Παρράσιος

1. Ο Παρράσιος και η εποχή του

Ο Παρράσιος από την Έφεσο,1 γιος και μαθητής του ζωγράφου Ευήνορα,2 ήταν, σύμφωνα με τον Πλίνιο, σύγχρονος του Ζεύξιδος (464-397 π.Χ.).3 Ο Κουιντιλιανός, εξαιτίας του διαλόγου του με το Σωκράτη στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα,4 τον τοποθετεί μαζί με το Ζεύξι στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου.5 Ο Παυσανίας αναφέρει ότι ο Παρράσιος έκανε τα σχέδια των ανάγλυφων παραστάσεων για την ασπίδα του χάλκινου αγάλματος της Αθηνάς Προμάχου, το οποίο φιλοτέχνησε ο τορευτής Μυς.6 Αυτό επιβεβαιώνεται από ένα επίγραμμα πάνω σε σκύφο, το οποίο αναφέρει ο Αθήναιος.7 Ενεπίγραφα τμήματα του βάθρου της Αθηνάς Προμάχου που ήρθαν στο φως υποδεικνύουν τη χρονολογία κατασκευής του αγάλματος στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η αναφορά του Παυσανία στον Παρράσιο πρέπει να είναι λανθασμένη και να εννοείται ο Πάναινος.8 Δεν αποκλείεται όμως τα σχέδια για την ασπίδα του χάλκινου αγάλματος να αποτελούν νεανικό έργο του Παρρασίου, ο οποίος από πολύ νωρίς θα είχε μαθητεύσει κοντά στον πατέρα του, φημισμένο ζωγράφο την εποχή του Φειδία. Η υπόθεση αυτή συμφωνεί με τη χρονολογία που δίνει ο Πλίνιος για τον Παρράσιο, την 95η Ολυμπιάδα.9

2. Τεχνική

Για την τεχνική του ζωγράφου ο Πλίνιος αναφέρει ότι πρώτος ο Παρράσιος ακολούθησε ένα σύστημα αναλογιών και απέδωσε τις λεπτομέρειες στην έκφραση του προσώπου, την κομψότητα των μαλλιών και τη χάρη του στόματος.10 Σύμφωνα με τον Πλίνιο, που βασίστηκε σε συγγράμματα του Αντιγόνου και του Ξενοκράτη, ο Παρράσιος ήταν άφταστος στα περιγράμματα και αυτή την ικανότητά του την αναγνώριζαν ομόφωνα οι υπόλοιποι δημιουργοί.11 Αντίθετα, υστερούσε στην απόδοση του εσωτερικού των μορφών (in mediis corporibus). Η φήμη του Παρρασίου οφείλεται στο ότι με τα περιγράμματα προσπαθούσε να αποδώσει τη στρογγυλότητα και τον όγκο των σωμάτων, τις μεταξύ τους σχέσεις και τον περιβάλλοντα χώρο. Σε αντίθεση με το σύγχρονό του Ζεύξι και τον παλιότερο Απολλόδωρο, οι οποίοι στην προσπάθειά τους να αποδώσουν το τρισδιάστατο των μορφών πειραματίζονταν με τα χρώματα στην αντίθεση φωτός-σκιάς, ο Παρράσιος έμεινε πιστός στο ιδεώδες της καθαρότητας της γραμμής. Με την τεχνική του Παρρασίου έχουν συνδεθεί ορισμένες λήκυθοι της Ομάδας των Καλαμιών (Group R) του τέλους του 5ου αι. π.Χ. (410-400 π.Χ.).12 Το σοβαρό και βαρύθυμο ύφος των μορφών, το οποίο επιτυγχάνεται μέσω της εκφραστικής απόδοσης των ματιών και του στόματος, και η επιμελημένη διάρθρωση της κόμης παραπέμπουν σε όσα μαρτυρεί ο Πλίνιος για την τεχνική του ζωγράφου.13

3. Έργα

Από τα έργα του μας σώζονται μόνο οι τίτλοι.14 Ένα από αυτά, ο "Φιλοκτήτης στη Λήμνο", αναφέρεται σε επίγραμμα του Γλαύκου, ο οποίος εκτός από την περιγραφή του πόνου και της δυστυχίας του ήρωα δε μας δίνει καμιά πληροφορία για το στήσιμο της μορφής.15 Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι επίδραση αυτού του έργου φαίνεται να απηχείται σε ένα ασημένιο σκύφο των χρόνων του Αυγούστου, σήμερα στη Δανία, που φέρει την υπογραφή του Χειρισόφου.16

Ο Παρράσιος ζωγράφισε το Δήμο των Αθηναίων.17 Αρχικά διατυπώθηκε η άποψη ότι πρόκειται για περισσότερους από έναν πίνακες, μάλλον όμως ήταν μόνο ένας.18 Από πολύ νωρίς ο πίνακας αυτός σχετίστηκε με το διάλογο Σωκράτη-Παρρασίου στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα, όπου γίνεται λόγος για τη δυνατότητα απεικόνισης του «της ψυχής ήθους».19 Ήδη το 424 π.Χ. στους Ιππής ο Αριστοφάνης είχε παρουσιάσει στον αθηναϊκό λαό την προσωποποίηση του Δήμου τους. Σύμφωνα με τους μελετητές, η περιγραφή του Δήμου θυμίζει τις θεατρικές μάσκες, στις οποίες στο ένα μισό τους ήταν αποτυπωμένη μια έκφραση γέλιου, ενώ στο άλλο μισό μια έκφραση φόβου.20 Αμέσως μετά το Δήμο, ο Πλίνιος αναφέρει το Θησέα, τον οποίο ο Ευφράνορας σύγκρινε με το δικό του Θησέα, λέγοντας ότι εκείνου είχε τραφεί με ρόδα, ενώ ο δικός του με βοδινά κρέατα.21 Τον πίνακα αυτό τον μετέφερε στο Καπιτώλιο ο Σύλλας, όπου και καταστράφηκε στην πυρκαγιά του 68 π.Χ. Ο Παρράσιος ήταν ο πρώτος που απεικόνισε το Δήμο και είναι πιθανό να παριστανόταν μαζί με το Θησέα.22

Είναι ευρέως γνωστή η αποστροφή του Πλάτωνα προς τη νέα τεχνοτροπία εκείνης της εποχής, τη σκιαγραφία. Διατυπώθηκε η άποψη ότι πιθανόν οι σχεδιαστικές ικανότητες του Παρρασίου, ο οποίος έστεκε στον αντίποδα της καινούριας αυτής τεχνικής, να απηχούσαν εν μέρει τις φιλοσοφικές αντιλήψεις του Πλάτωνα. Ο διάλογος του Σωκράτη με τον Παρράσιο, όπως τον παραδίδει ο Ξενοφώντας στα Απομνημονεύματα, ίσως βασίζεται σε κάποια σχέση του ζωγράφου με τη σωκρατική φιλοσοφία, πάνω στην οποία στηρίχθηκε ο Πλάτωνας.23 Η πρόταση, αν και ιδιαίτερα γοητευτική, παραμένει απλή υπόθεση.24




1. Πλίν., Φ.Ι. 35, 67. Αρποκρατίων, βλ. λ. «Παρράσιος». Στράβ. XIV.642. Τζέτζης, Χιλ. VIII.398. Overbeck, J., Die antiken Schriftquellen zur Geschichte der bildenden Künste bei den Griechen (Leipzig 1868), αρ. 1692.1699.

2. Σύμφωνα με τον Πλίνιο (Φ.Ι. 60), η ακμή του ζωγράφου Ευήνορα τοποθετείται στην 90ή Ολυμπιάδα (420-417 π.Χ.). Έχει ταυτιστεί με το συνονόματό του γλύπτη, επιγραφές του οποίου έχουν βρεθεί στην Ακρόπολη των Αθηνών και από τις οποίες μία έχει σχετιστεί με πρώιμο κλασικό άγαλμα της Αθηνάς στο Μουσείο Ακροπόλεως. Βλ. Rumpf, A., “Parrhasios”, AJA 55 (1951), σελ. 1, σημ. 7-8.

3. Πλίν., Φ.Ι. 35, 64.

4. Ξεν., Απομν. ΙΙΙ.10.1.

5. Quint., Inst. XII.10.4· Overbeck, J., Die antiken Schriftquellen zur Geschichte der bildenden Künste bei den Griechen (Leipzig 1868), αρ. 1680.

6. Παυσ., Ελλάδος Περιήγησις Ι.28.2. Overbeck, J., Die antiken Schriftquellen zur Geschichte der bildenden Künste bei den Griechen (Leipzig 1868), αρ. 1720.

7. Αθήν., Δειπνοσoφισταί XI.782B. Overbeck, J., Die antiken Schriftquellen zur Geschichte der bildenden Künste bei den Griechen (Leipzig 1868), αρ. 1721.

8. Stevens, G.P., “Architectural Studies Concerning the Acropolis of Athens”, Hesperia 15 (1946), 73.106.

9. Πλίν., Φ.Ι. 35, 64. Overbeck, J., Die antiken Schriftquellen zur Geschichte der bildenden Kunste bei den Griechen (Leipzig 1868), αρ. 1649. Βλ. επίσης Rumpf, A., ‘‘Parrhasios’’, AJA 55 (1951), σελ. 1.2., ΕΑΑ V (1963), σελ. 963, 965, βλ. λ. “Parrasio” (M. Gagiano de Azevedo).

10. Overbeck, J., Die antiken Schriftquellen zur Geschichte der bildenden Künste bei den Griechen (Leipzig 1868), αρ. 1723.1731. Πλ.ν., Φ.Ι. 35, 67.

11. Πλίν., Φ.Ι. 35, 67. Quint., Inst. XII.10.4.

12. Beazley, ARV² 1383. Kurtz, D.C., Athenian White Lekythoi (Oxford 1975), σελ. 58 κ.ε.

13. Πλίν., Φ.Ι. 35, 67.

14. Overbeck, J., Die antiken Schriftquellen zur Geschichte der bildenden Künste bei den Griechen (Leipzig 1868), αρ. 1702.1723.

15. Anthologiae Graecae ΙI.348.5 (Planud. IV.111). Overbeck, J., Die antiken Schriftquellen zur Geschichte der bildenden Künste bei den Griechen (Leipzig 1868), αρ. 1709, όπου παρατίθεται και το επίγραμμα του Ιουλιανού του Αιγυπτίου, το οποίο όμως δεν αναφέρει το ζωγράφο.

16. Johansen, F., Hoby.Fundet, Nordiske Fortidsminder II.3 (1923), π.ν. 9. Rodenwaldt, G., Die Kunst der Antike, Propyläen Kunstgeschichte ΙΙΙ (1944), σελ. 570. Αντίθετα ο Lippold, G., Antike Gemäldekopien (1951), σελ. 16, εικ. 9, αποδίδει την απεικόνιση της μορφής σε πολυγνώτεια επίδραση.

17. Πλίν., Φ.Ι. 35, 69.

18. Pfuhl, E., Malerei und Zeichnung der Griechen II (Munchen 1923), σελ. 693.

19. Ξεν., Απομν. ΙΙΙ.10.1.

20. Rumpf, A., ‘‘Parrasios., AJA 55 (1951), σελ. 8.9. Robertson, M.A., History of Greek Art (Cambridge 1975), σελ. 417, σημ. 152.

21. Πλίν., Φ.Ι. 35, 129. Πλοτ., Περί της των Αθηναίων δόξης 2. Overbeck, J., Die antiken Schriftquellen zur Geschichte der bildenden Künste bei den Griechen (Leipzig 1868), αρ. 1704 και 1790.

22. Σύγχρονα περίπου με τον πίνακα του Παρρασίου είναι ένα ανάγλυφο από την Ελευσίνα (421/420 π.Χ.), όπου ο Δήμος
παριστάνεται νέος, και ένα ανάγλυφο στο Λούβρο (410/408 π.Χ.), όπου αποδίδεται γενειοφόρος. Γενικά απεικονίζεται ως
μεσήλικας σεβάσμιος Αθηναίος πολίτης. Συχνά παριστάνεται στεφανωμένος, φορώντας ιμάτιο, που αφήνει γυμνό το στήθος και το δεξί του χέρι. Αυτός ο εικονογραφικός τύπος μπορεί να συγκριθεί με παραστάσεις του Δία και του Ασκληπιού σε αναθηματικά ανάγλυφα του 4ου αι. π.Χ. Όταν παριστάνεται καθιστός κρατά ένα σκήπτρο. Βλ. Palagia, O., Euphranor, Monumenta Graeca et Romana III (1980), σελ. 58. LIMC III.1 (1986), σελ. 379, 381, βλ. λ. “Demos” (O.Alexandri-Tzahou).

23. Ξεν., Απομν. ΙΙΙ.10.1.

24. Pollitt, J.J., The Ancient View of Greek Art (New Haven 1974), σελ. 48.