Παύλος (Σαούλ)

1. Πηγές

Για τον απόστολο Παύλο, όπως και για τις περισσότερες μορφές του πρώιμου χριστιανισμού, δεν έχουμε πολλές πληροφορίες. Τις γνώσεις μας τις αντλούμε κυρίως από τα κείμενα της Καινής Διαθήκης, και ιδιαίτερα από τις Πράξεις των Αποστόλων, τις οποίες φέρεται να συνέταξε ο ευαγγελιστής Λουκάς. Σημαντική πηγή αποτελούν επίσης οι 14 επιστολές του Παύλου προς κατά τόπους πρώιμες εκκλησίες ή προς εκκλησιαστικούς εκπροσώπους.1 Μόνο οι πολλαπλές αναγνώσεις των κειμένων αυτών σε συνδυασμό με πολύ καλή γνώση της ιστορικής περιόδου μπορούν να μας δώσουν μια αληθοφανή εικόνα για τους πρώτους δάσκαλους του χριστιανισμού, οι οποίοι κατά τα άλλα περιβάλλονται από μύθους που έπλασαν μεταγενέστερα οι πνευματικοί εκπρόσωποι της νέας θρησκείας.

2. Βιογραφικά στοιχεία

Ο Σαούλ ή Σαύλος ή Παύλος γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας μεταξύ του 5 και του 15 μ.Χ. και πέθανε μάλλον στη Ρώμη μεταξύ του 64 και του 67. Τρία πράγματα γνωρίζουμε με βεβαιότητα για την καταγωγή του Παύλου: ότι η οικογένειά του ήταν εβραϊκή, καταγόμενη από τη φυλή του Βενιαμίν,2 εγκατεστημένη στην Ταρσό3 και με πολιτικά δικαιώματα στην πόλη αυτή της Κιλικίας, και ότι ο ίδιος είχε τα tria nomina και τη ρωμαϊκή πολιτεία, η οποία ενδεχομένως αποτελούσε οικογενειακό προνόμιο. Η οικογένεια του Παύλου φαίνεται ότι είχε πλήρη πολιτικά δικαιώματα στην Ταρσό, πράγμα που έχει κάνει τους μελετητές να διατυπώσουν τη θεωρία πως ίσως είχαν εγκατασταθεί εκεί κατά την επανίδρυση της πόλης ως Αντιόχειας από τον Αντίοχο Δ' (175-164 π.Χ.), με μια τακτική μετοικεσίας που ήταν προσφιλής στους Σελευκίδες. Ο ίδιος, όπως φαίνεται στις Πράξεις, έδινε έμφαση στην εβραϊκή του ταυτότητα, η οποία επηρέασε τόσο την προσωπικότητα όσο και τις επιλογές του κατά τη διαμόρφωση και διάδοση των χριστιανικών του απόψεων.4 Ταυτόχρονα όμως δήλωνε με περηφάνια ότι ήταν Τάρσιος, ενώ προέτασσε τη ρωμαϊκή του πολιτεία, προκειμένου να διευκολυνθεί κατά τα ταξίδια του ή να αμυνθεί, όταν χρειαζόταν, ενάντια στους διώκτες του.

Σχετικά με την οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του, έχει συχνά γραφτεί ότι ήταν ανθηρή. Παραδίδεται μάλιστα ότι κατά τη νεότητά του μετέβη στην Ιερουσαλήμ και μαθήτευσε κοντά στον περίφημο ραβίνο Γαμαλιήλ.5 Ταυτόχρονα όμως πρέπει να είχε λάβει και ελληνική παιδεία, καθώς εμφανίζεται βαθύς γνώστης της κουλτούρας και της φιλολογικής παραγωγής των εθνικών. Από τα συμφραζόμενα σε αρκετά σημεία των Πράξεων και των επιστολών του φαίνεται ότι πράγματι ο Παύλος είχε πρόσβαση σε πλούτο και αξιώματα, τα οποία ωστόσο παραμέρισε για χάρη της αποστολής του. Πράγματι, κατά τη διάρκεια της αποστολικής του δραστηριότητας τουλάχιστον, ο Παύλος εργαζόταν ως σκηνοποιός, ενώ στις περιοδείες του βασιζόταν και στην οικονομική υποστήριξη των κατά τόπους χριστιανικών κοινοτήτων.6 Μια πιθανή εξήγηση που γεφυρώνει την αντίφαση αυτή είναι ότι ο Παύλος, μετά τη μεταστροφή του, ήρθε σε ρήξη με την οικογένειά του, που ανήκε στην τάξη των Φαρισαίων,7 και είτε οικειοθελώς είτε αναγκαστικά αποποιήθηκε την οικογενειακή περιουσία. Πάντως δεν πρέπει να είχε γίνει μισητός σε όλα τα μέλη της οικογένειάς του, αφού στις Πράξεις των Αποστόλων αναφέρεται ότι ο γιος της αδερφής του, ο οποίος προφανώς είχε πρόσβαση σε υψηλούς κύκλους της ιουδαϊκής ελίτ, προσπάθησε να τον σώσει από μία συνωμοσία εναντίον του στην Ιερουσαλήμ.8

3. Από το Σαούλ στον Παύλο

Ο ίδιος ο Σαούλ σε νεαρή ηλικία πρέπει να ήταν διαποτισμένος με τη φαρισαϊκή ιδεολογία, αφού φέρεται ότι ήταν διώκτης των χριστιανών.9 Η μεταστροφή του, σύμφωνα με ένα από τα πιο γνωστά χωρία της χριστιανικής φιλολογίας,10 συνέβη το έτος 34, όταν βρισκόταν έφιππος καθ’ οδόν προς τη Δαμασκό, προκειμένου να συλλάβει τους εκεί εκχριστιανισμένους Ιουδαίους. Ένα εκτυφλωτικό φως τον περιέβαλε και ο Ιησούς με βροντερή φωνή τον ρώτησε: «Σαούλ, τι με διώκεις;». Ο Σαούλ έπεσε αναίσθητος στο έδαφος και όταν συνήλθε συνειδητοποίησε ότι είχε χάσει το φως του.11 Οι άνδρες της συνοδείας του, τρομαγμένοι από το μεταφυσικό φαινόμενο, τον συνόδευσαν μέσα στην πόλη. Ο Σαούλ παρέμεινε σε κατάσταση τύφλωσης και χωρίς τροφή για τρεις μέρες. Τότε ο Ανανίας, ένας από τους νεοφώτιστους χριστιανούς, που είχε ειδοποιηθεί σε όραμα από τον Ιησού, πήγε και τον επισκέφθηκε, απέσπασε την υπόσχεση ότι ο Σαούλ δε θα καταδίωκε πλέον τους χριστιανούς, και τον θεράπευσε.

Ο Σαούλ βαπτίστηκε Παύλος. Όμως η μεταστροφή του αυτή προκάλεσε την οργή των Εβραίων της Δαμασκού, που εξαπέλυσαν ανθρωποκυνηγητό εναντίον του. Οι φίλοι του όμως τον φυγάδευσαν κατεβάζοντάς τον νύχτα με ένα καλάθι από τα τείχη της πόλης. Στη συνέχεια ο Παύλος πήγε στην Ιερουσαλήμ, όπου τέθηκε υπό την προστασία του μετέπειτα αποστόλου Βαρνάβα, και άρχισε να διδάσκει καταφερόμενος κατά των ελληνιστών ή εθνικών Εβραίων (Gentiles) και προκαλώντας την οργή τους. Κρίθηκε λοιπόν αναγκαίο να απομακρυνθεί και πήγε στην Ταρσό, όπου παρέμεινε περίπου οκτώ χρόνια, διδάσκοντας αλλά και διαμορφώνοντας την προσωπική του θέση σχετικά με τη χριστιανική διδασκαλία. Κατά την περίοδο αυτή φαίνεται πως μετέβαλε και την άποψή του σχετικά με τους αποδέκτες του κηρύγματος, περιλαμβάνοντας στο μελλοντικό ποίμνιο όχι μόνο τους Εβραίους κάθε προέλευσης και ιδεολογίας, αλλά και όσους δεν ήταν περιτμημένοι Εβραίοι, τους οποίους όμως αρχικά οι απόστολοι είχαν κατατάξει σε ξεχωριστή κατηγορία, τους «θεοσεβείς» ή «θεοφοβούμενους» ή προσήλυτους.12

4. Η ιεραποστολική δράση του Παύλου

Κατά την περίοδο που ο Παύλος βρισκόταν στην Ταρσό, οι υπόλοιποι απόστολοι ταξίδευαν σε όλα τα σημεία της αυτοκρατορίας κηρύσσοντας το λόγο του Θεού στους Εβραίους. Στη συνέχεια, σε κάποια χρονική στιγμή που τοποθετείται γύρω στο 42, συγκεντρώθηκαν στην Αντιόχεια. Τότε ο Βαρνάβας αναζήτησε τον Παύλο στην Ταρσό και τον πήρε μαζί του στη συριακή πρωτεύουσα. Οι απόστολοι έμειναν εκεί για περίπου ένα χρόνο ισχυροποιώντας την τοπική εκκλησία, και, σύμφωνα με τις Πράξεις των Αποστόλων, τότε άρχισαν να αποκαλούν τους εαυτούς τους χριστιανούς.13 Έπειτα από περίπου ένα χρόνο αποφασίστηκε (με την επίδραση του Αγίου Πνεύματος, κατά τις Γραφές) να φύγουν ο Βαρνάβας και ο Παύλος για να κηρύξουν το θείο λόγο.14 Έτσι ξεκίνησε το πρώτο ταξίδι του Παύλου, που επρόκειτο να τον φέρει στην Κύπρο, τη Λυκαονία, την Παμφυλία, τη Γαλατία και τη Φρυγία. Ο Παύλος και ο Βαρνάβας δίδαξαν στα ελληνικά ακόμη και όσους δεν τα καταλάβαιναν και κατάφεραν να προσηλυτίσουν μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Την περίοδο εκείνη όμως λιμός χτύπησε την αυτοκρατορία και οι δύο απόστολοι αποφάσισαν να συγκεντρώσουν υλική βοήθεια και να τη μεταφέρουν στην Ιουδαία για να ανακουφίσουν τους αδελφούς τους. Στο δρόμο τους δίδαξαν σε συναγωγές στη Φοινίκη και τη Σαμάρεια. Με το πέρας της αποστολής τους αυτής επέστρεψαν στη Λυκαονία, για να ολοκληρώσουν το ταξίδι τους στη Μικρά Ασία.

Στα Λύστρα προσκολλήθηκε στη συντροφιά τους και ο Τιμόθεος, γόνος μεικτού γάμου Εβραίας με Έλληνα. Όταν βρίσκονταν στην Τρωάδα κι ετοιμάζονταν να κατευθυνθούν στη Βιθυνία, θείο όραμα και πάλι τους υπέδειξε τη Μακεδονία· ο Παύλος με τον Τιμόθεο έπλευσαν προς τα εκεί, κάνοντας τον πρώτο μεγάλο σταθμό τους στους Φιλίππους. Κατά το 45 και 46, περιόδευσαν στον ελλαδικό χώρο φτάνοντας έως την Κόρινθο. Αξιοσημείωτη ήταν η παραμονή και διδασκαλία του Παύλου στην Αθήνα: επέλεξε να μιλήσει δημόσια στους Αθηναίους στον Άρειο Πάγο. Στη διδασκαλία του επικαλέστηκε το βωμό του «αγνώστου θεού», που φαίνεται ότι υπήρχε τότε στην πόλη, ως αφετηρία για να ξεδιπλώσει το περιεχόμενο του λόγου του. Οι Αθηναίοι τον περιγέλασαν και δεν πείστηκαν με τα λεγόμενά του, εκτός από δύο, το Διονύσιο (Αρεοπαγίτη) και μία γυναίκα, τη Δάμαρι. Στην Κόρινθο ο Παύλος παρέμεινε ενάμιση χρόνο κοντά στους προσήλυτους Ακύλα και Πρίσκιλλα, που ήταν επίσης σκηνοποιοί.

Μετά τον κύκλο αυτό των ταξιδιών ο Παύλος επέστρεψε στην Αντιόχεια. Διαμάχη με τον Πέτρο όμως και με όσους αντιτάχθηκαν στη διεύρυνση του σώματος των χριστιανών με τον προσηλυτισμό μη περιτμημένων Εβραίων ή και εθνικών τον έφερε για μία ακόμη φορά στη Μικρά Ασία, όπου, αφού επισκέφθηκε τις εκκλησίες που είχε ήδη ιδρύσει, εγκαταστάθηκε στην Έφεσο. Εκεί πέρασε το διάστημα μεταξύ του 53 και του 56 εργαζόμενος ως σκηνοποιός. Στη συνέχεια πραγματοποίησε ένα ακόμη σύντομο ταξίδι στην κυρίως Ελλάδα και μετέβη τελικά στην Ιερουσαλήμ, για να γιορτάσει την Πεντηκοστή του 56 μαζί με τους άλλους αποστόλους. Τη φορά όμως αυτή δε στάθηκε τόσο τυχερός όπως άλλοτε. Συνωμοσία που εξυφάνθηκε εναντίον του από τους φανατικούς Εβραίους τον έφερε αντιμέτωπο με τις ρωμαϊκές αρχές, οι οποίες τον συνέλαβαν ως ταραχοποιό. Ο Παύλος φυλακίστηκε αρχικά στην Ιερουσαλήμ και, στη συνέχεια, μεταφέρθηκε στην Καισάρεια. Κάνοντας χρήση της ιδιότητας του Ρωμαίου πολίτη, ζήτησε να μεταβεί στη Ρώμη για να δικαστεί εκεί. Ωστόσο, εξαιτίας της αδράνειας του Ρωμαίου διοικητή ο Παύλος παρέμεινε στη φυλακή της Καισάρειας για τουλάχιστον δύο έτη. Ο επόμενος διοικητής κατόρθωσε τελικά να τον στείλει στη Ρώμη. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του προς την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας ο Παύλος δεν έπαψε να διδάσκει. Έστειλε μερικές επιστολές προς τις εκκλησίες που είχε ιδρύσει προσπαθώντας να τονώσει τους πιστούς και, όταν το καράβι στο οποίο βρισκόταν ναυάγησε στη Μάλτα έπειτα από τρικυμία, άδραξε την ευκαιρία για να προσηλυτίσει πιστούς και στο μακρινό αυτό νησί της Μεσογείου.15 Το ταξίδι του συνεχίστηκε ενδεχομένως μέσω της Σικελίας, την οποία διέσχισε πεζή. Φτάνοντας στη Ρώμη παρέμεινε άλλα δύο χρόνια σε κατ’ οίκον περιορισμό, εξακολουθώντας να διδάσκει μαθητές που συνέρρεαν από παντού. Φιλοδοξία του ήταν να μεταβεί στη συνέχεια στην Ισπανία. Ωστόσο είναι άγνωστο αν πραγματικά τα κατάφερε ή αν τελικά δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Οι πηγές είναι ασαφείς ως προς τη χρονική στιγμή του θανάτου του. Ο Ευσέβιος Καισαρείας παραθέτει ότι ο Παύλος εκτελέστηκε στη Ρώμη την εποχή του Νέρωνα. Η μεταγενέστερη έρευνα προσδιορίζει τη χρονολογία στο 64 ή 67. Άλλοι συγγραφείς, ωστόσο, παραδίδουν ότι ο Παύλος αποκεφαλίστηκε την ίδια ημέρα με τον απόστολο Πέτρο, δηλαδή 29 Ιουνίου, ημέρα που εορτάζεται έως σήμερα η μνήμη τους.

Τα ταξίδια του Παύλου τον έφερναν αντιμέτωπο πολύ συχνά με ειδωλολάτρες, μάγους και τσαρλατάνους, με φιλοσόφους αλλά και με τις ρωμαϊκές αρχές. Σε ελάχιστες περιπτώσεις ο Παύλος εμφανίζεται να χρησιμοποιεί μαγικές δυνάμεις ή να πραγματοποιεί θαύματα για να μεταστρέψει τους εχθρούς του ή όσους τον αμφισβητούσαν. Αντίθετα, η δύναμή του βρισκόταν στην πειθώ και στη δεινή ρητορική του ικανότητα. Η χρήση εμφαντικών κινήσεων των χεριών και το σταθερό του βλέμμα με το οποίο κατακεραύνωνε τους αντιπάλους του ήταν τα μεγάλα του όπλα.

5. Συγγραφικό έργο

Ο Παύλος υπήρξε ένας από τους πολυγραφότερους χριστιανούς συγγραφείς της «πρώτης γενιάς» χριστιανών. Εκτός από το προφορικό του κήρυγμα, ψήγματα από το οποίο βρίσκουμε στις Πράξεις των Αποστόλων, ο Παύλος έγραψε και μια σειρά επιστολών προς διακεκριμένες εκκλησίες, με σκοπό να ισχυροποιήσει την πίστη ή να δώσει λύση σε προβλήματα. Οι επιστολές που αποδίδονται στον Παύλο (αν και η πατρότητα κάποιων αμφισβητείται) είναι: Προς Ρωμαίους, δύο επιστολές Προς Κορινθίους, Προς Γαλάτας, Προς Εφεσίους, Προς Φιλιππησίους, Προς Κολοσσαείς, δύο επιστολές Προς Θεσσαλονικείς, Προς Εβραίους, καθώς και κάποιες επιστολές προς επίλεκτους μαθητές και αποστόλους, όπως οι επιστολές Προς Τιμόθεον, Προς Τίτον και Προς Φιλήμονα. Μέσα από τις επιστολές του αυτές διαφαίνονται οι ιδέες με τις οποίες εμπλούτισε το κήρυγμα του Ιησού και διαμόρφωσε χριστιανικές πρακτικές ζωής. Έτσι διατύπωσε την περιγραφή της Εκκλησίας ως «σώματος Χριστού»,16 την ένωση δύο όντων εν σώματι με το γάμο,17 την απάρνηση της προσωπικής ελευθερίας για χάρη της αγάπης και της υπηρεσίας προς τους άλλους,18 την υπεροχή της αγάπης έναντι της ελπίδας και της πίστης,19 αλλά και μια ριζοσπαστική άποψη υπέρ της ισότητας στους κόλπους των χριστιανών, που αφορούσε τόσο την άσκηση της πίστης όσο και την ηγεσία των χριστιανικών κοινοτήτων.20 Το βασικό πρόβλημα που φαίνεται ότι υπήρχε στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες ήταν η συνύπαρξη ελληνιστών και ορθόδοξων Εβραίων. Η επίμονη προσπάθεια του Παύλου κατάφερε να απαλλάξει τους ελληνιστές από την υποχρέωση να υπακούν τον εβραϊκό νόμο ως προς τις πρακτικές του· συμβιβαστική λύση και νέος τρόπος συνύπαρξης φαίνεται ότι αναδείχθηκε η θεία κοινωνία, μια πρακτική που καθιερώθηκε και αποτέλεσε αργότερα ένα από τα επτά μυστήρια. Εξαιτίας της σημασίας τους οι επιστολές του Παύλου περιλήφθηκαν στον εκκλησιαστικό κανόνα και αποτελούν σημαντικό τμήμα της Καινής Διαθήκης.

6. Κρίσεις και αποτιμήσεις

Ο απόστολος Παύλος είναι σίγουρα η σημαντικότερη μορφή του πρώιμου χριστιανισμού. Στην ουσία, όπως θεωρούν πολλοί ιστορικοί των θρησκειών σήμερα, ο ίδιος ο χριστιανισμός ως θρησκεία ήταν δημιούργημα του Παύλου. Ως γόνος φαρισαϊκής οικογένειας είχε σίγουρα καλύτερη θεωρητική παιδεία αλλά και πιο ασκημένη την πολιτική ικανότητα από τους άλλους αποστόλους. Γνώριζε άπταιστα ελληνικά αλλά και εβραϊκά, πράγμα που του επέτρεπε να απευθύνεται τόσο σε Ιουδαίους όσο και σε ελληνιστές Εβραίους, αλλά και σε εθνικούς, και να συνομιλεί ακόμη και με φιλοσόφους στην Αθήνα. Παρά την αρχική του δυσπιστία και την προσκόλλησή του σε εβραϊκά ήθη, όπως η περιτομή, που στόχευαν να αποδείξουν την ανωτερότητα του εβραϊκού λαού, έφτασε πρώτος από όλους τους αποστόλους να οραματιστεί μια χριστιανική κοινωνία που θα περιλάμβανε όχι μόνο τους Εβραίους, αλλά όλους τους ανθρώπους, ακόμη και τις γυναίκες, όπως φαίνεται από το περιστατικό του προσηλυτισμού της πωλήτριας πορφύρας από τους Φιλίππους, της Λυδίας. Ήταν δηλαδή ο πρώτος απόστολος που έδωσε οικουμενική διάσταση στο κήρυγμα του χριστιανισμού. Για το λόγο αυτό διώχθηκε από τους ομοεθνείς του σε αρκετές περιπτώσεις, όπως στη Δαμασκό, στην Ιερουσαλήμ ή στη Θεσσαλονίκη. Άλλες φορές πάλι οι προσήλυτοι υιοθετούσαν μια υπεροπτική συμπεριφορά έναντι των συμπολιτών τους, η οποία επέσυρε την οργή των ρωμαϊκών αρχών (όπως στους Φιλίππους ή στην Κόρινθο, όταν ο Παύλος κλήθηκε να απολογηθεί ενώπιον του ανθυπάτου της Αχαΐας Γαλλίωνα). Γενικά η περίοδος κατά την οποία δίδαξε ο Παύλος, δηλαδή τα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ., ήταν δύσκολη για τους οπαδούς της νέας θρησκείας: Η διαφορά τους από τους οπαδούς άλλων μυστηριακών λατρειών έγινε αισθητή εξαιτίας της άρνησής τους να συμμετάσχουν σε άλλα μυστήρια, ιδίως όσα απαιτούσαν την κατανάλωση ιερών σφαγίων, και κυρίως στη λατρεία του αυτοκράτορα. Τόσο ο Κλαύδιος όσο και ο Νέρωνας στάθηκαν από επιφυλακτικοί έως ανοιχτά εχθρικοί απέναντι στους χριστιανούς και σε αρκετές περιπτώσεις έστειλαν στους Ρωμαίους διοικητές επαρχιών οδηγίες για τη δίωξη της νέας θρησκείας. Η δεινή θέση στην οποία βρέθηκαν οι πρώτοι χριστιανοί ξύπνησε την αμφιβολία όσων Εβραίων δεν είχαν ακόμη μεταστραφεί, καθώς η έλευση του Μεσσία, την οποία ευαγγελίζονταν οι απόστολοι, ισοδυναμούσε στο μυαλό τους με σωτηρία από πολιτικά και επίγεια δεσμά. Πολύ δύσκολα μπόρεσε ο Παύλος να πείσει ορισμένους για τον εσχατολογικό χαρακτήρα αυτής της σωτηρίας, που θα δινόταν έπειτα από μια ζωή αφιερωμένη στην αγάπη και την αυταπάρνηση. Η διεύρυνση δε του κύκλου των πιστών με μη περιτμημένους Εβραίους σήμανε την οριστική ρήξη μεταξύ των φαρισαϊκών αποκλίσεων φανατικών Εβραίων και όσων, κυρίως μεταξύ των ελληνιστών, δέχονταν τη νέα τάξη πραγμάτων που δίδασκε ο Παύλος. Πέραν αυτού, ο Παύλος κατάφερε να ιδρύσει πολυάριθμες εκκλησίες επάνω σε κεντρικούς εμπορικούς και οδικούς άξονες της αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα στη Μικρά Ασία, αλλά και στην κυρίως Ελλάδα, και να καταστήσει σαφή την ανάγκη μιας ιεραρχίας στις χριστιανικές κοινότητες, η οποία θα τις απέτρεπε από τη διάλυση και θα βοηθούσε στην καλύτερη ενσωμάτωσή τους στο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Με τον τρόπο αυτό και τον προσανατολισμό που έδωσε ο Παύλος κατάφερε να κάνει το χριστιανισμό από εβραϊκή αίρεση οικουμενική θρησκεία της αυτοκρατορίας.



1. Η πατρότητα και των 14 επιστολών αμφισβητείται από τη σύγχρονη επιστήμη. Με βεβαιότητα αποδίδονται στον Παύλο οι: Προς Ρωμαίους, Προς Γαλάτας, Προς Φιλιππησίους, Α΄ Επιστολή προς Κορινθίους, Β΄ Επιστολή προς Κορινθίους, Α΄ Επιστολή προς Θεσσαλονικείς και Προς Φιλήμονα.

2. Βλ. Φιλ. 3.5.

3. Πράξ. 21.39, 22.3.

4. Φιλ. 3.5.6, Πράξ. 23.6.

5. Βλ. Γαλ. 1.14, Πράξ. 22.3, 26.4. Ωστόσο, καθώς η επιστολή Προς Γαλιλαίους  δε θεωρείται γνήσιο έργο του Παύλου, έρχεται σε αντίφαση με άλλο σημείο, όπου ο ίδιος δηλώνει πως ήταν εύκολο να βρεθεί στην Ιερουσαλήμ, καθώς ήταν άγνωστος μεταξύ αγνώστων, ενώ η πληροφορία για τη μαθητεία του αμφισβητείται. Η δομή του λόγου του όμως και η βαθιά γνώση του της ιουδαϊκής θεολογίας αποδεικνύει ότι, αν όχι κοντά στο Γαμαλιήλ, τουλάχιστον κοντά σε κάποιον άλλο ραβίνο ο Παύλος απέκτησε στέρεη ιουδαϊκή παιδεία.

6. Αυτό αναφέρει ο ίδιος σε αρκετά σημεία στις επιστολές του. Βλ. Φιλ. 4.15, Κορινθ. 2, 11.9, Θεσσ. 2, 9.

7. Οι Φαρισαίοι παρέμειναν πιστοί στην αυστηρή γραμμή του ιουδαϊσμού και δεν αποδέχτηκαν ποτέ την έλευση του Μεσσία.

8. Πράξ. 23.16.

9. Φιλ. 3.3-4, Γαλ. 1.13-24.

10. Πράξ. 9.1-20.

11. Πράξ. 9.1-29, 22.3-21, 26.9-21.

12. Το τι ακριβώς σήμαινε ο όρος, ποιους περιλάμβανε και υπό ποιες προϋποθέσεις είναι ένα ζήτημα που απασχολεί ακόμη την έρευνα. Βλ. Williams, M.H., “The Jews and godfearers inscription from Aphrodisias. A case of patriarchal interference in early 3rd century Caria?”, Historia 41 (1992), σελ. 297-310, και Reynolds, J.M. – Tannenbaum, R., Jews and god-fearers at Aphrodisias. Greek inscriptions with commentary (Proceedings of the Cambridge Philological Society, Supplement 12, Cambridge 1987).

13. Πράξ. 11.26.

14. Πράξ. 13, 14.

15. Η Καθολική Εκκλησία έχει ανακηρύξει τον Παύλο προστάτη άγιο της Μάλτας.

16. Κορινθ. 1, 12.27.

17. Κορινθ. 1, 7.1-40.

18. Κορινθ. 1, 9.

19. Κορινθ. 1, 13.

20. Κορινθ. 1, 12-14.