes 16 (1970), σελ. 80-82· Pottier, H., “Deux folles d’Héraclius et Héraclius Constantin datés des années XII et XIV”, Bulletin du Cercle d’Études numismatiques 14 (1977), σελ. 51-59· Pottier, H., “L’atelier d’Antioche sous Héraclius”, Bulletin du Cercle d’Études numismatiques 16 (1979), σελ. 66-81· Hahn, W., “Minting activity in the diocese of Oriens under Heraclius”, Numismatic Circular 85 (1977), σελ. 307-308.  Η σύγχρονη έρευνα ωστόσο δεν τις θεωρεί επίσημες βυζαντινές κοπές. Grierson, P., Byzantine Coins (London 1982), σελ. 85, 106· Hahn, W., Zur Münzprägung des frühbyzantinischen Reiches. Anastasius I. bis Phocas und Heraclius-Revolte, 491-610 (Wien 2005), σελ. 194. Για τη νομισματική παραγωγή του Φωκά στην Αντιόχεια βλ. Hahn, W., Zur Münzprägung des frühbyzantinischen Reiches. Anastasius I. bis Phocas und Heraclius-Revolte, 491-610 (Wien 2005), σελ. 194-195.

29. Morrisson, C. – Popović, V. – Ivanišević, V. κ.ά., Les trésors monétaires byzantins des Balkans et d’Asie Mineure (491-713) (Réalités byzantines 13, Paris 2006), σελ. 57-58 (εικ. 9) και σελ. 62 (εικ. 10e).