Οικονομίδης Δημοσθένης

1. Καταγωγή – Οικογένεια – Νεανικά χρόνια

Ο Δημοσθένης Οικονομίδης γεννήθηκε στην Αργυρούπολη (Gümüşhane) το 1858. Λέγεται ότι ο παππούς του, χιώτικης καταγωγής, υπήρξε θύμα αρπαγής το 1822 και «πουλήθηκε ως δούλος στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής».1 Εκεί καταβλήθηκε το τίμημα της εξαγοράς του από οικογένεια Αργυρουπολιτών, οι οποίοι στη συνέχεια τον προσέλαβαν για διαχειριστή της περιουσίας τους. Σύμφωνα με την παράδοση, από το επάγγελμα του παππού του προέκυψε και το επώνυμο «Οικονομίδης». Η μητέρα του Δημοσθένη, η Σοφία Τουτή, καταγόταν από το χωριό Τσίτα.2 Οι πηγές που εξετάσαμε δε διευκρινίζουν το επάγγελμα του πατέρα, φανερώνουν όμως τη μεγάλη φτώχεια της οικογένειας. Τα νεανικά χρόνια του Δημοσθένη υπήρξαν δύσκολα: «με θέλησιν ισχυράν και εργατικότητα αδάμαστον επεδόθη ούτος εις τα γράμματα και ουδέποτε εκάμφθη, καίτοι από τα πρώτα παιδικά του χρόνια εγνώρισε την σκληρότητα των ανθρώπων και αντιμετώπισε τας τραχυτέρας της ζωής συνθήκας».3

2. Σπουδές

Αφού τελείωσε το ελληνικό σχολείο της Αργυρούπολης, ο Οικονομίδης συμφώνησε να αναλάβει τη θέση του δασκάλου στην Κορόνιξα, αλλά λόγω του νεαρού της ηλικίας του δεν τον κράτησαν και έτσι «εν ώρα χειμώνος πεζή διανύσας μετά του πατρός του την τριήμερον μέχρι Τραπεζούντος απόστασιν (και τούτο διότι έλειπε το αναγκαίον προς μίσθωσιν ζώου χρήμα), κατήλθεν εκεί προς εγγραφήν του εις το Φροντιστήριον». Κατά τη διάρκεια της διετούς φοίτησής του στο Φροντιστήριο Τραπεζούντας, τροφή και στέγη τού παρείχε αρχικά συγγενική οικογένεια της μητέρας του και στη συνέχεια κάποιος γιατρός, με αντάλλαγμα να βοηθάει τα παιδιά του στα μαθήματα. Μετά την αποφοίτησή του, ο Οικονομίδης εργάστηκε ως δάσκαλος στο χωριό Άε Μουχάλ της Αργυρούπολης και ως οικοδιδάσκαλος του προκρίτου Φώτογλου στο Παβρετζή. Αλλά ο Ρωσο-οθωμανικός πόλεμος του 1877-1878 τον ανάγκασε να μείνει άνεργος στην Αργυρούπολη. Στη δύσκολη αυτή συγκυρία, οικογένεια στρατιωτικού γιατρού που είχε πάρει μετάθεση για την Κωνσταντινούπολη προσέλαβε τον Οικονομίδη ως συνοδό για το ταξίδι. Στην Κωνσταντινούπολη εργάστηκε αρχικά ως βοηθός σε φαρμακείο και έκανε αίτηση για να εισαχθεί στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, κάτι που πέτυχε χάρη στην προστασία του τότε σχολάρχη Γρηγορίου Παλαμά. Κατά το διάστημα των σπουδών του στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, που πρέπει να διήρκεσαν δύο χρόνια,4 σιτιζόταν στο Πατριαρχείο και, έχοντας αποκτήσει την εύνοια των δασκάλων του, εκείνοι τον σύστησαν στο διευθυντή του ατμόμυλου του Χάσκιοϊ Παύλο Στεφάνοβικ για να εργαστεί ως δάσκαλος του γιου του. Έτσι, ήρθε σε επαφή με τον Τζαννή Στεφάνοβικ-Σκυλίτση, αδελφό του Παύλου, ο οποίος του χορήγησε τετραετή υποτροφία για σπουδές φιλολογίας στη Γερμανία. Του παρέδωσε μάλιστα και το γιο του για να φοιτήσει σε γερμανικά σχολεία, διδασκόμενος ταυτόχρονα ελληνικά από τον Οικονομίδη. Κατά το διάστημα της παραμονής του στη Γερμανία, ο Οικονομίδης έτυχε και της οικονομικής υποστήριξης του Γερβασίου, του μητροπολίτη Χαλδίας. Το 1887 κατέθεσε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Λειψίας διδακτορική διατριβή με τίτλο Lautlehre des Pontischen (Φωνητική της ποντιακής), για να ανακηρυχθεί διδάκτωρ Φιλοσοφίας τον Αύγουστο του 1888. Η διατριβή του βραβεύτηκε με τη χορήγηση 300 χρυσών μάρκων από το ίδρυμα του γλωσσολόγου Γ. Κούρτη, ποσό που του επέτρεψε να τη δημοσιεύσει.

3. Συλλογή γλωσσικού και λαογραφικού υλικού

Ενώ ήταν ακόμη φοιτητής στη Γερμανία και μέχρι το 1888, ο Οικονομίδης μετέβη στην περιοχή της Αργυρούπολης για να συλλέξει γλωσσικό υλικό της ποντιακής, το οποίο του χρησίμευσε –μαζί με αυτό που του παραχώρησαν οι Ιωάννης Παρχαρίδης (για τις περιοχές Τραπεζούντας και Όφεως) και Α. Αντωνακόπουλος (για τις περιοχές Αμισού και Οινόης)– στη σύνταξη της διατριβής του.5 Έκτοτε η γλώσσα και, σε μικρότερο βαθμό, η λαογραφία του Πόντου αποτέλεσαν τους κυριότερους τομείς της επιστημονικής έρευνάς του. Από το λόγο του προέδρου της «Ευξείνου Λέσχης», κατά τον εορτασμό της επιστημονικής πεντηκονταετηρίδας του Πόντιου γλωσσολόγου το 1937, διαθέτουμε μια μαρτυρία για την περίοδο αυτή της ζωής του, κατά την οποία επιδόθηκε στη συλλογή λαογραφικού και γλωσσικού υλικού στον Πόντο. Η μαρτυρία είναι από το χωριό Τσίτα και χρονολογείται στο δεύτερο έτος των σπουδών του Οικονομίδη στη Γερμανία: «Στους πέτρινους καναπέδες του πλαγινού συγγενικού άλλωστε σπιτιού εκάθητο ένας άνδρας μικρόσωμος, μαυριδερός, χωρίς εντυπωσιακήν παράστασιν, συνεσταλμένος. […] Ήταν στριμωγμένος δίπλα στην γριά Σοφία τη Μαρουλάντων, σκυμμένος. Την παρέλαβε πρωί πρωί την γριά Σοφία. Ήταν στενή συγγενής του, από την ίδια οικογένεια με την μητέρα του. […] Αλλά διά τον Δημοσθένη κοντά εις όλα τα άλλα ήτο πολυτιμοτάτη. Ακένωτος πηγή παραμυθιών. […] Είχε λοιπόν τον λόγον του ο κύριος που επλησίασεν από πολύ κοντά την Σοφίαν τη Μαρουλάντων. Και τον βλέπω σκυμμένον εκεί να γράφη ό,τι άκουε απ’ αυτήν».6 Η συλλεκτική αυτή δραστηριότητα του Οικονομίδη ενδιαφέρει την ιστορία της ποντιακής γλωσσολογίας και λαογραφίας από την άποψη ότι αντιπροσωπεύει το σταδιακό πέρασμα από μια περιηγητικού τύπου ενασχόληση με τα ζώντα μνημεία (αποσπασματική και, κατά κάποιον τρόπο, ερασιτεχνική) σε μια συστηματική συλλογή υλικού, με στόχο την ολοκληρωμένη επιστημονική μελέτη. Κατά συνέπεια, το έργο που άφησε είναι κατά πολύ ακριβέστερο από αυτό των πρώτων συλλογέων σε ό,τι αφορά την καταγραφή του υλικού και πολύ πιο αντικειμενικό σε ό,τι αφορά τουλάχιστον τη γλωσσολογική ανάλυση. Έτσι, και ενώ δεν ξεφεύγει ούτε αυτός από την επικρατούσα στην εποχή του ιδεολογία, που θεωρεί τη γλώσσα δεδομένη, ιδεατή και απόλυτη ουσία και αντιμετωπίζει τις τοπικά και χρονικά παρατηρούμενες αλλαγές ως φθορά, ωστόσο, στην περιγραφή της ποντιακής δεν αποσιωπά ούτε αρνείται, όπως ο Σάββας Ιωαννίδης, την ύπαρξη πολλών στοιχείων που προέρχονται από την τουρκική, όχι μόνο λεξιλογικών αλλά και συντακτικών: «Την δε μεγάλην εν τη εξελίξει αυτής επίδρασιν της τουρκικής γλώσσης διακρίνει τις εν τούτω, ότι και φράσεις καθ’ αυτό τουρκικάς διακρίνει τις εν αυτή ενίοτε και συντάξεις πολλάκις τουρκιζούσας».7

4. Εκπαιδευτική και κοινωνική δράση

Το 1888, και ενώ βρισκόταν ακόμη στη Λειψία, ο Οικονομίδης εξελέγη παμψηφεί καθηγητής Λατινικών στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, όπου και εργάστηκε μέχρι το 1914, διδάσκοντας αρχικά λατινικά, έπειτα δε και ελληνικά. Δίδαξε επίσης στο Ιωακείμειο Παρθεναγωγείο και στο Ζωγράφειο Γυμνάσιο. Ως δάσκαλος πρέπει να ήταν αρκετά αυστηρός,8 αλλά και χαρισματικός, αποτελώντας πρότυπο9 και αντικείμενο λατρείας για τους μαθητές του. Όμως, η εκπαιδευτική δράση του Οικονομίδη δεν περιορίστηκε στη διδασκαλία. Ακολουθώντας την παράδοση της Μεγάλης του Γένους Σχολής, που υπαγόρευε διεύρυνση της αποστολής των διδασκάλων της, και σε μια εποχή κατά την οποία «αι γνώμαι και αυταί αι δοξασίαι των καθηγητών ήσαν όπλα […], αι πνευματικαί αυτών εργασίαι συνετάρασσον και διεμόρφουν πολλάκις την κοινήν γνώμην»,10 ο Οικονομίδης «ως πρώτος αντιπρόεδρος κατ’ επανάληψιν του Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως και του Διδασκαλικού Συνδέσμου, ως μέλος της Κεντρικής Πατριαρχικής Επιτροπής, ηγωνίσθη εις την πρώτην γραμμήν με επιστημονικάς μελέτας, διαλέξεις και εισηγήσεις, αίτινες αποτελούν μνημεία επιστημονικότητος και εμβριθείας».11 Ένα από τα θέματα με τα οποία καταπιάστηκε με ζήλο, αφιερώνοντας πληθώρα διαλέξεων και δημοσιεύσεων, ήταν το φλέγον τότε γλωσσικό ζήτημα· ο ίδιος, αντίθετος τόσο προς την αρχαΐζουσα όσο και προς τη «μαλλιαρή» γλώσσα,12 τέθηκε υπέρ της χρήσης μιας ομαλής καθαρεύουσας. Μια άλλη πτυχή της δράσης του αφορά τα διάφορα κοινωνικά και φιλεκπαιδευτικά σωματεία των οποίων ήταν ενεργό μέλος. Εκτός από τη συμμετοχή του στα προαναφερθέντα, ο Οικονομίδης υπήρξε μέλος του Εν Αμστελοδάμω Φιλελληνικού Συλλόγου από την ίδρυσή του, ιδρυτικό μέλος του Μικρασιατικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως, ιδρυτής και πρόεδρος της Αδελφότητας Αργυρουπολιτών «Μεταλλεύς» στην Κωνσταντινούπολη –που ενίσχυε τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της επαρχίας Χαλδίας και, τέλος, μέλος της Γλωσσικής Εταιρείας και της Επιστημονικής Εταιρείας της Αθήνας. Μάλιστα, την τελευταία την αντιπροσώπευσε το Νοέμβριο του 1911 κατά τον εορτασμό της πεντηκονταετηρίδας του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως. Το 1914 ο Οικονομίδης κλήθηκε στην Αθήνα για να συμμετάσχει στη σύνταξη του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής. Εργάστηκε στη θέση αυτή μέχρι το 1926. Από το 1931 έως το θάνατό του, την 21η Φεβρουαρίου 1938, υπήρξε διευθυντής του Μεσαιωνικού Αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών. Στις 16 Μαΐου 1937, κατά τον εορτασμό της επιστημονικής πεντηκονταετηρίδας του στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, του απονεμήθηκαν στην Αθήνα το παράσημο του Σταυρού των Ταξιαρχών του Τάγματος του Φοίνικος από το Γεώργιο Β', και το οφίκιο του Άρχοντος Διδασκάλου του Γένους από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βενιαμίν.

5. Έργα

Παράλληλα με την πλούσια εκπαιδευτική και κοινωνική δράση του, ο Οικονομίδης ανέπτυξε μεγάλη συγγραφική δραστηριότητα. Τα κυριότερα έργα του ήταν γλωσσικά και λαογραφικά. Όσον αφορά την πρώτη κατηγορία, εκτός από τα Lautlehre des Pontischen (Λειψία 1888, δεύτερη έκδοση 1908) και Γραμματική της ελληνικής διαλέκτου του Πόντου (1958, έκδοση post mortem), που είναι και τα σημαντικότερα έργα του, ο Οικονομίδης δημοσίευσε και πολλά άρθρα που συχνά εκδόθηκαν ως αυτόνομες μελέτες· για ένα από αυτά μάλιστα, το Περί του γλωσσικού παρ’ ημίν ζητήματος (Αθήνα 1903), έλαβε συγχαρητήρια επιστολή από τον Ι. Γεννάδιο, τότε πρέσβη στο Λονδίνο. Ήδη το 1885 είχε εκδοθεί στη Λειψία το χρηστικού χαρακτήρα έργο του Συντακτικόν της γερμανικής γλώσσης.

Από τα λαογραφικά έργα του θα συγκρατήσουμε μια σειρά άρθρων που εκδόθηκαν στο Ημερολόγιο της Μεγάλης Ελλάδος: «Τα παρχάρια του Πόντου» (1922), «Άσματα και χοροί εν Πόντω» (1923, σελ. 331-343), «Προσωποποιία του Ηλίου εν Πόντω» (1924, σελ. 383-394), «Οι μωμοέροι ή τα κοcha» (1927, σελ. 181-192).

Τέλος, ο Οικονομίδης συνέγραψε και το βιβλίο Ο Πόντος και τα δίκαια του εν αυτώ Ελληνισμού, που το εξέδωσε το 1920 στην Αθήνα ο Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων και την ίδια χρονιά μεταφράστηκε στα γαλλικά και εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Πλήρης κατάλογος των έργων του υπάρχει στα Ποντιακά Φύλλα 15 (έτος Β', Μάιος 1937).



1. Ποντιακά Φύλλα 15 (έτος Β', Μάιος 1937), σελ. 116. Από την ομιλία του Α. Μπακάλμπαση, βουλευτή Ροδόπης, κατά τη διάρκεια του εορτασμού της επιστημονικής πεντηκονταετηρίδας του Οικονομίδη.

2. Ποντιακά Φύλλα 15 (έτος Β', Μάιος 1937), σελ. 133. Από το λόγο του προέδρου της «Ευξείνου Λέσχης» Θεοφυλάκτου.

3. Ποντιακά Φύλλα 15 (έτος Β', Μάιος 1937), σελ. 117. Από την ομιλία του Α. Μπακάλμπαση, βουλευτή Ροδόπης, κατά τη διάρκεια του εορτασμού της επιστημονικής πεντηκονταετηρίδας του Οικονομίδη.

4. Γνωρίζουμε ότι ο Οικονομίδης κατέθεσε τη διατριβή του το 1887, έπειτα από έξι χρόνια σπουδών στα πανεπιστήμια του Μονάχου και της Λειψίας. Ξέρουμε επίσης ότι έφυγε από την Αργυρούπολη το νωρίτερο μετά την έναρξη του Ρωσο-οθωμανικού πολέμου, δηλαδή μετά τον Απρίλιο του 1877, και ότι δεν εισήχθη αμέσως στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Τέλος, γνωρίζουμε ότι σιτιζόταν στο Πατριαρχείο επί Ιωακείμ Γ', ο οποίος χειροτονήθηκε τον Οκτώβριο του 1878. Άρα, το πιθανότερο είναι ο Οικονομίδης να φοίτησε στη Σχολή κατά τη διάρκεια των σχολικών ετών 1879-1880 και 1880-1881.

5. Βλ. εισαγωγή της διατριβής του Lautlehre des Pontischen [Leipzig (1888), 1908], σελ. vi, σημ. 2, 3.

6. Ποντιακά Φύλλα 15 (έτος Β', Μάιος 1937), σελ. 133. Από το λόγο του προέδρου της «Ευξείνου Λέσχης» Θεοφυλάκτου.

7. Οικονομίδης, Δ.Η., Γραμματική της ελληνικής διαλέκτου του Πόντου (Αθήνα 1958), σελ. 5.

8. Βλ. παράθεμα “Εnos lazes juvate”.

9. Βλ. παράθεμα «Ιδεολόγος διδάσκαλος», από την ομιλία του μαθητή του Νικηφόρου Ελεόπουλου κατά τον εορτασμό της επιστημονικής πεντηκονταετηρίδας του Οικονομίδη.

10. Ποντιακά Φύλλα 15 (έτος Β', Μάιος 1937), σελ. 119. Από την ομιλία του Α. Μπακάλμπαση, βουλευτή Ροδόπης, κατά τον εορτασμό της επιστημονικής πεντηκονταετηρίδας του Οικονομίδη.

11. Ποντιακά Φύλλα 15 (έτος Β', Μάιος 1937), σελ. 119. Από την ομιλία του Α. Μπακάλμπαση, βουλευτή Ροδόπης, κατά τον εορτασμό της επιστημονικής πεντηκονταετηρίδας του Οικονομίδη.

12. Στα Ποντιακά Φύλλα 15 (έτος Β', Μάιος 1937), σελ. 124, αναφέρεται διάλεξη του Οικονομίδη με τίτλο «Η ελληνική γλώσσα και οι μαλλιαροί».