Παΐσιος Β΄ Κωνσταντινουπόλεως

1. Εισαγωγικά

Ο Παΐσιος Β' ήταν ένας από τους πιο ισχυρούς και διακεκριμένους Οικουμενικούς Πατριάρχες. Η παρουσία του στη ζωή της ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας υπήρξε συνεχής και καθοριστική καθ’ όλη τη διάρκεια του δεύτερου τετάρτου του 18ου αιώνα. Ωστόσο, η πατριαρχική σταδιοδρομία του υπήρξε ταραγμένη· κατά καιρούς εκδηλώθηκε έντονη αντιπάθεια προς το πρόσωπό του (ιδίως μεταξύ των λαϊκών) λόγω της αρχομανίας και της μεγαλομανίας που τον διέκριναν, στις οποίες βασίστηκαν οι αντίπαλοί του στις τελευταίες θητείες του για να τον διαβάλουν ως εξαιρετικά φιλοχρήματο. Χαρακτηριστική είναι η αντιπαλότητά του με τον επίσης ισχυρό πατριάρχη Ιερεμία Γ', τον προκάτοχό του, και αργότερα με τον Κύριλλο Νικομηδείας, που έγινε ο τελικός διάδοχός του.

2. Βίος, σταδιοδρομία και έργο

Ο Παΐσιος Κιουμουρτζόγλου, μετέπειτα μητροπολίτης Νικομηδείας και Οικουμενικός Πατριάρχης, γεννήθηκε στην Καισάρεια από τον Λατύφ και τη Δεσποινού· ήταν προφανώς τουρκόφωνος ως προς τη μητρική του γλώσσα, όπως φαίνεται και από το επώνυμο και το πατρώνυμό του. Ο Κιουμουρτζόγλου πρέπει να γεννήθηκε στην τελευταία εικοσαετία του 17ου αιώνα, καθώς παραδίδεται ότι εκλέχθηκε μητροπολίτης Νικομηδείας σε αρκετά νεαρή ηλικία, το 1712 το αργότερο. Είναι πιθανό ότι πριν από την εκλογή του ήταν εγκατεστημένος στην Κωνσταντινούπολη, αφού ο Κομνηνός Υψηλάντης τον χαρακτηρίζει Κωνσταντινουπολίτη,1 και έτσι δικαιολογείται η ανάδειξή του σε μητροπολιτικό θρόνο κοντά στην πρωτεύουσα. Ενώ τίποτα δεν είναι γνωστό από τη θητεία του στο θρόνο της Νικομήδειας, οι μετέπειτα πατριαρχικές του θητείες διακρίνονται από σειρά ενεργειών που αφορούν το μικρασιατικό χώρο.

Μεριμνώντας για τη μονή της Μεταμορφώσεως στη νήσο Πρώτη, η οποία είχε ανεγερθεί πρόσφατα και βαρύνετο με το χρέος των δαπανών της ανέγερσής της, την παραχώρησε με σχετικές πράξεις του Ιανουαρίου 1727 και Σεπτεμβρίου 1729 στη μονή Παναχράντου της Άνδρου, η οποία θα αναλάμβανε και την εξυπηρέτηση του χρέους της, ενώ αργότερα παραχώρησε την ίδια μονή στη μητρόπολη Χαλκηδόνος (1746).2 Ως προς το χώρο αρμοδιότητας μικρασιατικών μητροπόλεων, είναι γνωστές πράξεις του που καθόριζαν ότι τα χωριά της Γαρασάρεως ανήκαν στην επαρχία Νεοκαισαρείας και όχι της Χαλδίας.3

Οι πατριαρχικές θητείες του Παϊσίου Β' χαρακτηρίζονται από σειρά περιστατικών όπου εμπλέκεται η ελληνορθόδοξη κοινότητα και τα οποία φωτίζουν τη δράση και τις συγκρούσεις ομάδων συμφερόντων εντός αυτής, στα πλαίσια της ανάδειξης των πατριαρχών. Έτσι, κατά την πρώτη του πατριαρχική θητεία (1726-33), ο Κιουμουρτζόγλου αντιμετώπισε την αντιπαλότητα της κοινότητας των Καισαρέων της πρωτεύουσας, οι οποίοι και προέβησαν σε κίνηση ανατροπής του το 1731 με σκοπό την παλινόρθωση του Ιερεμία Γ'.4 Βλέπουμε δηλ. ότι μεταξύ των Καισαρέων τύγχανε μεγαλύτερης αποδοχής ο Ιερεμίας, πρώην ιεράρχης Καισαρείας, παρά ο συμπατριώτης τους Παΐσιος. Αν και η συγκεκριμένη κίνηση απέτυχε (τρεις Καισαρείς πρόκριτοι μάλιστα ρίφθηκαν στα κάτεργα), φαίνεται πως η θέση του Παϊσίου είχε κλονιστεί με αποτέλεσμα την απομάκρυνσή του από το θρόνο δύο χρόνια αργότερα και την επαναφορά του Ιερεμία. Στη συνέχεια, η ανάρρηση ενός ακόμα ιεράρχη Καισαρείας, του Νεοφύτου ΣΤ' (1734-40), υποδηλώνει έντονα την ισχύ της κοινότητας των Καισαρέων, που διατηρούσε αρνητική στάση κατά του Παϊσίου.

Ύστερα από τη δεύτερη πατριαρχική θητεία, μεταξύ Αυγούστου 1740 και Μαΐου 1743, ο Παΐσιος Β' καθαιρέθηκε εκ νέου λόγω οικονομικών διαφορών με την Πύλη και αντικαταστάθηκε πάλι από τον Νεόφυτο ΣΤ'. Από τον τελευταίο απαλλάχθηκε οριστικά τον Μάρτιο του 1744: ο Παΐσιος πέτυχε την απομάκρυνση και την εξορία του Νεοφύτου και επανήλθε ο ίδιος στο θρόνο.

Στη διάρκεια της τρίτης πατριαρχικής θητείας του εμφανίστηκε ο τεκτονισμός στην οθωμανική επικράτεια, αρχικά στη Σμύρνη, από όπου διαδόθηκε ταχύτατα στον Γαλατά το 1744 ή 1745. Απέναντι σε αυτόν το Πατριαρχείο υπό τον Παΐσιο τήρησε ευθύς εξ αρχής στάση αποδοκιμασίας.5 Επί της τρίτης αυτής θητείας του Παϊσίου ιδρύθηκε και το νοσοκομείο της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Σμύρνης (το επονομαζόμενο «Γραικικό Νοσοκομείο») με δαπάνη του Σεβαστού Παντολέοντος.6

Έπειτα από μία ακόμα καθαίρεσή του τον Σεπτέμβριο του 1748, που συνοδεύτηκε από την απόσυρσή του στη μονή της Θεοτόκου Καμαριώτισσας στη νήσο Χάλκη, ο Παΐσιος αντικαταστάθηκε από τον μητροπολίτη Νικομηδείας Κύριλλο Καράκαλο, ο οποίος ως Κύριλλος Ε' αποτέλεσε τον τελευταίο μεγάλο αντίπαλο του Παϊσίου Β'. Τελευταία επιτυχία του Παϊσίου Β' υπήρξε η ανατροπή του Κυρίλλου τον Μάιο του 1751 και η επαναφορά του ίδιου στο θρόνο για τέταρτη φορά. Ο Κύριλλος όμως εκμεταλλεύτηκε την αντιπάθεια που επεδείκνυε έναντι του Παϊσίου μέρος των λαϊκών και πέτυχε, χρησιμοποιώντας ως φερέφωνό του κάποιον δημεγέρτη διάκονο ονόματι Αυξέντιο, να κατηγορήσει τον αντίπαλό του ως αιρετικό και να προκαλέσει λαϊκή εξέγερση εναντίον του, η οποία και επέφερε την τελική ανατροπή του στις 7 Σεπτεμβρίου 1752. Για μία ακόμα φορά ο Παΐσιος Β' αποσύρθηκε στη μονή της Θεοτόκου Καμαριώτισσας στη Χάλκη, όπου και απεβίωσε στις 11 Δεκεμβρίου 1756.

3. Αποτίμηση

Με μια τόσο ταραγμένη σταδιοδρομία ως Οικουμενικός Πατριάρχης, ο Παΐσιος Κιουμουρτζόγλου ήταν φυσικό να αποτελέσει πολυσυζητημένη και αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Από τους σύγχρονούς του ή ολίγον μεταγενέστερους χρονογράφους, όλοι όσοι έχουν σχολιάσει το πρόσωπο και το έργο του τονίζουν τα προτερήματά του, όπως η καλή μόρφωση και ο ήπιος χαρακτήρας του, και εκφέρουν συνολικά θετικές κρίσεις για την πρώτη πατριαρχική του θητεία, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην προσπάθειά του για αποκατάσταση του κύρους του κλήρου και του Πατριαρχείου, με μέτρα που προέβλεπαν εκτός των άλλων και τη βελτίωση του μορφωτικού επιπέδου των κληρικών. Για τις επόμενες θητείες του οι απόψεις διίστανται, καθώς ο Σέργιος Μακραίος διατηρεί μια θετική τοποθέτηση απέναντί του βασιζόμενος ιδίως στη δραστηριότητα του Παϊσίου εναντίον της επιρροής των δυτικών εκκλησιών. Από την άλλη, οι Καλλίνικος μητρ. Προϊλάβου, Γεώργιος Βενδότης, Κωνσταντίνος Κούμας και Σκαρλάτος Βυζάντιος διαφοροποιούνται αναφορικά προς τις επόμενες θητείες του Παϊσίου και γενικά τον μέμφονται για τη φιλοχρηματία του (πραγματική ή φανταστική).7 Αμφίπλευρη είναι η κρίση και του μεταγενέστερου βιογράφου των πατριαρχών Μανουήλ Γεδεών, που τονίζει μεν την επιείκεια του χαρακτήρα του Παϊσίου, του προσάπτει όμως και «… διά την αρχήν έρωτα …».8 Τέλος, ο σύγχρονος μελετητής Γεννάδιος μητροπολίτης Ηλιουπόλεως καταλήγει σε μια συνολικά θετική αποτίμηση της πατριαρχικής σταδιοδρομίας του Παϊσίου βασιζόμενος στην καλή μόρφωση, τη δυνατή πίστη και τις αναμφισβήτητες ικανότητές του.9

Πέραν των όσων προτερημάτων του Παϊσίου Β' έχουν ήδη μνημονεύσει οι σύγχρονοί του χρονογράφοι και οι μεταγενέστεροι βιογράφοι του, είναι αναμφισβήτητα αποδεκτές οι διοικητικές του ικανότητες, η ισχυρή θέλησή του και ο έντονα δραστήριος χαρακτήρας του. Οπωσδήποτε υπήρξε αρχομανής, όπως καθίσταται εμφανές από τη σκληρή προσπάθεια που κατέβαλε για να διατηρήσει τον πατριαρχικό θρόνο και από την επιτυχία του να επανέλθει σε αυτόν τρεις φορές ύστερα από ισάριθμες καθαιρέσεις, χρησιμοποιώντας μάλιστα και αθέμιτα μέσα, όπως στην περίπτωση της τελικής ανατροπής του Νεοφύτου ΣΤ'. Επιδιώκοντας την αποκατάσταση του κύρους των εκκλησιαστικών προσώπων και θεσμών, πήρε πολλές θετικές αποφάσεις προς αυτή την κατεύθυνση, όπως τις περί της επαρκούς παιδείας των κληρικών, αλλά και ανέχτηκε, αν δεν επιδίωξε, την επικράτηση μιας μεγαλοπρεπούς συμπεριφοράς εκ μέρους των εκκλησιαστικών φορέων και την εγκατάλειψη του ασκητικού πνεύματος που είχαν προωθήσει προηγούμενοι πατριάρχες. Η ανοχή του στα παραπάνω θέματα, σε ένα πατριαρχείο ήδη εξαιρετικά βεβαρυμένο με χρέη (που ο Παΐσιος θέλησε να τα καταπολεμήσει), είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των εκκλησιαστικών εισφορών που κατέβαλλαν οι λαϊκοί, κατάσταση που οδήγησε στις περί φιλοχρηματίας κατηγορίες κατά του Παϊσίου. Η αύξηση των οικονομικών επιβαρύνσεων πρέπει να υπήρξε τελικά ο σημαντικότερος λόγος της υιοθέτησης εχθρικής στάσης έναντι του Παϊσίου από μεγάλο μέρος των λαϊκών, αν όχι από το σύνολο, που με αφορμή μερικές ασήμαντες κατά τα άλλα συκοφαντίες περί αίρεσης οδήγησε στην εναντίον του εξέγερση και στην τελική πτώση του.



1. Κομνηνός Υψηλάντης, Α., Πολιτικών και Εκκλησιαστικών ...Τα Μετά την Άλωσιν (Κωνσταντινούπολη 1870), σελ. 325.

2. Γεδεών, Μ., Πατριαρχικοί Πίνακες. Ειδήσεις ιστορικαί, βιογραφικαί περί των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως από Ανδρέου του Πρωτοκλήτου μέχρις Ιωακείμ Γ΄ του από Θεσσαλονίκης 36–1884 (Κωνσταντινούπολη 1885-1890), σελ. 630, 639.

3. Γεδεών, Μ., Πατριαρχικοί Πίνακες. Ειδήσεις ιστορικαί, βιογραφικαί περί των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως από Ανδρέου του Πρωτοκλήτου μέχρις Ιωακείμ Γ΄ του από Θεσσαλονίκης 36–1884 (Κωνσταντινούπολη 1885-1890), σελ. 636, 639.

4. Κομνηνός Υψηλάντης, Α., Πολιτικών και Εκκλησιαστικών ...Τα Μετά την Άλωσιν (Κωνσταντινούπολη 1870), σελ. 331.

5. Γεδεών, Μ., Πατριαρχικοί Πίνακες. Ειδήσεις ιστορικαί, βιογραφικαί περί των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως από Ανδρέου του Πρωτοκλήτου μέχρις Ιωακείμ Γ΄ του από Θεσσαλονίκης 36–1884 (Κωνσταντινούπολη 1885-1890,) σελ. 641· Γεννάδιος, μητρ. Ηλιουπόλεως, «Εξέχουσαι Εκκλησιαστικαί Προσωπικότητες του Οικουμενικού Πατριαρχείου μετά την Άλωσιν: Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Παΐσιος ο Β'», Ορθοδοξία 25 (1950), σελ. 258.

6. Γεδεών, Μ., Πατριαρχικοί Πίνακες. Ειδήσεις ιστορικαί, βιογραφικαί περί των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως από Ανδρέου του Πρωτοκλήτου μέχρις Ιωακείμ Γ΄ του από Θεσσαλονίκης 36–1884 (Κωνσταντινούπολη 1885-1890), σελ. 641.

7. Όλες οι παραπάνω απόψεις παρατίθενται στο άρθρο του Γενναδίου, μητρ. Ηλιουπόλεως, «Εξέχουσαι Εκκλησιαστικαί Προσωπικότητες του Οικουμενικού Πατριαρχείου μετά την Άλωσιν: Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Παΐσιος ο Β'», Ορθοδοξία 25 (1950), σελ. 260-61.

8. Γεδεών, Μ., Πατριαρχικοί Πίνακες. Ειδήσεις ιστορικαί, βιογραφικαί περί των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως από Ανδρέου του Πρωτοκλήτου μέχρις Ιωακείμ Γ΄ του από Θεσσαλονίκης 36–1884 (Κωνσταντινούπολη 1885-1890), σελ. 629.

9. Γεννάδιος, μητρ. Ηλιουπόλεως, «Εξέχουσαι Εκκλησιαστικαί Προσωπικότητες του Οικουμενικού Πατριαρχείου μετά την Άλωσιν: Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Παΐσιος ο Β'», Ορθοδοξία 25 (1950), σελ. 261.